ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΜΑΤΙΕΣ

 

Ξανακτίζοντας τις πόλεις

05 Σεπτέμβριος, 2004

Ξανακτίζοντας τις πόλεις

Η Αναστασία Μ. Πάπαρη αναλύει τα βασικά κριτήρια για την επιτυχία των παρεμβάσεων επανασχεδιασμού και ανάπλασης υποβαθμισμένων αστικών περιοχών και ιστορικών κέντρων μεγαλουπόλεων με σημείο αναφοράς τη σύγχρονη ευρωπαϊκή μεθοδολογία και πρακτική. ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ Μ. ΠΑΠΑΡΗ

Η ανάπλαση υποβαθμισμένων αστικών περιοχών και ιστορικών κέντρων στην Ευρώπη διανύει σήμερα το τρίτο της στάδιο. Μετά τη ριζική ανακαίνιση (urban renewal) με τις μη αναστρέψιμες και σαρωτικές παρεμβάσεις των δεκαετιών του '50 και του '60, μετά τις ανακατασκευές και επισκευές συντήρησης των δεκαετιών του '70 και του '80 (conservation, restoration), σήμερα η ακολουθούμενη πολιτική είναι η «προσεκτική, βήμα προς βήμα αναζωογόνηση» (careful, step-by-step revitalisation). Ως αναπλάσεις τρίτης γενιάς μπορούν να θεωρηθούν οι παρεμβάσεις είτε σε κάποια ιστορικά κέντρα πόλεων είτε σε υποβαθμισμένες αστικές περιοχές που ανέκαμψαν έπειτα από προγραμματισμό και υιοθέτηση της φιλοσοφίας της προσεκτικής παρέμβασης.

Εδώ ανήκουν τα Docklands (Λονδίνο), εν μέρει οι Halles (Παρίσι), η Merchant City (Γλασκώβη), το Chiado (Λισαβόνα), το Bickersland, το New Market και το Jordaan (Αμστερνταμ), το Temple Bar (Δουβλίνο), το Kreuzberg (Βερολίνο), η Πλάκα στην Αθήνα, η Ανω Πόλη Θεσσαλονίκης, η Παλιά Πόλη της Ρόδου, για να αναφέρουμε μόνο μερικές από εκείνες τις περιπτώσεις που αποτελούν τμήματα πόλης και όχι ολόκληρες πόλεις, όπως η Βενετία, η Φλωρεντία, το Bath, το Winchester κλπ., οι οποίες είναι πόλεις - μουσεία και ο τρόπος συντήρησης και ανανέωσης του κτιριακού τους αποθέματος διέπεται από κανόνες αυστηρούς που υπάγονται στη γενική κατηγορία των διατηρητέων οικισμών υψίστης προστασίας.

Σε μια προσπάθεια αποτίμησης της τρίτης γενιάς των αστικών αναπλάσεων στην Ευρώπη, θα μπορούσαν να προταθούν μια σειρά από κριτήρια αξιολόγησης τα οποία συναρτώνται και με τους στόχους παρέμβασης. Σήμερα οι στόχοι σε σχέση με αυτούς των δεκαετιών του '50 και του '60 έχουν σημαντικά βελτιωθεί και εμπλουτιστεί, αλλά και η σκέψη και οι μεθοδολογίες προσέγγισης του αστικού χώρου έχουν θεαματικά εξελιχθεί.

Αντιουτοπικός σχεδιασμός

Συνοπτικά, τα κριτήρια επιτυχίας θα μπορούσαν να συνοψιστούν στις εξής έξι ενότητες: α) εισαγωγή ή / και χρήση νέων εννοιών, μεθοδολογιών και πρακτικών παρέμβασης, β) λειτουργική / χρηστική διαφοροποίηση και συμπληρωματικότητα, γ) δομική συγκρότηση του αστικού χώρου, δ) επεξεργασία κοινωνικο-οικονομικών προϋποθέσεων, ε) αντιμετώπιση νέων κοινωνικών φαινομένων ως απόρροια των παρεμβάσεων και στ) μορφολογική συνέπεια ως προς την προϋπάρχουσα αρχιτεκτονική μορφή.

α) Μερικές χώρες σεμνύνονται για την εισαγωγή νέων όρων, όπως «επανάχρηση», «επανακατοίκηση», «επαναπολεοδόμηση», «αναζωογόνηση», την εισαγωγή της μη δόκιμα μεταφρασμένης έννοιας του φαινομένου «gentrification» ­ της εκδίωξης δηλαδή του προϋπάρχοντος πληθυσμού από μια αναβαθμιζόμενη αστική περιοχή και την εισδοχή νέου πληθυσμού ανώτερου κοινωνικού και οικονομικού επιπέδου, λόγω της ανεξέλεγκτης λειτουργίας των νόμων της αγοράς και κερδοσκοπίας πάνω στη γη ­, την εισαγωγή φράσεων-κλειδιών όπως «έλξη της πόλης», «ανασυσπειρωμένες πόλεις» κλπ., ακόμη τη διαστολή κάποιων εννοιών, όπως αυτή του Ιστορικού Κέντρου, το οποίο, χάριν κυρίως της ιταλικής συνεισφοράς, περιλαμβάνει, εκτός από τις περιοχές με πυκνότητα μνημείων και αξιόλογων πολεοδομικών συνόλων, και περιοχές με κοινωνική διαστρωμάτωση και ιστορική, δομική και χρηστική ταυτότητα.

Χωρίς να υποτιμάται η συνεισφορά των άλλων ευρωπαϊκών χωρών σε αυτό το θέμα, θα πρέπει να σημειωθεί η ιδιαίτερη συμβολή της Ιταλίας σε κάθε γενιά παρεμβάσεων στα Ι.Κ., τόσο σε αναφορά με την εισαγωγή ιδεών, όσο και στην επεξεργασία μεθοδολογιών παρέμβασης. Πεδία πειραματισμού αποτέλεσαν το Urbino, η Bologna και για την τρίτη γενιά οι περιοχές Pre και Porta Soprana στη Γένοβα. Αντίστοιχα, η συνεισφορά της Βρετανίας με τα Docklands του Λονδίνου, όπου εφαρμόστηκε μια ευέλικτη, ευαίσθητη και κυλιόμενη διαδικασία προγραμματισμού και σχεδιασμού, αποτελεί το πρώτο και μεγαλύτερο παράδειγμα «αντι-ουτοπικού» αστικού σχεδιασμού στην Ευρώπη.

Η χρηστική «μετάλλαξη»

β) Η λειτουργική / χρηστική «αποδιαφοροποίηση» συνίσταται στην απομάκρυνση της κατοικίας και του καθημερινού και σπάνιου εμπορίου, που είναι τα χαρακτηριστικά του παραδοσιακού ιστορικού κέντρου, και η αντικατάστασή τους όχι από τον τριτογενή τομέα, που είναι ο κανόνας στη βιομηχανική πόλη των προηγούμενων δεκαετιών, αλλά από εξειδικευμένες λειτουργίες του τεταρτογενούς τομέα. Η εξειδίκευση οδηγήθηκε σε μερικές περιπτώσεις σε ακραίες χωροθετήσεις μονολειτουργικού χαρακτήρα και εκεί τα ιστορικά κέντρα υπέστησαν κοινωνική και χρηστική «μετάλλαξη» και μετατράπηκαν π.χ. σε περιοχές αναψυχής χωρίς έλεγχο στην τυπολογία των χρήσεων, στις αξίες γης και ακινήτων, στην προστασία του δημόσιου χώρου κλπ. που τα οδήγησαν σε ταχύτατη υποβάθμιση και παρακμή. Η λειτουργική «αποδιαφοροποίηση» επεκτάθηκε και στον δημόσιο χώρο, είτε μέσω της επέκτασης των χρήσεων των ιδιωτικών χώρων (βλ. «τραπεζάκια έξω») είτε μέσω του συρμού των πεζοδρομήσεων, αδιακρίτως μεγέθους, γεωμετρίας και ιεραρχίας τους στο ευρύτερο κυκλοφοριακό σύστημα.

Ιστορικά, η απομάκρυνση των από αιώνων παγιωμένων χρήσεων, όπως η αγορά των Halles στο Παρίσι και η αγορά στο Covent Garden του Λονδίνου ­ χρήσεων αναγκαίων και γενεσιουργών αστικού πολιτισμού ­, επέφερε μια ανισορροπία που δεν αποκαταστάθηκε, ενώ αποστέρησε το κέντρο από τη ζωντάνια και την ταυτότητά του. Αντίστοιχα, η απομάκρυνση οχλουσών ως προς την κατοικία χρήσεων, όπως η «ύποπτη» ψυχαγωγία από την παλιά Πλάκα, στον βαθμό που μεταφέρθηκαν και υποβάθμισαν τον χαρακτήρα άλλων αστικών περιοχών (όπως το Θησείο, η Νεάπολη και η Καλλιθέα στην Αθήνα), δεν έλυσαν, απλώς μετέθεσαν το πρόβλημα σε μια άλλη γειτονιά της ίδιας πόλης.

Η απώλεια της ταυτότητας

γ) Ακόμη και οι ήπιες παρεμβάσεις τρίτης γενιάς, και μάλιστα αυτές που είχαν το προνόμιο να προγραμματίσουν σε σχετικά ελεύθερο έδαφος, περίπου μια tabula rasa σε αστική γη, υστερούν σημαντικά στο επίπεδο του φυσικού αστικού σχεδιασμού, δηλαδή αφ' ενός στον τρόπο που το πλέγμα των δημοσίων χώρων της περιοχής αρθρώνεται με το ευρύτερο πλέγμα των ανοικτών δημοσίων χώρων και εφ' ετέρου στον τρόπο συγκρότησης του ίδιου πλέγματος μέσα στο περίγραμμα της περιοχής παρέμβασης (αστική μορφολογία). Συνήθως το προτεινόμενο νέο πλέγμα στερείται άρθρωσης με τον ευρύτερο δημόσιο χώρο, με αποτέλεσμα την απομόνωση της περιοχής, τη δημιουργία του αρνητικού φαινομένου της «πόλης μέσα στην πόλη» ή «του χωριού μέσα στην πόλη», την εμφάνιση τεχνητών ορίων, την απώλεια της ιστορικής και πολιτιστικής ταυτότητας, την ασυνέχεια. Στο εσωτερικό της περιοχής παρέμβασης παρατηρείται απώλεια προσανατολισμού, έλλειψη κεντρικότητας, ασάφεια, απουσία προϋποθέσεων αστικότητας. Εδώ οι Halles καταλαμβάνουν πολύ χαμηλό επίπεδο στην κλίμακα αυτού του κριτηρίου αξιολόγησης, ενώ σε πολύ καλύτερη θέση βρίσκονται το Chiado στη Λισαβόνα, το Temple Bar στο Δουβλίνο, όπως και όλα τα ιστορικά κέντρα που αναγνώρισαν το πλέγμα των δημοσίων χώρων τους να αποτελεί αυτό καθαυτό στοιχείο αυθεντικότητας άξιο προς διατήρηση.

δ) Το νέο κριτήριο επιτυχίας που εμπεριέχει η τρίτη γενιά αναπλάσεων, αυτό της πλήρωσης των κοινωνικο-οικονομικών προϋποθέσεων, της συγκράτησης δηλαδή του ντόπιου πληθυσμού και της εμπλοκής των κατοίκων στη διαδικασία προγραμματισμού, σχεδιασμού και υλοποίησης, ακόμη και τη δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης, εισάγεται με το παράδειγμα του Kreuzberg στο Δυτικό Βερολίνο πέντε χρόνια πριν από την ενοποίησή του με το Ανατολικό, που επιτρέπει την εξαγωγή θετικών συμπερασμάτων καθώς πληρούνται και οι τρεις αυτοί στόχοι, και μάλιστα σε συμμετρία μεταξύ τους. Στην περίπτωση των Docklands του Λονδίνου, εντυπωσιακός ήταν ο τρόπος εμπλοκής του ιδιωτικού κεφαλαίου στη διαδικασία ανάπλασης, ενώ δεν υπήρξαν ακραίες καταστάσεις εκδίωξης του λιγοστού πληθυσμού της περιοχής, αντίθετα, υλοποιήθηκε ένα πρόγραμμα κοινωνικής κατοικίας που κάλυψε κάποιες ανάγκες στέγασης των δήμων Tower Hamlets, Southwark και Newham. Στην Ελλάδα, ο ασφυκτικός εναγκαλισμός του κράτους, η απουσία κινήτρων για το ιδιωτικό κεφάλαιο, καθώς και η έλλειψη κανόνων συνεργασίας του ιδιωτικού με τον δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα, οδήγησαν σε μαρασμό τον σχεδιασμό στην Ανω Πόλη Θεσσαλονίκης και σε κάποιο βαθμό την Παλιά Πόλη της Ρόδου, καθώς και πολλά από τα ιστορικά κέντρα της περιφέρειας. Στην Πλάκα, παρ' όλο που επιτεύχθηκε η διάσωσή της ως ιστορικού πυρήνα και κατοικίας, δεν αποφεύχθηκε παντελώς ο κίνδυνος της εκδίωξης του ντόπιου πληθυσμού και της μονολειτουργικότητας του εμπορίου συγκεκριμένης κατηγορίας (τουριστικά είδη κυρίως), ώστε η περιοχή να μην αποκτήσει τελικά μια σχετική αυτονομία στη λειτουργία της ως γειτονιάς με έντονη πολιτισμική κληρονομιά. Το Temple Bar στο Δουβλίνο και η Merchant City στη Γλασκώβη περιέχουν έντονο αυτό το κριτήριο στα προγράμματά τους και σε αυτό οφείλεται κατά ένα μέρος η επιτυχία τους.

Ο ντόπιος πληθυσμός

ε) Ως ένα νέο φαινόμενο εμφανίζεται αυτό της σταδιακής, αλλά νομοτελειακά βέβαιης απομάκρυνσης του ντόπιου πληθυσμού (gentrification) και η εισδοχή ανώτερων εισοδηματικά τάξεων μπορεί να ανασχεθεί μόνο με την πρόληψη από τα πρώτα κιόλας στάδια προγραμματισμού και συμμετοχικών διαδικασιών των ίδιων των κατοίκων, καθώς και με την εφαρμογή μιας σειράς ειδικών πολιτικών και μέτρων ενταγμένων στη φιλοσοφία του προγραμματισμού. Οι μη επικαιροποιημένες δυστυχώς έρευνες αποδεικνύουν ότι στην Πλάκα σε κάποιο βαθμό συντελέστηκε αυτή η «μετάλλαξη» του κοινωνικού ιστού, στην Ανω Πόλη Θεσσαλονίκης είναι «επί θύραις» και τούτο διότι το Σχέδιο σε σημαντικό βαθμό δεν υλοποιήθηκε. Η επέμβαση στις Halles παρουσιάζει και ως προς αυτό το κριτήριο αρνητικές επιδόσεις, στα Docklands του Λονδίνου δεν αποφεύχθηκε παντελώς ο κίνδυνος του «gentrification», ενώ το Kreuzberg στο Βερολίνο αβίαστα κερδίζει και πάλι υψηλή θέση στην κλίμακα αξιολόγησης και ως προς αυτό το μείζον κριτήριο της τρίτης γενιάς αναπλάσεων.

Η μορφή των κτιρίων

στ) Ως μορφολογική συνέπεια σε σχέση με την προϋπάρχουσα αρχιτεκτονική μορφή εννοείται συνήθως η κατά το δυνατόν διάσωση της «αυθεντικότητας» της μορφής των υφιστάμενων κτιρίων, ιδιαίτερα των όψεών τους, και η ένταξη των νέων μορφών στα υπάρχοντα κελύφη κατά τρόπο που να αποκαλύπτει την ιστορική αξία των δεύτερων, να τα προβάλλει, να μην τα προδίδει και ταυτόχρονα να διαφοροποιείται από αυτά υποδηλώνοντας την παρουσία των νέων μορφών σε όσο γίνεται χαμηλότερους τόνους. Ευτυχείς στιγμές συνύπαρξης ανευρίσκονται στο Temple Bar του Δουβλίνου και στο Chiado της Λισαβόνας, ενώ δεν λείπουν και οι περιπτώσεις μεγάλης σύγχυσης στον χειρισμό της αρχιτεκτονικής πολιτιστικής κληρονομιάς, όπως οι Halles στο Παρίσι, εν μέρει και τα Docklands στο Λονδίνο, όπου στη μεγακλίμακά τους τα νέα κτίρια αντιπαρατίθενται στα warehouses του προηγούμενου αιώνα.

Η σχετική επιτυχία ή αποτυχία μιας ανάπλασης θα μπορούσε να περιλαμβάνει και άλλα κριτήρια αξιολόγησης πλην των όσων αναφέρθηκαν. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η μεγάλη διαβάθμιση που παρατηρείται σε κάθε περίπτωση σε σχέση με όλα τα κριτήρια που τέθηκαν και τούτο ενισχύει το επιχείρημα ότι το θέμα των αστικών αναπλάσεων είναι ακόμη ανοικτό σε νέες έννοιες, μεθοδολογίες και πρακτικές που έχουν ανάγκη από περαιτέρω επεξεργασία. Η αυλαία του 20ού αιώνα πέφτει, καθώς η ευρωπαϊκή πόλη συνέρχεται από τις τραυματικές εμπειρίες των τελευταίων ιστορικών παραδειγμάτων του μοντερνισμού και του μετα-μοντερνισμού και μετατρέπεται σε εργαστήριο παραγωγής νέων ιδεών και επαναδιατύπωσης του αιτήματος του αστικού πολιτισμού ως προϋπόθεση μετεξέλιξης της ηπείρου μας.

Η κυρία Αναστασία Μ. Πάπαρη είναι αρχιτέκτων και πολεοδόμος.

ΤΟ ΒΗΜΑ , 27-09-1998
Κωδικός άρθρου: B12500B061

Share |

Σχετικές Δημοσιεύσεις:

 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital