ΜΟΝΙΜΕΣ ΣΤΗΛΕΣ

ΜΟΝΟΠΡΑΚΤΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΣΤΟ ΒΕΡΟΛΙΝΟ ΚΑΙ ΠΙΣΩ

17 Ιανουάριος, 2010

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΣΤΟ ΒΕΡΟΛΙΝΟ ΚΑΙ ΠΙΣΩ

Όσο ο λεγόμενος ενιαίος ευρωπαϊκός χώρος θα γίνεται πράξη, τόσο ο κάτοικος του Βερολίνου θα έχει λόγο να γίνεται κάτοικος της Αθήνας και αντιστρόφως.

Του Ζήση Κοτιώνη

Δύο ευρωπαϊκές πόλεις που η ιστορία τους ως πρωτεύουσες  αρχίζει το δέκατο ένατο αιώνα είναι η Αθήνα και το Βερολίνο. Η Αθήνα ξεκινά την ιστορία της από ένα φτωχό οικισμό ενώ του Βερολίνου από την συνένωση χωριών σε πόλη. Για τους σύγχρονους Αθηναίους το Βερολίνο αποτελεί ένα πολύ ελκυστικό προορισμό. Ακόμα αν έχεις ζήσει λίγο αυτή την πόλη εύκολα γοητεύεσαι από την ιδέα μιας πιο μόνιμης εγκατάστασης. Γιατί; Μάλλον τα χαρακτηριστικά της είναι τόσο διαφορετικά από αυτά της ελληνικής πρωτεύουσας που φαντάζει ως ετεροτοπία: Η Αθήνα αναπτύχθηκε στο λεκανοπέδιο γύρω από τον αρχικό πυρήνα και δημιούργησε ένα οικιστικό πλήρες μέσα στον γεωγραφικό της προσδιορισμό. Το Βερολίνο αναπτύχθηκε πολυκεντρικά ανάμεσα στα δάση, τις λίμνες και τα κανάλια και μέσα στην καθημερινή αστική εμπειρία φαντάζει ως πόλη -κήπος ή εξοχή. Η αίσθηση της άπλας και του κενού προσιδιάζει όχι μόνο στα φυσικά αλλά και στα ιστορικά δεδομένα της πόλης. Τα κενά ανάμεσα στα για δεκαετίες διχασμένα Δυτικό και Ανατολικό Βερολίνο όπως και κενοί χώροι που ατελώς ανοικοδομήθηκαν μετά τον ολοκληρωτικό βομβαρδισμό του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου μετατρέπονται σε εκτεταμένες περιοχές απουσίας και μνήμης. Σ’ αυτές τις περιοχές γίνεται δυνατή η μνημονική ανάπλαση μιας τόσο έντονης και τραγικής ιστορίας, όσο αυτή της Γερμανίας. Η αθηναϊκή ζωή αντιθέτως δεν διαθέτει αυτό τον ορίζοντα του μη πλήρους που θα εκτόνωνε την ένταση της αστικότητας και θα άφηνε τον κάτοικο να περιπλανηθεί σε ένα περισσότερο διαθέσιμο χώρο και χρόνο αστικής περιπλάνησης.  Έτσι συμπιέζεται από την αστική πυκνότητα και την υψηλή ομοιογένεια του χώρου − καθώς η πόλη είναι ίδια παντού - η δυνατότητα περιπλάνησης και σχόλης και η ενσυναίσθηση της βαθύτερης ιστορίας της που καταγράφεται όχι τόσο στα ερείπια όσο στην ευρύτερή της τοπογραφία.




Την ένταση στην αθηναϊκή πόλη τονώνουν στο κατακόρυφο οι χρήσεις του αυτοκινήτου που με βία διεισδύει σχεδόν παντού εκμηχανίζοντας ολοκληρωτικά την αστική εμπειρία. Αντιθέτως στο Βερολίνο και ειδικά σε περιοχές όπου οι κάτοικοι εμφανίζουν ανεπτυγμένη περιβαλλοντική συνείδηση, όπως το Kreutzberg, το να κυκλοφορείς με αυτοκίνητο − και όχι περπατώντας ή με ποδήλατο − θεωρείται επιλήψιμη πράξη και έρχεται κόντρα στην αστική αισθητική.

Οι κάτοικοι της Αθήνας έχουν την αίσθηση ότι κινούνται μέσα σε μια πολύβουη και οχληρή στατικότητα.  Ενώ γίνεται πολύ φασαρία τίποτα δεν φαίνεται να αλλάζει, δημιουργώντας διαφοροποιήσεις, εντάσεις και ποιότητες στην αστική δομή. Δεν είναι μόνο η οικιστική ανάπτυξη που παρουσιάζεται  παντού πανομοιότυπη με την αναπαραγωγή του μοντέλου του μπλόκ πολυκατοικιών. Είναι και το γεγονός ότι δεν υπάρχουν και δεν αναπτύσσονται στον χώρο κυρίαρχοι θεσμοί της πολιτείας ή του πολιτισμού ικανοί να εκφραστούν σε ποικιλία κτηριακών προγραμμάτων και άρα σε ποικιλία κτηριακών μορφών και δομών. Έτσι η αστική εμπειρία δεν εμπλουτίζεται  και η πόλη αδυνατεί να γίνει πεδίο καλλιέργειας και διανοητικής προαγωγής  των κατοίκων της.

Οι συγκρίσεις που έχουν κίνητρα αξιολογικά συνήθως αδικούν την πραγματικότητα. Με την έννοια αυτή, οι κουλτούρες των πόλεων δεν έχει νόημα να συγκρίνονται αξιολογικά. Ο φιλοευρωπαισμός και το σύμπλεγμα κατωτερότητας της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς απέναντι σε μια Ευρώπη απόμακρη και οδυνηρά ελκυστική έχει παρέλθει. Για τους νέους κάτοικους της Αθήνας η σχέση με τις ευρωπαϊκές πόλεις είναι ενεργή, οικεία, ακομπλεξάριστη. Από μια άποψη η διαφορά της Αθήνας, κοιτώντας από τις βόρειες προς τις νότιες χώρες, παρουσιάζεται ως αντίστροφη ετεροτοπία. Φαίνεται σαν μια πολύβουη Μεσογειακή μητρόπολη, μαζί με τη Νάπολη, τη Μασσαλία, τη Βαρκελώνη, με χαρακτηριστικά πυκνότητας και κοινωνικής  επικοινωνίας που θυμίζει έντονα  κυκλαδίτικο οικισμό σε μεγέθυνση κατά σαράντα χιλιάδες φορές. Η Αθήνα γίνεται ελκυστική όχι μόνο γιατί τα νησιά του Αιγαίου έχουν καταστεί τα καλύτερα προάστιά της αλλά επειδή και μέσα στην καρδιά της πόλης, στου Ψυρρή, στο Κολωνάκι  και στα Εξάρχεια επικρατεί συχνά ένας ευδαιμονισμός, σαν η ζωή εκεί να αποτελεί φυσική συνέχεια της ζωής των διακοπών στα νησιά.

Ωστόσο, όσο κι αν το φαντασιακό μιας πόλης δημιουργείται από τον τρόπο που την κατοικούν οι νέοι και διαμορφώνουν έτσι σε χαμηλή ή ψηλή την τιμή του καφέ, η πόλη δεν παύει να κατοικείται από πολύμορφες ομάδες κατοίκων κατά ηλικία, φύλο, ή εθνότητα. Για  αυτές λοιπόν τις ομάδες, που αποτελούν και την μεγάλη πλειοψηφία του αστικού πληθυσμού, η Αθήνα αποτελεί ένα αντιπαράδειγμα συμπεριφοράς πόλης προς τους κατοίκους της, σε αντίθεση με την συμπεριφορά της πόλης του Βερολίνου προς του κατοίκους της. Σκεπτόμενοι ταυτόχρονα την πόλη της Αθήνας με την πόλη του Βερολίνου, πριν αποφασίσουμε να κάνουμε μια τελική επιλογή για το καλύτερο μέρος απ’ τα δύο, έχουμε κάνει κάτι άλλο. Έχουμε περιγράψει έναν αόρατο χώρο ανάμεσα στις δύο πόλεις. Ο χώρος αυτός ονομάζεται ευρωπαϊκή  αστικότητα. Καθώς οι αποστάσεις ανάμεσα στις πόλεις γίνονται με την σχετική καθήλωση των τιμών μετακίνησης όλο και πιο χαμηλές, προβάλλει καθαρή η ιδέα μιας ευρωπαϊκής κινητικότητας, μιας κατοίκησης και εδώ και εκεί που κάνει τις πόλεις, καθώς κρατούν και πολλές φορές επαυξάνουν τις διαφορές τους, να είναι εκδοχές μιας ενιαίας εμπειρίας του σύγχρονου αστικού νομαδισμού. Όσο δε ο λεγόμενος ενιαίος ευρωπαϊκός χώρος στην οικονομία, την εκπαίδευση και τον πολιτισμό θα γίνεται πράξη, τόσο ο κάτοικος του Βερολίνου θα έχει λόγο να γίνεται κάτοικος της Αθήνας και αντιστρόφως. Πράγμα βεβαίως που εύκολα πια μπορούμε να φανταστούμε αλλά αργεί ακόμη να γίνει μέρος της πραγματικότητάς μας.

Ζήσης Κοτιώνης, αρχιτέκτων

Share |

Σχετικές Δημοσιεύσεις:

 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital