ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ
ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
22 Ιούλιος, 2007
Ο Μελλοντολόγος
Το βιβλίο των Καλαφάτη και Παπαλεξόπουλου «Τάκης Χ. Ζενέτος. Ψηφιακά Οράματα και Αρχιτεκτονική» συνδέει ακριβώς εκείνα τα στοιχεία που δεν είναι δυνατόν να συνδεθούν, πάνω από όλα όμως παρακολουθεί πιστά την σκέψη του ίδιου του Ζενέτου στο τρίπτυχο πληροφορία-πόλη-κτήριο.
William Shakespeare, Hamlet, Act I, Scene V
Στο βιβλίο του “Being Digital”, o Nicolas Negroponte μας περιγράφει τον νέο κόσμο, στον οποίο έχουμε ήδη αρχίσει να ζούμε. Κατ’ αναλογία με τον Victor Hugo, όταν εκείνος έθεσε το ζήτημα κατά πόσο το βιβλίο θα σκότωνε το κτήριο, ο Negroponte διερωτάται αν τα bits θα κυριαρχήσουν επί των ατόμων. Και αν τα άτομα αντιπροσωπεύουν την ύλη, ως bits ορίζουμε το απλούστερο μικρότερο στοιχείο του DNA της πληροφορίας, το οποίο περιγράφει μια κατάσταση: ανοικτό ή κλειστό, σωστό ή λάθος, πάνω ή κάτω, μαύρο ή άσπρο. Για πρακτικούς λόγους, θεωρούμε το bit ως 1 ή 0. Ένα bit δεν έχει χρώμα, μέγεθος ή βάρος, και μπορεί να ταξιδέψει με την ταχύτητα του φωτός.
Η αλήθεια όμως είναι ότι ο κόσμος, όπως τον βιώνουμε, είναι ένα πολύ αναλογικό μέρος, καθόλου ψηφιακό και άκρως συνεχές. Τίποτα δεν ανοίγει ή κλείνει απότομα, τίποτα δεν αλλάζει από μια κατάσταση στην άλλη, χωρίς να περνά από τα μεταβατικά στάδια. Η Αρχιτεκτονική, ακόμα και στην Κοινωνία της Πληροφορίας, δεν μεταβάλλεται στην ουσία της. Τα πάντα είναι μια αλληλουχία, ακόμα και εάν ο χρόνος έχει όντως εξαρθρωθεί. Το βιβλίο των Καλαφάτη και Παπαλεξόπουλου «Τάκης Χ. Ζενέτος. Ψηφιακά Οράματα και Αρχιτεκτονική» συνδέει ακριβώς εκείνα τα στοιχεία που δεν είναι δυνατόν να συνδεθούν – τον Ουμανισμό με την Πληροφορία, το Κέντρο με τις Ροές, το Εύκαμπτο με την Προκατασκευή – πάνω από όλα όμως παρακολουθεί πιστά την σκέψη του ίδιου του Ζενέτου στο τρίπτυχο πληροφορία-πόλη-κτήριο.
Ζην ψηφιακώς. “Bits are bits.” (Being Digital, N. Negroponte)
Το έτος 2000 αποτελούσε για τον Ζενέτο, ήδη από το 1967, ένα ορόσημο τόσο θεμελιώδες, ώστε να εντάξει στην πρόταση για το Ρυθμιστικό Σχέδιο Ανάπτυξης της Αγίας Γαλήνης Νομού Ρεθύμνης, μια πλήρη περιγραφή των «νέων συνθηκών», του νέου τρόπου ζωής που θεωρητικά θα επικρατούσε τότε. Με την πάροδο του ορόσημου, συνειδητοποιήσαμε ότι η φαντασία έτρεξε γρηγορότερα από τον χρόνο – η αρχιτεκτονική παραμένει ακραιφνώς ανθρωποκεντρική (όπως παρατηρεί ο Negroponte, ακόμα και η αρχιτεκτονική του διαστημοπλοίου Enterprise περιορίζεται στις αυτόματες πόρτες), οι συνθήκες διαβίωσης όμως σήμερα προσομοιάζουν σαφώς στο όραμα του Ζενέτου. Η «Εύκαμπτη» ή «Ανηρτημένη» ή «Ηλεκτρονική» Πολεοδομία, μια ιδέα που κυνηγά από τα φοιτητικά του χρόνια μέχρι το τέλος της ζωής του, στηρίζεται στην σύλληψη ενός μεταφερόμενου – «προσωρινού» – κέντρου. Ένας τρισδιάστατος φορέας υποδέχεται τον αστικό ιστό, σε επίπεδα ανηρτημένα από καλώδια, ούτως ώστε οι εκάστοτε ανάγκες της Κοινωνίας της Πληροφορίας υπό πλήρη εξέλιξη, να καλύπτονται με άνεση, περνώντας από όλα τα μεταβατικά στάδια, θεωρώντας πάντοτε την υλοποίηση ως μια διαδικασία η οποία ολοκληρώνεται σε βάθος χρόνου, με μοναδικό στόχο του Ζενέτου «να μην δεσμεύουμε το μέλλον»
Η ζωή σε μια τέτοια πόλη γίνεται εφικτή μόνο με την παραδοχή των τηλε-διαδικασιών (σκέψη που κάνει ήδη εν έτει 1974) – τηλε-διαχείριση, τηλε-εργασία, τηλε-υπηρεσίες, τηλε-ιατρική. Σήμερα το Internet είναι το γιγάντιο περιφερειακό δίκτυο των computers που συνδέονται με το δίκτυο-ραχοκοκαλιά, παρέχοντας ως επί το πλείστον δωρεάν ροή πληροφορίας, γεγονός που αλλάζει ένα ολόκληρο σύστημα αξιών – ενώ, πριν η έμφαση βρισκόταν στην ίδια την πληροφορία, τώρα σημασία έχει η οργάνωση και η χρήση της. Ο William J. Mitchell παρατηρεί ότι το Internet χρησιμοποιεί χωρικές μεταφορές: έχουμε μια διεύθυνση, ψάχνουμε για κάποιο δικτυακό χώρο (site), χρησιμοποιούμε ένα σύστημα πλοήγησης στον κυβερνοχώρο. Αν και το στοιχείο το οποίο μετακινείται πλέον είναι η πληροφορία και όχι τα άτομα, η τοπικότητα δεν ακυρώνεται: οι κοινότητες σχηματίζονται πλέον όχι λόγω γειτνίασης κοινωνικών ομάδων, αλλά λόγω της θέλησης αυτών των ιδίων των ατόμων να συναντηθούν σε κάποιον δικτυακό τόπο και να σχηματίσουν την κοινότητα.
Αυτό που ξεκίνησε ως ένα αφηρημένο σκίτσο ενός «ιστού αράχνης» πάνω από την Αττική και κατ’ επέκταση πάνω από την επιφάνεια της Γης, εξελίσσεται σε μια πολύπλοκη μονάδα διαβίωσης, με κορύφωση τον σφαιρικό «Θάλαμο τηλε-διεργασιών», μια δημιουργία ανθρωποκεντρική με εύκαμπτο δάπεδο και έναν τοίχο-οθόνη. Οι ψηφιακές τρισδιάστατες απεικονίσεις που προσφέρει το βιβλίο κατά μία έννοια ξενίζουν, όπως όταν βλέπουμε μια ταινία βασισμένη σε κάποιο βιβλίο που διαβάσαμε, αποτελούν όμως ένα τεκμήριο συνομιλίας με τον Ζενέτο και πάντως δεν παύουν να εντυπωσιάζουν με την δυναμική της σκέψης του, έστω κι αν από αυτό το περιβάλλον απουσιάζει παντελώς η απεικόνιση του ανθρώπου. Η ανθρώπινη φιγούρα παραμένει στα σχέδια και τα σκίτσα του Ζενέτου, καθώς, όπως γράφουν και οι Καλαφάτη και Παπαλεξόπουλος, στην «Ηλεκτρονική Πολεοδομία» βλέπει την Ιστορία του ανθρώπου ως μια σταδιακή μετάβαση από το υλικό στο άυλο.
Ζην ψηφιακώς στην πόλη. “What we need to make sense of this world is not order, but imagineering.” (Architecture must burn, A. Betsky, E. Adigard)
Ένα από τα εντυπωσιακότερα σκίτσα του βιβλίου βρίσκεται στις πρώτες σελίδες του: πλήρως αφαιρετικό και συναισθηματικό, παρουσιάζοντας τεχνητούς αμμόλοφους με φοινικιές αποτελεί τμήμα της μελέτης για την πολεοδομική ανάπτυξη του Πλακιά Κρήτης. Αυτό το δισυπόστατο – ευαισθησία και τεχνολογία – της σκέψης του Ζενέτου, συγκινεί τους συγγραφείς, κυκλοφορεί σε ολόκληρο το βιβλίο και χαρακτηρίζει την επίλυση πολεοδομικών προτάσεων για την Αγία Γαλήνη και τον Πλακιά στην Κρήτη. Όλα ξεκινούν από μια κοινωνία που βασίζεται στις ροές, πολλές από τις οποίες είναι αόρατες, ακόμα και άυλες. Οι πόλεις σήμερα διαλύονται σε επιμέρους συγκεντρώσεις κατοικημένων περιοχών που εξαπλώνονται σε ο,τιδήποτε μέχρι πρότινος θεωρούσαμε φύση.
Η μητρόπολη γίνεται μετάπολη, όπως αυτή εκφράστηκε στην Ελλάδα από τον Γιώργο Σημαιοφορίδη, έναν παντού και πάντοτε διασυνδεδεμένο κόσμο, όπου πολλαπλές δομές καναλιών, πορειών, σωλήνων και καλωδιώσεων διανέμουν κεντρικά ελεγχόμενες υπηρεσίες σε κτήρια και απομακρύνουν απόβλητα.
Ο Ζενέτος μεταφέρει το νοητικό σχήμα της «εύκαμπτης πολεοδομίας» στην εφαρμογή: προκατασκευασμένες μονάδες αναρτώνται από βράχους, δημιουργούνται επίπεδα που ακολουθούν πιστά τις υφιστάμενες ισοϋψείς καμπύλες του εδάφους και υποδέχονται ποικιλία χρήσεων. Κέντρο δεν υπάρχει, ή μάλλον μπορεί να βρίσκεται παντού και πουθενά, και σε όλες τις ενδιάμεσες θέσεις, διευκολύνοντας το ζητούμενο. Το οποίο δεν είναι άλλο από την διαρκή προσαρμοστικότητα του αστικού ιστού στις απαιτήσεις κάθε εποχής. Αυτό που χαρακτηρίζεται από τους Καλαφάτη και Παπαλεξόπουλο «υπόσχεση για το μέλλον», τηρείται όχι με την διαφορική μεταβολή (των πολύ μικρών μεταπτώσεων), αλλά με την χρήση συγκεκριμένων δομικών στοιχείων και την ανασύνθεσή τους.
Είναι αυτονόητο ότι σε μια εποχή όπου τα πάντα στην κοινωνία, την τεχνολογία και την οικονομία εναλλάσσονται ταχύτατα, κάτι πρέπει να παραμείνει σταθερό. Ο καθορισμός σε μια πόλη περιοχών με αδιευκρίνιστο πρόγραμμα αλλά άκρως συγκεκριμένη μορφή, προσδίδει μεγαλύτερη σημασία στη δημιουργία συνθηκών για προγραμματικές χρήσεις παρά την συγκεκριμενοποίηση κάποιας από αυτές.
Με αυτόν τον τρόπο έχουμε τη δυνατότητα να δημιουργήσουμε χώρους που θα στεγάσουν προγράμματα, τα οποία δεν έχουμε σκεφτεί ακόμα. Η ιδέα είναι το κέντρο βάρους να μετατοπιστεί σε τόπους που θα διαχειρίζονται τα δίκτυα πληροφορίας και θα αποτελέσουν μια εξελιγμένη μορφή της αγοράς και του forum του παρελθόντος, ένα νέο μέσο ενίσχυσης των εσωτερικών σχέσεων μιας κοινότητας, και ένας μηχανισμός συζήτησης και οργάνωσης. Η πρόκληση για τον Ζενέτο ήταν να συμβάλλει στην δημιουργία εκείνου του αστικού ιστού, που θα προσφέρει τη δυνατότητα στις διάφορες κοινωνικές ομάδες να αναμειγνύονται και να διασταυρώνονται, παρά να απομονώνονται σε ghetto. Σήμερα ξέρουμε ότι ένα laptop στο café μιας πλατείας είναι προτιμότερο από ένα PC στην οχυρωμένη βίλλα.
Ζην ψηφιακώς στην πόλη και μέσα στο κτήριο. “Media are a way to inhabit time.” (Hybrid Space. New Forms In Digital Architecture, P. Zellner)
Η παράμετρος του χρόνου δεν είναι ξένη προς την αρχιτεκτονική – αυτή άλλωστε ήταν η πρώτη μηχανή, το πρώτο μέσο που συνέδεσε την συμπεριφορά του ατόμου με τον χρόνο. Το κτήριο «μετρά» τον χρόνο, καθώς στο πέρασμα της ημέρας, μεταβάλλονται οι χρήστες και οι χρήσεις, ο φωτισμός, ακόμα και η μορφή του. Ο χρόνος αποτελούσε πάντοτε μια σημαντική παράμετρο στην σκέψη του Ζενέτου, για τους Καλαφάτη και Παπαλεξόπουλο δε, ο χρόνος ήταν το κύριο υλικό του σχεδιασμού του.
Η επέμβαση στο Εργοστάσιο Φιξ ήρθε να συνενώσει όλες τις προηγούμενες επεκτάσεις σε διάφορες χρονικές περιόδους, και με μια γενναία κίνηση να περι-τυλίξει το πολύπλοκο εσωτερικό των ετερόκλητων χώρων με τις μεταβαλλόμενες ανάγκες, δημιουργώντας τον κατάλληλο υποδοχέα λειτουργιών, οι οποίες θα μπορούν ανέτως να μεταβληθούν στο μέλλον. Το Θέατρο του Λυκαβηττού, ενώ μελετάται ώστε να κτιστεί με béton, κατασκευάζεται τελικά λόγω σφικτού χρονοδιαγράμματος από μέταλλο, ως μια προσωρινή λυόμενη κατασκευή.
Όμως το Σχολείο στον Άγιο Δημήτριο είναι πραγματικά μια μοναδική περίπτωση. Η κατασκευή του τελειώνει το 1974, και ήδη με την παράδοση της μελέτης του, ο Ζενέτος έχει επισυνάψει μια ολόκληρη πραγματεία για τις συνθήκες στην εκπαίδευση όπως εκείνος τις οραματιζόταν. Αποτέλεσμα ήταν να σχεδιάσει ταυτοχρόνως δύο κτήρια: ένα σχολείο για το 1974, που θα κάλυπτε τις ανάγκες εκείνης της εποχής και προφανώς και τις ανάγκες του εγγύς μέλλοντος, και ένα σχολείο για το απώτερο μέλλον. Ο Ζενέτος με κάποιο τρόπο είχε μαντέψει ότι το κτήριο θα μπορούσε πλέον να καταγράφει τη ζωή, τις κινήσεις, τις λειτουργίες του στον χρόνο – η «μηντιακή» πλευρά της αρχιτεκτονικής – ότι το κτήριο θα μετατρεπόταν σε μηχανή που διαχειρίζεται την πληροφορία. Στο βιβλίο τους οι Καλαφάτη και Παπαλεξόπουλος αντιμετωπίζουν το Σχολείο στον Άγιο Δημήτριο σχεδόν ως μια μηχανή του χρόνου, ένα εργαλείο μετάβασης στο μέλλον, όπου οι μαθητές, σε πολυμελή ή ολιγομελή τμήματα, ή ακόμα και κατά μόνας, θα χειρίζονται συσκευές καταγραφής, επεξεργασίας και αναπαραγωγής της πληροφορίας, πομπούς και δέκτες επικοινωνίας, συστήματα οργάνωσης και διαχείρισης δεδομένων.
Το ερώτημα που τίθεται τώρα είναι πώς μπορεί να σχεδιαστεί ένα κτήριο για την πληροφορία. Όσο η αρχιτεκτονική αντιπροσωπεύει το σταθερό στον κόσμο μας, τόσο η πληροφορία είναι αεικίνητη, ασυνεχής και ευμετάβλητη. Εάν έπρεπε να φέρει κάτι το καινούργιο, αυτό είναι η αποδέσμευση από τον τόπο, η δημιουργία χώρων μη-τόπων. Ο Ζενέτος θα επιλύσει το διπλό αυτό πρόβλημα (κτήριο για το παρόν και για το μέλλον, κτήριο για την πληροφορία) επιλέγοντας μια μορφή αρχετυπική – το αίθριο. Παρατάσσοντας περιμετρικά τους χώρους που ικανοποιούσαν τις ανάγκες του 1974 (δυστυχώς και του σήμερα ακόμα) δημιουργεί ένα αίθριο – στην ουσία το δώμα της αίθουσας πολλαπλών χρήσεων – έναν κενό και χωρίς ιδιαίτερη χρήση χώρο, αφού η αυλή του σχολείο βρίσκεται περιφερειακά. Στο μέλλον, οι νέοι χώροι στους οποίους θα έχουν μεταλλαχθεί οι σημερινές αίθουσες διδασκαλίας τοποθετούνται ομοίως περιμετρικά του αιθρίου, ενώ ο κενός διαθέσιμος χώρος στο κέντρο γεμίζει όταν οι νέες χρήσεις, αυτές που εικάζει ο αρχιτέκτων ότι θα σχηματιστούν, αυτές που γεννιούνται από την πόλη, τροχιοδρομούν μέσα σε αυτή, αποκτούν την κατάλληλη δυναμική μέσα στην εποχή τους, και τελικά βρίσκουν τον χώρο όπου θα μπορέσουν να αναπτυχθούν. Το απροσδόκητο – ή προσδοκώμενο, δεν έχει καμία σημασία – βρίσκει τον χώρο του στα κενά της προϋπάρχουσας δομής.
Η ιδιοφυής απλότητα του αιθρίου, του κυκλικού αιθρίου της μεταβαλλόμενης γεωμετρίας ενός πολυγώνου που τείνει να απειριστεί, και το οποίο περιέχει πολύ περισσότερη (γεωμετρική) πληροφορία από οποιοδήποτε πολύγωνο, είναι η λύση που δίνει ο Ζενέτος για το κτήριό του που θα στεγάσει την (τεχνολογική) πληροφορία. Καθώς η πληροφορία στερεί από την αρχιτεκτονική την τοπική της διάσταση, νέος σκοπός της αρχιτεκτονικής γίνεται η σύνθεση ενός χώρου ενδιαφέροντος, με πλούσιο λεξιλόγιο, που παρέχει εντονότερα ερεθίσματα και εμπνέει τον χρήστη να συνομιλήσει με το περιβάλλον του, μοιάζοντας περισσότερο σε αυτό που έχει περιγραφεί ως événement. Ο καμπυλωμένος τρισδιάστατος κάνναβος του φέροντος οργανισμού και τα ελαφρά (και όχι κινητά, λόγω κόστους) εσωτερικά χωρίσματα, με τον περιορισμένο χρόνο ζωής (και γι’ αυτό αναλώσιμα), που συμβάλλουν στο να έρθει το μέλλον πιο γρήγορα, συνθέτουν το κτήριο-αντικείμενο, ή το κτήριο-διαστημόπλοιο, ή το κτήριο-εξέδρα, μια αποβάθρα προς τον κόσμο, τόσο τον πραγματικό όσο και τον εικονικό.
Το βιβλιογραφικό κενό που καλύπτει το παρόν βιβλίο των Καλαφάτη και Παπαλεξόπουλου, είναι σημαντικό. Εξίσου σημαντική όμως είναι η προσέγγισή τους στο έργο του Τάκη Χ. Ζενέτου μέσω του πρίσματος πληροφορία-πόλη-κτήριο, μιας ραχοκοκαλιάς που καθορίζει την επιστημονική θεώρηση του αρχιτεκτονικού του έργου. Γιατί η κληρονομιά που άφησε ο Ζενέτος λειτουργεί, με περισσότερους από έναν τρόπους, όπως ένα fractal. Η μαθηματική αυτή οντότητα έχει την ιδιότητα να διαιρείται αενάως σε υποσύνολα, τα οποία αποτελούν ένα μικρότερο σε κλίμακα πιστό αντίγραφο του όλου. Όπως λοιπόν μια νιφάδα χιονιού, μια αστραπή ή η κορυφογραμμή ενός βουνού (όλα φυσικά fractals), έτσι και οι σημειώσεις και οι σκέψεις του Ζενέτου μας προκαλούν να εμβαθύνουμε, να διερευνήσουμε τα επάλληλα επίπεδα, να προχωρήσουμε στις επιστρώσεις μιας κλίμακας που απλώνεται χωρίς όρια, όπως η «Ηλεκτρονική Πολεοδομία» του, σαν ένα γράμμα το οποίο μας έρχεται από το μέλλον.
Υ.Γ. Το βιβλίο είναι αφιερωμένο στη μνήμη του αρχιτέκτονα Γιάννη Παπαϊωάννου, του δασκάλου μας, καθηγητή στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του Ε.Μ.Π.
Δάφνη Σουλογιάννη
αρχιτέκτων μηχ.