ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΜΑΤΙΕΣ

 

Η απάνω και η κάτω πόλη

25 Μάιος, 2010

Η απάνω και η κάτω πόλη

Αν σηκώσουμε το βλέμμα μας ψηλά θα δούμε αίφνης μιαν άλλη Αθήνα.

Του Τάση Παπαϊωάννου

Αξίζει τον κόπο να περπατήσει κανείς στην Αθήνα όπως ο τουρίστας που την επισκέπτεται για πρώτη φορά. Με βήμα αργό, νωχελικό, κοιτάζοντας δεξιά αριστερά, να κοντοστέκεται παρατηρώντας κάθε της γωνία, κάθε σημείο. Και τότε, είναι σίγουρο ότι θα ανακαλύψει μια πόλη διαφορετική, μια άλλη πόλη απ' αυτήν που βιώνει καθημερινά.

Θα παρατηρήσει κτίρια που ενώ νόμιζε πως τα ήξερε, αφού περνούσε σχεδόν κάθε μέρα από μπροστά τους, τώρα αυτά φαντάζουν αλλιώτικα. Θα δει χρώματα, υλικά, λεπτομέρειες, η ματιά του θα σταθεί και θα περιεργαστεί με επιμονή. Γιατί η καθημερινή κυκλοφορία στην πόλη, μας έχει μετατρέψει σε ανθρώπους που απλώς κινούνται βιαστικά να πάνε γρήγορα στη δουλειά τους παρασυρμένοι από το άγχος της καθημερινότητας. Για παράδειγμα, περπατάμε και σπάνια κοιτάμε προς τα πάνω. Τα κτίρια λειτουργούν σαν ένα παράξενο φόντο, σαν ουδέτερα σκηνικά που απλώς υπάρχουν, δεν υποβάλλουν με την παρουσία τους, δεν τραβούν την προσοχή μας.

Η καθημερινότητα διαδραματίζεται φυσικά στο επίπεδο του εδάφους και τα τελευταία χρόνια μέσω του μετρό και κάτω απ' αυτό. Οι ροές τροχοφόρων και ανθρώπων κυλάνε και διασταυρώνονται σαν ποτάμια που κινούνται προς όλες τις κατευθύνσεις ανάμεσα στις «όχθες» και τα «φαράγγια» των κτιρίων. Τα συνεχόμενα μέτωπα των δρόμων σπάνια τραβούν την προσοχή των περαστικών. Πόσο μάλλον των οδηγών. Ακόμη και τα κουρασμένα βλέμματα των επιβατών πίσω από τα τζάμια των λεωφορείων που πηγαινοέρχονται, δεν παρατηρούν. Είναι βλέμματα αδιάφορα. Κι ας ξετυλίγεται η πόλη μπροστά τους σαν κινηματογραφικό φιλμ. Η πόλη δεν διεγείρει, είναι γνωστή και άγνωστη ταυτόχρονα, οικεία και ανοίκεια.

Ενώ, λοιπόν, η ζωή της πόλης συντελείται κυρίως στους δρόμους και τα πεζοδρόμια, στις πλατείες και τα στενά, αυτό που δίνει την κλίμακα του χώρου είναι η κορυφογραμμή των κτιρίων. Αν σηκώσουμε το βλέμμα μας ψηλά θα δούμε αίφνης μιαν άλλη Αθήνα. Ώρες-ώρες οι πολυκατοικίες μοιάζουν να ακουμπούν η μία στην άλλη, έτσι που στέκονται αντικριστά στο στενό δρόμο ή στον ακανόνιστο ακάλυπτο. Λες κι αν απλώσουν οι άνθρωποι τα χέρια τους θα χαιρετήσουν ο ένας τον άλλο από τα μπαλκόνια που βρίσκονται απέναντι. Κοιτώντας από κάτω προς τα πάνω, εκεί όπου σμίγει η στέγη των κτιρίων με τον ουρανό, αντιλαμβάνεσαι την κλίμακα των μεγεθών. Συνεχόμενα μέτωπα κτιρίων που αφήνουν ανάμεσά τους λωρίδες ουρανού, μακρόστενες, σαν γαλάζιο καθρέφτισμα του δρόμου. Μόνον η προοπτική του δρόμου είναι εκείνη που παίρνει τη ματιά μας και την οδηγεί μακριά στον ορίζοντα, εκεί που τελειώνει ο δρόμος. Μέσα στα στενά της πόλης γλιστράμε κάθε μέρα, σαν υγρό που κινείται όπου βρίσκει διέξοδο, όπου υπάρχει κενό. Αυτό που τραβά σαν μαγνήτης το βλέμμα μας είναι ό,τι υπάρχει στη στάθμη του ισογείου. Καφενεία, μαγαζιά, στοές, βιτρίνες, κόγχες, γωνίες... Κι ας κρέμονται πάνω από τα κεφάλια μας 8 ή 10 όροφοι. Αυτοί περνούν σε δεύτερη μοίρα. Η ζωή συντελείται κάτω, στο επίπεδο του εδάφους.

Όμως υπάρχει και μια άλλη πλευρά της πόλης, εκείνη των ψηλών δωμάτων. Είναι η πόλη από ψηλά, αθέατη από τη στάθμη του δρόμου. Εκεί αντικρίζεις μιαν άλλη κλίμακα, διαφορετική. Απολήξεις κλιμακοστασίων και ασανσέρ, μικρά πλυσταριά, τέντες, πέργκολες, «πλυμένα ρούχα, σημαίες στον ήλιο», για να χρησιμοποιήσω τα λόγια του Ν.Γ. Πεντζίκη, και μια μεταλλική πόλη πάνω από την πόλη. Κεραίες, ηλιακοί θερμοσίφωνες, καμινάδες, μηχανολογικές εγκαταστάσεις, κλιματιστικά, μεταλλικές σκάλες που σε ανεβάζουν ακόμη ψηλότερα σε μικρά ταρατσάκια, μικρά ονειρικά παρατηρητήρια μέσα στον αχανή ωκεανό της γκριζόλευκης αστικής πραγματικότητας.

Εδώ, χάνεται ξαφνικά η κατακόρυφη κλίμακα της πόλης. Αυτό που υπερισχύει είναι η οριζοντιότητα και το φως. Σαν να βρίσκεσαι ξαφνικά σ' ένα υπερκτισμένο χωριό, χωρίς έδαφος και δένδρα. Εδώ το «έδαφος» είναι οι συνεχόμενες ταράτσες των πολυκατοικιών που ανεβοκατεβαίνουν ακολουθώντας πιστά τις κλίσεις και τις εξάρσεις του φυσικού εδάφους. Με τα χρόνια η αντιπαροχή και ο συντελεστής δόμησης έφτιαξαν ένα άλλο έδαφος, τεχνητό, που απέχει ακριβώς όσο το επιτρεπόμενο ύψος του Γ.Ο.Κ. από τη στάθμη του εδάφους. Πού και πού ανάμεσα στη συνεχόμενη πυκνή αστική μάζα, ξεπροβάλλει σε κάποιο ρετιρέ μια μικρή πράσινη όαση από γλάστρες και λουλούδια, παράξενη αντίθεση ανάμεσα στο δάσος των μεταλλικών κεραιών. Παρατηρείς μια παράξενη αντιστροφή: δεν είναι το τεχνητό που θεμελιώνεται πάνω στο φυσικό, αλλά το φυσικό που προσπαθεί να «φυτευτεί» στο τεχνητό.

Εδώ πάνω χάνεις την αίσθηση του ύψους. Το επίπεδο της πόλης, τα οικοδομικά τετράγωνα, οι δρόμοι και οι πλατείες εξαφανίζονται. Έτσι δεν έχει σημασία αν βρίσκεσαι στον 6ο ή στον 36ο όροφο. Έτσι σου 'ρχεται να περπατήσεις από δώμα σε δώμα, να κινηθείς ελεύθερα, αγνοώντας τη ρυμοτομία της πόλης, φτιάχνοντας εκεί πάνω τα δικά σου μονοπάτια, τις δικές σου διαδρομές. Στην «πόλη των δωμάτων» διαλύεται η μονοκρατορία του δρόμου. Βρίσκεσαι πάνω στην αχανή αστική μάζα που ανεβοκατεβαίνει όπως οι αμμόλοφοι στην έρημο και που πίσω απ' αυτούς υπάρχουν κι άλλοι, κι άλλοι... λες και δεν υπάρχει τέλος. Τώρα το βλέμμα απελευθερώνεται και δεν ακολουθεί υποχρεωτικά τις παρειές και τα μέτωπα των δρόμων. Μπορείς να κοιτάξεις ολόγυρα, προς κάθε κατεύθυνση. Δώματα και άλλα δώματα. Κεραίες και άλλες κεραίες. Κι αν είσαι τυχερός-προνομιούχος μπορεί να φαίνεται στο βάθος και η κορυφογραμμή του Υμηττού ή της Πάρνηθας κι ακόμη καλύτερα η θάλασσα και μακρύτερα στον ορίζοντα η Αίγινα και η Πελοπόννησος.

Η Αθήνα των δωμάτων δεν ακολουθεί κάποιο σχέδιο. Έχει δημιουργηθεί τυχαία. Παρ' όλα αυτά (ή μήπως ακριβώς γι' αυτό;) υπάρχει μεγαλύτερη ομοιομορφία και πειθαρχία σ' έναν κανόνα απ' ό,τι στις σχεδιασμένες και επιτηδευμένες προσόψεις των κτιρίων που μάταια προσπαθούν να διαφοροποιηθούν από τις διπλανές τους. Διακρίνεις να επαναλαμβάνεται ένας τύπος και οι παραλλαγές του. Ταράτσα, απόληξη σκάλας-ασανσέρ και το μικρό πλυσταριό των 12,0 τ.μ. του παλιού Γ.Ο.Κ.

Το βράδυ η εικόνα αλλάζει. Το φως αντιστρέφεται. Τα φωτεινά δώματα σκοτεινιάζουν και μόλις διακρίνονται, ενώ το φως έρχεται τώρα από κάτω προς τα πάνω. Από τους δρόμους που μοιάζουν με φωτεινά ποτάμια μέσα στη νύχτα. Πού και πού διακρίνεις μακριά στο βάθος, σκόρπια φωτισμένα παράθυρα ή μπαλκονόπορτες σαν ακινητοποιημένες πυγολαμπίδες μέσα στο σκοτάδι.

Έτσι, είναι σαν να υφίστανται ταυτόχρονα δύο Αθήνες. Μία κάτω και μία πάνω. Η κάτω σκιερή, ζωντανή, θορυβώδης. Η πάνω φωτεινή, ήσυχη και άδεια και στο βάθος κάθε τόσο να ακούγεται η σειρήνα κάποιου ασθενοφόρου που σπάει τη μονοτονία της σιωπής. Γιατί, πέρα από την οριζόντια χαρτογράφηση της πόλης υπάρχει και μια άλλη, η κατακόρυφη! Και εδώ, με τις αντίστοιχες κοινωνικές της διαστρωματώσεις, φυσικά. Όχι βόρεια-νότια και δυτικά προάστια, αλλά από πάνω προς τα κάτω τούτη τη φορά.

Τάσης Παπαϊωάννου, καθηγητής Αρχιτεκτονικής ΕΜΠ
Δημοσιεύτηκε στην Ελευθεροτυπία

Share |

Σχετικές Δημοσιεύσεις:

 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital