ΜΟΝΙΜΕΣ ΣΤΗΛΕΣ
ΕΠΙΛΕΓΟΜΕΝΑ
17 Ιούνιος, 2008
Νέο Εθνικό Χωροταξικό Σχέδιο. Το παράδοξο της προώθησης της αρχής της «συμπαγούς πόλης» σε όλα τα επίπεδα χωρικού σχεδιασμού.
Το νέο Εθνικό Χωροταξικό Σχέδιο σύμφωνα και με πολλούς φορείς παρουσιάζεται μάλλον άτολμο, με αοριστίες και κυρίως παράδοξο με εισαγωγή ενός μοντέλου («συμπαγής πόλη») ξεπερασμένου.
Είναι το πλαίσιο θέσπισης βασικών κατευθύνσεων και προτύπων για τον αναπτυξιακό χαρακτήρα και το μέλλον της χώρας (ορίζοντας 15ετίας) και παράλληλα θέτει ένα όραμα για την γενικότερη ανάπτυξη του αστικού και μη χώρου.
Το εθνικό χωροταξικό σχέδιο που δημοσιεύθηκε προσφάτως παρουσιάζει διάφορα προβλήματα τα οποία έχουν επισημανθεί από πολλούς φορείς και μη: Βλέπε λ.χ. τις αναφορές των επιστημόνων που συμμετείχαν στην ομάδα σύνταξης (1) , για τις διαφοροποιήσεις που υπέστη η αρχική μελέτη κυρίως με παρεμβάσεις στο αρχικό κείμενο που οδήγησαν σε απάλειψη μέτρων και χρονοδιαγραμμάτων ή την οξεία κριτική του Στέφανου Μάνου (2) που καταγγέλλει την ψηφοθηρική εκμετάλλευση των χιλιάδων αυθαιρεσιών εις βάρος της νομιμότητας και του περιβάλλοντος αστικού και μη, ή ακόμα την κριτική για αοριστία και γενικολογία του κειμένου από τον κ.Χριστοφιλόπουλο (3) και τα μεγάλα περιβαλλοντικά κενά που επιτρέπουν άτυπα να θεωρείται κάθε κομμάτι γης ως οικοδομήσιμο . (4)
Στο παρόν κείμενο θα σταθώ στην φράση που αλίευσα στο κείμενο του ΕΧΣ και η οποία επαναλήφθηκε και σε συνέντευξη τύπου του ΥΠΕΧΩΔΕ στις 27/2/2008: Είναι η προώθηση της αρχής της «συμπαγούς πόλης» σε όλα τα επίπεδα χωρικού σχεδιασμού η οποία βρίσκεται στο άρθρο 10.§3, το οποίο έχει στόχο την …Διατήρηση, προστασία και ανάδειξη τού εθνικού φυσικού και πολιτιστικού πλούτου, διατήρηση και ανάδειξη της ποικιλομορφίας της υπαίθρου, καθώς και βιώσιμη διαχείριση των φυσικών πόρων…και αποτελεί την πρώτη χωρική κατεύθυνση για την προστασία του τοπίου και της υπαίθρου από την άναρχη οικιστική ανάπτυξη.
Το σύστημα της συμπαγούς πόλης είναι ένα μοντέλο που υπήρξε κυρίαρχο στην κεντρική Ευρώπη τον 19ο αιώνα και το οποίο αναδύθηκε εφαρμόζοντας λειτουργίες πολιτικής και πολιτιστικής πρωτεύουσας σε συνδυασμό με εκείνες ενός βιομηχανικού και εμπορικού κέντρου, πάνω σε μια δομή εδαφικού περιβάλλοντος που συντίθονταν στην πλειοψηφία του από ένα αγροτικό ή ημιαστικό πληθυσμό χωροθετημένο σε κέντρα μεσαίου και μικρού μεγέθους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η πόλη του Παρισιού, η κατεξοχήν πρωτεύουσα του 19ου αιώνα όπως έγραφε ο Walter Benjamin (5), η οποία αναδυόμενη από την βιομηχανική επανάσταση των τελών του 18ου αιώνα, από την αύξηση των εθνικών και διεθνών εμπορικών συναλλαγών οδηγήθηκε σε μια συμπαγή χωρική οργάνωση και σε μια ελλιπή λειτουργική κα χωρική εξειδίκευση. Είναι αυτό που θα αντιπροσωπεύσουν όλες οι μεγάλες πόλεις του ‘800: την πόλη της κατανάλωσης και της πολιτικής εξουσίας. Μια πόλη με προβλήματα υποβαθμισμένων κατοικιών και συνοικιών, ανεργία και έντονο ταξικό διαχωρισμό.
Η μητρόπολη ως «πόλη-μητέρα» ή κέντρο που γεννά νέα περιφερειακά συγκροτήματα και πολλές φορές αποικίες, εμφανίζεται με τη σειρά της στο τέλος του 19ου αιώνα όταν η ανάπτυξη των πόλεων δημιουργημένη από την ανάπτυξη των νέων δραστηριοτήτων μανιφατούρας, άρχισε να ενδιαφέρει τα περιφερειακά κέντρα του συμπαγούς αστικού ιστού και έτσι αρχίζουν να σχηματίζονται οι εξωτερικές «μητροπολιτικές» περιοχές, ξεχωριστές από τα κέντρα των πόλεων.
Από την μεγάλη συμπαγή πόλη, περνάμε λοιπόν σε μια νέα αστική πραγματικότητα ισχυρά διαφοροποιημένη σε ένα μητροπολιτικό σύστημα αποτελούμενο από διαφορετικά μέρη, που συνδέονται όμως εσωτερικά. Διαφοροποίηση και ενσωμάτωση των μερών θα αποτελέσουν τα φαινόμενα που χαρακτηρίζουν τα μητροπολιτικά συστήματα ως αστικές δομές. Ενώ η μεγάλη πόλη του ‘800 ήταν συμπαγής, ο αστικός ιστός των μητροπολιτικών συστημάτων του ‘900 αποτελείται από ανοιχτά χωρικά συστήματα και πολυάριθμες ενότητες φυσικά, οικονομικά και κοινωνικά διαφοροποιημένες και ανεξάρτητες, διαχωρισμένες μεταξύ τους από μεγάλους ελεύθερους χώρους. Καθοριστικός είναι εδώ ο ρόλος των νέων υποδομών και των νέων υπηρεσιών της γρήγορης μαζικής μεταφοράς που επέτρεψε μια ευρεία αποκέντρωση των κατοικιών και των δραστηριοτήτων μανιφατούρας και ένα διαχωρισμό μεταξύ τόπων κατοικίας και τόπων εργασίας.
Τα κέντρα πόλεων ενισχύουν το ρόλο τους ως κέντρα υπηρεσιών για τον πληθυσμό της μητρόπολης και ως οικονομικές δραστηριότητες. Καθαρή είναι τέλος η διαφορά σε σχέση με το αστικό μοντέλο της μεγάλης συμπαγούς πόλης, όπου υπήρχε μια μίξη μεταξύ περιοχών κατοικίας, κεντρικών τόπων και υποδομών για την κινητικότητα. Στη μητρόπολη, αυτά τα τρία συστατικά του αστικού χώρου αποδιαρθρώνονται και διαφοροποιούνται μεταξύ τους: οι κεντρικοί τόποι διαχωρίζονται από τις περιοχές κατοικίας και οι υποδομές των μετακινήσεων αντιλαμβάνονται ως εξειδικευμένοι χώροι γρήγορης μετακίνησης.
Σήμερα βρισκόμαστε σε ένα διαφορετικό μοντέλο σύγχρονων πόλεων: τις εκτενείς, πολυκεντρικές, μεταμητροπολιτικές συσπειρώσεις. Ένα υπεραστικό μοντέλο ανάπτυξης μια τάση επέκτασης και πολυκεντρισμού προς αναζήτηση ενός φυσικού περιβάλλοντος ευχάριστου και ενός χώρου κοινωνικά ασφαλούς, που προϋποθέτει υψηλά επίπεδα κατανάλωσης και πολλαπλότητα νέων ακροπόλεων (edge cities). Δεν πρόκειται μονάχα για μια περαιτέρω περιφερειακή διεύρυνση των μεγαλύτερων πόλεων με ενσωμάτωση μικρότερων κέντρων αλλά για συνύπαρξη περισσότερων πόλεων και αστικών συστημάτων μεγάλης, μεσαίας και μικρής διάστασης, που πριν ήταν διαχωρισμένα και αυτόνομα μεταξύ τους.
Ιδιαίτερα στην Ευρωπαϊκή περίπτωση έχουμε την εμφάνιση διαφόρων σύνθετων συστημάτων χαρακτηριζόμενων από την μεταμόρφωση μονοκεντρικών αστικών πόλων σε πολυπολικών με την υλοποίηση μεγάλων υπερκέντρων εμπορίου, υπηρεσιών και αναψυχής και την εμφάνιση νέων περιφερειακών συμπλεγμάτων χαμηλής πυκνότητας (διάχυτη πόλη) που τα τελευταία χρόνια παρουσίασε σημαντικά σημάδια πύκνωσης καθώς αναπτύχθηκαν οι εγκαταστάσεις, ο πληθυσμός, και οι οικονομικές δραστηριότητες. Όλα αυτά βέβαια πλαισιωμένα από μια νέα γεωγραφία υποδομών για τις αυτοκινητιστικές μετακινήσεις που μορφοποιούνται όλο και περισσότερο ως κεντρικοί χώροι και στοιχεία δημιουργίας πολυκεντρικών εκτενών συσπειρώσεων.
Η ανάδυση του αστικού μοντέλου των εκτενών πολυκεντρικών συσπειρώσεων προκαλεί την αναθεώρηση πολλών εννοιών από τα αστικά φαινόμενα του 19ου και του 20ου αιώνα. Ενώ το μητροπολιτκό μοντέλο του 20ου αιώνα, όπως είδαμε, εμφανίζονταν ως ένας οργανισμός ιδιαίτερα διαφοροποιημένος, από φυσικομορφολογικής (επεκτάσεις κάθετες και οριζόντιες), οικονομικοκοινωνικής (κέντρο – περιφέρεια, εξειδικευμένες περιοχές, περιοχές μεταναστών) κοινωνικοοικονομικής πλευράς (εντάσεις μεταξύ παράδοσης και μοντερνικότητας, διαφοροποίηση μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών χώρων), το μοντέλο των σύγχρονων συσπειρώσεων εμφανίζεται πιο αποδιαφοροποιημένο. Σε αυτό τα φαινόμενα αστικών συμπλεγμάτων τείνουν να εμπεριέχουν στο εσωτερικό τους έναν πλουραλισμό από καταστάσεις οικονομικοκοινωνικές που πριν ήταν καθαρά ξεχωριστές ενώ οι κεντρικότητες δεν βρίσκονται πια χωροθετημένες μονάχα στην καρδιά των πόλεων αλλά και στην περιφέρεια. Επιπλέον δεν εμφανίζονται ως αναδυόμενα στοιχεία ενός ιστού δημόσιων χώρων, αλλά ως απομονωμένοι πόλοι ελεγχόμενοι στο εσωτερικό ενός χώρου, όλο και πιο ιδιωτικοποιημένου και θραυσματοποιημένου.
Φυσικά αυτό σημαίνει ορισμένοι παραδοσιακοί τρόποι σχεδιασμού των πόλεων χρειάζονται μια ριζική αναθεώρηση. Έτσι δεν καταλαβαίνω πώς η «συμπαγής πόλη» θα ανατρέψει το ελληνικό μονοκεντρικό μοντέλο ανάπτυξης και κυρίως πώς θα περιορίσει την αυθαίρετη δόμηση.
Ουσιαστικά, παρότι διαπιστώνεται και από τους ίδιους συντάκτες ο υδροκεφαλισμός της Αθήνας …ως προς τη χωρική οργάνωση των κύριων εθνικών πόλων και αξόνων ανάπτυξης ως προς τις διεθνείς και διαπεριφερειακές εισόδους-πύλες και συνδέσεις της χώρας και τη χωρική οργάνωση των κύριων εθνικών πόλων και αξόνων ανάπτυξης, διαβλέπω μια προσπάθεια ενίσχυσης του ρόλου της χώρας σε διεθνές, ευρωπαϊκό, μεσογειακό και βαλκανικό επίπεδο, δια μέσου της περαιτέρω ενίσχυσης της Αθήνας κατά πρώτο λόγο και κατά δεύτερο της Θεσσαλονίκης, με την υπόλοιπη χώρα να λειτουργεί ως περιφερειακός βοηθητικός βραχίονας προώθησης του τουριστικού προϊόντος κάτι που διαφαίνεται και από το άρθρο 3§3, σχετικά με τη θέση της χώρας στον ευρωπαϊκό και διεθνή χώρο.
Προοπτικές και δυνατότητες το οποίο αναφέρει ότι: …Ενισχύεται η ένταξη της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης στα διεθνή και ευρωπαϊκά μητροπολιτικά δίκτυα, με διακριτούς ρόλους για καθένα από τα δυο αυτά αστικά κέντρα, με την πρώτη να βασίζεται σε τεχνολογίες αιχμής και στον πολιτισμό και την δεύτερη να διευρύνει τον μητροπολιτικό της ρόλο και να αναδεικνύεται σε κέντρο κατανάλωσης και χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών.
Κάτι που τονίζεται και στο άρθρο 5, παρ.Β,§1 με την ενίσχυση και εδραίωση του ρόλου της Αθήνας ως «πόλης-πύλης» και ως περιφερειακού μητροπολιτικού πόλου της Ε.Ε. και προώθηση του ρόλου της ως επιχειρηματικού κέντρου σύνδεσης της Ε.Ε. με την Νότιο-Ανατολική Μεσόγειο, τη Μέση Ανατολή, τα Βαλκάνια και τις Παρευξείνιες χώρες, σε δικτύωση με τις αντίστοιχες μητροπόλεις με σκοπό τη συγκρότηση ευρύτερων δυναμικών ζωνών οικονομικής ολοκλήρωσης.
Έτσι, όπως έγραφε η κυρία Φιλίνη (5), μάλλον θα διατηρηθεί το υπάρχον μοντέλο ανάπτυξης με πρωτεύοντες τους πόλους Αθήνα Θεσσαλονίκη και εξάρτηση των υπολοίπων από αυτούς.
Το Χωροταξικό Πλαίσιο επιλέγει αν όχι …ένα παρωχημένο μοντέλο άγριας ανάπτυξης, όπως έλεγε ο κ.Δεκλερής (7), ένα μοντέλο που διατηρεί τις μέχρι τώρα ανισορροπίες ή που τουλάχιστον παραπέμπει την εξισορρόπησή τους στο μέλλον με κυρίαρχο σκοπό τη μετατροπή της Ελλάδος σε βασικό «κόμβο» των διεθνών δικτύων διαμετακομιστικού εμπορίου και μεταφοράς ενεργείας εξ ου και η επικέντρωση στις μεταφορές και στα συγκοινωνιακά δίκτυα (σημειώνεται η ενίσχυση όλων των μεταφορικών υποδομών σε Αθήνα-Θεσσαλονίκη:λιμάνια, αεροδρόμια, κλπ.). Η διασύνδεση των περιφερειακών πόλων ανάπτυξης με τους δύο μητροπολιτικούς πόλους ενισχύει ουσιαστικά τους τελευταίους καθώς σε μια τέτοια προοπτική, δεν είναι δυνατός ένας μεγάλης κλίμακας μετασχηματισμός και άρση της περιφερειακότητας.
Η έννοια των πόλων και των αξόνων ανάπτυξης, στην οποία στηρίζεται το ΕΧΣ έχει μάλλον εγκαταλειφθεί από χρόνια στην Ευρώπη, όπου κυριαρχούν πια, όπως είδαμε, οι δικτυώσεις πόλεων και η έννοια της χωρικής συνοχής παράλληλα με την ανταγωνιστικότητα.
Εάν τέλος υποθέσουμε ότι το μοντέλο της «συμπαγούς πόλης» αποτελεί μια λάθος έκφραση και υποδηλώνει την πρόθεση για περιορισμό της ανεξέλεγκτης διάχυσης κατοικίας, δεν λαμβάνει μέτρα ουσιαστικού περιορισμού της τελευταίας καθώς διαπιστώνει ότι κατάργηση της αυθαίρετης δόμησης δεν μπορεί να γίνει! Κατανοητό για την περίοδο του μεσοπολέμου ή για την μεταπολεμική Ελλάδα που ανασυγκροτούσε την οικονομία της, αδιανόητο σήμερα για μια Ευρωπαϊκή χώρα…εκτός εάν συμπεριλαμβάνεται ως εναλλακτικός τρόπος τόνωσης της οικονομίας(!)
Νίκος Μιτζάλης, Δρ.Αρχιτέκτων Ε.Μ.Π., διδάσκοντας (407/80) στην Αρχιτεκτονική σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.
1.Γ.Λιάλιος, «Προεκλογικό το χωροταξικό του κ.Σουφλιά», Εφημ.Καθημερινή, 5/8/2007.
2.Στ.Μάνος, «Το μπλα μπλα της χωροταξίας», Εφημ.Η Καθημερινή, 11/3/2008.
3.Δ.Γ.Χριστοφιλόπουλος, «Υπουργός ΠΕΧΩΔΕ: ένας υπουργός ικανός για όλα!», Εφημ.Ελευθεροτυπία, 28/12/2007.
4.Λ.Σταυρογιάννη, «Προς χωροταξικό ευχολόγιο με κραυγαλέα περιβαλλοντοκτόνα κενά», Εφημ.Η Κυριακάτικη Αυγή, 9/12/2007. και: Μπ.Μπιλίνης, «Το εθνικό χωροταξικό σχέδιο αντιμετωπίζει το περιβάλλον ως καταναλωτικό αγαθό», Εφημ.Η Κυριακάτικη Αυγή, 5/8/2007.
5.W.Benjamin, (1976), Angelus Novus. Saggi e frammenti, Einaudi:Torino, σσ.140-154.
6.Α.Φιλίνη, «Επικίνδυνη η…μελλοντική «ευελιξία» στο εθνικό χωροταξικό σχέδιο», Εφημ.Η Κυριακάτικη Αυγή, 25/5/2008.
7.Ημερίδα «Επιστημονική Κριτική του Εθνικού Χωροταξικού Σχεδίου» Παρασκευή 18/4/2008, Επιμελητήριο Περιβάλλοντος και Βιωσιμότητος.