ΜΟΝΙΜΕΣ ΣΤΗΛΕΣ

ΓΑΙΑΣ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ

19 Μάιος, 2011

Ο φονεύς της μητρός σου

Η περπατησιά στον οστεώδη, φοβερικό τόπο, σε κάμει ασύλληπτα μικρό.

Του Αντώνιου Β. Καπετάνιου


Η περπατησιά στον οστεώδη, φοβερικό τόπο, σε κάμει ασύλληπτα μικρό. Συρρικνώνεσαι μπρος στο μέγεθος του κακού, μικρός τοσοδούλης γίνεσαι, γιατί τρομαχτικά μεγάλο είναι!.. Ξαφνισμένος για τούτο, μισερός και μισόπνοος, μετράς το σάλεμά σου στην αραδαριά της χάσης, χαμένος στο άπειρό της. Δεν ημπορείς παρά από ταραχή να περιβληθείς για το δρακόντεμα που συνετελέσθη, για το συντριμμό που εγίνη, και που, κλονισμένος ο τόπος, φοβερικά το δείχνει. Ξεχειλιστή η χάση σού απλώνεται και εσύ, ξωμερίτης κι απόκαμος, φερμένος από τα χαύνα, από τα δουλικά της ζήσης, πάγεις στον αυτότελο κόσμο της χάλασης, τον έρμο, το βιβλικό για το παίδεμά του.

 

kapetanios.2011.05.01.jpg 
Φωτ.: Οδοιπορία στον τόπο της καταστροφής (από το film ≪The Road≫, 2009 / Cormac Mcarthy)

 

Ποιος είσαι και που άγεις; Ποια ιδέα, ποια θέληση σ' έφερε εδώ; Μην ως νέος ξεθεμελιωτής, ως νέος πονητής έρχεσαι; Μην ως Βάραγγος, ως Σπαθάρης (ξανα)εισβάλ λεις στον κατάσαρκο τόπο; Μην πάλε ως Κράλης αποζητάς το βασίλειό σου; Όποιος τέτοιος είσαι, ξένος είσαι, βάρβαρος, που δε σε θέλει ο τόπος ο στερνός -σφαληχτάει για σένα. Τα πολέμιά του στοιχεία θα σε παλέψουν, σύμπαθα δε θα σου σταθούν. όπως κάποτε, που χλωρή ήτο η βλάστη κι ερωτοδέσποινά σου. Αν όμως απάντεχος είσαι, αποκριτής κι ορμηνευτής, δουλευτής και μηνυτής, ...τότε άκου, αφουγκράσου της γης το ρόγχο, του τόπου τ' αχητό, και γίνε ορθωτής, γίνε σύντονος του ρίγους της ζωής.

Ποιος τον τόπο κατήντησε έτσι; Ποιος λογγάρης θεριστής τον ξεθέρισε; Ποιος αυθέντης μαγαριστής τον εμαύλισε; Ποιος;... Συ άνθρωπε: ο κυνηγητής, ο θηρευτής, ο φαύλος. Με το απελατίκι και το δρεπάνι σου τον τάραξες συθέμελα, τον εστείρωσες, τον αμαύρωσες, κάνοντάς τον τη Θούλη του κόσμου σου, οπού -ακάτεχος θαρρείς- αναζητάς τα ριζιμιά σου. ή μήπως τους βωμούς σου; Ιδέσε: συ ο σιδηρός διαγουμιστής, συ ο αμαρτωλός, συ ο Αλάριχος. Δεν  αναγνωρίζεις σε;...

Και τώρα να, προσκυνητής ίσως, ή βοσκάρης, ή ξαγοραυτής, ματαγυρίζεις στον τόπο που απέρριψες, αναζητώντας τι; Μήπως το κάλλος το αλλοτινό; Μήπως τη χλώρη της φαντασιάς σου; Μήπως το πύκνος το φυσικό; Μήπως, άλλως, το ριζό, το άρχον; Ή μήπως, τέλος, έχεις σκοπό ν' απολήψεις το λυχνιτάρι που δε γεύτηκες; Μη σαν ιερόσυλος, θησαυριστής, ματαέρχεσαι; Ποιος ο πορισμός σου εδώ;

Καλόγνωμος αν είσαι, οφείλεις να μερώσεις. Όχι με θρασά να σταθείς της έρμης γης. Όχι τη χήτη της να κτενώσεις. Όχι το χαμαιλιό της να μαζώξεις. Όχι ν' οργανίσεις το παρόν της. Μην την κεντρώσεις, θα ταραχθεί. Να μετεωριστείς πρέπει στο απέραντό της, να μεριάσεις στο ξέχυμά της, να πλευρώσεις αναμεριά της, γιατί σκεφτική και στοχαστική είναι. Καχύποπτη με τους ανθρώπους κι υπονοητική. Γιγάντισσα για τούτο κι ανήμερη. Ν' ακροπατήσεις το λοιπόν, νυχά να πάγεις, κατάνακρά της να σταθείς, αν θέλεις να σε στέρξει, ως νεοττό να σε δεχτεί. Να τη σεβαστείς πρέπει για τον πόνο της, για το μέγιστο κακό που της πρόσφερες: την κοιλιαρφανία. Διότι, το άχθος της γυναίκας-μάνας, να μη μπορεί να γεννά, είναι πολύ βαρύ, ασήκωτο για να γενεί συγγνωστό. Άφησέ την λοιπόν να θεηθεί, Παναγιά να γένει και να λευτερωθεί, σπόρο να φέρει δοξαστή.

Να κρατηθείς και μη θεριέψεις. Μη κάμεις τα γνώριμά σου, τα θαρρετά. Μη γυρέψεις ανάφτρα πηγή στον τόπο οπού αμάρτησες. Μη γυρέψεις απόλαψη στο σπερνό, μη χάρη στο ξερό. Μέρεψε, συλλογίσου τη συφορά, στάσου ευλαβικά, προσκυνητά στην αγία, τη μαρτύρισσα κυρά, ασπάσου την ερμομάνα κι απάντεχε. όπως κι αυτή απαντέχει στα δεινά που της προξένησες. Δέξου το φευγιό της, δες το αυτότελό της και σύντρεχέ την στο παράμερό της. Εκείθε αναβλεμμένη, ευημερική γίνεται, θεογονική. Το θέλει αυτό, για να φυτρωθεί, να κορφωθεί, να λογγώσει. Μη για τούτο στους κριτάδες προστρέξεις, μην ορμήνειες γυρέψεις και ξήγησες βαριές. Με ποίηση λόγισε τη γη και πίστη θρησκευτική. Μην, το λοιπόν, την ηρώϊσσα κυρά ιδείς λοξά και πάλε την αδικήσεις. Μην την ΄μποδίσεις στο ξόρισμά της και μην την ξορκίσεις. Πορέψου υποταχτικά στο σκοπό της και δέξου ανεξήγητα κι ανυπόκριτα τον προορισμό της.

Ο απάτητος κάποτε, λόγω της θαλερότητάς του τόπος, γίνηκε απάτητος σήμερα εξαιτίας της στέρησής του. Μόνον αριοί ξερόθαμνοι, σκόρπιοι και γυρτοί, στέκονται με κόπο, γαντζωμένοι στις στενές σχισμές των βράχων, κει που μπόρεσε η τολμηρή ρίζα να χωρήσει και να κρατηθεί. Κι αυτοί όμως, αντίς ανάσα να φέρνουν, αντίς πνοή κι ελπίδα να σκορπούν, πιότερο φρικώδη και σκοτεινό κάμουν τον τόπο, αφού φοβέρα χάσκουν. Τίποτα πια, τίποτα λες δε στέκεται ικανό, τον τόπο τούτο να τον σηκώσει. Όλα μοιάζουν να στήθηκαν για ν' απωθούν και να διώχνουν, όλα μοιάζουν απάνθρωπα, της κόλασης πράματα, βαρβαρικά, δικά σου!.. Το θέλουν να διώχνουν, κράζοντάς σε για το κακό που έκαμες, για το σάλεμα που έφερες. Το θέλουν να διώχνουν, για να κρατηθούν!..

 

kapetanios.2011.05.02.jpg 
Φωτ.: Κόλαση...

 

Μα συ αντίθωρος, με αχητό νοείς να πάγεις ξακρίζοντας. Σχίζεσαι γι' αυτό στην αγκαθιά την ΄κδικητική. αίμα μαύρο, παχύ, του βωμού σε ρέει. Δεν απέφυγες το ξέσκισμα του αιχμηρού φυτού σαν το μονοπάτι πήρες το αχνό, που σβήστηκε όταν το δάσος γίνηκε καπνός -σάμπως μαζί του να το πήρε!.. Σκυφτός βαδίζοντας, νόμισες τη στράτα σου βατή. Βέβαιο έβλεπες το περπάτημά σου στη ρωμιά γη, σίγουρος ο πορισμός σου εκεί. Ουχί με μίτους, μήτε με σημαδιές και γνέφια πήγαινες. Παρά με τη σιγουριά σου. Έλεγες πως ήξερες τη γη. Μα, αλοιά σου, τα ίχνη σου ατύπωτα, βουβά, το βήμα σου χαμένο στην αγριότη, αξείκαστο στο τραχύ ξερόχωμα, λες και δε σ' ένοιωθε. Τα χνάρια σβιόταν ευθύς, με σβύστρα πικρή, ιστορική. Η χαμνή βλάστη, αγρία σε ξέσκιε. Και..., χανόσουν στο γύρω σου, πίσω σου άγνωρη άφηνες τη ζωή. Στο ξάγναντο τ' απατηλό, στης ερμοσύνης τ' άπειρο, στο μάκρεμα τ' ολόβαθο, το στοιχειωμένο με ≪βαρβαρικά≫ της άμυνας φυτά, γινόσουν μικρότερος, ασήμαντος, στο τέλος δεν υπήρχες!.. Διαπορητικός για την τόση σπατάλη του απέραντου, για το ξέχειλο αγνάντεμα του ορίζοντα, που σ' έσβιε ωσάν καταποτήρας, θλιβόσουν για τ' αμάρτημά σου, όταν ξεθεμελιωτής με τα σεφέρια σου έκαμες απόσκεπο τον τόπο και τον απέδωσες γυμνό και συλημένο. Γύρεψες τείχη της φύσης, στενορύμμια κι όρια, δεντρά και λογγάρια, ποταμούς και στάλια, παραλλάσματα και μυριοθωριές, για να υπάρξεις. Όχι άλλο σκοτίδι, όχι κακιά ομοιότη, όχι βυθή απεραντοσύνη, όχι άπειρο: με τούτα αναστέναξες, αλλά εις μάτην. τίποτα από τα τόσα που θέλησες δε μπόραγαν εδώ σου να σου στέρξουν...

Στο δρόμο σου, ζώο αδύναμο, μικρό. Ζώο του μυρικασμού, του θηλασμού, της γνέψης. Φοβισμένο, ακάτεχο, δοτό. Κάπου, πολύ κοντά σου βρίσκεται κρυμμένο, σ' υποπτεύεται, σε παρακολουθεί. Πίσω από το βράχο ίσως, κάτω από τη σκιά σου, ποιος ξέρει, που; Αποκαρώνεται στο φόβο, ακινητεί. Και στέκει μυστικά, για να μη στην άλυσό σου πιαστεί. Αλί, πόσο εφόβισες τη γη!.. Τόσο, που και ο άρνος ο ήμερος, ο γαληνός, δε σε ΄μπιστεύεται, λακίζει. Δεν αρκεί η πρόθεση η ταπεινή για να σε δεχτεί. Ανοίκειος έγινες, βοριανός, γι' αυτό κι άπεφτη στις χάρητές του στέκεται η γη και φεύγει μακρυά σου. Αλοίμονε, βαρβάρισες τον τόπο, τον πόνεσες. γιατί; Εστοίχειωσες την πλάση, την έκαμες μοιρόγραφτη, απόπνεη, χέρσα και στερνή. Γι' αυτό, πικρή η γη, σε σταίνει, σε δοκιμάζει, δε σου δίνεται, σκυρτά... Στην Άρνα τη σκοτεινή, τι κι αν βουνότρεχος πεζολάτης διανοείς!.. Τι κι αν καλείς την πλάση να σου σταθεί!.. Κάτω κει, δεν ημπορείς να γένεις σπουδαστής, δεν ημπορείς νιος νάσαι ξαναγυριστής. Ριζοφυτέψου μόνο, για να φυτρώσεις λυτρωτής. Βλαστός να γένεις, του πάνω κόσμου ορθωτής.

Με τα στοιχεία της η φύση σού μιλά: με τον πυρό (γ)ήλιο, με τη χάλκινη βροχή, με το γδάρτη άνεμο, με το δόριο χιόνι, με τη βολιά χάλαζα, με τα φυσικά όλα τα υπέρτερα. Αυτά, στοιχειά γίνονται, ξωθιές και σε συνταράζουν, σε φοβούν. Γυρεύεις κρύπτη, σκιά -έστω αστενική-, μπόδεμα ολοτρύγηρο, σκέπη οργανική, λιμάνι ν' απαγκιώσεις, αλλά αλοίμονο, τίποτα δε βρίσκεται στέρεο να σε προστρέξει, τίποτα ενάντιο στο χαλασμό. Γδικιωμός το σάλεμα, σαϊτιές τ' ολόχυτα της πλάσης και σε τρυπούν, το φυσικό απάντεχο σε κατατρέχει. Το ουαί! της φύσης, αιφνίδιο, βαρειό, φοβερικό. Κρασμένος και περιαλγής, γυμνός και συντριμμένος, με την αμαρτία σου λιθάρι που σε βαρεί, γίνεσαι ο σαλός της πλάσης, ο φρενόβλαβος, ο παρμένος που σκιάζεται κι αντιχτυπιέται, ρυάζεται και ρεύεται στην αιρετική γη. Στη μόρα σου, ωϊμένος βιβλικός, δεντροχτυπιέσαι, ξεσκίζεσαι, κακοχτυπιέσαι, σε λοής αβανιές ρίχνεσαι. της μπέρδεψής σου, της ανατάραξής σου ο παθός. Κεντιά σου το ΄παναστάτημα της γης, εφιάλτης το δοκίμασμά σου για τον ξυπνημό, για να πάρεις στάλι από τον ιχώρ της πλάσης, μεταλαβιά σου να το κάμεις. Φρόνιμος από τούτα να φανείς, δαμασμένος και σοφός. Ουχί ροζωτός -εν σαρίδι που σκορπεί-, παρά ριζωτός, εν όρθωμα δυναμερό. Ταράξου, συγκλονίσου, ξεσκλαβώσου από τις άρνησες και τις κατοχές, και πάρε κάμα, θύμο κι αστραψιά.       

Οι ημιθανείς ξερόθαμνοι ολόγυρά σου -χλωμοί, μουμιασμένοι θαρρείς, μα βασταγεροί- προορίστηκαν να κουβαλούν το σταυρό της άλωσης. μικροί Χριστοί με το βάρος σου πάνω τους. Τούτοι, ανάχθηκαν σε σύμβολο του μπορετού, του (άνισου;) αγώνα της φύσης ενάντια στο χαμό της. Μνήσκουν ως αντιθωριά, ως αντιστήλι στο χαλασμό, κι αποτελούν το θάρρεμα στο υστερνό, στο κατάνακρο, στο μισερό. Σε αυτούς τους λίγνους η ποριά της ζωής, σε αυτούς η έλπιση. Ω τι χερουβικά φερτό, τι προνιά σοφή, η φύτρα η άβλεπη, η αξέταστη, η έρμη, η χαμένη στα σχισίματα της γης, νάν' η απάντεχη, η ξαφνίζουσα, η ανθόβολη, που αποκοτεί και στέκει στο βροντό, κι υψώνεται ολύμπια, γαληνή, ακράταγη, αποτελώντας την υδρία της ζωής και το κάλεσμα της φύσης!.. 

Μην την ταράξεις ελεεινέ στον προκαμό της, όταν τον πορόλογγο διαβείς. Και μη γενείς σαϊττευτής για το φέρσιμό της. Δράμε, μέριασε, διπλώσου, για να μη στον αγκαθερό θαμνό γδαρθείς, και μην πεισμώσεις αν από το κλαδί του φραχτείς, γιατί δύσπιστος είναι με τους χιμαιρικούς και προνοητικός με τους υπονοητικούς, με τους λογοθέτες και τους οργανιστικούς. έμαθε να μη ΄μπιστεύεται, μόνο να παλεύει για να στέργει. Τα διατικά, τα υστερνά, τ' αρμονιστικά, πολύ δε περισσότερο τα ΄ξουσιαστικά, τα προγραφτά, τα στοιχισμένα, σημαίνουν γι' αυτόν χαλαγή, σημαίνουν (νέα) απειλή, σημαίνουν άμυνα στον απροσδιόριστο εχθρό: έτσι έμαθε να λειτουργεί, δύσπιστα προς εσέ, για νάχει ζωή!

 

kapetanios.2011.05.03.jpg 
Φωτ.: Γη σκοτεινή...

 

Μα αν τούτο το μπόδιο παραϊδείς, μη θαρρευτείς. Άλλο φοβερότερο παραστέκει: Την πέτρα, την πέτρα τη σκληρή, την αυχμηρή, να φοβηθείς. Πατώντας την σε πονά, σε ματώνει. Πύρος το κάμα της στο (γ)ηλιό και σε φλογώνει. Τράχος το σώμα της και σε γρικώνει. Αυτήν πρώτα να σκεφτείς όταν το κακοτόπι διαβείς. Αυτή να λογιάσεις στο πεζοπόρημά σου και μη θαρευτείς. Μην παραβλέψεις  το αναπάντεχό της. Αν απρόσεκτα σταθείς, θα νιώσεις την αιχμή της να σε ξεσκά, να σε τρυπά με δόρυ: μια μαχαιριά που στην καρδιά φτάνει -πόνος οξύς, διαπεραστικός. Είναι θαρρείς η ύστατη άμυνα της γης στη συφορά της, η λίθινη 'κδίκησή της, το δικό της σαρκάζον «χαίρε» στον κατακτητή: τον άνθρωπο!..

Η πέτρα, το θέλει να σε ξεγελά. Το θέλει να σε παίζει, να σε κατατρέχει. Είσαι το μπαίγνιό της στο ξόδεμά της. Ιδές την: Στον ήλιο λάμπει, σκορπά φως, ακτινοβολεί. Λίθος πολύτιμος λες, ηλίβατος σμάραγδος. Τη βλέπεις ως κόσμημα, ως αγαθό. Οδηγήτρα, καταλύτρα στον πορισμό σου. Τη νοιώθεις δρομί, εν λιθοτόπι στο περιπλάνημά σου. Μα σύντομα διαπιστώνεις ότι το απόσκεπο ξερολίθαρο είναι πέτρια πλάνη, ιλαστήριος θυσία, οπού, ως Προμηθέας κατατρέχεσαι στις αιχμές του, ξεσκίζεσαι στα δόρια του, ανελεήμων κι απόζωος. Η λάμψη του σε πονεί, η πύρωσή του μεγάλη.

Και στον παραδαρμό σου, παραμύθι δωρικό λες η θυσία σου, όταν της ψυχής σου κατατόπι γίνεται, το κακοτόπι που μοιρόγραψες. Στον ακρόκοσμό σου, στου μύθου σου τον αποκαμό, σα φυλαχτό θέλεις την πέτρα, σα λογάρι για να πλουτιστείς. Ο γήλιος την αστράφτει και το άστρο της ΄κολουθείς στ' αφόρμισμά σου. Πάγεις ολόστρατα, κατά τη γη, θεριεμένος από την έλξη της, γυρεύοντας προορισμό. Πάγεις πεζομάχος για τη φωτοπηγή, παλεύοντας με τους αρμάτους της, με τους πλόκαμους της. Πάγεις για ν' αναφανείς, για να υπάρξεις, αναζητώντας τι; Τα γκόλφια, τα θέμελα...

Κει, μιαν αποκάλυψη, γέννηση θεού: στα φάσγανα του βράχου, ένας σπόρος -σβώλος ζωής, σωσμένος από τη φάγοσσα χαλαγή. Σπόρος δυνατός, φυτού σκληρού, που δε θ' αποφύγει να παλέψει, να συγκρουστεί, μέχρις να κραταιωθεί. Ένα φύσημα τούτο για ζωή, για ξανάφερμα της χλώρης της αλλοτινής. Που πρέπει να φυλαχτεί, ως στερνή προσμονή. Φυλαχτάρι της γης, ο θησαυρός που στο παράμυθό σου αναζητάς. Ω, πράξη γεννήτρα, καταλύτρα, αυγινή -πράξη της γης! Αν την αιστανθείς, θα τη ζήσεις και θα ωραιωθείς να καλλουργήσεις στον Όλυμπο του ημερινού. κει οπού μερώνει η ζωή και γαλήνια η ψυχή πάγει. Άλλως, ο εφιάλτης θα φέρει ξυπνημό στου κοσμικού τη λήθη, και ο χαύνος, αιώνια θα νυστά και θα φυλακώνει... Και το παραμύθι, κάπως έτσι λυπηρά θα τελειώνει: κει στα βάθη της ψυχής σου θ' αποσώνεται...

Μα και πάλε, φοβερότερο της πέτρας, του ζώου το κακό. Άγριο στη μονιά του, με δόντια απειλητικά θα σου φανεί, για να το σκεφτείς, για να το ΄πολογήσεις, π' αλόγιαστο εσύρθη και πονεί. Δε θα σου κρυφτεί όπως παλιά, π' εμπιστοσύνη σούχε, δε θα σ' αποφύγει κρυμμένο στο λόγγο, στα θαμνά. γιατί τού τα στέρησες, του τα πήρες όταν κακόπραγος έφερες το χαλασμό. Η μονιά του, έρμη κι απόσκεπη κι αυτή. Αγρίμι παρατήρητο, άκρυφτο, δεν ημπορεί να λουφάξει, να μερώσει, να κοντοσταθεί. Αγριεύεται γι' αυτό, στο ξάγναντο θυμώνει, γιατί ειδωμένο και δοσμένο αιστάνεται. Θα σ' απειλήσει το λοιπόν, θα σε γρυλίσει, για να τρομάξεις, για να ταραχτείς και να λοξέψεις. Μην το υποτιμήσεις, λιόντας γίνεται, πάρδος, όταν το ξόδι το φαγώνει, όταν ο σαστισμός το θολώνει. 

Παράμερα, αστραψιά το σούρσιμο της οχέντρας. Αιστάνεσαι το θυμό στο τίναγμά της, που απειλή γίνεται σα σταθεί για να σε ≪ζυγίσει≫, χαρόντισσα θαρρείς. Δεν τη βλέπεις, μα τη νοιώθεις, χωρίς ανάσα να σε μάχεται, με τον αφουγκρασμό της, με τ' αδιόρατο χτυπόκαρδό της. Η απειλή πνίγει τον αγέρα, τον ποτίζει με το δηλητήριο του σερπετού, που κρατιέται με κόπο στο στόμα, και σε βογγίζει για την τόσην καταχθόνια. Ένα δεντρί τώρα νάχες, για να προστατευτείς, μια φυλλωσιά να προστρέξεις, ένα κλαδί να κρατηθείς, μια βέργα να παλέψεις, μια φωλιά να κρυφτείς. Μάταια όμως όλα, ρημάδια παντού, τίποτα όρθιο, τίποτα βαστούμενο, τίποτα ικανό να σου σταθεί. Γι' αυτό άμε, τρέξε μακρυά από τον όλεθρό σου, που ταράζει τ' άγρια της φύσης και τα κάμει δαιμόνους. Αμέρωτα στο χαμό και μανιωμένα στη χάση, σ' αποδιώχνουν, εσέ τον ασεβή, που έρμα τα ΄καμες.

Ψηλά, αϊτός κυνηγητής σκιάζει σε, με ίσκιο πελώριο, γιγαντικό, απειλητικό, που το γήλιο κρύβει. γέρμα εκλεχτικό. Το βασίλεμά του, τάφος ομοιάζει, σούρουπο ζωής. Ασβολωμένη η θωριά σου λόγου του, ξοδεύεται να παραδέρνει χαμοσυρτή στο γδικιωμό, για να μη, στον τάφο ριχτεί και λιθώσει. Δίκη θεού, μια κλήρα, του ψήλου ο κατατρεμός, η καταδίκη σου νάσαι Προμηθέας και να παλεύεις με τα πτηνά τ' ουρανού, λυσωδεμένος στα έργα σου.

Όρνιο σε οσμίζεται, μαύρη συνοδειά ξοδευτική, κράζει σε οργητά. Αισθάνεται το ρόχθο της πληγωμένης γης κι οσφραίνεται το θανατικό. Έχει μερτικό στο κουφάρι, γι' αυτό και μελετημένα μαυροπετά και φοβερικά στέκει. Ανήμερο, με ταραχή, σε αιστάνεται τροφή νεκρική. Ο θάνατος τού συνεπαίρνει το μυαλό, γιατί εστράγγισε η φύση και λάθεψε η ζωή. Στ' ανάκρασμά του, στο σβραχνό κράξιμό του λυγιέσαι, γιατί σάμπως ν' υποπτεύεσαι ότι προσφερτός γίνεσαι. Θύμα του είσαι, συ ο κάποτε ατάραχος θύτης, κι έλεος από τα θύματά σου ζητάς, των πράξεών σου γίνεσαι μολογητής και φερτός του πόνου. Στο δράμα σου, στο άγος σου, τ' όρνιο νείρεται πλούσια τροφή, βρίθος νεκρικό, μα, αλλοιά του, μούμιος κόσμος τ' αποκαλύπτεται, σκέβρωμα ολακρινό κι αλαλιάζεται!.. -ούτε ως Προμηθέας μάρτυς τελικά, δεν ημπορείς να στέκεις...

 

kapetanios.2011.05.04.jpg 
Φωτ.: Ο ≪Προμηθέας≫ άνθρωπος (Henry Fuseli, Prometheus 1770-1771, Pen and ink on paper 150 x 222 mm, Lent by the Kunstmuseum Basel, Kupferstichkabinett)

 

Πιο κείθε, φρικώδης φαντάζει ο γκρεμνός. Μπρος σου ξεχύνεται, κατάβαθος, σκοτεινός, χωρίς τέλος, εωσφορικός. Μιαν απειλή το βάθος του, το χάος του τρομαχτικό. Στο χάσμα του θαρρείς, η ψυχή της γης. Κει το Ζάλογγο, η Θούλη σου εκεί; Ή μήπως το χάσμα που πρέπει να μετρήσεις, για να φιλιώσεις με τη ζωή; Συ αποφασίζεις: ΄ξετάζεις, λογιέσαι και μέλλεσαι, σοφισμένος ή μοιρόγραφτος. Φρονίζεις και προνοείς ή αφορίζεις και πετρώνεσαι. Κάμεις φυτιά ή δίνεις σπαθιά. Φτιάχνεις κρουνούς και δημοσιές ή στήνεις μονιές και πύργους απόρθητους! Γίνεσαι πορτοφύλακας ή αγρίος κρουσάρης. Συ κρίνεις, αν καταποτήρας γενεί η ζωή, ρουφήχτρα και σε βύθη σε σβήσει νεκρικά. Ή αν από τα βάλτα της -τα δικά σου χάη- αναστάσιμος φανείς, ξαναδωσμένος κι υπερούσιος, αντίμαχος του κακού σου, προορισμένος να δίνεις ποιότη, λευκότη, απλότη, νιότη, ποίηση, ψυχή.

Το νόημα της απελπισιάς γύρω σου, είναι η αποκάλυψη της αντάρας σου. Και ο βασανισμός σου στα μπόδια της γης, είναι το παίδεμά σου στο θυσιασμό που προξένησες. Ξόδεψες τη γη και τώρα ξοδεύεσαι να την έχεις. Μα τούτο για νάναι δυνατό, πρέπει να τη νοιώσεις, σύντυχός της να γένεις και παραστάτης της. Για να σε δεχτεί, πρέπει να σε ΄μπιστεύεται, και τούτο θέλει κόπο από μέρους σου για να τ' αποδείξεις. Πρέπει να κερδίσεις τον κόσμο σου, τη ζωή σου π' απόδιωξες. Πρέπει να σπουδαχτείς φυσικά, θέμελα, οργανικά, για να κατέχεις τη γνώση του ≪φυλάγειν≫ και του ≪προχωρείν≫. Η αποκάλυψη ολόγυρά σου, είναι ο κόσμος σου, που δεν είναι μεφιστοφελής, δεν είναι τιτανικός, είναι έργο ανθρώπινο, δικό σου. είν' η κόλασή σου! Στοχάσου λοιπόν για το κακό σου και δες τη στάση της φύσης, ουχί σαν αντιμαχία, αλλά ως άμυνα, ως εποπτεία και φυλαγή για τον ερχομό σου. Η ιεροσυλία που διέπραξες, δεν απαιτεί τιμωρία -εξάλλου η φύση, ως αγνή παρθένα, ποτέ δε θα ήτο τιμωρός-, δε θέλει αλυσωμένους σε ειρκτές καταδίκους, δε θέλει ταπεινωμένους ελεεινούς. Θέλει ήρωες να πολεμούν το κακό τους, θέλει ισόθεους δημιουργούς, θέλει γροικωμένους και σύψυχους, να πράττουν άθλους ενάντια στον αφανιστή εαυτό τους. Θέλει ανθρώπους που να νοιώθουν άνθρωποι και να ενεργούν ανθρωπινά! Αποκάλυψη συνεπώς είν' ο εαυτός σου, που αν φρόνιμα ειδωθεί θα φέρει συντάραξη, θα φέρει λογισμό, για την πορεία προς την κάθαρση, καθώς καθαρά θα  σκεφτείς τη ζωή.   

Φύση λέγουν οι μέσα μας σοφοί, είν' η ψυχή που μιλεί. Η ψυχή του όντος, του δημιουργήματος, της ύλης. Είναι το διαλάληλα της γης, εν ποίημα, μια προσευκή. Μ' όλα της σού λογάει, σε καλεί: με τ' αγέρι που βλογάει τη ζωή, με το σταλοβόλι που σταλάει στην πηγή, με το ρυονέρι π' αρμονίζει στη σιωπή, με του ζώου τη χερουβική φωνή, με τ' αχνογέλιο που σκορπάει από τ' ανθόβολο κλαδί, με τη σιγή που πνέει κι αντιχτυπιέται ρυθμική, μ' όλα της πλάσης τα θέμελα, τα ευεργετικά. Αψηλότερά σου στέκει, σε στέργει, σε κινεί. Μήτρια αγάπη, φροντίδα στοργική. Μάνα αγία, η ΄κλησούλα γη.

 

kapetanios.2011.05.05.jpg 
Φωτ.: Στην αγκαλιά της μάνας φύσης...

 

Και συ ιερόσυλε, μαύρε Σπαθάρη, τάφο την έκαμες, φυλακή... Της μάνας έγινες φονέας, της γης ξεθεμελιωτής. Μητροκτόνος αγρίος, αφανιστής. Που έγνοια σου ήταν η χάση, η έλκυα χαλασιά. Και σα στο σύντριμμά σου φαγώθεις, ήρθες αθώος να φανείς. Και γύρεψες αγάπη στο ρημοκλήσι της ψυχής. Κι ήβρες τη μάνα κείθε να στέκει, τη μάνα γη. Πάντα αγία, αυτή θυσία, για τη ζωή. Να παραστέκει, και να σου δίνει σπουδή, ελπίδα και προσμονή...

 

Share |

Σχετικές Δημοσιεύσεις:

 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital