ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΜΑΤΙΕΣ
18 Δεκέμβριος, 2006
Προβληματισμοί με αφορμή την διάλεξη Κτίζω Κατοικώ Σκέπτομαι (1) του M.Heidegger
Πριν μάθουμε να μιλάμε πρέπει να μάθουμε να ακούμε. Τι είναι το ‘είναι’; Τι είναι η ‘α-λήθεια’; Τι είναι το ‘πράγμα’ αλλά και το ίδιο το ‘τι’ της σκέψης; Αυτά είναι μερικά από τα ερωτήματα που έθετε ο φιλόσοφος, χαράσσοντας δύσβατους δρόμους διαλογισμού, ανοίγοντας νέα μονοπάτια στοχασμού πέρα από την πεπατημένη.
«Ο άνθρωπος συμπεριφέρεται σαν να ήταν
αυτός δημιουργός και κύριος της γλώσσας
ενώ κατά βάθος η γλώσσα διατηρεί
την κυριαρχία της επάνω στον άνθρωπο».
M.Heidegger
Η γλώσσα δεν κυριαρχείται από εμάς, αλλά προϋπάρχει και είναι κυρίαρχος μας, καθώς αυτή «πρώτη και τελευταία, μας υποδεικνύει την ουσία ενός πράγματος»(2) , ισχυρίζεται ο Heidegger. Πριν μάθουμε να μιλάμε πρέπει να μάθουμε να ακούμε. Τι είναι το ‘είναι’; Τι είναι η ‘α-λήθεια’; Τι είναι το ‘πράγμα’ αλλά και το ίδιο το ‘τι’ της σκέψης; Αυτά είναι μερικά από τα ερωτήματα που έθετε ο φιλόσοφος, χαράσσοντας δύσβατους δρόμους διαλογισμού, ανοίγοντας νέα μονοπάτια στοχασμού πέρα από την πεπατημένη.
Από το ευρύ πεδίο της φιλοσοφικής σκέψης του Heidegger, επιλέξαμε να εστιάσουμε την προσοχή μας στο κείμενο της διάλεξης με τίτλο Κτίζω Κατοικώ Σκέπτομαι, που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο συζήτησης με θέμα «Άνθρωπος και Χώρος» στο Ντάρμστατ της Γερμανίας, στις 5 Αυγούστου του 1951, στην οποία ο Γερμανός φιλόσοφος αναφέρεται στην Αρχιτεκτονική(3). Παρόλο που ο ίδιος αρχίζει επισημαίνοντας ότι «η συγκεκριμένη απόπειρα σκέψης δεν παρουσιάζει επ’ ουδενί το κτίζω υπό το πρίσμα της Αρχιτεκτονικής και της τεχνικής», πρεσβεύουμε ότι το δοκίμιο αυτό θα έπρεπε να αποτελεί αφετηρία στην επεξεργασία των εννοιών που σχετίζονται με το δομημένο χώρο, καθώς και βασική γνώση της θεωρητικής κατάρτισης ενός αρχιτέκτονα πριν αυτός προχωρήσει στην πράξη του σχεδιασμού.
Εκκινώντας τον συλλογισμό του με δύο ερωτήματα, ο φιλόσοφος επιχειρεί να προσεγγίσει την αυθεντική έννοια του «κτίζω» (δομώ):
«Τι είναι το κατοικώ;»
«Σε ποιο βαθμό το κτίζω εμπεριέχεται στο κατοικώ;»(4)
Συνήθως σκεπτόμαστε ότι η ‘κατοίκηση’ είναι ο σκοπός κάθε ‘δόμησης’. Όμως κατοίκηση και δόμηση, υποστηρίζει ο Heidegger, είναι συζυγείς ενέργειες. Ποιος όμως μας το αποκαλύπτει αυτό;
«Ποιος μας προσφέρει γενικά το μέτρο με το οποίο προσδιορίζουμε εξολοκλήρου την ουσία του κατοικώ και του κτίζω;»(5)
Για το φιλόσοφο, η απάντηση βρίσκεται στη γλώσσα. Στη γερμανική γλώσσα, Bauen, σημαίνει δομώ, κτίζω, και προέρχεται από το Buen, που σημαίνει κατοικώ. Εντούτοις το κατοικώ συχνά κατανοείται ως μια «συμπεριφορά» σε σχέση με άλλες, όπως για παράδειγμα λέμε «εδώ δουλεύω», «εκεί κατοικώ». Επιπλέον, η αυθεντική έννοια των λέξεων Bauen και Buen προέρχεται από διαφορετικές «εκδοχές» της λέξης Bin που σημαίνει «είμαι»(6). Έτσι, ο Heidegger χρησιμοποιεί τη γλώσσα ως γνωστικό εργαλείο και μέσα απ’ αυτό το εννοιολογικό-ετυμολογικό παιχνίδι με τις λέξεις, μας αποκαλύπτει τη σχέση ανάμεσα στην ‘ύπαρξη’ και στον ‘τρόπο με τον οποίο υπάρχω/είμαι’. Το «να υπάρχω», το «να είμαι άνθρωπος», σημαίνει το «να κατοικώ» και αυτός είναι σύμφωνα με τον φιλόσοφο «ο τρόπος με τον οποίο εμείς οι θνητοί είμαστε επάνω στη γη».(7)
Οι τρεις έννοιες, ‘είμαι’, ‘κατοικώ’, ‘κτίζω’, καθώς συνδέονται η μία με την άλλη, αναδεικνύουν μια αλληλουχία πράξεων:
«Δεν κατοικούμε γιατί κτίσαμε, αλλά κτίζουμε και έχουμε κτίσει, γιατί κατοικούμε, δηλαδή επειδή είμαστε κάτοικοι».(8)
Τι όμως σημαίνει κατοικώ; Σίγουρα για να κατοικώ, δεν αρκεί να έχω μια ‘κατοικία’ (ένα δώμα). Εδώ ο Heidegger προβαίνοντας σε επανάχρηση της γλώσσας, ερευνά τη λέξη παραμονή. Εντοπίζει λοιπόν τη γοτθική σημασία του παραμένω [wunian], η οποία συνδέεται με τις έννοιες της ικανοποίησης, της ειρήνης, της ελευθερίας, της προστασίας, της διαφύλαξης. Έτσι, κατοικώ σημαίνει την «παραμονή στην ελευθερία εν ειρήνη» εντός αυτού που μου είναι «οικείο» και «ελεύθερο» και το οποίο «οικονομεί», «μεριμνά», «προστατεύει την ουσία κάθε πράγματος».(9) Το να κατοικείς, σημαίνει να βρίσκεσαι (να υπάρχεις, να είσαι, να παραμένεις) στον κόσμο, αναπτύσσοντας μια σχέση ‘επιμέλειας’ και ‘διαφύλαξης’ της ουσίας του κόσμου. Σύμφωνα με τον Heidegger, η γη, ο ουρανός, οι θεότητες και οι θνητοί, είναι τα τέσσερα στοιχεία που αποτελούν -στην απλοποιημένη ένωση τους- την πλήρη έννοια (την ουσία) του κόσμου, την οποία αποκαλεί Τετραμερές [Geviert].
Σχηματοποίηση του Τετραμερούς (10)
Η γη, είναι η αδρανής έκταση των βράχων και των νερών που φανερώνεται στα φυτά και στα ζώα. Ο ουρανός, περικλείει τους αστρονομικούς κύκλους, τα μετεωρολογικά και κλιματολογικά φαινόμενα. Οι θεότητες, είναι τα ‘μηνύματα’ που ερμηνεύουμε ως σημάδια φανέρωσης του θείου. Οι θνητοί, είναι οι άνθρωποι, τα μόνα όντα που είναι «ικανά προς το θάνατο» συνεχώς, όσο παραμένουν «επάνω στη γη», «κάτω από τον ουρανό», «ενώπιον των θεοτήτων».(11)
Όσο οι θνητοί κατοικούν, βρίσκονται μέσα σε αυτό το τετράπτυχο. Βασική αρχή του αυθεντικού κατοικώ, για τον φιλόσοφο, είναι η μέριμνα: «Οι θνητοί κατοικούν με τέτοιο τρόπο ώστε να μεριμνούν (να οικονομούν, να διαφυλάττουν) το τετραμερές στην ουσία του».(12)
Οι «θνητοί κατοικούν», όταν αυτοί «σώζουν (ελευθερώνουν) τη γη».
Οι «θνητοί κατοικούν», όταν αυτοί «υποδέχονται (δεξιώνονται) τον ουρανό».
Οι «θνητοί κατοικούν», όταν «προσμένουν (προσδοκούν) τις θεότητες».
Οι «θνητοί κατοικούν», όταν «οδηγούν (άγουν, κατευθύνουν) την ύπαρξη τους προς το θάνατο».(13)
Ο Heidegger εδώ επισημαίνει ότι είναι σημαντικό να κατανοήσουμε πως κατοικούμε «ως φιλοξενούμενοι» και όχι «ως κύριοι»:
«Κατοικούμε στη γη ως επισκέπτες και όχι ως οικοδεσπότες, σε μια σχέση προσμονής και ελπίδας με τις θεότητες (…) Στη σωτηρία της γης, στην υποδοχή του ουρανού, στην προσμονή των θεοτήτων, στην προσαγωγή των θνητών, λαμβάνει χώρα το κατοικώ ως μέριμνα και διαφύλαξη του τετραμερούς».(14)
Παραμένοντας κοντά στα πράγματα εκπληρώνεται ενιαία η διαμονή στο τετραμερές. ‘Κτίζω’ σημαίνει ‘να καλλιεργώ’ τα πράγματα που «φυσικώς εξελίσσονται» και ‘να οικοδομώ’ με ευάρμοστο τρόπο πράγματα που «αυτοβούλως δεν αναπτύσσονται». Επομένως, καλλιεργώ και οικοδομώ συνιστούν το ‘κτίζω’, που σημαίνει εντέλει ότι «κατοικώ διαφυλάττοντας το τετραμερές» μέσω των πραγμάτων.
Μέχρι εδώ, ο φιλόσοφος περιορίστηκε στην απάντηση μόνο του πρώτου από τα δύο αρχικά ερωτήματα (τι είναι το κατοικώ;). Στη συνέχεια αντιμετωπίζει το δεύτερο:
«Σε ποιο βαθμό το δομώ εμπεριέχεται στο κατοικώ;».(15)
Στο σημείο αυτό ο Heidegger επιχειρεί μια βαθύτερη προσέγγιση, ανοίγοντας το πεδίο του συλλογισμού με νέα ζητήματα, όπως: τι είναι ένα κτισμένο πράγμα; τι συγκροτεί μια κατασκευή; τι είναι για παράδειγμα μια γέφυρα;
Κατά τον Heidegger, η γέφυρα είναι ένα ‘πράγμα’ ιδιάζουσας μορφής, το οποίο συνενώνει (συναιρεί) το τετραμερές, παραχωρώντας του μια θέση. Εντούτοις, αυτό που μπορεί να παραχωρήσει μια θέση, είναι μονάχα ένας τόπος, ισχυρίζεται ο φιλόσοφος. Επομένως, το γεγονός που οφείλουμε να κατανοήσουμε καταρχήν είναι ότι η ίδια η γέφυρα προκαλεί την γέννηση ενός τόπου και όχι ότι η γέφυρα στήνεται σ’ έναν τόπο. Ο τόπος πριν από την παρουσία ενός πράγματος όπως η γέφυρα, δεν υφίσταται. Έτσι ακριβώς, η γέφυρα, καταλαμβάνοντας αυτό το μέρος (γεφυρώνοντας δυο σημεία) μετατρέπει τον ελεύθερο χώρο σ’ έναν τόπο στον οποίο η ίδια λαμβάνει θέση. Ο χώρος δηλαδή είναι απροσδιόριστος έως ότου δεχθεί εντός του ‘πράγματα’. Τα πράγματα είναι αυτά που αναδεικνύουν την έννοια του τόπου μέσα στο χώρο. Σύμφωνα με τον Heidegger, η παλαιά σημασία της λέξης χώρος [Raum] υποδείκνυε την «ελεύθερη θέση», τοποθεσία προς «αποίκιση», περιοχή για καταυλισμό: «Χώρος είναι ουσιαστικά αυτό που είναι εκκενωμένο»(16) , δηλαδή ‘ελεύθερο’ εντός των ορίων του. Χώρος είναι αυτό που «απελευθερωμένο» παραχωρείται. Συνεπώς οι χώροι αντλούν την ουσία τους από τους τόπους (δηλαδή από την παρουσία πραγμάτων όπως η γέφυρα). Τα κτήρια (τα παράγωγα του ανεγείρω) είναι εκείνα τα ‘πράγματα’ που -δημιουργώντας τόπους- παραχωρούν έναν άλλο χώρο, διαθέτουν έναν μεταξύ τους «ενδιάμεσο χώρο» [spatium]:
«Στην ύπαρξη αυτών των ‘πραγμάτων’ ως τόποι, βρίσκεται η σχέση τόπου και χώρου, αλλά φανερώνεται επίσης και ο δεσμός ανάμεσα στον τόπο και στον άνθρωπο που διαμένει σ’ αυτόν».(17) «Ποια σχέση έχουν τόπος και χώρος; Ποια είναι η σχέση ανθρώπου και χώρου;» (18)
Ο «παραχωρημένος χώρος» από τη γέφυρα (=τόπος) εμπεριέχει διάφορες τοποθεσίες, είτε κοντά είτε μακριά από την ίδια τη γέφυρα. Αυτές οι τοποθεσίες μπορούν να εκληφθούν ως απλά σημεία όπου μεταξύ τους υφίσταται μια «μετρήσιμη απόσταση» [extensio]:
«Με αυτόν τον τρόπο το πλησίασμα και η απομάκρυνση ανάμεσα στους ανθρώπους και τα πράγματα μπορούν να γίνουν καθαρές αποστάσεις, καθορισμένα διαστήματα ενός ενδιάμεσου χώρου».(19)
Αυτός ο χώρος, ο «μετρήσιμος με διαστήματα», μπορεί επιπλέον να απλοποιηθεί -μέσω μιας αφαιρετικής διαδικασίας- σε καθαρά αναλυτικές αλγεβρικές σχέσεις. Έτσι, προκύπτει ένας χώρος με ‘μαθηματική δομή’, που δύναμαι να τον κατανοήσω και να τον εποπτεύσω ‘λογικά’. Όμως, ένας ‘τέτοιος’ ιδεατός χώρος (έτσι νοούμενος, μη πραγματικός), δεν μπορεί να περιέχει «ενδιάμεσους χώρους», «θέσεις» και «τόπους». Σ’ ένα μαθηματικό χώρο, συνεχίζει ο Heidegger, «δεν θα βρούμε ποτέ πράγματα όπως η γέφυρα».(20) Εντούτοις, στην πραγματικότητα «οι χώροι που διασχίζουμε καθημερινά ανοίγονται και παραχωρούνται από τόπους. Η ουσία αυτών των τόπων εδραιώνεται σε πράγματα όπως η γέφυρα»(21). Επομένως, οι χώροι αποκτούν υπόσταση, όχι μέσα από τη γεωμετρία και τις αριθμητικές σχέσεις, αλλά από τη βιωματική σχέση που αναπτύσσεται εντός τους ανάμεσα στον άνθρωπο και τα πράγματα.
Ακριβώς αυτή η σχέση ανθρώπου-χώρου, ήτοι η διαμόρφωση τόπων μέσα από το ‘ανθρώπινο γίγνεσθαι’, καθίσταται σημείο εκκίνησης για μια περαιτέρω σκέψη: Οι χώροι δεν υπάρχουν όταν δεν κατοικούνται. Μονάχα όταν αρχίζουμε να κατοικούμε, οι χώροι αποκτούν ουσία, όρια, αρχές, δηλαδή γίνονται τόποι.
«Ο χώρος δεν βρίσκεται απέναντι από τον άνθρωπο. Ο χώρος δεν είναι ούτε ένα εξωτερικό αντικείμενο, ούτε μία εσωτερική εμπειρία».(22)
Ο άνθρωπος εγκαθίσταται στο χώρο, όταν τοποθετείται στο τετραμερές. Τοποθετούμαστε στο τετραμερές μέσω των πραγμάτων, ακόμα και όταν σχετιζόμαστε με πράγματα που δεν βρίσκονται σε μια κοντινή απόσταση. Η ‘σκέψη’, για παράδειγμα, δεν περιορίζεται από την απόσταση που τη χωρίζει από ένα πράγμα. Εξηγεί λοιπόν ο Heidegger, αναφερόμενος στο χώρο όπου ανακοινώνει τη διάλεξη του:
«Εάν οδεύω προς την έξοδο αυτής της αίθουσας, είναι γιατί είμαι ήδη εκεί, και δεν θα μπορούσα να πάω, εάν πράγματι δεν ήμουν εκεί. Εγώ δεν βρίσκομαι ποτέ μονάχα εδώ, όπως αυτό το φυλακισμένο σώμα (μου), αλλά είμαι εκεί, δηλαδή αγκαλιάζω και καταλαμβάνω το χώρο και μόνο έτσι μπορώ να τον διασχίσω [durchgehen]».(23)
Συνεπώς, σύμφωνα με τον φιλόσοφο, μπορώ να διαβώ ένα χώρο μόνο επειδή ήδη τον αγκαλιάζω (με τη σκέψη) όντας μέσα σ’ αυτόν. Η μετακίνηση μου (διερχόμενος ένα χώρο) δεν συνεπάγεται την άρνηση του ‘να στέκομαι’ (σταθερός εντός του).
Από τα ανωτέρω, συνάγεται ότι αυτή η σχέση «ανθρώπου-χώρου» (μέσω του τόπου) είναι το κατοικώ στην ουσία του. Ποια είναι όμως η ουσία εκείνων των τόπων που αποκαλούμε «κτίσματα»; Ο τόπος, σύμφωνα με τον Heidegger προσφέρει στο τετραμερές πρόσβαση στο χώρο, επιτρέποντάς του μια θέση [lässt in eine Stätte ein]. «Ο τόπος επιτρέπει στο τετραμερές να εμφανιστεί…»(24). Ο τόπος γίνεται ο ‘οίκος’ του τετραμερούς. Τόποι αυτού του είδους προσφέρονται για την «εγκατάσταση του ανθρώπου», ακόμα και εάν δεν είναι ‘κατοικίες’ με τη στενή ερμηνεία του όρου. Επομένως, το κτίζω είναι η ίδρυση και η διάθεση χώρων που αναδεικνύουν τόπους οι οποίοι ενστερνίζονται το τετραμερές. Υπό αυτή τη θεώρηση, τα κτίσματα βρίσκονται πλησιέστερα στην «ουσία του χώρου» από κάθε είδους γεωμετρία και μαθηματικά. Κτίσματα όπως οι αγροικίες, φροντίζουν (διαφυλάττουν) το τετραμερές και αυτή η μέριμνα είναι η ουσία του κατοικώ. Το κτίζω είναι ένα «μπορώ να κάνω κάτι να κατοικεί», ικανοποιώντας τo κάλεσμα του τετραμερούς.
«Μόνο εάν έχουμε την ικανότητα να κατοικούμε, μπορούμε να κτίζουμε».(25)
Τώρα ενδεχομένως μπορούμε να κατανοήσουμε βαθύτερα το νόημα της αντιστροφής των εννοιών μεταξύ του κτίζω και του κατοικώ, στο αρχικό μέρος της διάλεξης του Heidegger. Όπως το «να είμαι ικανός να κατοικώ» είναι ‘απαραίτητη προϋπόθεση’ για να μπορώ να κτίζω, έτσι ανάλογα και το σκέπτομαι υπεισέρχεται ως αναγκαία συνθήκη του κατοικώ. Το κτίζω και το σκέπτομαι είναι το καθένα με τον δικό του τρόπο αναπόφευκτα για την πραγμάτωση του κατοικώ. Όμως, κτίζω και σκέπτομαι, προσθέτει ο φιλόσοφος, «όσο θα βρίσκονται σε διάσταση μεταξύ τους, όσο θα αδιαφορούν το ένα για το άλλο, όσο θα επιτελούν και θα καταπιάνονται μοναχά με τις δικές τους λειτουργίες χωρίς να αφουγκράζεται το ένα το άλλο, θα παραμένουν ανεπαρκή για το κατοικώ».(26)
Ολοκληρώνοντας εδώ τη σκέψη του ο Heidegger, θέτει το εξής ζήτημα:
«Ποια είναι η κατάσταση του κατοικώ στην επίφοβη εποχή μας; Όλοι μιλάνε για κατοικίες, εντοπίζοντας το πρόβλημα στην έλλειψη τους και προσπαθούν να αντεπεξέρθουν σ’ αυτήν την ανάγκη, προωθώντας την κατασκευή και σχεδιάζοντας την οικοδομική δραστηριότητα».(27)
Ωστόσο, το σημαντικό και βαθύτερο πρόβλημα -επισημαίνει ο φιλόσοφος- «δεν βρίσκεται στην έλλειψη κατοικιών», αλλά στην «ανθρώπινη αδυναμία» να προσεγγίσει την «ουσία» του κατοικώ:
«Η αληθινή κρίση του κατοικώ συνίσταται στο γεγονός ότι οι θνητοί βρίσκονται ακόμα στην αναζήτηση της ουσίας του κατοικώ, πρέπει πριν από όλα να μάθουν να κατοικούν».(28)
Έτσι, για τον Heidegger, η αντιμετώπιση της ανεστιότητας, δεν θα πρέπει να θεωρείται πλέον μια δυσκολία, αλλά να αποτελεί ανταπόκριση των ανθρώπων σ’ ένα μοναδικό κάλεσμα: να πράξουν το κατοικώ στην ουσία του, κτίζοντας με βάση το κατοικώ, σκεπτόμενοι για το κατοικώ.
Αντιλαμβανόμαστε ότι η απομυθοποίηση και η επαναθεμελίωση όρων και εννοιών είναι ένα μεθοδολογικό χαρακτηριστικό της σκέψης του Heidegger. Από την φάση αποδομισμού και εξάλειψης μιας τεχνητής σχέσης που διαμορφώθηκε ανάμεσα στη γλώσσα και το ‘βιομηχανικό πολιτισμό’, μεταβαίνει στην επανοικοδόμηση εννοιών, όπως το κατοικώ, στηριζόμενος στην ετυμολογική έρευνα. Πρόκειται για μια επιστροφή στις ρίζες που, κατά τον ίδιο, μας οδηγεί στη φανέρωση της ζητούμενης ουσίας: η κατοικία ‘θεμελιώνει’ το είναι του ανθρώπου.
Στον εικοστό αιώνα, η χαϊντεγκεριανή φιλοσοφία εγέρθηκε με σφοδρότητα εναντίον του ορθολογισμού του Καρτέσιου. Το ανωτέρω κείμενο, θα μπορούσαμε να το ερμηνεύσουμε ως την έκφραση μιας αυστηρής κριτικής απέναντι στις τάσεις της προοδευτικής αρχιτεκτονικής, όπως αντανακλάται για παράδειγμα στη σκέψη του Le Corbusier, σύμφωνα με την οποία η κατοικία είναι μια μηχανή και η κατοίκιση περιορίζεται σε μια σχέση ‘χρήσης’(29) : «Το σπίτι είναι μια μηχανή για να κατοικείς. Λουτρό, ήλιος, ζεστό νερό, κρύο νερό, επιθυμητή θερμοκρασία, συντήρηση τροφίμων, υγιεινή, και η ανάλογη ομορφιά. Η πολυθρόνα είναι μια μηχανή για να κάθεσαι, κλπ.»(30) . Ή όπως υποστηρίζει ο Levinas: «Μπορούμε να ερμηνεύσουμε την κατοικία ως χρήση ενός εργαλείου ανάμεσα σε άλλα εργαλεία. Το σπίτι χρησιμεύει (υ.δ.) για κατοικία όπως το σφυρί για το κάρφωμα μιας πρόκας ή η πέννα για το γράψιμο».(31)
Ασφαλώς υπάρχουν πολλές αναγνώσεις της φιλοσοφίας του Heidegger. Μπορεί κάποιος να αναζητήσει εντός της, μια κριτική σ’ αυτή την ‘εργαλειοποιημένη’ σκέψη και ένα ‘κάλεσμα’ σε μια σχέση πρακτικής και μέριμνας με τα πράγματα, όπως μπορεί επίσης να δει κάτι από τη ποίηση του ρομαντισμού που απειλείται από τον τεχνικό κόσμο μας. Στηλιτεύοντας ωστόσο τις παρενέργειες ενός ‘ριζικού διαφωτισμού’, ο Heidegger επέκρινε τη μοντέρνα ζωή στο σύνολο της, καθώς δεν είδε την τεχνική ως ένα μέσο για την ανθρώπινη απελευθέρωση, αλλά ως το ‘σημείο εξαφάνισης του ιερού’ και της ‘απομάγευσης του κόσμου’, που γι’ αυτόν συνιστούσαν το βαθύτερο νόημα του ‘υπάρχειν’. Ο Heidegger, μας προτρέπει να προσεγγίσουμε το αρχέγονο, αυτό που δύναται να εξυψώνει μέσα μας η αγροικία, αυτό που επιβάλλεται από τη μεγαλοπρέπεια του γοτθικού ναού, αυτό που προξενεί δέος στον άνθρωπο. Μας καλεί να αφουγκραστούμε τη δύναμη, που αφήνει γη και ουρανό, θεότητες και θνητούς, να ‘εισέρχονται’ στα πράγματα υπό τη μορφή ενός ‘απλοποιημένου ενιαίου όλου’. Το αρχέγονο, η μητέρα-γη, αστείρευτη τροφός των όντων υπό το βλοσυρό βλέμμα των παγανιστικών θεών, το geist (πνεύμα) των ‘γερμανικών λαών’ που αγκαλιάζει τον θνητό για να τον υπερβάλλει μέσα στο μεγαλείο του.
Αυτό που ωστόσο κατά το βιβλικό πνεύμα στους αντίποδες του αρχέγονου, γεννά την ανάγκη για τον οίκο, είναι ακριβώς ο ‘τρόμος του ανθρώπου για το αρχέγονο’.(32) Ο οίκος, το σπίτι, δεν συνδέεται πρωταρχικά με το ιερό του ναού, αλλά ανήκει στην οικονομία του ψυχισμού. Να ‘αισθάνεσαι στο σπίτι σου’ είναι αίσθημα ταυτότητας. Η κατοικία ως κτίσμα, είναι το αντικείμενο που διαμορφώνει τις αφετηριακές συνθήκες χώρου, επιφέροντας την οικειότητα, την ασφάλεια, την εμπειρία με τα αντικείμενα:
«Ο προνομιούχος ρόλος του σπιτιού δεν έγκειται στο ότι είναι σκοπός της ανθρώπινης δραστηριότητας, αλλά στο ότι αποτελεί προϋπόθεση της και υπ’ αυτή την έννοια έναρξη της (…) Ο άνθρωπος μένει μέσα στον κόσμο σα να έρχεται προς αυτόν ξεκινώντας από ένα ιδιωτικό χώρο, από μια κατοικία, όπου ανά πάσα στιγμή μπορεί να αποτραβηχτεί (…) Δεν βρίσκεται στον κόσμο βάναυσα ριγμένος και εγκαταλελειμμένος. Όντας έξω και ταυτόχρονα μέσα, κινείται προς τα έξω ξεκινώντας από μια οικειότητα (υ.δ)».(33)
Το σπίτι, το σχολείο, το στάδιο, ο δρόμος, η γέφυρα, είναι η βασική προϋπόθεση της ‘συνύπαρξης’ και της ‘επαφής’ με τους ‘άλλους’. Όταν κατοικούμε δεν είμαστε μόνοι. Οικειοποιούμαστε το χώρο και ‘δεξιωνόμαστε’ μέσω αυτού τους ‘άλλους’. Επιπλέον η απόσυρση στο ‘σπίτι μας’, καθιστά δυνατή την ‘περισυλλογή’ και την ‘εσωτερικότητα’:
«Επειδή το εγώ υπάρχει εν περισυλλογή, καταφεύγει εμπειρικά στο σπίτι. Το οίκημα προσλαμβάνει αυτή τη σημασία της διαμονής χάρη στην περισυλλογή (…) Η κίνηση δια της οποίας ένα ον οικοδομεί το σπίτι του, διανοίγει και διασφαλίζει την εσωτερικότητα, συγκροτείται σε μια κίνηση δια της οποίας το χωρισμένο ον περισυλλέγεται στον εαυτό του. Η λανθάνουσα γέννηση του κόσμου παράγεται με αφετηρία τη διαμονή».(34)
Το σπίτι προσφέρει την προστασία από τα ‘στοιχεία’ αλλά και την αναγκαία ‘απόσταση’ από τις δίνες της ιστορίας, τους πόλεμους και τις αποκαλυπτικές καταστροφές της. Η «απειροποίηση του χρόνου»(35) , συντελείται κατά τον Levinas μέσα στη ζωή της οικογένειας. Ο οίκος επιτρέπει να αναπτυχθεί η εσωτερικότητα ως ζωή των όντων, καθιστώντας έτσι εφικτή την αποκάλυψη της ετερότητας των προσώπων που μας αποδεσμεύει από το σολιψισμό του χαϊντεγκεριανού «είναι-προς-θάνατο». Η ‘λήθη του θανάτου’ αποκτά έτσι ενεργητικό χαρακτήρα. Αυτό που συντελεί στο να ξεχνάμε τον εαυτό μας, δεν είναι η κατάσταση της αναυθεντικότητας που περιγράφει ο Heidegger, αλλά η μέριμνα για τον άλλο άνθρωπο. Έτσι, η αναζήτηση της «ουσίας του κατοικώ», μετατοπίζεται στο πεδίο της προσωπικής ευθύνης για τους άλλους, θέτοντας θεμελιώδεις απορίες που υπερβαίνουν την καθεαυτή ενέργεια του κατοικώ.
Δεν μπορούμε επομένως να αποκριθούμε στο τι είδους αρχιτεκτονική οφείλουμε να πράττουμε, εάν δεν διευκρινίσουμε πρώτα τι είδους άνθρωποι οφείλουμε να είμαστε.
Παναγιώτης Πάγκαλος
Αρχιτέκτονας
"Περιοδικό Cogito ν.4 - Ιούλιος 2005"
Σημειώσεις
1. Για μια πιο άμεση επαφή με το κείμενο, επιλέχθηκε στη μετάφραση να μη γίνει κατά λέξη αντιστοιχία των όρων Bauen Wohnen Denken, με χρήση του απαρεμφάτου ενεστώτα ενεργητικής φωνής, δηλαδή Κτίζειν Κατοικείν Σκέπτεσθαι, αλλά τα ρήματα να αποδοθούν σε α΄ πρόσωπο ενεστώτα οριστικής ενεργητικής φωνής, ήτοι Κτίζω Κατοικώ Σκέπτομαι. Αυτό διότι, το απαρέμφατο (Κτίζειν Κατοικείν Σκέπτεσθαι) ως άκλιτο ρηματικό όνομα -που δεν «παρεμφαίνει»-, δεν μπορεί να φανερώνει (δηλ. να αναφέρεται σε) συγκεκριμένο πρόσωπο, αφού διαθέτει μόνο μία κατάληξη σε κάθε χρόνο. Συνεπώς η χρήση του απαρεμφάτου θα μας απομάκρυνε από μια ‘προσωπική’ διείσδυση στο χώρο της ‘πράξης’ που υποδεικνύει το ρήμα, εφόσον τοποθετεί το υποκείμενο σ’ ένα ‘απροσδιόριστο’ χρόνο, δηλ. σε μια θέση ‘εποπτείας’ αφ’ υψηλού, σχεδόν αποστασιοποιημένο. Αντιθέτως η επιλογή μας στοχεύει στο να ‘αφουγκραστούμε’ πραγματικά τη φωνή του φιλόσοφου που μας καλεί να ‘πράξουμε’ το κατοικώ στην ουσία του. Τίτλος πρωτ. Heidegger, Martin, «Bauen Wohnen Denken». Επίσης, για την επεξεργασία του δοκιμίου χρησιμοποιήθηκαν, η εξαίρετη ιταλική μετάφραση «Costruire Abitare Pensare» του Gianni Vattimo στο Saggi e discorsi, εκδ. Mursia, Milano, 1991, σσ.96-108 και η αγγλική μετάφραση «Building Dwelling Thinking» στο Poetry, Language, Thought, μτφρ. Albert Hofstadter, εκδ. Harper Colophon Books, New York, 1971
2. Heidegger, Martin, «…poeticamente abita l’uomo…» (…ποιητικά κατοικεί ο άνθρωπος…), στο Saggi e discorsi, επιμέλεια Gianni Vattimo, εκδ. Mursia, Milano, 1991, σ. 127
3. Αυτό το φιλοσοφικό δοκίμιο έχει απασχολήσει κατ’ επανάληψη τη διεθνή αρχιτεκτονική κοινότητα τις τελευταίες δεκαετίες. Στην Ελλάδα, έχει σχολιαστεί από αρκετούς μελετητές, ωστόσο μέχρι σήμερα εκκρεμεί μια ολοκληρωμένη μετάφραση του. Η παρούσα προσπάθεια ανάλυσης του εν λόγω κειμένου, έγινε υπό το πρίσμα μιας αρχιτεκτονικής προσέγγισης στα πλαίσια της διδασκαλίας του μαθήματος Ιστορίας Αρχιτεκτονικής στην Αρχιτεκτονική σχολή του Πανεπιστημίου Πατρών. Κύρια βοηθήματα στη μελέτη αποτέλεσαν τα συγγράμματα (κείμενα, δοκίμια, άρθρα) των Dittmar Gunter, Tholen Georg Christoph, Cacciari Massimo, Carbone Massimo, Catucci Stefano, Choay Françoise, Vattimo Gianni, Karsten Harries, Natoli Salvatore, Seamon David, Papi Fulvio, Nicolini Renato.
4. Heidegger, Martin, Costruire Abitare Pensare, ο.π., σ.96
5. ivi, σ.97
6.ibidem.
7. ibidem.
8. ivi, σ.98
9. ivi, σ.99
10. Ο όρος Geviert, που κατά γράμμα σημαίνει τετράγωνο, χρησιμοποιείται από τον Heidegger με έμφαση στο πρόθεμα ge- που δίνει ‘την ένωση των τεσσάρων’. Όταν το μεταφράζουμε ως τετραμερές ή τετράπτυχο, αποδίδουμε μια διπλή αντιστοιχία: α. την τετράδα, δηλ. το γεγονός ότι κάθε πράγμα βρίσκεται στον κόσμο ως συνένωση των τεσσάρων (βλ. επίσης την διάλεξη του Heidegger στην Βαυαρική Ακαδημία Καλών Τεχνών με τίτλο «Το πράγμα», 06 Ιουνίου 1950) και β. τον τετραγωνισμό δηλ. τα ‘Τέσσερα Στοιχεία’ είναι παρόντα (συνυπάρχουν) ως ανοιχτές κατευθύνσεις, όπως ο προσανατολισμός στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Η πρόταση της διαγραφής του είναι όπως παρουσιάζεται στο δεύτερο σχήμα, υποδηλώνει όχι μόνο την αναγκαία απόρριψη του μεταφυσικού τρόπου σκέψης του ίδιου του είναι, πράγμα που αναφέρει ρητά ο Heidegger στο Zur Seinsfrage (Φρανκφούρτη 1959), αλλά αναδεικνύει επίσης τα τέσσερα ‘πεδία’ του τετραμερούς ως σύνθεση της ουσίας του είναι. Διαγράφοντας το είναι ανακαλούμε το τετραμερές. Το τετραμερές συστήνεται ως μια ακύρωση (εξουδετέρωση) του είναι (με απώτερο στόχο να μας κάνει να υπερβούμε τη λήθη του).
11. Heidegger, Martin, Costruire Abitare Pensare, ο.π., σ.99
12. ivi, σ.100
13. ibidem.
14. ibidem.
15. ivi, σ.101
16. ivi, σ.103
17. ibidem.
18. ibidem.
19. ibidem.
20. ivi, σ.104
21. ibidem.
22. ibidem.
23. ivi, σ.105
24. ibidem.
25. ivi, σ.107
26. ibidem.
27. ivi, σ.108
28. ibidem.
29. Πρβλ. στην εισαγωγή παρουσίασης της Choay Françoise στο κείμενο του Heidegger, στο La città. Utopie e realtà, μτφρ. Paola Ponis, εκδ. Einaudi, Torino, 2000, σ.437, τίτλος πρωτότυπου L’urbanisme. Utopies et realitès, Editions du Seuil, Paris, 1965.
30. Le Corbusier, Για μια αρχιτεκτονική, μτφρ. Π. Τουρνικιώτης, εκδ. Εκκρεμές, Αθήνα, 2004, σ.73
31. Ε. Levinas, Τοtalité et Infini, ed. De Poche, 1961, σ.188
32. Βλέπε τις αναλύσεις του Ε. Levinas για το «στοιχειακό» αρχέγονο και το σπίτι στο Τοtalité et Infini, ο.π.
33. ivi, σ.189
34. ivi, σ.191,195
35. Η έκφραση είναι του E.Levinas, ibidem.
Σχετικές Δημοσιεύσεις:
- Σκοτώνουν τον ελληνικό μοντερνισμό ( 16 Μάρτιος, 2004 )
- Αγωγή και Ιδεολογία ( 02 Ιανουάριος, 2006 )
- ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΜΝΗΜΗ ( 06 Ιανουάριος, 2006 )
- Προβληματισμοί με αφορμή την διάλεξη Κτίζω Κατοικώ Σκέπτομαι (1) του M.Heidegger ( 18 Δεκέμβριος, 2006 )
- Η συμβίωση του σήμερα με το χθες στο αστικό τοπίο της πόλης των Χανίων ( 01 Φεβρουάριος, 2007 )
- Χρόνος, Μνήμη & Φαντασία ( 05 Ιανουάριος, 2008 )
- Ο Λόγος του Αρχιμάστορα, του Κωνσταντίνου Θέμελη ( 26 Δεκέμβριος, 2010 )
- Ο αδιάλλακτος αρχιτέκτονας ( 19 Φεβρουάριος, 2011 )
- Νεότερο μνημείο το Ξενία Καρτερού ( 22 Μάρτιος, 2011 )
- Η εμβληματική τριάδα των έργων του Άρη Κωνσταντινίδη ( 10 Νοέμβριος, 2011 )
- Σημασία του Χρόνου στη Σύγχρονη Αρχιτεκτονική (Η) ( 04 Οκτώβριος, 2011 )
- Η ρύθμιση της πόλης ( 02 Σεπτέμβριος, 2012 )
- Αφιέρωμα για τη ζωή και το έργο του αρχιτέκτονα Άρη Κωνσταντινίδη ( 02 Σεπτέμβριος, 2012 )
- Οι χρόνοι της πόλης ( 02 Νοέμβριος, 2012 )
- "Η σημασία του χρόνου στην αρχιτεκτονική του Aldo Rossi" ( 02 Φεβρουάριος, 2013 )