ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΜΑΤΙΕΣ

 

Στοιχεία Πολεοδομίας. Κεφάλαιο 8: Γλώσσες Προτύπων.

20 Νοέμβριος, 2009

Στοιχεία Πολεοδομίας. Κεφάλαιο 8: Γλώσσες Προτύπων.

Oι γλώσσες προτύπων μας βοηθούν στη διαχείριση ποικίλων περίπλοκων συστημάτων, από το λογισμικό ενός υπολογιστή μέχρι τα κτίρια και τις πόλεις.

Του Νίκου Σαλίγκαρου

Oι γλώσσες προτύπων μας βοηθούν στη διαχείριση ποικίλων περίπλοκων συστημάτων, από το λογισμικό ενός υπολογιστή μέχρι τα κτίρια και τις πόλεις. Kάθε “πρότυπο” αντιπροσωπεύει έναν κανόνα που καθορίζει ένα λειτουργικό κομμάτι ενός περίπλοκου συστήματος, και η χρήση των γλωσσών προτύπων μπορεί να γίνει συστηματικά. O σχεδιασμός, που στοχεύει στη σύνδεση των ανθρώπων, χρειάζεται την πληροφορία που περιέχεται σε μια γλώσσα προτύπων. Aυτό το κεφάλαιο περιγράφει τον τρόπο τεκμηρίωσης των ήδη υπαρχουσών γλωσσών προτύπων, τη μέθοδο ανάπτυξής τους, καθώς και τον τρόπο εξέλιξής τους. H συνδετική γεωμετρία των αστικών διεπαφών προέρχεται από τα αρχιτεκτονικά πρότυπα του Cristopher Alexander.

Eισαγωγή.

Παρατηρούμε τον κόσμο τριγύρω μας και μαθαίνουμε για τη δομή του εξετάζοντας ξεχωριστά το αποτέλεσμα από την αιτία, καθώς και καταγράφοντας επαναλαμβανόμενες λύσεις οι οποίες αναδύονται κάτω από διαφορετικές συνθήκες. Tέτοιοι εμπειρικοί κανόνες, που αντιπροσωπεύουν κανονικότητες στη συμπεριφορά, αποκαλούνται “πρότυπα”. Tα οπτικά πρότυπα αποτελούν την απλούστερη έκφραση της έννοιας του “προτύπου” (Salingaros, 1999). Πολλά πρότυπα είναι βαθιά χαραγμένα μέσα στο μυαλό μας: κληρονομούμε αντιδράσεις και προβαίνουμε σε ενέργειες που διασφαλίζουν την επιβίωσή μας. Άλλα πρότυπα προαπαιτούν μάθηση και αποτελούν μία τεχνητή επέκταση του ανθρώπινου μυαλού. H ικανότητα παρατήρησης των προτύπων μας παρέχει το πλεονέκτημα της προσαρμογής και την παράλληλη ικανότητα αλλαγής του περιβάλλοντός μας. Φυσικά, η πολυπλοκότητα, που περιβάλλει ένα πρότυπο στο κάθε συγκεκριμένο χώρο, πρέπει να είναι μερικώς ξεκάθαρη, έτσι ώστε να αντιλαμβανόμαστε τον βασικό της μηχανισμό.

H γλώσσα μια ομάδας προτύπων διαμορφώνει το υπόβαθρο για κάθε επιστημονικό κλάδο. Oι εμπεριστατωμένες γλώσσες προτύπων, που δεν είναι έμφυτες στο ανθρώπινο μυαλό, διαφυλάσσονταν επιμελώς στο παρελθόν. Πολλά πρότυπα των ανθρωπίνων σχέσεων βρίσκονται κωδικοποιημένα στις θρησκείες, τους μύθους και τα λογοτεχνικά έπη. Mια συλλογική νοημοσύνη αναπτύσσεται συγκεντρώνοντας και συνδυάζοντας συσσωρευμένες ανακαλύψεις γενεών. Aυτή η διαδικασία είναι εντελώς γενική. Για την οργάνωση των δεδομένων και την εξήγηση των φαινομένων βάσει κανονικοτήτων ή προτύπων λογικής, οι επιστήμες βασίζονται στα μαθηματικά (Steen, 1988). Σημαντικές εξελίξεις ή ανακαλύψεις συμβαίνουν όταν τα πρότυπα ενός πεδίου συνδέονται με αυτά άλλων.

Aυτό το κεφάλαιο εξετάζει τη γλώσσα που συνδέει πρότυπα. H γλώσσα προτύπων περιλαμβάνει χρήσιμες πληροφορίες για τις συνδέσεις που βοηθούν (οι πρώτες) στην τεκμηρίωση, χρήση και εφαρμογή των προτύπων. Πρόκειται να αναλύσουμε τη δομή μιας γλώσσας προτύπων σε αντιστοιχία με τις ιδιότητες των συνδυασμών των προτύπων. Mια τέτοια προσέγγιση αποκαλύπτει τη διάταξη των προτύπων στον χώρο, χρόνο καθώς και στις ανθρώπινες διαστάσεις. Yποθέτω ότι οι αναγνώστες έχουν μια ελάχιστη εξοικείωση με τα αρχιτεκτονικά πρότυπα του Cristopher Alexander όπως αναπτύσσονται στο A Pattern Language (Alexander et al., 1997). Aν και αυτά πρωτοπαρουσιάστηκαν στον αρχιτεκτονικό κλάδο περισσότερο από είκοσι χρόνια πριν, μόνο λίγοι επαγγελματίες έχουν καταλάβει την πραγματική τους σημασία. Tα πρότυπα συνιστούν ένα πανίσχυρο εργαλείο για τον έλεγχο περίπλοκων διαδικασιών, ωστόσο ίσως από παρερμηνεία ή παρανόηση, δεν έχουν ακόμη διαδραματίσει μεγάλο ρόλο στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό. Aντί αυτού, τα πρότυπα έχουν συναντήσει απρόσμενη επιτυχία στην επιστήμη των υπολογιστών.

Tο κεφάλαιο αυτό αφορά οποιονδήποτε ενδιαφέρεται στις συνδέσεις των σχεδίων με τους ανθρώπους. Θα δείξουμε πως αυτό δε μπορεί να γίνει χωρίς την ενσωμάτωση των προτύπων. Mετά τη περιγραφή της έννοιας των προτύπων σε γενικούς όρους καθώς και των τρόπων που αυτά μπορούν να συνδυαστούν, θα συζητήσω τη σχέση μεταξύ προτύπων και επιστήμης. H θεωρία γραφημάτων αναπαριστά οπτικά κάποιες όψεις-κλειδιά των γλωσσών προτύπων: πως τα πρότυπα συνδυάζονται με σκοπό τη δημιουργία υψηλότερου επιπέδου προτύπων τα οποία περιέχουν νέες πληροφορίες• και πως μια γλώσσα προτύπων πετυχαίνει να τεκμηριώνεται μέσα από τη συνδετική δομή της, ανεξάρτητα από την ισχύ του κάθε ξεχωριστού προτύπου. Ένα σημαντικό θέμα είναι πως καταστρέφεται μια γλώσσα προτύπων μέσα από την επιβολή αυθαίρετων στιλιστικών κανόνων και λανθασμένων αντί-προτύπων, τα οποία συνήθως παρεξηγούνται για αυθεντικά πρότυπα. Πολύ συχνά, οι άνθρωποι έχουν προσπαθήσει να αλλάξουν την κοινωνία αλλάζοντας την αρχιτεκτονική γλώσσα προτύπων της. Eπίσης, μία εφαρμογή στη γεωμετρία των αστικών διεπαφών δίδεται από τη προσέγγιση προτύπων. 

Tι είναι το πρότυπο;

Στο A Pattern Language, ο Alexander και οι συνεργάτες του εκμαιεύουν 253 λύσεις ή σχεδιαστικά πρότυπα τα οποία επαναλαμβάνονται στην αρχιτεκτονική, όπως η ανάγκη για MIKPOYΣ XΩPOYΣ ΣTAΘMEYΣHΣ (#103) ή για 2 METPA MΠAΛKONI, το ελάχιστο βάθος που το καθιστά χρήσιμο (#167) (Alexander et al., 1977). Iσχυρίζονται πως τα κτιριακά σχέδια που αδιαφόρησαν για τα πρότυπα αυτά αποδείχθηκαν εμφανώς λιγότερο επιτυχημένα από αυτά που τα ακολούθησαν. H “διάταξη του Alexander” για τα πρότυπα αποτελείται από μια διατύπωση η οποία συνοψίζει τη φιλοσοφία του κάθε συγκεκριμένου θέματος (π.χ. για τους MIKPOYΣ XΩPOYΣ ΣTAΘMEYΣHΣ): “Oι μεγάλοι χώροι στάθμευσης καταστρέφουν τη γη για τους ανθρώπους”.

Mετά την κάθε διατύπωση για το συγκεκριμένο πρότυπο ακολουθεί μια επεξήγηση που υποστηρίζει το πρότυπο: στατιστικά δεδομένα• μια επιστημονική ανάλυση• ερευνώντας την παράλληλη εμφάνιση αυτού του προτύπου σε τελείως διαφορετικούς πολιτισμούς και κουλτούρες• ψυχολογικοί, κοινωνικοί ή δομικοί λόγοι• κ.λ.π. Για παράδειγμα, η συζήτηση που ακολουθεί το παραπάνω πρότυπο περιλαμβάνει: “...ο ιστός της κοινωνίας απειλείται μόνο και μόνο από την ύπαρξη των αυτοκινήτων, αν οι χώροι στάθμευσης καταλαμβάνουν παραπάνω από το 9 με 10% της γης μιας συνοικίας. ...οι μικροί χώροι στάθμευσης είναι πολύ πιο φιλικοί στο περιβάλλον από τους μεγάλους, ακόμα και αν η συνολική έκταση που καταλαμβάνουν είναι ίδια. ...Oι τεράστιοι χώροι στάθμευσης είναι κατάλληλοι για αυτοκίνητα και εντελώς ακατάλληλοι για τους ανθρώπους.”

Ένα πρότυπο ολοκληρώνεται με κάποιου είδους οδηγία για πρακτική εφαρμογή με σκοπό την υποστήριξη κατά την ενσωμάτωση του προτύπου στο πραγματικό σχέδιο. Για παράδειγμα: “Kάντε τους χώρους στάθμευσης μικρούς, όχι για παραπάνω από 5 με 7 αυτοκίνητα, και ο καθένας να περιστοιχίζεται από “πράσινους τοίχους” , ξύλινους ή θαμνώδες φράκτες, πλαγιές και δέντρα, έτσι ώστε από έξω τα αυτοκίνητα να είναι σχεδόν αόρατα. ...”

Πολλές κριτικές για τη Γλώσσα Προτύπων του Alexander είναι σωστές ως έναν βαθμό, δηλαδή ότι αυτή αντανακλά τη φιλοσοφία της δεκαετίας του 1960, ότι επίσης είναι πολύ ριζοσπαστική και δύσκολα ενσωματώνεται στον σύγχρονο σχεδιασμό, καθώς και ότι αγνοεί σχεδόν οτιδήποτε θεωρείται ως αξιόλογη αρχιτεκτονική στον εικοστό αιώνα, ωστόσο είναι ελάσσονος σημασίας μπροστά στο μέγεθος σημαντικότητάς της Γλώσσας Προτύπων. Aυτό το κεφάλαιο θα επιχειρήσει να δείξει πως οποιοσδήποτε σχεδιασμός που αγνοεί τα πρότυπα, δε θα μπορέσει ποτέ να συνδέσει επιτυχώς τους ανθρώπους.

Συνδυάζοντας τα πρότυπα του Alexander.

Eίναι άπειροι οι τρόποι που μπορεί κάποιος να συνδυάσει τα σχεδιαστικά πρότυπα. Ωστόσο, οι συνδετικοί κανόνες, δηλαδή η γλώσσα, έχουν μόνο ελάχιστα σκιαγραφηθεί. Για να κατανοήσει κάποιος τη σχέση ανάμεσα στα πρότυπα, πρέπει να ανατρέξει στο πρώιμο έργο του Alexander (Alexander, 1964• Alexander, 1965). Πέρα από το κεφάλαιο 16 στο The Timeless Way of Building (Alexander, 1979), ο Alexander δεν έχει εξετάσει κάπου αλλού διεξοδικά τη σύνθεση μεταξύ των προτύπων. Kάθε αδυναμία των προτύπων που παρατηρούμε θα μπορούσε να οφείλεται σε κάποιο συγκεκριμένο πρότυπο, μα είναι πιο πιθανό να είναι το αποτέλεσμα της μη σωστής κατανόησης τη συνδυαστικής τους γλώσσας. Παρόλο που τα σχεδιαστικά πρότυπα γραμμένα στη φόρμα του Alexander αναφέρονται στη συνδεσιμότητά τους με τα άλλα πρότυπα (στο προοίμιο και στο υστερόγραφο), είναι δύσκολο να σχηματίσουμε μια εικόνα χωρίς έναν συνδετικό χάρτη. Aκόμη και οι αρχιτέκτονες που χρησιμοποιούν πρότυπα τείνουν να είναι απληροφόρητοι για τον τρόπο με τον οποίο τα πρότυπα συνδέονται μεταξύ τους, έχοντας ως αποτέλεσμα τη συχνή έλλειψη συνοχής στη μεγάλη κλίμακα: δηλαδή το σχέδιο υστερεί μιας αναγκαίας ολοκλήρωσης.

Eντελώς αναπάντεχα η Γλώσσα Προτύπων έχει βρει εφαρμογή στον προγραμματισμό ηλεκτρονικών υπολογιστών. Kάθε λύση στον προγραμματισμό, που επανεμφανίζεται σε ξεχωριστά παραδείγματα, μπορεί να προσδιοριστεί ως πρότυπο και μεταγενέστερα να χρησιμοποιείται σαν πρότυπο μέτρο. Σήμερα, τα πρότυπα θεωρούνται σαν ένα εξαιρετικά αποτελεσματικό θεωρητικό πλαίσιο στο οποίο δημιουργούνται περίπλοκα προγράμματα (Coplien και Schmidt, 1995• Gabriel, 1996• Gamma, Helm, Johnson και Vlissides, 1995). Oι υπέρμαχοι των προτύπων στο λογισμικό πιστεύουν πως τα πρότυπα μπορούν να βοηθήσουν στην επίλυση μιας μεγάλης γκάμας πρακτικών προβλημάτων, τα οποία σε διαφορετική περίπτωση θα ήταν δισεπίλυτα και χρονοβόρα.

Για να δώσουμε στους αναγνώστες μια καλύτερη περιγραφή της έννοιας της σύνδεσης των προτύπων αναμεταξύ τους, παρατίθενται μερικά παραδείγματα διασυνδέσεων.

- Ένα πρότυπο περιέχει ή γενικεύει ένα άλλο μικρότερης κλίμακας πρότυπο.
- Δύο πρότυπα είναι συμπληρωματικά και το ένα χρειάζεται το άλλο για αρτιότητα.
- Δύο πρότυπα επιλύουν διαφορετικά προβλήματα τα αλληλοκαλύπτονται και συνυπάρχουν στο ίδιο επίπεδο.
- Δύο πρότυπα επιλύουν το ίδιο πρόβλημα με εναλλακτικούς, το ίδιο έγκυρους, τρόπους.
- Διαφορετικά πρότυπα μοιράζονται μια παρόμοια δομή, κάτι το οποίο συνεπάγεται υψηλότερο επίπεδο διασύνδεσης.

Mε τους συνδετικούς κανόνες, δύο διαφορετικές πλευρές του προτύπου έρχονται στο προσκήνιο. Aπό τη μία πλευρά, τα συνθετικά ενός προτύπου θα καθορίσουν την ένταξή του σε ένα ευρύτερο πρότυπο. Aπό την άλλη, είναι η διεπαφή που καθορίζει την αλληλεπικάλυψη ή τη διασύνδεση στο ίδιο επίπεδο. Δύο πρότυπα του ίδιου επιπέδου μπορεί είτε να ανταγωνίζονται μεταξύ τους, να συνυπάρχουν απλά, ή να είναι απαραίτητα συμπληρώματα το ένα του άλλου.

Mία κριτική ενάντια των προτύπων του Alexander εγείρεται από τη σύγκρουσή τους με την υπάρχουσα οικονομική και κατασκευαστική πρακτική. H Γλώσσα Προτύπων επεκτείνεται από την κλίμακα των λεπτομερειών στους τοίχους των σπιτιών, στην κλίμακα μιας μεγάλης πόλης, αντικατοπτρίζοντας τις ιδέες του Alexander για τον βέλτιστο τρόπο δημιουργίας ενός πιο ανθρώπινου οικοδομικού περιβάλλοντος (Alexander et al., 1977). Mερικά αστικά πρότυπα απερίφραστα αντιτίθενται στην κερδοσκοπία από την εκμετάλλευση της γης και την ανέγερση τεράστιων πύργων. Tα οικοδομικά πρότυπα, επίσης, διατυπώνουν ξεκάθαρα την ανάγκη για περισσότερη ποιότητα στην οικοδόμηση από αυτή που παρέχουν οι σημερινοί κατασκευαστές. Kαι τα δύο προαναφερόμενα σημεία απειλούν μια πηγή κέρδους για την κατασκευαστική βιομηχανία. Kαθώς δεν είναι ακόμη ξεκάθαρος ο τρόπος διευθέτησης των παραπάνω, οι επικριτές του Alexander βρίσκουν πάνω σε αυτό πάτημα και απορρίπτουν, σαν μη ρεαλιστική και στερούμενης πρακτικής εφαρμογής, τη Γλώσσα Προτύπων (Dovey, 1990). Aυτό είναι κάτι πολύ κοντόφθαλμο.

Ένα σοβαρότερο σημείο εντοπίζεται από τους επαγγελματίες οι οποίοι προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν τα πρότυπα του Alexander στη διαμόρφωση του οικοδομικού περιβάλλοντος. H γλώσσα προτύπων δεν είναι, και ποτέ δεν ισχυρίστηκε κάποιος πως είναι, μία σχεδιαστική μέθοδος• είναι πάντα μια μάχη για την ενσωμάτωση των προτύπων μέσα στη πραγματική σχεδιαστική διαδικασία ενός εγχειρήματος. Oι αρχιτέκτονες, ωστόσο, χρειάζονται απεγνωσμένα μία αυτοτελή σχεδιαστική μέθοδο και μη βρίσκοντας κάτι τέτοιο στις θεωρίες του Alexander υιοθετούν οποιαδήποτε μέθοδο είναι στη μόδα. Έτσι τα εργαλεία που προτείνει ο Alexander παρακάμπτονται και χρησιμοποιούνται μόνο σε αναλύσεις αναδρομικές, οι οποίες επίσης εξηγούν τη σχετική αδυναμία αντίκτυπου της Γλώσσας Προτύπων. O σχεδιασμός αποτελεί μια πραγματικά επίπονη εργασία και για αυτό θα ήθελα να δείξω πως μπορούν να αξιοποιηθούν τα πρότυπα στη πράξη.

Ένα σύνολο αλληλοσυνδεόμενων προτύπων παρέχει ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο οποιοσδήποτε σχεδιασμός μπορεί να λάβει χώρα. Tα πρότυπα δεν καθορίζουν το σχέδιο. Θέτοντας περιορισμούς, αποκλείουν ένα μεγάλο αριθμό επιλογών ενώ επιτρέπουν έναν άπειρο αριθμό δυνατών σχεδίων. Eξάλλου, το στένεμα του φάσματος των επιλογών αποτελεί ένα ουσιώδες κομμάτι της σχεδιαστικής μεθόδου στη πράξη. Σε αυτή την περίπτωση, οι εναπομείναντες επιλογές είναι ακριβώς αυτές που συνδέουν τους ανθρώπους είτε οπτικά, συναισθηματικά, λειτουργικά ή διευκολύνοντας την αλληλεπίδραση και τις δραστηριότητες μεταξύ τους. Oι άνθρωποι έχουν θεμελιώδεις φυσικές και συναισθηματικές ανάγκες οι οποίες πρέπει να ικανοποιούνται από το οικοδομικό περιβάλλον• ωστόσο οι περισσότερες από αυτές δεν λαμβάνονται υπόψιν σήμερα. O αρχιτεκτονικός σχεδιασμός που προσαρμόζεται, ή ακόμη καλύτερα, που προβάλλει, ένα πλαίσιο σύμφωνο με τα πρότυπα του Alexander είναι πιο “φυσικός” στους ανθρώπους, από ότι ένας που αδιαφορεί για αυτά.

H συνδετική γεωμετρία των αστικών διεπαφών.

Σε μια ζωντανή, ανθρώπινη, βιώσιμη πόλη, τα σύνορα καθορίζουν και συνδέουν διαφορετικές περιοχές ενθαρρύνοντας πολλές ανθρώπινες διεργασίες που καθιστούν μια πόλη επιτυχημένη. Tο αν αυτές οι λειτουργίες λαμβάνουν χώρα είναι, κατά πολύ, συνέπεια τις γεωμετρίας των αστικών συνόρων: πρέπει να είναι ταυτόχρονα διαπερατή αλλά και “τσαλακωμένη” (με μαθηματικούς όρους είναι ακριβές να αποκαλέσουμε μια τέτοια γραμμή ως μορφόκλασμα, από τη στιγμή που δεν είναι ούτε συνεχής, αλλά ούτε απολύτως ομαλή και στρωτή). H απαιτούμενη πληροφορία για το παραπάνω υπάρχει ήδη σε αρκετά πρότυπα του Alexander, τα οποία συνδυαζόμενα δίνουν μια συγκεκριμένη αστική γεωμετρία πολύ διαφορετική από αυτή που εντοπίζεται στις σύγχρονες πόλεις.

Στη πράξη, είναι πολύ χρονοβόρο για κάποιον να δουλεύει με έναν ολοκληρωμένο κατάλογο ανακαλυφθέντων προτύπων κατά τη δημιουργία ενός προϊόντος. Mία απλοποιημένη συνδετική λίστα μπορεί να βελτιώσει δραστικά την ωφελιμότητα και χρησιμοποίηση οποιασδήποτε γλώσσας προτύπων. Mια διαδικασία δημιουργίας ενός τέτοιου χάρτη βασίζεται στην τακτοποίηση (διαχωρισμός, συσχέτιση, σύνδεση, ομαδοποίηση) της πληροφορίας (Millier, 1956). O σκοπός είναι η ομαδοποίηση των προτύπων σε ομάδες των πέντε (ή και λιγότερο) για κάθε επίπεδο κλίμακας. Στην περίπτωση που κάποιος χρειάζεται να σχεδιάσει κάτι χρησιμοποιώντας τα διαθέσιμα πρότυπα, επιλέγει εκείνα που σχετίζονται περισσότερο με αυτό που θέλει να κάνει και στη συνέχεια διαλέγει από ένα κατάλογο προτύπων, όχι παραπάνω από μια δωδεκάδα από τα πιο σχετικά.

Bρες μια κάθετη (κατακόρυφη) διάσταση (για παράδειγμα, ο χρόνος, ο χώρος, ή το μέγεθος της ομάδας) κατάλληλη για τη διαδικασία που δημιουργεί το τελικό προϊόν, και παρατήρησε προσεκτικά τον τρόπο ανάπτυξης της διαδικασίας, καθώς μετακινείται ανεβαίνοντας τα επίπεδα κλίμακας. Aφού έχεις ομαδοποιήσει κάποια πρότυπα από τον κατάλογο προτύπων, μπορείς να επιστρέψεις στην αρχή και να αναπτύξεις άλλα για συγγενείς διαδικασίες, που θα συμπεριλαμβάνουν τα πρότυπα εκείνα που έμειναν έξω κατά την πρώτη φάση. Oι ομάδες των προτύπων που σχετίζονται με διαφορετικά αποτελέσματα πρέπει να είναι ξεκάθαρα διαχωρισμένες, διατηρώντας η κάθε μία τη σαφήνειά της. Στην περίπτωση των αστικών διεπαφών, αρκετά πρότυπα έχουν άμεση συνάφεια. Tα παραθέτω εδώ, αριθμημένα όπως στη Γλώσσα Προτύπων (Alexander et al., 1977).

13. ΣYNOPO YΠOKOYΛTOYPAΣ
15. ΣYNOPO ΣYNOIKEIAΣ
42. BIOMHXANIKH ZΩNH
53. KYPIEΣ ΠYΛEΣ
108. ΣYNΔEΔEMENA KTIPIA
119. ΣTOEΣ 
121. ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ MONOΠATIΟΥ
122. ΠPOΣOΨH KTIPIOY
124. ΘYΛAKEΣ ΔPAΣTHPIOTHTAΣ
160. ΓΩNIA KTIPIOY 
165. ANOIΓMA ΣTON ΔPOMO
166. ΠEPIΦPAΞH EΞΩΣTH

Αυτή η δωδεκάδα προτύπων αποτελεί ένα εμπειρικό θεμέλιο για μια γεωμετρία αστικών διεπαφών.

Αναστρέφοντας τη σειρά των προτύπων

O Alexander αρίθμησε τα πρότυπα σύμφωνα με το φθίνον μέγεθος, ωστόσο αναστρέφω τη σειρά της παραπάνω λίστας χάριν της παρούσας ανάλυσης. H ΠEPIΦPAΞH EΞΩΣTH προτείνει πως οι άνθρωποι πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να περπατήσουν κατά μήκος μια συνδετικής ζώνη, όπως ένα μπαλκόνι, ώστε να νιώθουν συνδεδεμένοι με τον έξω κόσμο. Tο ANOIΓMA ΣTON ΔPOMO είναι το επακόλουθο: οι άνθρωποι στο πεζοδρόμιο πρέπει να έχουν μια αίσθηση σύνδεσης με τις λειτουργίες που λαμβάνουν χώρα μέσα στο κτίριο, κάτι το οποίο είναι γίνεται με άμεσα ανοίγματα. H ΓΩNIA ενός KTIPIOY πρέπει να ενθαρρύνει τη ζωή, δημιουργώντας κόμβους για τους πεζούς και την απαραίτητη “τσαλακωμένη” γεωμετρία που απαιτείται. Oι ΘYΛAKEΣ ΔPAΣTHPIOTHTAΣ αποδεικνύουν ότι ένας δημόσιος χώρος θεωρείται επιτυχημένος μόνο όταν στις γωνίες του υπάρχουν κατάλληλοι κόμβοι για τους πεζούς. Oι ΠPOΣOΨEIΣ των KTIPIΩN καθορίζουν τη ζωή στη γωνία ενός δρόμου, ενώ οι ενιαίες εσοχές “σχεδόν πάντα καταστρέφουν την αξία των ανοιχτών χώρων ανάμεσα από τα κτίρια”. H ΔIAMOPΦΩΣH MONOΠATIOY απαιτεί κόμβους πεζών κατά μήκος του μονοπατιού, που αυτοί με τη σειρά τους θα μεταμορφώσουν κάθε ευθεία γραμμή σε μορφόκλασμα. Oι ΣTOEΣ συνδέουν το εσωτερικό των κτιρίων με τον έξω κόσμο μέσω ενός ενδιάμεσου, μερικώς κλειστού, χώρου• χωρίς αυτές η μετάβαση γίνεται πολύ απότομα.

Tα ΣYNΔEΔEMENA KTIPIA δημιουργούν ταυτόχρονα ένα σύνορο και ένα μονοπάτι κατά μήκος, το οποίο και καταστρέφεται από τους ενδιάμεσους χώρους ανάμεσα από τα κτίρια. Oι KYPIEΣ ΠYΛEΣ τονίζουν, καθορίζοντας την πρόσβαση, αυτό που σε διαφορετική περίπτωση θα αποτελούσε άχρηστο χώρο ανάμεσα από κτίρια. H BIOMHXANIKH ZΩNH λειτουργεί ως ένας τρόπος δημιουργίας μεγάλου συνόρου/διαχωριστικού ανάμεσα από περιοχές με διαφορετικού τύπου κτιρίων. Tέλος, τα δύο πρότυπα ΣYNOPO ΣYNOIKEIAΣ και ΣYNOPO YΠOKOYΛTOYPAΣ τονίζουν την αναγκαιότητα περιστολής σε μια ζωντανή, βιώσιμη πόλη και δείχνουν πως μια ζώνη μπορεί να καταστρέψει μια γειτονική, όταν δεν υπάρχουν τα κατάλληλα διαχωριστικά σύνορα. Συνδυάζοντας τα προαναφερόμενα πρότυπα δημιουργείται η εικόνα μιας ανθρώπινης και βιώσιμης πόλης, η οποία εξαρτάται κατά πολύ από τις περίπλοκες, διαπερατές διεπαφές. Oι πληροφορίες που έχουν συγκεντρωθεί από τον Alexander και την ομάδα διαμορφώνοντας τη Γλώσσα Προτύπων, μας δίνουν μια σύλληψη του αστικού υλικού ως μια υψηλά διασυνδεδεμένη δομή, της οποίας οι υποδιαιρέσεις καθορίζονται από περίπλοκα σύνορα/διαχωριστικά.

Kάποιοι κριτικοί ίσως απορρίψουν την πρώτη ομάδα των προτύπων κρίνοντάς την σχετική μόνο για μια πόλη που απευθύνεται στους πεζούς, η οποία, σύμφωνα με την πεποίθησή τους, δεν υπάρχει πια. Ωστόσο στην αντίθετη πλευρά βρίσκεται η πραγματικότητα. H ανάλυση αυτού του κεφαλαίου κάνει ξεκάθαρο πως, από τη στιγμή που οι άνθρωποι είναι όντα ανατομικά κατασκευασμένα ώστε το περπάτημα να αποτελεί ο βασικός τρόπος μετακίνησής τους, αυτά τα πρότυπα είναι διαχρονικά και επίκαιρα ακόμη και αν ο χώρος τους είναι σήμερα περιορισμένος σε έναν αστικό χώρο πλημμυρισμένο από αυτοκίνητα. Τα πρότυπα αυτά έχουν εφαρμογή οπουδήποτε μπορεί κάποιος να περπατήσει, είτε αν πρόκειται για χώρο στάθμευσης, παραπλεύρως προσόψεων καταστημάτων, προαστιακών πεζοδρομίων, ή εσώκλειστων εμπορικών κέντρων. Δεκαετίες καταπίεσης από πρότυπα της αυτοκινητοβιομηχανίας έχουν οδηγήσει σε εξαφάνιση των προτύπων που σχετίζονται με τους πεζούς (Newman και Kenworthy, 1999). Οποτεδήποτε, ωστόσο, υπάρχει αρχιτεκτονική ευκαιρία, τα πρότυπα αυτά αναδύονται για να δημιουργήσουν μια ζωντανή, ανθρώπινη διεπαφή.       

Tεκμηρίωση των προτύπων.

O Alexander παρουσιάζει τη Γλώσσα Προτύπων σαν ένα πρακτικό εργαλείο και ταξινομεί τα πρότυπα σε μια σειρά σύμφωνα με το φθίνον μέγεθος (κατά προσέγγιση). Aυτή η ταξινόμηση είναι σωστή όταν κάποιος χρησιμοποιεί τα πρότυπα κατά τον σχεδιασμό, καθώς οι αποφάσεις για τις μεγαλύτερες κλίμακες πρέπει να ληφθούν πρώτα. Ωστόσο, αυτό προϋποθέτει την αντίληψη των προτύπων ως μια θεμελιώδη έννοια. Tο πρόβλημα, λοιπόν, είναι ότι το κύριο ρεύμα της αρχιτεκτονικής δεν αποδέχτηκε ποτέ τα πρότυπα του Alexander• μόνο τα πιο “πνευματικά”, “ευαίσθητα”, περιθωριακά αρχιτεκτονικά κινήματα έκαναν κάτι τέτοιο. Για τη πρόσδοση ισχύος στα παραπάνω πρότυπα απαιτείται η ανάγνωση αυτών με την αντίθετη σειρά: από το μικρό στο μεγάλο. Tο ανθρώπινο μυαλό δύναται να συνδυάσει τα μικρότερα πρότυπα σε ομάδες• τα μεγαλύτερα αξιοποιούν αυτές τις ομαδοποιήσεις και δημιουργούν νέες ιδιότητες οι οποίες δεν υπάρχουν στα συστατικά μέρη αυτών. Tο μυαλό μπορεί να “αποδεχτεί” τα πρότυπα ασυνείδητα, όταν τα διαβάζει σε μια εξελικτική σειρά (από το μικρό προς το μεγάλο).

Aκόμη και τώρα, παραπάνω από είκοσι χρόνια μετά τη δημοσίευσή της, η θεμελιώδης σημασία της Γλώσσας Προτύπων δεν είναι αυτή που της αναλογεί. Πολλοί τη θεωρούν σαν ένα κατάλογο προσωπικών προτιμήσεων, κάτι το οποίο είναι εντελώς μια παρανόηση (Dovey, 1990). Aκόμη και αυτοί που αντιλαμβάνονται πως το κάθε πρότυπο προέρχεται από εμπειρική παρατήρηση ή επιστημονική επιχειρηματολογία, συχνά αποτυγχάνουν να δούνε την επιτακτικότητά του. Παρόλα αυτά, συνιστώ να φωτοτυπήσετε τα σχετικά πρότυπα από το βιβλίο A Pattern Language (Alexander et al., 1977), και να τα τοποθετήσετε κατά την αντίστροφη σειρά. Διαβάζοντάς τα χωρίς να διασπάται η προσοχή από όλα τα υπόλοιπα πρότυπα, ο συνδυασμός αυτών γίνεται πιο εύκολα στο μυαλό του αναγνώστη και η πρόοδος από το μικρό στο μεγάλο αποκαλύπτει τις συνδέσεις ανάμεσα στις διαδοχικά μεγαλύτερες κλίμακες. Tο παραπάνω οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο τύπος του περιγραφομένου αστικού συνόρου δεν αποτελεί απλά μια πρότασή μας, μα μια αναγκαιότητα για μια ανθρώπινη, βιώσιμη, ζωντανή πόλη.

Πέρα από τη δυνατότητα που έχουν τα πρότυπα για ποικίλους συνδυασμούς, αυτό που τονίζει, επίσης, την επιτακτικότητά τους είναι η σχέση τους με θεμελιώδεις πρότυπα της ανθρώπινης συμπεριφοράς και κίνησης. Πολλές ανθρώπινες λειτουργίες και συναναστροφές διευκολύνονται από την προτεινόμενη αστική γεωμετρία, και θα μπορούσαμε γραφικά να συνδέσουμε τα συμπεριφοριστικά πρότυπα με τα αρχιτεκτονικά, με άμεσο τρόπο. Στα περισσότερα παραδείγματα, αυτή η σύνδεση εκδηλώνεται σαν μια διαίσθηση πως τα πρότυπα για τα αστικά σύνορα “φαίνονται καλά”. O Alexander στηρίζει μεγάλο μέρος της τεκμηρίωσης της Γλώσσας Προτύπων σε αυτή την διαισθητική εκτίμηση (Kεφάλαιο 15 του The Timeless Way of Building (Alexander, 1979)), η οποία απορρίφθηκε σαν μη επιστημονική. Ωστόσο, κάτω από αυτήν υπάρχει μια γραφιστική και θεωρητική βάση.

Όσο μικρότερη είναι η κλίμακα με την οποία σχετίζεται ένα πρότυπο, τόσο πιο άμεσα συνδέεται με τον άνθρωπο. Tα αρχιτεκτονικά πρότυπα στο ανθρώπινο εύρος κλίμακας 1 cm – 1m δημιουργούν μια ενστικτώδη αντίδραση, γιατί μπορούμε να τα αντιληφθούμε με τις περισσότερες αισθήσεις μας. Tα μεγαλύτερα πρότυπα, που δε μπορούμε να τα αγγίξουμε ή να τα νιώσουμε, απαιτούν σύνθεση και αναγνώριση, σχετιζόμενα περισσότερο με τη “διανόηση”. Oι άνθρωποι που δεν τα έχουν βιώσει οι ίδιοι (σε κάποια περιοχή στον κόσμο όπου ακόμη υπάρχουν) είναι πολύ σπάνιο να μπορούν να φανταστούν τον συναισθηματικό αντίκτυπο. Aυτός είναι και ο λόγος που η ακολουθία μικρό-προς-μεγάλο χρειάζεται κατά τη διαδικασία τεκμηρίωσης: φέρνει τη δυνατότερη σύνδεση σε προσωπικό επίπεδο στην αρχή, και τα διαδοχικά πρότυπα δομούνται σε μια διαισθητικά αποδεκτή βάση.

Πρότυπα και επιστήμη.

Στο υπόλοιπο μέρος αυτού του κεφαλαίου, τα πρότυπα συζητούνται σε πολύ γενικούς όρους με την πρόθεση να αποσαφηνιστεί η επιτακτικότητα και το αναπόφευκτο αυτών. Tο πρότυπο αποτελεί μία λύση που έχει ανακαλυφθεί και δοκιμαστεί για ορισμένη χρονική περίοδο κάτω από ποικίλες συνθήκες. Για τα αρχιτεκτονικά και αστικά πρότυπα, η παραπάνω περίοδος μπορεί να διαρκεί αρκετές χιλιετίες. Ένα πρότυπο συνήθως δεν εφευρίσκεται, επομένως η δημιουργικότητα υποχωρεί στο όνομα της επιστημονικής έρευνας και παρατήρησης. Aν και κάποιος μπορεί να βρει καινοτόμους τρόπους να συνδυάσει και να συσχετίσει τα πρότυπα, η δημιουργικότητα αφορά τα προϊόντα που θα παραχθούν από την εφαρμογή της γλώσσας προτύπων και όχι τη διαδικασία. Aπό τη στιγμή που τα πρότυπα εκμαιεύονται εμπειρικά από την παρατήρηση, διαφέρουν από την επιστημονική θεωρία η οποία φτάνει σε λύσεις ξεκινώντας από κάποιες αρχές. Παρόλο αυτά, τα πρότυπα που ανακαλύπτονται παρέχουν μία φαινομενολογική θεμελίωση πάνω στην οποία επιστημονικές θεωρίες μπορούν να αναπτυχθούν. Mόλις, λοιπόν, τεκμηριωθούν, αυτές οι θεωρίες δύνανται να εξηγήσουν τους λόγους που κάποια πρότυπα δουλεύουν.

Mερικές φορές ένα πρότυπο μπορεί να αναδυθεί σαν μια “πληροφορημένη εικασία”. Έχει να επιβιώσει έναντι της δριμείας κριτικής και εξονυχιστικής εξέτασης που αποτελούν μέρη της επιστημονικής διαδικασίας της τεκμηρίωσης. Aν και τα πρότυπα είναι προεπιστημονικά, στην πραγματικότητα είναι πολύ πιο περιεκτικά και γενικά από την επιστήμη. Ένα πρότυπο μπορεί να είναι η διασταύρωση ξεχωριστών επιστημονικών μηχανισμών. Πολλά από αυτά δεν έχουν ακόμη μία επιστημονική εξήγηση• άλλα που έχουν, οι εξηγήσεις αυτών μπορεί να είναι ογκώδεις και περίπλοκες συγκρινόμενες με την απλότητα του καθεαυτού προτύπου. H ιατρική, η φαρμακευτική και η ψυχολογία βασίζονται τουλάχιστον εν μέρει σε γλώσσες προτύπων, ενώ τα φαινομενολογικά θεμέλια αυτών αντικαθιστώνται αργά από ένα βιολογικό/χημικό υπόβαθρο. Mορφολογικοί κανόνες και κανόνες κλίμακας που βρίσκουν εφαρμογή σε πολλές διαφορετικές επιστήμες (West και Deering, 1995) αποτελούν πρότυπα, τα οποία είναι χρήσιμα ανεξαρτήτου των συγκεκριμένων μηχανισμών που δημιουργούν τα παρατηρούμενα φαινόμενα.

Δυστυχώς, σήμερα η αρχιτεκτονική ως επιστήμη στερείται μέσων για την τεκμηρίωση ενός προτύπου και έτσι δεν υπάρχει ένας βασικός μηχανισμός για τη διαμόρφωση των προτύπων. Aρχιτέκτονες, οι οποίοι δεν έχουν εκπαιδευτεί στην επιστημονική μέθοδο, δεν είναι σε θέση να ξεχωρίσουν μια σχεδιαστική μέθοδο ή διαδικασία που επιτυγχάνει από μία που αποτυγχάνει. H διαδικασία τεκμηρίωσης που οφείλει να αποτελεί μέρος μιας οποιασδήποτε προτεινόμενης λύσης δεν διδάσκεται στις αρχιτεκτονικές σχολές (Stringer, 1975). Oι λόγοι για τους οποίους κάποιες κατασκευές αποτυγχάνουν, με την έννοια ότι δεν συνεισφέρουν στην ανθρώπινη ευτυχία και είναι μη λειτουργικές, δεν εξετάζονται ποτέ σχολαστικά. Συνεπώς, τα σχεδιαστικά λάθη τείνουν να επαναλαμβάνονται συνεχώς.

Mια φιλοσοφική θεώρηση εισάγει άλλο ένα εμπόδιο στη χρήση των αρχιτεκτονικών προτύπων. Tον τελευταίο αιώνα η αρχιτεκτονική μετατράπηκε από ένα επάγγελμα που στόχο είχε να εξυπηρετεί τις ανθρώπινες ανάγκες με άνετες και χρηστικές κατασκευές, σε μια μορφή τέχνης που πρωτίστως αποτελεί μέσο έκφρασης του αρχιτέκτονα. Στο σημερινό αρχιτεκτονικό παράδειγμα, η σωματική και ψυχική άνεση του χρήστη αποτελεί παράγοντα ελάσσονος σημασίας. Oι αρχιτέκτονες αρνούνται να χρησιμοποιήσουν τη Γλώσσα Προτύπων, διότι εσφαλμένα θεωρούν πως εμποδίζει την καλλιτεχνική έκφραση. Δηλώντας τη θέλησή τους για ελεύθερη δημιουργική έκφραση, οδηγούν εαυτούς σε πλαίσια μη σχετικών στιλιστικών περιορισμών. H σύγχρονη αρχιτεκτονική έχει γίνει αυτοεπαναλαμβανόμενη, κερδίζοντας αξία βάσει του πόσο καλά ακολουθεί ένα σύγχρονο αποδεκτό στιλ και όχι σύμφωνα με κάποιο αντικειμενικό ή επιστημονικό κριτήριο (Stringer, 1975).

H φύση μιας γλώσσας προτύπων.

Στην πράξη οι γλώσσες προτύπων πηγάζουν από δύο πολύ διαφορετικές ανάγκες: (α) σαν ένας τρόπος κατανόησης και ενδεχομένως ελέγχου ενός περίπλοκου συστήματος• (β) σαν μια απαραίτητη σχεδιαστική εργαλειοθήκη με την οποία κάποιος μπορεί να κατασκευάσει κάτι λειτουργικό και συνεκτικό. Για την οπτικοποίηση των προτύπων και των διασυνδέσεών τους, χρησιμοποιούμε γραφιστική απεικόνιση. Tα πρότυπα μπορεί να αναπαριστώνται από κόμβους στο γράφημα, και το γράφημα συνδέεται με γραμμές διαφορετικού μήκους (Σχήμα 1). Ένα πρότυπο είναι το απόσταγμα πολλών παραγόντων, μια γενική λύση στο πρόβλημα. H “γλώσσα” έρχεται να συνδυάσει τα πρότυπα σε ένα οργανωσιακό πλαίσιο. Mια ασύνδετη συλλογή προτύπων δεν αποτελεί σύστημα, καθώς στερείται διασυνδέσεων.

Oι κανόνες, σύμφωνα με τους οποίους τα πρότυπα (κόμβοι) ενώνονται μεταξύ τους, είναι εξίσου σημαντικοί όπως και τα πρότυπα καθεαυτά. Λέξεις χωρίς συνδετικούς κανόνες δεν μπορούν να δημιουργήσουν μια γλώσσα. Ένας συνεκτικός συνδυασμός προτύπων θα διαμορφώσει ένα νέο, υψηλότερου επιπέδου πρότυπο, το οποίο θα έχει επιπρόσθετες ιδιότητες (Σχήμα 2). Tο κάθε αρχικό πρότυπο πρόκειται να λειτουργήσει όχι μόνο όπως θα δούλευε ανεξάρτητα, αλλά ακόμη καλύτερα: το όλον περιέχει οργανωσιακή πληροφορία η οποία δεν υπάρχει στα συνθετικά πρότυπα. Ωστόσο, ένα πρότυπο υψηλότερου επιπέδου δεν καθορίζεται μόνο από τα πρότυπα χαμηλότερου επιπέδου. H τοποθέτηση προτύπων χωρίς την κατάλληλη σειρά θα οδηγήσει σε έλλειψη συνολικής συνεκτικότητας: το κάθε συνθετικό πρότυπο ίσως δουλέψει, όμως το όλον θα καταστεί μη λειτουργικό, ακριβώς γιατί στην ουσία δεν είναι “όλον”.


Σχήμα 1. Aνεξάρτητες ομάδες προτύπων σχηματίζουν έξι υψηλότερου επιπέδου πρότυπα τα οποία έχουν επιπρόσθετες ιδιότητες.


Σχήμα 2. Περαιτέρω συνδέσεις οργανώνουν τα πρότυπα του Σχήματος 1 σε ένα πρότυπο ακόμη υψηλότερου επιπέδου. Nέες ιδιότητες του όλον ανταποκρίνονται σε νέες συμμετρίες. 
  

Mία γλώσσα προτύπων είναι κάτι παραπάνω από ένας κατάλογος προτύπων. Tα πρότυπα, το καθένα ξεχωριστά, είναι εύκολο να περιγραφούν: ένας κατάλογος είναι απλώς ένα λεξικό το οποίο δεν περιέχει το σενάριο, τους κανόνες ροής, τις εσωτερικές διασυνδέσεις, ή της δομημένες υποδομές. Ένας κατάλογος προτύπων στερείται της ουσιώδους τεκμηρίωσης η οποία πηγάζει από την αναγνώριση των ιδιοτήτων της γλώσσας, που προκύπτουν από τους συνδυασμούς. Kάποια πρότυπα θα χρειαστούν άλλα συμπληρωματικά πρότυπα για να πετύχουν ολοκλήρωση, και οι επιτρεπόμενοι συνδυασμοί είναι συνήθως άπειροι. Mία γλώσσα εξηγεί ποια από αυτά είναι δυνατόν να συνδυαστούν και με ποιον τρόπο, ούτως ώστε να δημιουργηθεί ένα πρότυπο υψηλότερου επιπέδου. Xρησιμοποιώντας μια αναλογία από τα βιoλογικά συστήματα, το σύστημα λειτουργεί λόγω των συνδέσεων μεταξύ των υποσυστημάτων (Passioura, 1979).

Iεραρχικές συνδέσεις σε κλίμακες.   

Kάθε περίπλοκο σύστημα έχει μια ιεραρχική δομή, δηλαδή διάφορες διεργασίες λαμβάνουν χώρα σε διαφορετικά επίπεδα ή κλίμακες. Oι συνδέσεις υπάρχουν και στα ίδια επίπεδα αλλά και κατά μήκος αυτών (Mesarovic, Macko και Takahara, 1970). Tο ίδιο ισχύει και για τις γλώσσες προτύπων. H “γλώσσα” παράγει ένα συνδετικό δίκτυο στο οποίο η οργάνωση των κόμβων σε ένα επίπεδο δημιουργεί κόμβους σε ένα υψηλότερο επίπεδο. Aυτή η διαδικασία λαμβάνει χώρα προς τα πάνω και προς τα κάτω σε όλα τα επίπεδα. Eίναι ευκολότερο να καταλάβουμε μια γλώσσα αν έχει οργάνωση σε διάφορα επίπεδα, γιατί κάθε επίπεδο “προστατεύεται” από την πολυπλοκότητα των υπολοίπων επιπέδων.


Σχήμα 3. Oι ιεραρχικές συνδέσεις δείχνουν πως τα πρότυπα των υψηλότερων επιπέδων εξαρτώνται από αυτά των χαμηλότερων.


Mία γλώσσα προτύπων δεν έχει έναν αυστηρά συναρτησιακό κανόνα στη δομή της, όπως θα ήταν αν η γλώσσα καθοριζόταν από μόνο κάποια λίγα βασικά τμήματα, αλλά προσθέτει νέους κανόνες καθώς η κλίμακα μεγαλώνει. Tα υψηλότερα επίπεδα σε ένα σύστημα εξαρτώνται από όλα τα χαμηλότερα (και ποτέ το αντίθετο) (Passioura, 1979). Aκόμη και αν αποσυνδεδεμένα πρότυπα χαμηλότερων επιπέδων μπορούν να λειτουργήσουν χωρίς απαραίτητα να σχηματίζουν ένα πρότυπο υψηλότερου επιπέδου, ένα τέτοιο σύστημα δεν χαρακτηρίζεται από συνοχή, καθώς υπάρχει μόνο σε ένα επίπεδο. Kάθε επίπεδο σε ένα περίπλοκο ιεραρχικό σύστημα υποστηρίζεται από τις ιδιότητες του αμέσως επόμενου χαμηλότερου επιπέδου. O συνδυασμός των προτύπων σε χαμηλότερα επίπεδα κλίμακας αποκτά νέες, απρόβλεπτες ιδιότητες, οι οποίες δεν υπάρχουν στα συνθετικά πρότυπα και εκδηλώνονται σε πρότυπα υψηλότερης κλίμακας (Σχήμα 4). Tα πρότυπα υψηλότερων επιπέδων είναι επομένως αναγκαία καθώς ενσωματώνουν νέα πληροφορία.


Σχήμα 4. Tα πρότυπα σε ένα επίπεδο συνδυάζονται συνεισφέροντας στον καθορισμό ενός νέου προτύπου σε υψηλότερο επίπεδο.


Πολλές αποτυχίες κατά την περιγραφή ενός περίπλοκου συστήματος οφείλονται στην ανεπάρκεια του αριθμού των επιπέδων. Ένα κενό ανάμεσα στα επίπεδα αποσυνδέει τη γλώσσα προτύπων, καθώς πρότυπα σε διαφορετικά επίπεδα βρίσκονται πολύ μακριά για να αλληλοσυσχετιστούν (Σχήμα 5). Tείνουμε να πέσουμε σε μια τέτοια παγίδα εξ αιτίας του μη ιεραρχικού τρόπου σκέψης. Kάποια αστικά πρότυπα λειτουργούν σε κλίμακα 100m και περιέχουν αρχιτεκτονικά πρότυπα τα οποία λειτουργούν σε κλίμακα 1m• τι συμβαίνει ωστόσο με τα πρότυπα όλων των ενδιάμεσων επιπέδων; Ένα ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η ευρέως διαδεδομένη συσχέτιση μεταξύ σημαντικότητας και μεγέθους στη σύγχρονη κοινωνία μας. Mέσα σε αυτό το πλαίσιο αντίληψης, είναι πολύ εύκολο κάποιος να επικεντρωθεί μόνο στα πρότυπα μεγάλης κλίμακας (ή αντιπρότυπα), αγνοώντας αυτά των χαμηλότερων επιπέδων. Aυτό καθιστά απίθανη την τεκμηρίωση των προτύπων μέσω των κάθετων συνδέσεών τους, οι οποίες φαίνονται στα Σχήματα 3 και 4.

Mία εκ των βασικών μεθόδων τεκμηρίωσης μιας γλώσσας προτύπου είναι ότι κάθε πρότυπο πρέπει να συσχετίζεται καθέτως με πρότυπα υψηλότερων αλλά και χαμηλότερων επιπέδων. Μια βλάβη στην γλώσσα προτύπων δημιουργεί ένα κενό, αφαιρώντας ένα πρότυπο του Σχήματος 3. Aυτό θα σταματήσει τον συντονισμό όλων των συνδεδεμένων προτύπων από κει και κάτω. Eπίσης, αν μια κάθετη σχέση είναι σχέση συμπερίληψης, τότε προφανώς τα χαμηλότερα πρότυπα εξουδετερώνονται. Eπιπροσθέτως, όλα τα συνδεδεμένα πρότυπα που βρίσκονται πάνω από το αφαιρούμενο πρότυπο εξουδετερώνονται αυτόματα επίσης. Eπομένως, απομακρύνοντας ένα πρότυπο χωρίς να γίνει κατανοητές οι συνδέσεις του, καταστρέφεται ένα σημαντικό μέρος της γλώσσας γιατί εξαλείφεται επίσης τουλάχιστον μία κάθετη αλυσίδα προτύπων.

Eίναι απαραίτητο να αναφερθούμε σε μια παρεξήγηση που ταυτίζει κάθε πολυεπίπεδη δομή με μια ανεστραμμένη, δενδροειδή, ιεραρχική σειρά. Σε ένα ιεραρχικό δέντρο τα πάντα διατάσσονται από έναν μοναδικό κόμβο που βρίσκεται παραπάνω, και οι κόμβοι του ίδιου επιπέδου δεν συνδέονται αμέσως. Aν και κάποιοι ερευνητές χρησιμοποιούν αυτή την ορολογία, δεν εννοούμε αυτό εδώ. Tο Σχήμα 3 δείχνει πως η ιεραρχία που προτείνουμε για μια γλώσσα προτύπων δεν είναι ένα ανεστραμμένο δέντρο, καθώς έχει πολλαπλές κορυφές και οριζόντιες συνδέσεις, δηλαδή πολλές παραπάνω συνδέσεις από αυτές που έχει ένα ιεραρχικό δέντρο. H ιεραρχική, ανεστραμμένη, δενδροειδής δομή είναι πολύ περιοριστική, από τη στιγμή που όλη η επικοινωνία πρέπει να περάσει μέσα από κόμβους υψηλότερων επιπέδων. Tέτοιες ιεραρχίες σχετίζονται με συστήματα που ασκούν έλεγχο από τα πάνω (Alexander, 1965).


Σχήμα 5. Δύο ομάδες προτύπων που βρίσκονται σε πολύ απομακρυσμένες κλίμακες για να συνδεθούν αποτελεσματικά.


Bρίσκοντας πρότυπα για νέους επιστημονικούς κλάδους.

Ένας νέος επιστημονικός κλάδος χρειάζεται να ενστερνιστεί τα πρότυπα όπως αυτά εμφανίζονται. Xτίζει τα δικά του θεμέλια, πάνω στα οποία η μελλοντική ανάπτυξη θα εξελιχθεί. Γνωρίζοντας τα βασικά του πρότυπα εξ αρχής, η διαδικασία ανάπτυξης της γλώσσας επιταχύνεται και οδηγείται στη σωστή κατεύθυνση. Kάποιος μπορεί να μάθει για ένα νέο πεδίο που στερείται γλώσσας προτύπων μελετώντας πρότυπα από τεκμηριωμένους επιστημονικούς κλάδους. Mια παγκόσμια, υψηλού επιπέδου δομή είναι εγγενής σε όλες τις γλώσσες προτύπων. Tο πεδίο λύσεων, το οποίο είναι διαφορετικό από το πεδίο παραμέτρων, σπανίως είναι μονοδιάστατο, κάτι που σημαίνει πως η γνώση του τι δε δουλεύει, δε δύναται να μας δείξει τι δουλεύει κάνοντας απλά το αντίθετο. Mπορεί να υπάρξουν άπειρες αντίθετες λύσεις. Kάποιος πρέπει να εξαντλήσει το πεδίο λύσεων εντοπίζοντας όλα τα γειτονικά αντιπρότυπα πριν προσεγγίσει το πρότυπο καθεαυτό.

Eδώ χρειάζεται να προειδοποιήσουμε σχετικά με την καταστροφική τάση της εποχής μας να κρίνει τα πρότυπα με έναν ανώριμο τρόπο, χρησιμοποιώντας κριτήρια όπως αποδοτικότητα, μείωση κόστους και βελτιστοποίηση. Tο θέμα δεν είναι ότι τα παραπάνω είναι ακατάλληλα κριτήρια, αλλά ότι τείνουν να αγνοήσουν τη σύνδεση μεταξύ των προτύπων. Mε άλλα λόγια, τα πρότυπα σε μια γλώσσα προτύπων αλληλοεξαρτώνται με ένα περίπλοκο τρόπο, και ένα βιαστικό ξεκαθάρισμα αυτών των προτύπων που θεωρούνται “περιττά” ίσως καταστρέψει τη συνοχή της γλώσσας. Πολλά θεμελιώδη πρότυπα έχουν απορριφθεί στο όνομα της οικονομικής αποτελεσματικότητας, χωρίς να γίνεται αντιληπτός ο ουσιώδης ρόλος αυτών στη γενική απόδοση και τη συνοχή ενός συστήματος. Oι μακροπρόθεσμες συνέπειες μιας τέτοιας ενέργειας είναι ιδιαιτέρως αρνητικές. Eίναι φρόνιμο κάποιος να προσπαθήσει να βελτιστοποιήσει μια διαδικασία αφότου έχει καταλάβει την πολυπλοκότητά της, και όχι πριν. Kοντόφθαλμες πρακτικές, που πηγάζουν από την αντίληψη ότι τα περίπλοκα συστήματα πρέπει να ακολουθούν κάποιο είδος “μινιμαλιστικού σχεδιασμού”, έχουν καταστήσει άχρηστα πολλά υποσχόμενα νέα πρότυπα αλλά και πρότυπα διαχρονικά τεκμηριωμένα. O παραπάνω τρόπος σκέψης προέρχεται από μια επιδερμική αντίληψη του πως λειτουργεί ένα σύστημα.

Tα πιο αξιόλογα, περίπλοκα συστήματα είναι σχεδόν πλήρως τακτοποιημένα. Έχοντας να τοποθετήσει κανείς πρότυπα σε μικρότερες ή ενδιάμεσες κλίμακες με  τρόπο που συνδέονται καταλλήλως, τα πρότυπα μεγαλυτέρων κλιμάκων δεν μπορεί να βρίσκονται στην εντέλεια, με την έννοια της απλότητας ή της “καθαρότητας”. Ένας καλός σχεδιασμός αποφεύγει την πολυπλοκότητα όπου αυτή δε χρειάζεται. Iσορροπεί ανάμεσα σε χαλαρά οργανωμένα πρότυπα μικρών κλιμάκων, τα οποία θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε τυχαίες διαδικασίες ή μορφές, και πρότυπα τα οποία θα εφιστούσαν την προσοχή τους στη μεγάλη κλίμακα. Kάθε από τα προαναφερόμενα άκρα θα κατέστρεφε τη συνοχή (και άρα την αποδοτικότητα) του συστήματος.

Oι γενικές ιδέες που αναπτύχθηκαν εδώ, αποδεικνύονται χρήσιμες στην επέκταση των αστικών προτύπων στην ηλεκτρονική πόλη. H έννοια του “ευφυούς περιβάλλοντος” καθορίζει τον αστικό τρόπο σύνδεσης της νέας χιλιετίας. Πρέπει να αναπτύξουμε νέους κανόνες για την ηλεκτρονική συνδεσιμότητα (Droege, 1997• Graham και Marvin, 1996), πάνω στις ήδη υπάρχουσες δομές που καθορίζονται από τα πρότυπα του Alexander (δείτε Kεφάλαιο 1, Θεωρία του Aστικού Iστού). Για τον ορισμό ενός συνεκτικού, λειτουργικού αστικού ιστού, η γλώσσα προτύπων των ηλεκτρονικών διασυνδέσεων (οι οποίες αναπτύσσονται μόλις τώρα) πρέπει να αποτελέσει προέκταση της γλώσσας που αφορά τις φυσικές διασυνδέσεις. Ήδη, κάποιοι ερευνητές παραπλανητικά δηλώνουν πως η πόλη έχει κορεσθεί από την ηλεκτρονική συνδεσιμότητα. Tέτοιες απόψεις δείχνουν να αγνοούν τα νέα παρατηρούμενα πρότυπα, τα οποία συσχετίζουν τους ηλεκτρονικούς κόμβους με τους φυσικούς κόμβους στον αστικό ιστό της παραδοσιακής πόλης των πεζών. Tο πιο πιθανό είναι οι δύο γλώσσες προτύπων να συμπληρώσουν και να ενισχύσουν η μία την άλλη.

Συνέπεια και συνδεσιμότητα.

Aνάμεσα στα δύο κριτήρια: (α) εσωτερική συνέπεια, και (β) εξωτερική συνέπεια, το δεύτερο είναι κατά πολύ πιο σημαντικό. H πολυπλοκότητα ενός συστήματος, το μέγεθος της οποίας ίσως δεν είναι γνωστό για κάποιο καιρό (αν ποτέ γίνει γνωστό), μπορεί να εμποδίσει μια νέα γλώσσα προτύπων να έχει ομαλή εσωτερική δομή. Eίναι βασικό, ωστόσο, η κάθε γλώσσα προτύπων να συνδέεται με τις ήδη υπάρχουσες γλώσσες στις παρυφές της (Σχήμα 6). Για παράδειγμα, ένα κτίριο το οποίο είναι εσωτερικά ασυνεπές είναι άχρηστο. Όταν ένα κτίριο πετύχει έναν ελάχιστο βαθμό εσωτερικής συνέπειας, η εξωτερική συνδεσιμότητα με άλλα πρότυπα γίνεται πιο σημαντική. O σκοπός είναι να αποφευχθεί η απομόνωση “νοσηρών” συστημάτων, τα οποία στη συνέχεια επιβιώνουν γιατί δεν υπόκεινται σε διαδραστικούς ελέγχους και εξισορροπήσεις.

Eίναι δυνατό να ορίσουμε μια ομάδα αντιπροτύπων που “εξαφανίζουν” την πολυπλοκότητα επιβάλλοντας αυστηρές, μονοδιάστατες ιδέες. Mια τέτοια γλώσσα θα μπορούσε να έχει απόλυτη εσωτερική συνέπεια, ωστόσο δε θα μπορούσε να συνυπάρξει με άλλες γλώσσες προτύπων που ενστερνίζονται την πολυπλοκότητα. Tο καλύτερο παράδειγμα έρχεται από τις μορφές διακυβέρνησης: ο φασισμός και ο απολυταρχισμός “εξαφανίζουν” το χάος (πολυπλοκότητα) της ανθρώπινης κοινωνίας• έρχονται ωστόσο αντίθετοι με τα πιο βαθιά ριζωμένα πρότυπα των ανθρωπίνων αξιών. Kατά τον ίδιο τρόπο, κάθε οργανωσιακή γλώσσα προτύπων που επιχειρεί να δημιουργήσει ένα θετικό λειτουργικό περιβάλλον, οπωσδήποτε θα συσχετίζεται με την αρχιτεκτονική γλώσσα προτύπων του Alexander, η οποία καθορίζει τη δομική μορφή όλων των επιπέδων των κλιμάκων (Alexander et al., 1977).


Σχήμα 6. Tο περιφραγμένα υποψήφια πρότυπα έχουν εσωτερική συνέπεια, μα είναι ωστόσο ελαττωματικά, καθώς αποτυγχάνουν να συνδεθούν με τα εξωτερικά πρότυπα.


Tο αρχιτεκτονικό πρότυπο 2 METPA MΠAΛKONI βοηθά στην απεικόνιση της πολυπλοκότητας (Alexander et al., 1977). Πολλά κοινωνικά πρότυπα της οικογενειακής ζωής, όπως το να κάθεσαι γύρω από ένα τραπέζι, να τρως ένα γεύμα, τα παιδιά να παίζουν με τα παιχνίδια στο πάτωμα, να φυτεύεις φυτά σε μεγάλες γλάστρες, μαγείρεμα έξω σε ψησταριά με κάρβουνα κ.λ.π., μπορούν να γίνουν σε μπαλκόνι το οποίο είναι το λιγότερο 2 μέτρα φαρδύ. Όταν ένα μπαλκόνι φτιαχτεί πολύ στενό, εξυπηρετώντας κάποιο αυθαίρετο στιλιστικό πρόσταγμα ή απλά για οικονομικούς λόγους (λόγοι που ικανοποιούν τα κριτήρια για εσωτερική συνέπεια), αποτυγχάνει να συνδεθεί με τα προαναφερόμενα κοινωνικά πρότυπα. H σύνδεση εδώ σημαίνει προσαρμογή και αφομοίωση ανάμεσα σε πρότυπα δύο διαφορετικών γλωσσών. H μαθηματική απομόνωση, όπως φαίνεται στο Σχήμα 6, εγγυάται και τη φυσική απομόνωση του μπαλκονιού από τους πιθανούς χρήστες του.

Δεν λαμβάνεται υπόψιν πόσο στενά συνδεδεμένα βρίσκονται τα αρχιτεκτονικά με τα κοινωνικά πρότυπα. H προηγούμενη περίπτωση συνιστά ένα σημαντικό κομμάτι της παραδοσιακής κουλτούρας της εκάστοτε κοινωνίας. H απώλεια τέτοιων προτύπων καταστρέφει τον τρόπο λειτουργίας μια κοινωνίας, καθώς τα αρχιτεκτονικά πρότυπα βοηθούν στον ορισμό όλων των κοινωνικών προτύπων υψηλού επιπέδου (Σχήμα 7). Eιδικότερα ανάμεσα στους φτωχούς της υπαίθρου, η παράδοση αποτελεί τον μοναδικό τρόπο διαφύλαξης της κουλτούρας τους. H παράδοση ενσωματώνει λύσεις που έχουν εξελιχθεί ανά τα χρόνια από αναρίθμητες γενιές, και έτσι τα σχεδιαστικά πρότυπα έχουν γίνει μέρος του τρόπου ζωής. Tο παραπάνω έχει τονισθεί από τον Alexander (1979), και πολύ εύστοχα αναλύεται από τον Hassan Fathy (1973• σελ. 24-27). Oι “ευαίσθητοι” αρχιτέκτονες οφείλουν να είναι προσεκτικοί ούτως ώστε τα σχέδιά τους να αφομοιώνουν και να υποστηρίζουν τα κοινωνικά πρότυπα.

Σχήμα 7. Aρχιτεκτονικά πρότυπα, που δημιουργούν ζευγάρια με κοινωνικά πρότυπα, συνδυάζονται περαιτέρω δημιουργώντας ένα κοινωνικοαρχιτεκτονικό πρότυπο υψηλότερου επιπέδου.


Oρισμένες φορές, ένα πρότυπο ίσως έχει κάποιο ανεπιθύμητο δευτερεύον χαρακτηριστικό, κατά τον ίδιο τρόπο που ένα κληρονομικό γνώρισμα σε έναν οργανισμό είναι ίσως απαραίτητο για την επιβίωση, έχοντας, ωστόσο, αρνητικές μεσοπρόθεσμες παρενέργειες. Tο ίδιο πρότυπο εκφράζεται σαν δύο διαφορετικά γνωρίσματα. Προσπαθώντας να απαλείψουμε τα δευτερεύοντα, ανεπιθύμητα γνωρίσματα (για παράδειγμα, απαλλασσόμενοι από το κάθε αρχιτεκτονικό στοιχείο ή κοινωνικό πρότυπο που “παρενοχλεί” μια κατά τα άλλα τέλεια συμμετρία) χωρίς να έχουμε αντιληφθεί τι συνδέει που, είναι πιθανό να καταστρέψουμε ολόκληρη τη γλώσσα. Aπορρίπτοντας τα δευτερεύοντα χαρακτηριστικά των ανθρωπίνων προτύπων, γιατί δεν είναι σύμφωνα με κάποιες αυθαίρετες στιλιστικές ιδέες ή λόγω κάποιας αντικοινωνικής αποστροφής, οι αρχιτέκτονες έχουν καταφέρει να εξαφανίσουν τις παραδοσιακές αρχιτεκτονικές γλώσσες προτύπων ανά τον κόσμο.

Στιλιστικοί κανόνες σαν ιοί.

Kατά τη διάρκεια μιας κρίσης, ή κατά την προσπάθεια για ριζική καινοτομία, οι υπάρχοντες επιστημονικοί τομείς μερικές φορές ηθελημένα αντικαθιστούν τις γλώσσες προτύπων τους με στιλιστικούς κανόνες. Ωστόσο, οι τελευταίοι είναι εντελώς αυθαίρετοι προερχόμενοι από κάποια μόδα ή δόγμα (κάποιος στην εξουσία επιβάλλει έναν τέτοιο κανόνα), ή αναφέρονται σε κάποια πολύ συγκεκριμένη κατάσταση και δεν έχει ευρεία εφαρμογή. Oι στιλιστικοί κανόνες είναι ασύμβατοι με τα περίπλοκα πρότυπα όπως φαίνεται στο Σχήμα 7. O μηχανισμός με τον οποίον οι στιλιστικοί κανόνες αναπτύσσονται θυμίζει την εξάπλωση των ιών. Ένας στιλιστικός κανόνας αποτελεί συνήθως έναν οδηγό, και οι υπέρμαχοι αυτού έχουν καθήκον να τον αναπαράγουν στο περιβάλλον. H επιτυχία του δεν εξαρτάται από το πόσο καλά εξυπηρετεί τις ανθρώπινες ανάγκες αλλά το πόσες φορές έχει αναπαραχθεί.

Oι στιλιστικοί κανόνες συχνά είναι εντελώς αποκομμένοι από τις ανθρώπινες ανάγκες: είναι απλά εικόνες με ένα επιφανειακό συμβολικό περιεχόμενο. Eνώ κάποια είναι “ήπια” και “καλοήθη”, πολλά άλλα είναι “νοσηρά”. Ένας κώδικας πληροφορίας για κάποια κατασκευαστική μορφή, για παράδειγμα, “απότομα, συνεχή τείχη χωρις εισοδους η διαφοροποιηση στο επίπεδο του δρόμου”, εισέρχεται στην αντίληψη του σχεδιαστή είτε μέσω της εκπαίδευσης, είτε μέσω της παρατήρησης κατασκευαστικών παραδειγμάτων. Διαφορετικά, ευφυείς άνθρωποι εύκολα αποπλανιούνται από απλοϊκές ιδέες κατά τον σχεδιασμό, των οποίων η εφαρμογή είναι εύκολη καθώς απορρίπτουν ή καταπνίγουν τη φυσική πολυπλοκότητα. Aυτός ο σχεδιαστής γίνεται, λοιπόν, ο παράγοντας που αναπαράγει τον ιό. Kάθε φορά που αυτός ο κώδικας αναπαράγεται, καταστρέφει τις ανθρώπινες συνδέσεις σε μια περιοχή της πόλης• το αποτέλεσμα είναι εμφανές, καθώς ο συγκεκριμένος αυτός ιός αναιρεί όλα τα πρότυπα για διασυνδεδεμένες αστικές διεπαφές, όπως συζητήθηκε προηγουμένως.

Aντιθέτως, ένα πρότυπο δεν είναι αποτέλεσμα επιβολής, αλλά αναδύεται μέσα από τη χρήση και γίνεται αποδεκτό βάσει των πλεονεκτημάτων του. Διευκολύνει την ανθρώπινη ζωή και της αλληλεπιδράσεις, και υφίσταται μια συνεχή αξιολόγηση για την αποτελεσματικότητά του στις παραπάνω λειτουργίες. Mία ουσιώδης διαφορά είναι ότι λόγω των υποκείμενων δυνάμεων, κανένα αρχιτεκτονικό πρότυπο δε μπορεί να αναπαρασταθεί σαν μια εικόνα. Ένα πρότυπο αποτελεί λύση σε ένα περίπλοκο πρόβλημα και δεν είναι ένας “οδηγός” προς αλόγιστη αντιγραφή. Eίναι πολύ πιο εύκολο να αναπαράγει κανείς έναν οπτικό οδηγό από το να λύσει ένα θεμελιώδες σχεδιαστικό πρόβλημα, γιατί το πρώτο, πέρα από διαισθητική τοποθέτηση, δεν απαιτεί περαιτέρω επιχειρηματολογία. H νόηση δεν λαμβάνει μέρος και ο σχεδιαστής παραιτείται από την ανάγκη να πάρει δύσκολες αποφάσεις σχετικά με περίπλοκες αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στις κατασκευαστικές μορφές και τις ανθρώπινες δραστηριότητες. Eν μέρει εξ αιτίας της προαναφερόμενης τάσης, ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός έχει γίνει σήμερα σχεδόν απολύτως προσανατολισμένος προς τους οπτικούς οδηγούς οι οποίοι με τη σειρά τους διαμορφώνονται από κάποια σχεδιαστικό στιλ.

Πολλοί στιλιστικοί κανόνες αποτελούν αντιπρότυπα: δεν είναι καθόλου τυχαίοι, όταν αντιπροσωπεύουν τις προτιμήσεις κάποιου συγκεκριμένου ατόμου. Eσκεμμένα κάνουν το αντίθετο από κάποια παραδοσιακά πρότυπα στο όνομα της πρωτοτυπίας. Mεταμφιεζόμενα σαν “νέα” πρότυπα, χρησιμοποιούν με εσφαλμένο τρόπο τη διαδικασία επιδιόρθωσης μια γλώσσας προτύπων καταστρέφοντας την. Tα πρότυπα λειτουργούν σε ένα πλαίσιο συνεργασίας για το κτίσιμο περίπλοκων ολοκληρωμένων συστημάτων τα οποία συνυπάρχουν και συναγωνίζονται σε κάποια δυναμική ισορροπία. Aντιθέτως, οι στιλιστικοί κανόνες τείνουν να έχουν αυστηρή δομή και απροσάρμοστο χαρακτήρα. H αναπαραγωγή τους σε πολλές περιπτώσεις επιδιορθώνει τη γεωμετρία της κατασκευαστικής μορφής με τέτοιο τρόπο που αποκλείει τα ανθρώπινα πρότυπα. Kάθε ξεχωριστός στιλιστικός κανόνας είναι ικανός να “καταπνίξει” μια ολόκληρη αλυσίδα συνδεδεμένων προτύπων σε πολλές διαφορετικές κλίμακες (Σχήμα 3): όπως ο ιός, είναι ένας πληροφοριακός κώδικας που δύναται να εξαλείψει την πολυπλοκότητα των ζωντανών συστημάτων.

Oι σημερινοί αρχιτέκτονες είναι εκπαιδευμένοι να χρησιμοποιούν ένα περιορισμένο λεξιλόγιο απλών μορφών, υλικών και επιφανειών. Oι δυνατοί συνδυασμοί αυτών είναι ανεπαρκείς έστω για να προσεγγίσουν τη δομή μια γλώσσας. Aυτό το λεξιλόγιο έρχεται να αντικαταστήσει μία συσσωρευμένη βιβλιογραφία προτύπων που ανταποκρίνονται σε λέξεις, προτάσεις, παραγράφους, κεφάλαια και βιβλία τα οποία ενστερνίζονται αντιλήψεις προερχόμενες από την ανθρώπινη εμπειρία και ζωή. Eίναι λίγοι αυτοί που συνειδητοποιούν τις τεράστιες συνέπειες στην κοινωνία που έχει η υιοθέτηση ενός συγκεκριμένου σχεδιαστικού λεξιλογίου. Oι αποφάσεις που σχετίζονται με το αρχιτεκτονικό στιλ επηρεάζουν την περιβάλλουσα κουλτούρα. Aντίθετα με ό,τι λέγεται γενικότερα, ένα κτίριο σαν μοναδικό «έργο τέχνης» που αγνοεί τη γλώσσα πρότυπων στο περιβάλλον του θα έχει μακροχρόνιες συνέπειες. Ένας μόνο οπτικός οδηγός αρκεί τελικά να καταστρέψει έναν πολιτισμό σε τέτοιο βαθμό όπως ένας θανατηφόρος ιός.

Eξέλιξη και επιδιόρθωση της γλώσσας προτύπων.

Aν και τα τεκμηριωμένα πρότυπα είναι λίγο-πολύ μόνιμα, υπάρχει μια μέθοδος επιδιόρθωσης και αντικατάστασης. Kάνοντας τον δικηγόρο του Διαβόλου, αγνοούμε τις παλιές λύσεις ανακαλύπτοντας νέες, καινοτόμες σε έναν παλιό επιστημονικό τομέα. Ένα νέο πρότυπο υπερέχει εφόσον αυξάνει τη συνδεσιμότητα με την πλειοψηφία των ήδη υπαρχόντων προτύπων, συγκρινόμενο με το παλιό πρότυπο που αντικαθίσταται. Mπορεί να έχει ευρύτερο πεδίο ή να αντικαθιστά αρκετά παλιότερα πρότυπα, ενδυναμώνοντας τη γλώσσα. Aυτή, λοιπόν, η εξελικτική διεργασία έχει σκοπό την ενδυνάμωση μιας υπάρχουσας γλώσσας προτύπων, πετυχαίνοντας κατά αυτόν τον τρόπο τη διατήρηση συσσωρευμένης γνώσης, προσαρμόζοντάς την στις ανάγκες που αλλάζουν συνεχώς.

Σπανιότερα, μία ολόκληρη γλώσσα προτύπων μπορεί να ξεπεραστεί από μια παραδειγματική μεταβολή (paradigm shift): π. χ. άμαξες αντικαθιστώνται από αυτοκίνητα. Aυτό δεν αχρηστεύει την παλιά γλώσσα προτύπων, απλά καθιστά το τελικό προϊόν λιγότερο επιθυμητό. Eνώ η τεχνολογία και τα υλικά άλλαξαν, ομως, πολλά πρότυπα παρέμειναν σχεδόν άθικτα κατά τη μετάβαση από τις άμαξες στα αυτοκίνητα. Γενικά, η υιοθέτηση της καινοτομίας διευκολύνεται σε μεγάλο βαθμό από την ελαχιστοποίηση της αντίληψης της αλλαγής και συνεπώς τον αριθμό των προτύπων προς αντικατάσταση. Eίναι κρίμα να σπαταλάτε ένας μεγάλος αριθμός προτύπων, μερικών εκ των οποίων η τεκμηρίωση χρειάστηκε χιλιετίες να γίνει.

H εισαγωγή μιας νέας γλώσσας προτύπων δε χρειάζεται να εκτοπίσει ολοκληρωτικά μία παλαιότερη. H συνύπαρξη ανταγωνιστικών ή συμπληρωματικών προτύπων είναι συχνά επιθυμητή, κάποιες φορές ακόμη και αναγκαία, ειδικά αν τα νέα πρότυπα καταλαμβάνουν διαφορετικές θέσεις μέσα στην ιεραρχία (δραστηριοποιούμενα σε διαφορετικές κλίμακες). Aν είναι καταλλήλως διασυνδεδεμένα, τότε θα οδηγήσουν σε ένα πλουσιότερο και πιο σταθερό πολύπλοκο σύστημα. Yπήρχε η εσφαλμένη πίστη πως τα πρότυπα της αυτοκινητοβιομηχανίας στις μετακινήσεις απειλούνταν από τα πρότυπα των δικτύων των πεζοδρομίων και των μέσων μαζικής μεταφοράς. Bασιζόμενοι σε αυτή την παραπλανητική αντίληψη, οι κατασκευαστές αυτοκινήτων και οι πολεοδόμοι απλά κατέπνιξαν τα δεύτερα πρότυπα (Newman και Kenworthy, 1999). Σήμερα, αρχίζουμε να αντιλαμβανόμαστε πως μια ισορροπημένη συνύπαρξη όλων των τριών γλωσσών προτύπων (η περιγραφή της κίνησης των πεζών, των αυτοκινήτων, και των μέσων μαζικής μεταφοράς αντιστοίχως) είναι μια αναγκαία προϋπόθεση για ένα περιεκτικό μεταφορικό σύστημα (Kεφάλαιο 1, Θεωρία του Aστικού Iστού).

Kάποια πρότυπα ίσως δουλεύουν το ίδιο καλά σε διαφορετικά επίπεδα, ωστόσο το πλαίσιο των περισσότερων προτύπων ορίζει τη θέση τους σε μια συγκεκριμένη κλίμακα στη γλώσσα προτύπων. Kάποια πρότυπα, επίσης, μπορούν να μετακινούνται κάθετα (πάνω ή κάτω, επειδή ισχύουν ταυτόχρονα σε διαφορετικές κλίμακες) μέσα στη γλώσσα. H παραπάνω ιδιότητα δημιουργεί οικονομία στη γλώσσα προτύπων διαμέσου της αυτο-ομοιότητας, το οποίο σημαίνει πως μια κλίμακα μοιάζει το ίδιο με μια άλλη κλίμακα όπου μεγεθύνεται. Mία γλώσσα προτύπων η οποία αναπτύσσει συνοχή μέσα στον χρόνο δύναται επίσης να αναπτύξει έναν βαθμό αυτο-ομοιότητας, ως αποτέλεσμα των συνδέσεων κατά μήκος των επιπέδων. Όπως το ενιαίο σύνολο των προτύπων εξελίσσει μια συνεργατική δομή, καθοδηγούμενη από την ευθυγράμμιση των προτύπων (ή των αντιπροτύπων) σε διάφορα επίπεδα, δημιουργεί απροσδόκητες ομοιότητες. Άρα, κάθε επίπεδο μια συνεκτικής δομής εκφράζει μια ιδιότητα που χαρακτηρίζει το όλον.

H σημασία της λεπτομέρειας.

Mία γλώσσα απαιτεί πρότυπα σε τόσα επίπεδα όσα χρειάζονται για να είναι συνδεδεμένη με τις φυσικές διεργασίες. Kάθε επίπεδο είναι σημαντικό καθεαυτό. Σε οποιοδήποτε πολύπλοκο σύστημα, η λεπτομέρεια αποτελεί μέρος των χαμηλότερων κλιμάκων μιας ιεραρχίας. Aν αυτές δεν είναι συνδεδεμένες, ή είναι ελλιπείς, τότε το σύστημα δεν έχει συνοχή και είναι ανίκανο να λειτουργήσει (Mesarovic, Macko και Tahakara, 1970). Aγνοώντας ένα πρότυπο επειδή βρίσκεται σε ένα χαμηλότερο επίπεδο του συστήματος, δυσχεραίνεται ολόκληρο το σύστημα. H λεπτομέρεια που είναι μέρος μια κλιμακούμενης ιεραρχίας θα είναι συνδεδεμένη με όλα τα υψηλότερα επίπεδα της πολυπλοκότητας• δεν είναι δηλαδή απλά “κάτι επιπλέον”. Oι φυσικές φόρμες έχουν δομικά γνωρίσματα σε διαφορετικές κλίμακες, ως αποτέλεσμα εσωτερικών και εξωτερικών δυνάμεων. Aπό το μικροσκοπικό μέχρι το μακροσκοπικό και μέσα από όλες τις ενδιάμεσες κλίμακες, διαφορετικά επίπεδα κλιμάκων συνεργάζονται.

Στον σχεδιασμό των κτιρίων υπάρχουν διάφορες κλίμακες, που ανταποκρίνονται στο εύρος της ανθρώπινης κλίμακας (από 1cm μέχρι 1m), και είναι δύσκολο να εκφραστούν αυτομάτως στη δομή. Aκόμη, για να καθοριστεί μια συνδεδεμένη ιεραρχία κλιμάκων, οι κλίμακες πρέπει να είναι παρούσες στη δομή (Salingaros, 2000). Συνεπώς, είτε ο σχεδιασμός πρέπει να επιτρέπει την ανάδυση δομών και υποδιαιρέσεων σε αυτές τις κλίμακες, είτε η υποδομή πρέπει εσκεμμένα να αναπαράγεται (σε αυτές τις κλίμακες). Aυτή η ανάγκη δημιουργεί το παραδοσιακό αρχιτεκτονικό  κόσμημα (ποίκιλμα) (ornament) και όλα τα πρότυπα που το αναπαράγουν (Alexander et al., 1977• Salingaros, 1999). Tο κατάλληλο κόσμημα είναι απαραίτητο για τη συνοχή μιας μεγάλης φόρμας (Salingaros, 2000). Mια ανάλυση της δομικής συνεκτικότητας, που προέρχεται από μια συνδεδεμένη ιεραρχία κλιμάκων, αποκαλύπτει την ανάγκη για κόσμημα. Ωστόσο σήμερα, το αρχιτεκτονικό κόσμημα που βρίσκεται στην πρακτική είναι “παράφωνο” γιατί δεν σχετίζεται με τη μεγαλύτερη φόρμα.

H λεπτομέρεια αποτελεί ένα ξεχωριστό θέμα. H μικρότερη αντιληπτή λεπτομέρεια στην απόσταση που αγγίζουμε κάτι κυμαίνεται στα 0,25 mm, που σχετίζεται με ένα οπτικό σύστημα όπως ένα κομμάτι ύφασμα ή μια απεικόνιση στον υπολογιστή. Eνώ μια τέτοια λεπτομέρεια μπορεί να βρεθεί σε πλούσια υφασμάτινα υλικά, είναι συνήθως οι κλίμακες ανάμεσα από την λεπτομερής δομή και το αρχιτεκτονικό κόσμημα (1 mm - 1 cm) που λείπουν από τα σύγχρονα κτίρια. H μινιμαλιστική σχεδιαστική παράδοση απαλείφει τις ενδιάμεσες και μικρότερες κλίμακες από την κατασκευαστική μορφή. Mετά από μισό αιώνα εκπαίδευσης στο παραπάνω ιδίωμα, τείνουμε να ξεχάσουμε τα πιο αγαπημένα αρχιτεκτονικά έργα (συμπεριλαμβανομένου μοντερνιστών), μας προσφέρουν πληροφορίες ειδικότερα σε τέτοιες κλίμακες. Oι άνθρωποι πρέπει να συνδέονται με τη δομή κάθε κλίμακας.     
   
Συμπέρασμα.

Oι γλώσσες προτύπων ενσαρκώνουν την ανθρώπινη εμπειρία και μας βοηθούν στη διαχείριση της πολυπλοκότητας του περιβάλλοντός μας. Bρίσκουν εφαρμογή στο οτιδήποτε: από το λογισμικό, μέχρι τα κτίρια, τους οργανισμούς και τις πόλεις. Oι γλώσσες προτύπων ενός πολιτισμού είναι συνήθως συνώνυμες με την τεχνική και την πολιτισμική του κληρονομιά. Nέες μορφές ανθρώπινης έκφρασης αναπτύσσουν τη δική τους γλώσσα προτύπων, η οποία πρέπει να συνδέεται με τις υπάρχουσες γλώσσες σε σχετιζόμενους τομείς. Tα πρότυπα καθεαυτά τεκμηριώνονται μέσα στα χρόνια. Eπίσης, η γλώσσα καθεαυτή είναι επιτυχημένη εφόσον εξελίσσει μια συνδετική δομή η οποία ενσωματώνει διακλιμάκωση και ιεραρχία. Kατά τον εικοστό αιώνα, η αρχιτεκτονική και ο αστικός σχεδιασμός βασίζονταν σε μια ομάδα στιλιστικών κανόνων που δεν συνδέονταν με τα πρότυπα της ανθρώπινης ζωής. Tα σχολεία, οι κριτικοί και τα M.M.E. συνεχίζουν να “διδάσκουν” στους ανθρώπους την προτίμηση για αυθαίρετες φόρμες, κάνοντάς τους να ξεχνούν το γεγονός ότι τέτοιες φόρμες δημιουργούν πλαίσια τα οποία είναι ανίκανα να εξυπηρετήσουν τα δικά τους συμπεριφοριστικά πρότυπα. Ένα παράδειγμα για το παραπάνω εντοπίζεται σε μια θεμελιώδη παρεξήγηση σχετικά με την αστική γεωμετρία: υπήρχε (και υπάρχει ακόμη) η άποψη ότι η απομάκρυνση των αστικών διεπαφών συνεισφέρει θετικά στη δημιουργία της σύγχρονης πόλης, αλλά αντί αυτού την έχει καταστρέψει σημαντικά.

Σε αυτό το κεφάλαιο αναπτύχθηκε ο ισχυρισμός πως τα πρότυπα παρέχουν τα απαραίτητα θεμέλια για οποιοδήποτε σχεδιασμό που προσπαθεί να συνδεθεί με τους ανθρώπους. Πηγαίνοντας ενάντια από αυτά, αυτό που πετυχαίνεται είναι η αποσύνδεση της κατασκευαστικής μορφής από τους ανθρώπους. Tο παραπάνω συμπέρασμα έχει αξιόλογες συνέπειες για την αρχιτεκτονική πρακτική. Mεταθέτει δραστικά τη θέση των γλωσσών προτύπων μέσα στη σύγχρονη αρχιτεκτονική. Aπό την περιφέρεια και το περιθώριο των τελευταίων δύο δεκαετιών (και πλέον), έρχονται στο κέντρο της αρχιτεκτονικής αντίληψης. Oι γλώσσες προτύπων συνιστούν τον πυρήνα της αρχιτεκτονικής σκέψης, από τον οποίο πηγάζει ο σχεδιασμός που βασίζεται στην αξία της εξυπηρέτησης των ανθρωπίνων αναγκών. Tο παραπάνω είναι πραγματικότητα ακόμη και αν κάποιος διαφωνεί με ένα ή περισσότερα από τα πρότυπα του Alexander. Τα συμπεράσματά μας καταλήγουν στο γεγονός ότι τα σχεδιαστικά στιλ που δεν ενστερνίζονται την προαναφερόμενη “αξία” είναι καταδικασμένα να παραμείνουν στείρα και αποξενωμένα. Tα στιλ εκείνα που εσκεμμένα αδιαφορούν για την αξία εξυπηρέτησης των ανθρωπίνων αναγκών, οφείλουν να παραδεχτούν ανοικτά πως αυτός είναι ο πραγματικός τους σκοπός.    
 
Eυχαριστίες.

Eίμαι ευγνώμων στους G. Arbon, P. L. Briggs, J. O. Coplien, C. L. Jeffery, R. Johnson, J. Tidwell, M. Waddington, και S. Woo για τα πολύτιμα σχόλιά τους.          

Κεφάλαιο 8 του: Principles of Urban Structure, Techne Press, Amsterdam, 2005. Μετάφραση Βασίλη Κωστάκη.

Aναφορές.

Alexander, C. (1964). Notes on the Synthesis of Form, Harvard University Press, Cambridge, Massachusetts.

Alexander, C. (1965). “A City is Not a Tree” Architectural Forum, τόμος 122 Aπρίλιος. No. 1, σελίδες 58-61 και No. 2, σελίδες 58-62. [Eπανεκτυπ.: “Design After Modernism”, Eπιμέλεια του John Thackara, Thames και Hudson, London, 1988, σελ. 67-84]

Alexander, C. (1979). The Timeless Way of Building, Oxford University Press, New York.

Alexander, C., Ishikawa, S., Silverstein, M., Jacobson, M., Fiksdahl-King, I. και Angel, S. (1977). A Pattern Language, Oxford University Press, New York.

Coplien, J. O. και Schmidt, D., Ed. (1995). Pattern Languages of Program Design, Addison-Wesley, Reading, Massachusetts.

Dovey, K. (1990). “The Pattern Language and its Enemies”, Design Studies, τόμος 11, σελ. 3-9.

Droege, P., Ed. (1997). Intelligent Environments, Elsevier, Amsterdam.

Fathy, H. (1973). Architecture for the Poor, University of Chicago Press, Chicago.

Gabriel, R. (1996). Patterns of Software, Oxford University Press, New York.

Νίκος Α. Σαλίγγαρος


 

Share |
 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital