ΜΟΝΙΜΕΣ ΣΤΗΛΕΣ
ΣΥΣΧΕΤΙΣΜΟΙ ΖΩΗΣ
06 Ιανουάριος, 2009
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΤΟΠΟΣ
Μας έχουν σημαδέψει ερείπια, άνθρωποι και κτίσματα.
Πρόσφατα συνάντησα σε κάποιο από τα διαβάσματά μου την εξής φράση του Κυριάκου Κρόκου:
«…την αγωνία του χρόνου, ο οποίος δεν πρέπει να προσβάλλει την ακεραιότητα του κτιρίου, από τη στιγμή που το ίδιο είναι φορέας μιας ηθικής στάσης και αξιών που θα πρέπει να επιβιώσουν έστω και σε ένα μικρό τμήμα του μέλλοντος ερειπίου».
Στάθηκα πολύ ώρα σκυμμένος πάνω από το απόσπασμα, να το κοιτώ. Όλη αυτή η αργόσυρτη στιγμή ήταν το διαμαντάκι μέσα στη στάχτη. Ένα διαμαντάκι πολύ όμορφο, αλλά και αρκετά σκληρό, για να μπορεί να χαράσσει μια γραμμή στο ύψος που θα πρέπει να στέκονται τα πράγματα και να καταδεικνύει έτσι το ατέρμονο βάθος στο οποίο καίγονται και βυθίζονται καθημερινά άνθρωποι και κτίρια.
Για να απορώ κάθε που σκέπτομαι για το μέλλον κάποιας αρχιτεκτονικής που γίνεται από ανθρώπους που έχουν απολέσει, καιρό τώρα, κάθε έννοια χρόνου (για να μην μπορούν να έχουν και κάποια αγωνία…), «ζώντας» (;) βασανιστικά ανεπεξέργαστα το πρόσκαιρο «τώρα», χαρακτηρίζοντας και τοποθετώντας το ο,τιδήποτε τους είχε συγκινήσει, στο «παρελθόν». Για να ακούς και συχνά το περίφημο, «ξέρεις τώρα, …αυτά ανήκουν στο παρελθόν». Το ξεστομίζουν και σε κοιτούν και η μόνη αγωνία που διακρίνεις στο βλέμμα τους είναι αν θα συμφωνήσεις, όχι για να τα «βρείτε», αλλά γιατί είναι οδυνηρό να θυμάσαι όταν αυτός/η δεν είναι αρκετός/η να κάνει το ίδιο.
Και για να θέλω να πω πως οι αλήθειες είναι αυτές που έρχονται από μακριά, και πως αυτές είναι που μας μετατρέπουν σε φορείς αξιών και «ηθικών» στάσεων και συνεπώς σε ακέραια όντα, με ακέραια δημιουργήματα – κτίρια.
Γιατί, πώς αλλιώς να γίνει;
Αφού οι άνθρωποι ζουν και φτιάχνουν σχέσεις, και μέσα σε αυτές ο καθένας είναι ένας τόπος για τον άλλον. Έχει κατοικήσει στο βλέμμα του, στο άγγιγμα του, στη φωνή του, στο αμήχανο «τι;» κάθε που κοιτιέται βαθειά.
«Πώς αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι», λέει ο Οδυσσέας Ελύτης.
Και όλα αυτά πρέπει να μείνουν, «…πρέπει να επιβιώσουν έστω και σε ένα μικρό τμήμα του μέλλοντος ερειπίου» των απερχόμενων συναισθημάτων.
Γιατί, πώς αλλιώς να γίνει;
Αφού οι άνθρωποι πρέπει να καταλάβουμε πως είμαστε μέλη μιας πολιτισμικής ροής, και που όπως αγαπάμε τους ανθρώπους – τόπους, έτσι θα κτίζουμε για αυτούς, μέσα στον χώρο για να τους χωρέσει. Αυτή θα είναι η παρακαταθήκη μας.
Για να θέλω να πω, πως για κάθε άνθρωπο που για μας έγινε κάποτε τόπος οφείλουμε να θυμόμαστε όλα αυτά που μας έσπρωξαν να τον κατοικήσουμε, όλες αυτές τις λεπτεπίλεπτες αισθήσεις που εμπλούτιζαν την καθημερινότητα μας.
Εκεί είναι λοιπόν, που ο αρχιτέκτονας οφείλει και αυτός με τη σειρά του να κτίσει τον κόσμο συμβατό με τις πιο πάνω αισθήσεις και με ευαισθησία να τις μεταγράφει σε αρχιτεκτονική σύνθεση. Για να μπορεί λοιπόν, να χειρίζεται το τελείωμα του κτιρίου, έτσι ώστε να επικοινωνεί με τον ουρανό, να αντιμετωπίζει έναν τοίχο ως μια στοιχειώδη εμπειρία αρχιτεκτονικής σύλληψης, όπου το άνοιγμα να είναι το αποτέλεσμα μιας εξελικτικής πορείας στη φάση της κατασκευής, και το φως να είναι συνδημιουργός στην πλαστικότητα της μορφής και όχι κατήγορός της.
Όλα έχουν μια συνέχεια και μια συνέπεια, που όμως στις μέρες μας αυτό είναι δύσκολο να φανεί, έτσι που ο στείρος διεθνισμός έχει διακόψει την ρότα της αλήθειας που «ερχόταν από μακριά».
Αυτός, ο αβάσταχτος διεθνισμός (που έχει και τα καλά του…), που για εργαλείο του έχει τη λήθη. Λήθη του παρελθόντος, λήθη των άλλων, λήθη της επαφής με τη φύση. Έτσι που να ενοχοποιεί τη διακόσμηση, αφού η τελευταία ήταν το μεράκι του απλού χωριάτη που μη μπορώντας να δει ανεξάρτητο τον εαυτό του από το δέντρο δίπλα του, από το πουλί μέσα στο δέντρο, επέμενε στην επεξεργασία του κτιστού, για να τα φέρει όλα αυτά, κτιστά και ά-κτιστα, πιο κοντά. Και με τα λόγια του Κυριάκου Κρόκου, «η διακόσμηση είναι σύμφυτη με την υλική επεξεργασία: δεν επιτίθεται ούτε εφαρμόζεται στα υλικά, αλλά εμπεριέχεται στα υλικά».
Ο αρχιτέκτονας – άνθρωπος λοιπόν, που δεν αφορίζει πρόσωπα και συστήματα στο χωνευτήρι του παρελθόντος, αλλά που επιμένει στο να αναζητά σε αυτά αλήθειες που έρχονται από μακριά, βλέπει παντού, και είναι αυτός που στο σήκωμα του τοίχου βλέπει την επιφάνεια που θα τρέχει η σκιά ενός πουλιού, στο τελείωμα του την έξαρση του υλικού – γείσο, όπου θα κάνει τον τοίχο να «δουλεύει» στο μεσόφωτο, και θα ξεκουράζονται τα πετούμενα και θα συνδέει το κτίσμα με τον ουρανό.
Για να λέω πως ο άνθρωπος είναι ευλογημένος που γίνεται τόπος και φτιάχνει για άλλους ανθρώπους τόπους. Για τους τελευταίους το εργαλείο είναι η α-λήθεια. Η κατοχή της είναι η μόνη που μετεγγράφει πιστά τα βιώματα πάνω στην ύλη, «…φορέας μιας ηθικής στάσης, και αξιών που θα … επιβιώσουν έστω σε ένα μικρό τμήμα του μέλλοντος ερειπίου».
Πώς αλλιώς να γίνει;
Αφού μας έχουν σημαδέψει ερείπια, άνθρωποι και κτίσματα.
Του Στέλιου Τσαπάρα
Σκίτσα: Τσαπάρας Στέλιος
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2009