ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΜΑΤΙΕΣ

 

Η Αρχιτεκτονική του Πηλίου

02 Ιανουάριος, 2004

Η Αρχιτεκτονική του Πηλίου

Η αρχιτεκτονική της κατοικίας στο Πήλιο δεν υπήρξε ένα αυτόνομο πολιτισμικό φαινόμενο. Ήταν απλά μία από τις εικαστικές εκφράσεις όπως δημιουργήθηκαν τον 18ο και τις αρχές του 19ου αιώνα στη διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Η αρχιτεκτονική στη γενική της μορφή δέχτηκε πολλές επιδράσεις, για να καταλήξει στην τωρινή. Υπάρχουν βέβαια κάποιες τοπικές κατασκευαστικές διαφορές. Έτσι, στο βαλκανικό και μικρασιατικό χώρο, η αρχιτεκτονική των επαρχιακών και ορεινών κέντρων παρουσιάζουν μια αξιοπρόσεκτη ενότητα, με κάποιες τοπικές ιδιομορφίες.Τα περισσότερα παραδείγματα παραδοσιακών σπιτιών που υπάρχουν σήμερα ανήκουν στο 19ο αιώνα. Έγιναν όμως πολλές επισκευές σύμφωνα με μαρτυρίες που μιλούν για καταστροφές στα τέλη του 18ου και 19ου αιώνα. Πληροφορίες όμως, μας δίνουν μια εικόνα για ορισμένους οικισμούς, όπου υπάρχουν πολλά σπίτια ψηλά με γούστο φτιαγμένα.

Έτσι στο γύρισμα του 18ου στο 19ο αιώνα η εικόνα που θα έχουν τα χωριά, θα υιοθετηθεί σύμφωνα με την οικονομική ακμή της εποχής. Μπορούμε έτσι να θεωρήσουμε ότι τα περισσότερα παραδείγματα ξεκινούν από το δεύτερο μισό του 18ου και συνεχίζονται μέσα στο πρώτο μισό του 19ου. Αυτά τα σπίτια θα τα ονομάσουμε «σπίτια της ακμής» (1750-1830).

Σε ακόμα πιο παλιά εποχή (1700-1750) τοποθετούμε τους πύργους, μερικοί από τους οποίους διασώζονται επισκευασμένοι στη Μακρυνίτσα, στα Λεχώνια, στον Αγ. Λαυρέντιο, τον Άνω Βόλο, τον Αγ. Γεώργιο. Πρόκειται για τις γνωστές μορφές της «κούλας» ή «κούλιας». Ο οχυρός πύργος του Σουλεϊμαν ή Καραγιάννη που βρίσκεται σήμερα ερειπωμένος στα Άνω Λεχώνια, χωρίς τον τελευταίο του όροφο και με γκρεμισμένη τη βορειοδυτική του πλευρά, αποτελεί ένα πολύ εντυπωσιακό παράδειγμα πρώιμου πυργόσπιτου.

Αργότερα τοποθετήθηκε ένα πέτρινο περίβλημα, ένα είδος «σκάρπας», προφανώς για να συγκρατήσει τους τοίχους από το «άνοιγμα», και προστέθηκαν οι ξύλινες εξέδρες των τολμηρών εξωστών που φαίνονται να περιβάλουν το κτίριο στις παλιότερες απεικονίσεις.

Τα ξύλινα δοκάρια μπορούσαν να πατήσουν τώρα πάνω σε μια μεγάλη επιφάνεια, αλλά η μεγάλη προβολή τους χρειάστηκε και λοξές αντηρίδες. Έτσι διαμορφώθηκαν επάνω τους και κλειστοί εξώστες που προσέφεραν ζωτικό χώρο όταν οι συνθήκες ζωής καλυτέρεψαν.

Με ανάλογο τρόπο, στον πύργο της Κουκουράβας στη Μακρινίτσα τα ξύλινα φουρούσια που προβάλλουν στη βάση του τελευταίου ορόφου, φανερώνουν ότι άλλοτε προστέθηκαν κάποιοι κλειστοί εξώστες χωρίς να ενοχληθεί ο εσωτερικός πυρήνας. Μετά την καταστροφή τους, ο πύργος παρουσιάζει τη λιτή απέριττη μορφή του ψηλού οχυρού πύργου.

 

Με καθαρά ορθογωνική κάτοψη και σημαντικά μικρότερο ύψος από εκείνο των πύργων, παρουσιάζονται τα πρώιμα οχυρωμένα σπίτια στο Πήλιο. Το πιο αντιπροσωπευτικό είναι το σπίτι του Βεργή στο Ανήλιο που έχει ξεκάθαρα τα χαρακτηριστικά της λειτουργίας ως χώρου και οικοτεχνίας. Η ανασυρόμενη ξύλινη γέφυρα που συνέδεε μια πέτρινη σκάλα με την είσοδο του σπιτιού στον όροφο και η μεγάλη προβολή των εξωστών που υπήρχαν άλλοτε στις τρεις του πλευρές, το κάνουν από τα πιο ενδιαφέροντα παραδείγματα του είδους. Την πρωιμότητά του δείχνουν και τα διατηρημένα τοξωτά ανοίγματα των ορόφων, χαρακτηριστικό που συναντιέται σε όλα τα ανάλογα οχυρωμένα σπίτια της ίδιας εποχής, όπως για παράδειγμα στο σπίτι του Στέλλου στον Αγ. Λαυρέντιο. Σ’ αυτό το τελευταίο, το μεγάλο ξώστεγο παρέμεινε ανοιχτό σαν χαγιάτι και με την προσθήκη στα δυτικά νέας κατασκευής μετέτρεψε την κάτοψή του από ορθογωνική σε σχήμα Γ. Τον ίδιο τρόπο κάτοψης έχει και το σπίτι του Σισιλιάνου ή ο πύργος των Αξέλων όπως είναι γνωστός στη Μακρινίτσα. Μπορεί η μορφή του και η εσωτερική του διάταξη να έχουν αλλοιωθεί σε σχέση με την αρχική του κατάσταση. Διατηρείται όμως η κάτοψη σε σχήμα Γ και ο μεσοπαράλληλος πέτρινος τοίχος που διαιρεί σε δύο ζώνες το βασικό ορθογώνιο του ενός «πύργου». Πάνω σ’ αυτήν ακριβώς τη βασική εσωτερική διαίρεση θα στηριχτεί ο μεγαλύτερος αριθμός σπιτιών της ακμής, όταν καθιερώνονται οι τρεις κατηγορίες: τα «αρχοντικά», «σοαστικά» και τα «λαϊκα».

Σπίτια της ακμής (1750-1830). Μέσα στην ατμόσφαιρα που συνθέτουν ο συντηρητικός βίος των Τούρκων της Βαλκανικής και οι πνευματικές επιρροές από τη «φωτισμένη Ευρώπη», η προσπάθεια για κοινωνική προβολή θα εκφραστεί μέσα από τα σπίτια-σύμβολα υπεροχής. Η κυρίαρχη παρουσία τους στο Πήλιο θα ορίσει την αρχιτεκτονική τους φυσιογνωμία.

Πολυώροφα, πλούσια διακοσμημένοι χώροι, θυμίζουν τη μορφολογική τους συγγένεια με τους πρώιμους πύργους και ταυτόχρονα την κτιριολογική και διακοσμητική τους σχέση με το χώρο της Ανατολής, χωρίς ωστόσο να αλλοιώνεται η σταθερή διαίρεση σε μέσα και έξω σπίτι και η παρουσία της θεσσαλικής παράδοσης. Έτσι διαμορφώνεται κατ’ αρχήν μία πυργοειδής πέτρινη βάση που ακολουθεί σαν μορφή κάτοψης τρεις βασικούς τύπους: τον ορθογωνικό, εκείνον σε σχήμα Γ, και έναν τρίτο σε σχήμα Π που τα ελάχιστα δείγματά του έχουν καταστραφεί ή αλλοιωθεί από νεότερες προσθήκες, έτσι που πολύ δύσκολα να τα εντοπίζει κανείς, εκτός από χαρακτηριστικές περιπτώσεις αρχοντικών στην Πορταριά, το Λαύκο και το Τρίκερι.

Στο εσωτερικό, η οργάνωση του χώρου θα προκύψει από τη θέση, τη μορφή, τις διαστάσεις και τη σχέση που έχει με τα δωμάτια ένας κεντρικός πυρήνας, ή σάλα-δοξάτο. Στο ισόγειο ένας μεσοπαράλληλος πέτρινος τοίχος διαιρεί σε δύο ζώνες το κατώι. Η εμπρός ζώνη, το «έξω κατώι» μπορεί να παραλληλιστεί με τον υπαίθριο χώρο-προέκταση της αυλής κάτω από το χαγιάτι της παραδοσιακής κατοικίας, που κλείστηκε με τοίχο για να προστατέψει την υπαίθρια σκάλα που οδηγούσε στον ξάνωγο.

Εδώ βρίσκεται κάποιο μικρό δωμάτιο ή μία κουζίνα. Στην πίσω ζώνη, το μέσα σπίτι, ένας τοίχος ορίζει δύο χώρους στους οποίους αποθηκεύονταν άλλοτε καρποί και τρόφιμα, ξύλα για το χειμώνα, ζωοτροφές και συχνά ένα μέρος που χρησίμευε για σταβλισμό ζώων. Η χοντροί πέτρινοι τοίχοι και η προστατευτική παρουσία των αποπάνω ορόφων εξασφάλιζε μέσα στο σπίτι σταθερές συνθήκες θερμοκρασίας. Αντίθετα με το πατημένο χώμα ή το βράχο που είχε για δάπεδο ο χώρος εισόδου είναι πλακοστρωμένος. Από εδώ ξεκινάει η ξύλινη σκάλα τοποθετημένη στο πλάι συνήθως, στην εξώπορτα που φέρνει στον πυρήνα του πρώτου ορόφου, του γνωστού χειμωνιάτικου.

Ο μεσοπαράλληλος τοίχος συνεχίζεται και σ’ αυτόν τον όροφο, αποτελώντας το όριο ανάμεσα στην εσωτερική ζώνη των οντάδων και του χειμωνιάτικου μεγάλου χώρου υποδοχής. Χαμηλά και μεγάλου πλάτους ντιβάνια, τα μιντέρια, δεξιά και αριστερά από τα τζάκια (παραστιές), χρησιμεύουν για κάθισμα ή για ύπνο. Στον ίδιο όροφο βρίσκεται συνήθως η κουζίνα και συνηθίζεται η κατασκευή τουαλέτας σε μεταγενέστερη εποχή.

Στον τελευταίο όροφο, τον καλοκαιρινό, κυρίαρχο στοιχείο παραμένει σάλα-δοξάτο με τη σκάλα. Η διαίρεση κι εδώ εξακολουθεί να είναι σε δύο ζώνες. Γύρω από τη σάλα στις δύο ή και στις τρεις τώρα πλευρές διατάσσονται καλοκαιρινές κάμαρες. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος με τον οποίο τοποθετούνται οι πόρτες των δωματίων που βλέπουν στο χώρο της. Τοποθετημένες λοξά από τη μια επιτρέπουν σε όποιον βρίσκεται στο χώρο του κεντρικού πυρήνα να βλέπει το εσωτερικό των δωματίων και από την άλλη δημιουργούν μια αίσθηση συμμετρίας στην κάτοψη. Αυτό ισχύει βέβαια για τα καλύτερα αρχοντικά με τις μεγάλες διαστάσεις όχι μόνο του Πηλίου αλλά και της βόρειας Ελλάδας, της Βαλκανικής και της Ανατολής. Τα αρχοντικά του Κωνσταντινίδη στη Ζαγορά και του Νιζάμη στο Τρίκερι, του Κόντου στη Βυζίτσα κ.α. αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα του είδους. Περισσότερο προσεγμένα είναι τα καθιστικά που διαμορφώνονται στα υπερυψωμένα δάπεδα των σαχνισιών. Κάτω από τα παράθυρα προς την πλευρά του καλύτερου ηλιασμου και της θέας, βρίσκονται χαμηλοί σοφάδες (μιντέρια) σκεπασμένοι με πολύχρωμα υφαντά και μαξιλάρες. Δημιουργούνται έτσι γωνιές για συζήτηση και απόλαυση της θέας, κάτι ανάλογο με τα «divanhanas» της γιουγκοσλαβικής αρχιτεκτονικής, τα «kyosk» της βουλγαρικής, τα «divan» της τουρκικής και τα «dyshekllek» της αλβανικής. Λεπτά ξύλινα κολονάκια και ξυλόγλυπτα κάγκελα κοσμούν τα κιόσκια.

Ο εσωτερικός χώρος της σάλας ήταν πολύ ωφέλιμος. Ο τελευταίος όροφος χρησίμευε εποχιακά και ως αποθήκη. Όταν Δε μένει ανοιχτός η ίδια η σάλα χρησιμεύει ωςαποθηκευτικός χώρος, για παράδειγμα στο αρχοντικό Βλαχλή στη Μακρυνίτσα.

Στη ζεστή ατμόσφαιρα της σάλας γίνονται οι συγκεντρώσεις και τα γλέντια σε μέρες γιορτής ή στους μεγάλους σταθμούς της ζωής (βαφτίσια, αρραβώνες, γάμους). Το κύριο υλικό που χρησιμοποιούν είναι το ξύλο. Μ’ αυτό κατασκευάζουν τα σκαλιστά ή χρωματιστά ταβάνια, τις πόρτες με τα ξυλόγλυπτα ταμπλαδάκια, τα σύνθετα χωνευτά ντουλάπια, τα κάγκελα, τις τοξοστοιχίες, τα ράφια που περιτρέχουν τους τοίχους, τις εσοχές κ.α.

Ο χώρος γίνεται πιο όμορφος, απαραίτητο γι’ αυτούς που η διασκέδασή τους περιορίζεται κυρίως στα όρια του σπιτιού. Πρόσθετο διακοσμητικό στοιχείο αποτελεί ο μικρός νιπτήρας με τη μορφή της μικρής τοξωτής εσοχής που βρίσκεται αρκετές φορές πλάι στην κατάληξη της σκάλας. Ιδιαίτερα διακοσμητικό χαρακτήρα δίνουν στο εσωτερικό της σάλας και οι μορφές που παίρνουν με το σοβά, οι τοίχοι επάνω από τις λοξές τοποθετημένες πόρτες. Επίσης ζωηρές εντυπώσεις στις θέσεις των παραθύρων, επιτρέποντας στο φως να εισβάλει και να διαχυθεί.

Σ’ αυτή την περίοδο της ακμής (1815) χτίζεται κι ένα ιδιόμορφο αρχοντικό που δεν ακολουθεί τους γνωστούς κανόνες. Πρόκειται για το κτήριο της Επισκοπής με προορισμό τη φιλοξενία του Μητροπολίτη Δημητριάδος κατά τη διάρκεια των επισκέψεών του στη Μακρινίτσα. Εδώ φαίνεται ότι το θρησκευτικό αίσθημα και φυσικά η οικονομική ευχέρεια έπαιξαν τον κυριότερο λόγο γι’ αυτήν την έξω από τα καθιερωμένα επιλογή της θέσης, τη μορφολογική έκφραση και την εξωτερική διακόσμηση του κτίσματος. Πρόκειται για ένα διώροφο λιθόκτιστο κτήριο διατεταγμένο με πτέρυγες, που έρχεται και αγκαλιάζει την πλατεία της Παναγίας.

Από την άποψη της λειτουργίας, στα σπίτια του Πηλίου, η αυλή αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο, οργανωτικά δεμένο με τον τρόπο ζωής. Ο κύριος χώρος της, οργανωμένος προς την πλευρά της καλύτερης θέας, αφήνει τον υπόλοιπο σαν κήπο ή περιβόλι σε θέση δευτερεύουσας σημασίας. Με το χώρο της αυλής σχετίζονται άμεσα τα βοηθητικά κτίσματα παράσπιτα που χρησιμοποιούνται ως στάβλοι, φούρνοι, εργαστήρια ή κουζίνες.

Εξετάζοντας τώρα ως προς τη μορφή τα παλιά αρχοντικά σπίτια του Πηλίου διαπιστώνουμε μια ομοιογένεια: οι πετροχτισμένοι πρώτοι όροφοι με τα λιγοστά ανοίγματα, η σοβατισμένη λευκή επιφάνεια του τελευταίου ορόφου, το μονολιθικό, η διακοσμημένη με πλατυκέφαλα γυφτόκαρφα χοντρή εξώθυρα, είναι στοιχεία που επαναλαμβάνονται λίγο πολύ σ’ όλους τους οικισμούς.

Στην ίδια αυτή εποχή που εξετάζουμε, τα «μεσοαστικά» (νοικοκυρόσπιτα) δύσκολα ξεχωρίζουν από τα αρχοντικά σε πρώτη ματιά, μια και αποτελούν απλουστευμένες μορφές τους. Χτίζονται, το λιγότερο, σε δύο ορόφους, ακολουθούν την ίδια τυπολογία και την ίδια οργάνωση χώρων, μόνο που τις περισσότερες φορές καλοκαιρινός και χειμωνιάτικος συγχωνεύονται στον ίδιο όροφο, εκτός κι αν, για να διαχωριστούν οι λειτουργίες, χρησιμοποιείται ένα διαχωριστικό πάτωμα.

Ακόμη και στα λαϊκά διατηρούνται πολλά από τα γνωρίσματα των δύο προηγούμενων κατηγοριών απλουστευμένα: διαίρεση σε δύο ζώνες, είσοδος, αποθήκη, δωμάτιο καθημερινό στο ισόγειο, χώροι ύπνου και μια σάλα στον όροφο. Αυτά τα σπίτια είναι σήμερα και τα περισσότερα στο Πήλιο. Σε πολλές περιπτώσεις ξεκίνησαν από μια βασική μονάδα, ένα μονό χώρο. Με την προσθήκη νέων χώρων αργότερα το σπίτι επεκτείνεται και οι λειτουργίες του διαμοιράζονται. Η κλίση του εδάφους το διευκολύνει ν’ αποκτήσει όροφο. Η κουζίνα συνήθως βρίσκεται σε ανεξάρτητο κτίσμα-παράσπιτο, πλάι στο σπίτι. Επειδή οι διαστάσεις του είναι περιορισμένες, η σκάλα για τον όροφο μεταφέρεται με την πάροδο του χρόνου έξω ενώ το κατώι διατηρεί χωριστή είσοδο.

Σπίτια της λανθάνουσας παρακμής (1830-1860). Παρά το γεγονός ότι τα χρονολογικά όρια μέσα στα οποία εντάσσονται τα σπίτια είναι συμβατικά και δεν ορίζουν τομές στην αρχιτεκτονική εξέλιξη, κάποιες βαθμιαίες αλλαγές στην αισθητική και στις γενικότερες συνθήκες καταλήγουν στη δημιουργία νέων τύπων χαρακτηριστικές για κάποια περίοδο. Έτσι ενώ για 80 περίπου ολόκληρα χρόνια συμβαδίζουν η ορθογωνική κάτοψη και η κάτοψη σε σχήμα Γ, γύρω στα 1830, κάτω από επιρροές, η διάθεση για συμμετρία στην όψη δείχνει να γίνεται εντονότερη.

Το κεντρικό κυκλικό σαχνίσι πάνω στην κωνική βάση -κατασκευασμένη από επάλληλες σειρές λίθων που προεξέχουν- είναι το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο γι’ αυτή την περίοδο. Πρωτοεμφανίζεται ήδη από το 1814 στην όψη της Σχολής των Μηλεών και λίγο αργότερα στα 1817 στο αρχοντικό Κρασά στο Τρίκερι. Από το 1830 όμως γίνεται όλο και πιο συχνό μαζί με τη διπλή σειρά από πέτρες, που προβάλλουν στη βάση του τελευταίου ορόφου. Σταδιακά και στα μέσα του αιώνα η πέτρινη κατασκευή θα αντικαταστήσει τον ξύλινο σκελετό των σπιτιών. Οι εξ’ ολοκλήρου πέτρινοι όγκοι καλύπτονται με σοβά, αποκτούν συμμετρικά ανοίγματα στους κατώτερους ορόφους, καταργούν τους φεγγίτες ή τους αντικαθιστούν με ζωγραφικές απομιμήσεις, όπως για παράδειγμα στο αρχοντικό του Βλαχλή στη Μακρινίτσα και αποκτούν ορισμένα κλασικιστικά χαρακτηριστικά, όπως κάποια υποτυπώδη περιγράμματα παραθύρων, κάλυψη της προεξοχής της στέγης με σοβά κ.α. Όλα τα σπίτια αποκτούν την ίδια περίπου χρωματική επιφάνεια έτσι ώστε να φαίνονται από μακριά σαν να είναι όμοια. Παρά τις μορφολογικές αλλαγές σ’ αυτή την περίοδο, η εσωτερική οργάνωση ακολουθεί σχεδόν τα ίδια χνάρια με τα σπίτια της ακμής. Μόνο τα «eyvans» κλείνονται και μετατρέπονται σε μικρά βοηθητικά δωμάτια. Η σημαντική όμως αλλαγή στην αρχιτεκτονική σύνθεση θα σημειωθεί γύρω στα 1860, κάτω από δύο αισθητά ρεύματα: το νεοκλασικισμό που κυριαρχεί στην αρχιτεκτονική των αστικών κέντρων και ένα άλλο ιδιόμορφο στυλ που μεταφέρουν με την επιστροφή τους στη γενέτειρα οι Πηλιορείτες πάροικοι.

Σπίτια της παρακμής (1860-1910). Καθώς η βιομηχανική επανάσταση είχε ως αποτέλεσμα την υποταγή του εμπορίου στις απαιτήσεις της βιομηχανίας της αγροτικής περιφέρειας στο βιομηχανικό κέντρο, της αποικίας στη μητρόπολη, οι Πηλιορείτες υποχρεώνονται να μεταφερθούν στο βιομηχανικό κέντρο του Βόλου.

Ωστόσο, διατηρούν τη γη και τα σπίτια τους στο Πήλιο, και οι πάροικοι που επιστρέφουν μ’ έναν αέρα ανωτερότητας και απλόχερα δίνουν χρήματα για κοινωφελή έργα ή ιδιωτικά αρχοντικά και ξενοδοχεία, είναι φορείς μιας νέας αισθητικής αντίληψης που δεν αργεί να σφραγίσει αυτή την περίοδο, είτε με ολοκληρωμένα νεωτερικά έργα είτε με κλασικιστικά στοιχεία που δεν κατορθώνουν όμως πάντα να μεταβάλουν την παραδοσιακή αρχιτεκτονική εικόνα.

Όμως η εισβολή της νέας αισθητικής στο Πήλιο δεν είχε παντού το ίδιο αντίκτυπο. Αλλού είναι άτονος και αποδυναμωμένος και αλλού επιβάλλεται αποφασιστικά. Βασικό χαρακτηριστικό στην εσωτερική οργάνωση αποτελεί η αλλαγή σε θέση και μορφή της σάλας-δοξάτου. Γίνεται διαμπερής και κάθετη στην όψη του σπιτιού, χωρίζοντας το σε δύο συμμετρικές ζώνες δωματίων, έτσι που και η όψη να μπορεί να εκφράζεται συμμετρικά. Η σκάλα για τους πάνω ορόφους τοποθετείται στο βάθος της σάλας και απέναντι από την είσοδο. Τα βοηθητικά αποκτούν τη δική τους ανεξάρτητη είσοδο στο ημιυπόγειο. Το εσωτερικά πλημμυρίζει με δυτικά έπιπλα: βιενέζικες καρέκλες και κονσόλες, μεγάλους καθρέφτες, θαυμάσιες κρεμαστές λάμπες κ.α.

Πρόκειται για την τυπική οργάνωση και εσωτερική εικόνα του νεοκλασικού αστικού σπιτιού. Το μοντέλο, γνωστό και δοκιμασμένο τόσο στο βαλκανικό όσο και στις παροικίες και την Τουρκία, δεν είναι παρά μία από τις εκφράσεις του της εισαγόμενης από τη Δύση ιδεολογίας του ρομαντισμού. Πολλές οικογένειες όχι μόνο στο Πήλιο αλλά και στο Βόλο διαθέτουν νεοκλασικά μέγαρα. Από την άλλη πλευρά έχουν περάσει στοιχεία άσχετα με τον κλασικισμό στην παροικιακή αισθητική. Ένα τέτοιο στοιχείο πολύ γνωστό στην αρχιτεκτονική των μεσογειακών χωρών της Βόρειας Αφρική, είναι το «μνημειακό» προστώο με τα υπερυψωμένα τρίβολα τόξα με τις λεπτές κολόνες και τα κιονόκρανα. Συνήθως σ’ αυτά τα σπίτια με τα μνημειώδη τοξωτά βλέπουμε τα ίδια μορφολογικά στοιχεία που εφαρμόζονται και σε άλλα σπίτια της περιόδου: αξονικά μπαλκόνια, με περίτεχνες σιδεριές, μεγάλα παράθυρα, πόρτα εισόδου με ορθογωνικό περίγραμμα, μνημειώδη εξωτερική σκάλα απλή με μεγάλα ημικυκλικά σκαλοπάτια, στέγες με κεραμίδια και ζωγραφικές απομιμήσεις μαρμάρινων στοιχείων κ.α. Τα σπίτια χτίζονται εξ’ ολοκλήρου από πέτρα χωρίς όμως ο τελευταίος όροφος να χάνει την παραδοσιακή της ξύλινης κατασκευής για προβολή. Τα «μεσοαστικά»αποκτούν κι αυτά παραπλήσια χαρακτηριστικά, ενώ τα «λαϊκά» εξακολουθούν στο μεγαλύτερο τους ποσοστό σε δύο ορόφους με διαμπερή τη σάλα, συμμετρική διάταξη και κι εξωτερική σκάλα. Οι όψεις οργανώνονται σε οριζόντιες και κατακόρυφες ζώνες με στόχο την απόλυτη συμμετρία.

Μετά το σεισμό του 1955 και με τα δάνεια που χορηγήθηκαν, κατασκευάστηκαν αρκετά νέα σπίτια από μπετόν στις άκρες των χωριών πάνω και κάτω από τον κεντρικό δρόμο τους χωρίς να διατηρήσουν τον τοπικό χαρακτήρα, ούτε στην εξωτερική μορφή ούτε στην εξωτερική διάταξη.

--------------------------------------------------------------------------------

ΣΥΓΧΡΟΝΗ EΞOXIKH KATOIKIA ΣTIΣ MHΛIEΣ ΠHΛIOY

 

APXITEKTONIKH MEΛETH: Δ. Φιλιππιτζής
XPONOΣ KATAΣKEYHΣ EPΓOY: 2000-2002

Share |

Σχετικές Δημοσιεύσεις:

 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital