ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΜΑΤΙΕΣ

 

Το αμετάκλητο φως

27 Δεκέμβριος, 2011

Το αμετάκλητο φως

«Ευτυχώς η γη μας είναι σκληρή, οι πρασινάδες της δε σε πλαντάζουν, τα χαρακτηριστικά της είναι βράχια, βουνά και πελάγη. Κι έχει ένα τέτοιο φως» Γ. Σεφέρης.

Του Τάση Παπαϊωάννου


Εδώ το φως σε προκαλεί να αναμετρηθείς μαζί του, παρασέρνοντάς σε σ' έναν αγώνα εξ αρχής χαμένο. Γιατί είναι αδύνατον να κρυφτείς κάτω από ένα τέτοιο φως! Ιδίως όταν φυσήξει ο αέρας και καθαρίσει η ατμόσφαιρα, αλλάζουν και μεταβάλλονται οι αποστάσεις και τα πράγματα αποκτούν τις πραγματικές διαστάσεις τους μέσα στο χώρο και το χρόνο. Αυτό που μέχρι πρότινος φαινόταν να χάνεται μακριά στον ορίζοντα, τώρα ξαφνικά βρίσκεται δίπλα σου και σχεδόν το αγγίζεις. Η φωτεινότητα και η διαύγεια της ατμόσφαιρας αναποδογυρίζουν τα μετρικά μας συστήματα αχρηστεύοντας όλες τις αισθητικές θεωρίες μας. Θέλω να πω πως υπάρχουν ορισμένες στιγμές που το φως κάνει τα πιο απλά καθημερινά πράγματα να φαίνονται εξωπραγματικά εξακοντίζοντάς τα στη σφαίρα του υπερρεαλισμού.

Η αρχιτεκτονική (ιδίως σε τόπους σαν τον δικό μας) βασίζεται κυρίως στις σκιές. Τα πάντα θεμελιώνονται πάνω στην αέναη αντίθεση φωτός-σκιάς. Το αρχιτεκτόνημα ταυτίζεται με τις σκιές του. Στον τρόπο που το φως πέφτει πάνω στις επιφάνειες, με αποκορύφωμα τους καλοκαιρινούς μήνες που τείνει να εξαϋλώσει τις μορφές και να διαλύσει τα περιγράμματα. Το καταμεσήμερο, όταν ο ήλιος βρίσκεται ψηλά και το φως πέφτει σχεδόν κατακόρυφα, η σκιά και της παραμικρής εξοχής πάνω στον τοίχο μακραίνει, τονίζοντας με έντονο τρόπο την ανάγλυφη επιφάνεια. Κι είναι τότε που τιμωρεί την κακοτεχνία και φανερώνει τα όποια λάθη της κατασκευής προδίδοντας τις λανθασμένες επιλογές του αρχιτέκτονα. Το ζωογόνο φως αναδεικνύει το ελάχιστο σε μέγιστο και την ίδια στιγμή «ξεπλένει» το οικοδόμημα από κάθε περιττό, κρατώντας το ουσιώδες.

Μόνο με μέτρο τη σκιά μπορείς να συνειδητοποιήσεις την πραγματική ένταση του φωτός. Αρκούσαν, για παράδειγμα, οι απειροελάχιστες σμιλεύσεις της προεξοχής -ως υπόμνηση- της μύτης πάνω σ' ένα προϊστορικό κυκλαδικό ειδώλιο, για να αντιληφθεί κανείς αμέσως τη μορφή του προσώπου. Γιατί, όπως εύστοχα σημείωνε ο Henry Miller στον «Κολοσσό του Μαρουσιού»: «Στην Ελλάδα δεν υπάρχουν αμυδρές σκιές». Είναι εκείνες οι ώρες που τα ανοίγματα πάνω στους τοίχους, αλλά και οι εσοχές μέσα στη μάζα του οικοδομήματος, φέρνουν στο νου μας τις σκοτεινές σπηλιές ή τις ρωγμές που βρίσκονται στα γκριζωπά βράχια του τόπου μας. Τα πέτρινα γυμνά τοπία που μας περιβάλλουν «ψιθυρίζουν» αρχέγονους κανόνες, υπαγορεύοντας το μέτρο κάθε νέου αρχιτεκτονήματος που από δω και στο εξής θα βρίσκεται εκτεθειμένο αμετάκλητα στο καθαρό και λαμπρό φως. Παρατηρήστε τι σημαντικό ρόλο επιτελούν σ' ένα κτήριο, μια στοά, ένα προστώο ή ένα στέγαστρο. Οι σκιερές περιοχές τους προσδίδουν δροσιά πάνω στις επιφάνειες που δέχονται ακατάπαυστα το ανελέητο φως του καλοκαιριού. Όπως ακριβώς είναι απαραίτητη και η σκιά που δημιουργείται ως σκούρο φόντο πίσω από τις Καρυάτιδες στο Ερεχθείο, για να αντιληφθούμε καθαρότερα την πλαστικότητα της μορφής τους, την ανάδειξη κάθε πτυχής του χιτώνα τους, έτσι όπως ξεπροβάλλουν από τη σκιά στο φως.

Αυτήν την αναγκαιότητα της σκιάς και του βάθους τόνιζαν άλλωστε τα σκούρα χρώματα (χοντροκόκκινα, κεραμιδιά) στους τοίχους που βρίσκονταν πίσω από τις στοές, όπως αυτό που πρόσεξε και απαθανάτισε ο Τσαρούχης στο μικρό σπίτι της οδού Ασωμάτων. Η μετάβαση από το απόλυτο φως του υπαίθρου στον σκιερό εσωτερικό χώρο απαιτεί την ύπαρξη ενός ενδιάμεσου ημιφωτισμένου χώρου, ώστε το πέρασμα να γίνει σταδιακά και όχι απότομα. Είναι απαραίτητος αυτός ο μεταβατικός χώρος προκειμένου να συνηθίσουν όχι μόνο τα μάτια, αλλά και ολόκληρο το σώμα μας στην έντονη αλλαγή. Είναι εκεί που συναντιούνται ο μέσα με τον έξω χώρο. Το κατώφλι της σκιάς στο φως.

Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι το φως δίνει την κλίμακα του χρόνου στο χώρο. Ο εσωτερικός χώρος, για παράδειγμα, αποκτά τελείως διαφορετικά ποιοτικά χαρακτηριστικά όταν το φως εισέρχεται από πάνω, από το πλάι ή από κάτω ή πάλι όταν διεισδύει από μια σχισμή ή ένα μεγάλο άνοιγμα. Στις εξωτερικές όψεις κατά τη διάρκεια της ημέρας οι τοίχοι είναι φωτεινοί, ενώ τα ανοίγματα και τα υαλοστάσια πάνω στις επιφάνειες είναι σκοτεινά και δύσκολα μπορείς να διακρίνεις το εσωτερικό του κτηρίου. Εκείνες τις ώρες ακυρώνεται η διαφάνεια των κρυστάλλων. Αντίθετα, καθώς πέφτει η νύχτα οι τοίχοι σιγά-σιγά γκριζάρουν και στο τέλος σκοτεινιάζουν εντελώς και χάνονται μέσα στο σκοτάδι, ενώ τα ανοίγματα τώρα φωτίζονται αποκαλύπτοντας στον περαστικό τον εσωτερικό χώρο, αφού η φωτεινή πηγή βρίσκεται μέσα στο κτήριο. Η αντιστροφή αυτή φωτός-σκιάς κατά τη διάρκεια της νύχτας αποτελεί σημαντική συνθετική συνιστώσα της αρχιτεκτονικής.

Η υφή των υλικών αλλά και τα χρώματα πρέπει να επιλέγονται με προσοχή, έτσι ώστε «η λάμψη τους να ξεθωριάζει με το πέρασμα του χρόνου» και πάνω τους να διακρίνεις «την πατίνα του χρόνου που με τόσους κόπους έχει εναποθέσει ο χρόνος»• αυτό πρέπει να έχουμε κατά νου, όπως σοφά μάς υποδείκνυε ο Ιάπωνας συγγραφέας Τανιζάκι στο βιβλίο του «Εγκώμιο της Σκιάς». Επιφάνειες στιλπνές και αστραφτερές μετατρέπονται εύκολα σε καθρέφτες που αντανακλούν έντονα τις ηλιακές ακτίνες, σε αντίθεση με τις πιο αδρές που τις απορροφούν διαχέοντας το φως. Είναι κάτι που αντιλαμβανόμαστε, όταν ατενίζουμε την πόλη από ψηλά και ανάλογα με την κίνηση του ήλιου πολλές επιφάνειες εκτεταμένων υαλοπετασμάτων ή ηλιακών συλλεκτών, η μία μετά την άλλη, λαμπυρίζουν έντονα και μας τυφλώνουν όσο μακριά κι αν βρίσκονται. Μετατρέπονται έτσι σε διαδοχικές στιγμιαίες εστίες φωτός που λειτουργούν σαν δυνατοί προβολείς κατά τη διάρκεια της ημέρας. Ένα χαρακτηριστικό που το γνωρίζουν ακόμη και τα μικρά παιδιά, στα νησιά για παράδειγμα, παίζοντας με καθρέφτες, σημαδεύουν από τα σπίτια τους, που βρίσκονται ψηλά στο βουνό, ως καλωσόρισμα το πλοίο που καταφτάνει μετά το πολύωρο ταξίδι στο λιμάνι.

Αλλά και μέσα στο σώμα της πόλης οι μεγάλες τζαμαρίες ανακλούν ενοχλητικά το φως του ήλιου πάνω στα γειτονικά κτήρια αλλοιώνοντας σε μεγάλο βαθμό το μικροκλίμα της περιοχής. Περπατάς αμέριμνος σ' ένα σκιερό δρομάκι και ξαφνικά δέχεσαι στα καλά καθούμενα από την απέναντι τζαμαρία στα μάτια σου το εκτυφλωτικό φως. Και είναι τότε σαν να αλλάζεις απότομα προσανατολισμό και να στρέφεσαι προς τον ήλιο, ενώ προφανώς το σώμα σου δεν άλλαξε διόλου κατεύθυνση. Κι όμως το γεγονός αυτό πολύ συχνά το υποβαθμίζουμε ή το «λησμονούμε» εμείς οι αρχιτέκτονες, λες και αγνοούμε ότι κάθε μας έργο έχει μεγάλη επίπτωση τόσο στα κτήρια που προϋπήρχαν όσο και σ' αυτά που πρόκειται να υπάρξουν στο μέλλον και κυρίως ότι στέκεται κάτω από ένα τέτοιο φως!

Ένα φως που από ευλογία μπορεί εύκολα να μετατραπεί -αν το αγνοήσουμε- σε μέγα δυνάστη. Πρέπει να «ισορροπήσει» λοιπόν το αρχιτεκτόνημα ανάμεσα σε σκιερές και φωτεινές περιοχές γνωρίζοντας ότι η μία είναι συμπλήρωμα της άλλης, αφού είναι αδύνατον να συνθέσεις χωρίς το φως, αλλά και έξω από τα όρια που αυτό σου καθορίζει για να κινηθείς. Ας μη ξεχνάμε λοιπόν τα λόγια του Οδυσσέα Ελύτη: «Σιγά-σιγά, μες στο κατακαλόκαιρο, το φως αφανίζει την Ελλάδα. Χωνεύει τα νησιά, εξουδετερώνει τις θάλασσες, αχρηστεύει τους ουρανούς. Άφαντα όλα... Η αντίσταση σ' ένα τέτοιο φως. να ποιο είναι το βαθύτερο νόημα της ελληνικής αρχιτεκτονικής».

 

του Τάση Παπαϊωάννου
Με την ευγενική παραχώρηση του συγγραφέα.

 

Share |

Σχετικές Δημοσιεύσεις:

 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital