ΜΟΝΙΜΕΣ ΣΤΗΛΕΣ

ΓΑΙΑΣ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ

Πορτοφύλακες

10 Αύγουστος, 2011

Πορτοφύλακες

Η αξία του να φυλάγεις πύλες...

Του Αντώνιου Β. Καπετάνιου


Υπάρχουν γεγονότα που φορές δείχνουν δρόμους. Που σε πεισμώνουν, ακριβώς γιατί δυσανασχετείς ή θυμώνεις με το γενόμενο. Που μια δάγκα σου δίνουν, εν σάλπισμα σου στέλνουν, διότι βαρύπνοος της ζωής έγινες κι ακάτεχος των ορμών και των συναισθημάτων σου. Ψυχοδύναμη παίρνεις από το νόημά τους κι εννοείς την πράξη συνταφτιστή του έργου σου, ιδική σου. Πόρτες βλέπεις του σκοπού, τις ανοίγεις κι ολόγιομος με τιμή, τις φυλάττεις. Πορτοφύλακας γένεσαι του σκοπού, και τον κόσμο σου προστατεύεις από την κρυερά φρικίαση και τη δούλωσή του. Στους τέτοιους της γης πορτοφύλακες αναφέρεται το γεγονός που παρατίθεται, ειδωμένο όχι από τη σκοπιά του τακτικού κι ≪ευλαβητικού≫ ανθρώπου, του πρόθυμου στην ταγή, που κατέχει όπως κατέχεται, αλλά από τη σκοπιά του Άναρχου, που τη φρένα του αλιβάνιστη θέλει και πύλες κρατά για να φυλά τούτο το αγαθό!..   

Το γεγονός
(Το επεισόδιο του Λυκαβηττού)

«(...) Γιατί βρέθηκ' ένας μόνος στρατιώτης κακομοίρης,
άθλιος, καθώς τον είπαν, ίσως και φρουρός του νόμου,
και του φάνηκε πως πρέπει εν ανάγκη και ξιφήρης
να σταθεί να εμποδίσει στην διάβασιν του δρόμου,
γιατί τόλμησε ακόμη, δίχως διόλου να τον ξέρει,                    
και στον Νίκολσον τον Άγγλον δυο σβερκιαίς να καταφέρει»

(«Λίγοι στίχοι με μανία, στη Μεγάλη Βρεττανία», Γιώργος Σουρής, από το «Ρωμηό», φύλλο 51, 12/1/1885)


Ήταν Γενάρης του 1885 στην Αθήνα -για την ακρίβεια, η 4η αυτού του μήνα, κατά το παλιό ημερολόγιο. Λίγο καιρό πριν, είχε αναδασωθεί έκταση 18 στρεμμάτων στη θέση «Πευκάκια» του Λυκαβηττού και η φύλαξή της ανετέθη στον χωροφύλακα Λουκά Καλπούζο. Πρέπει να επισημάνουμε ότι με το νόμο ΧΙΓ΄ του 1877, καθηκόντα αστυνόμευσης του δασικού χώρου είχε αναλάβει η χωροφυλακή -ορίσθηκαν δε 190 χωροφύλακες να φυλάγουν τα δάση της χώρας (ένας εξ αυτών -για το Λυκαβηττό-, ήταν ο Καλπούζος), οι οποίοι αμοίβονταν με μηνιαία επιχορήγηση 10 δραχμών (άρθρα 1, 10 και 12 του παραπάνω νόμου). Κατά τα οριζόμενα στις δασικές διατάξεις, η φυτεμένη δασική έκταση τύχαινε ηυξημένης προστασίας κι απαγορεύονταν οποιαδήποτε δραστηριότητα σε συτήν -ακόμη και της διέλευσης-, ούτως ώστε να δημιουργηθεί το επιδιωχθέν δάσος. Αυτό συνέβαινε και στην περίπτωσή μας.

 

news/kapetanios.2011.07.01.jpg
Φωτ.: Ο Λυκαβηττός ως βοσκότοπος στα μέσα του 19ου αιώνα (λεπτομέρεια από επιστολικό δελτάριο)

 

Ο Καλπούζος φύλαγε τη φυτεμένη έκταση στο Λυκαβηττό, αφού πέραν της αμέλειας που επιδείκνυαν για την προστασία των φυτών οι περιπατητές της -και λόγω άγνοιας βεβαίως, για την ουσία του εγχειρήματος, δεδομένου ότι αυτό συντελούνταν για πρώτη φορά στην Ελλάδα-, πολλοί είχαν λόγο να βλάψουν το βουνό! -όχι, δε σφάλουμε: ο Λυκαβηττός, κατά την ακριβή απόδοση του όρου, είναι βουνό κι όχι λόφος, αφού το ύψος του των 277 μέτρων, τον κατατάσσει στην κατηγορία αυτήν, καθότι λόφος είναι η έξαρση του εδάφους μέχρι 200 μέτρων ύψος. Δεν ήταν τυχαία η επιλογή του Καλπούζου για το συγκεκριμένο πόστο. Ήταν άνθρωπος τραχύς, σκληρός, ασπούδαστος και χωρίς τρόπους, όμως άφοβος, άτεγκτος, πιστός στο καθήκον που του ανετίθετο, μπρος στην επιτέλεση του οποίου, δεν υπολόγιζε τίποτε και κανέναν. Θρέμμα αγωνιστών, είχε κληρονομήσει τα στοιχεία τους. κι ως αγωνιστής παρέστεκε του βουνού. Είχε μάτια άγρυπνα, ορθάνοιχτα, γερακίσια! Στον Καλπούζο, άρμοζε η φύλαξη του Λυκαβηττού, αφού είχε ν' αντιμετωπίσει τους ≪αγρίους≫ που τον διεκδικούσαν, ανθρώπους σαν τον κτηνοτρόφο Γεραμάνη, που θεωρούσε λιβάδι του την πε ριοχή μεταξύ Λυκαβηττού και Τουρκοβουνίων, και κάθε φορά εκδήλωνε τούτη τη διεκδίκησή του με βίαιο τρόπο -είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι, το έτος 1878 είχε εκριζώσει όλα τα δενδρύλλια που φυτεύτηκαν εκείθε, γιατί του χαλνούσαν το βοσκόποτο!

Το πρωινό λοιπόν του Γενάρη του 1885, ανέβηκε στο Λυκαβηττό για να τον περπατήσει ο Άγγλος πρεσβευτής στην Ελλάδα Αρθούρος Νίκολσον με τη σύζυγό του. Στα Πευκάκια βρήκε τον Καλπούζο να φυλά τη φυτεμένη έκταση. Ο οποίος, του απαγόρεψε -ως όφειλε- την είσοδο στο χώρο. Ο πρεσβευτής, παρόλα ταύτα, με την υπεροψία του διπλωμάτη της μεγάλης αγγλικής αυτοκρατορίας (!), απαίτησε να διαβεί -υπήρχε βέβαια και κάποιο πρόβλημα στη συνεννόησή τους!.. Δεν ήξερε όμως ποιον είχε ν' αντιμετωπίσει... 

   

news/kapetanios.2011.07.02.jpg
Φωτ.: Ο Λυκαβηττός στις αρχές του 20ου αιώνα, μετά τις πρώτες φυτεύσεις (πηγή: Γεννάδιος Βιβλιοθήκη)

 

Αλλά, ας αφήσουμε τον σαρκαστικό ποιητή κείνου του καιρού, τον Γιώργο Σουρή, να διηγηθεί με το δικό του τρόπο το γεγονός, μέσα από τον έμμετρο διάλογο των δύο ηρώων του, του Φασουλή (Φ) και του Περικλέτου (Π):


Π. -Ποιος είν' αυτός ο Νίκολσον, βρε Φασουλή, τον ξέρεις;
Φ. -Εις το Θεό σου Περικλή, μη μου τον αναφέρεις.
     Ακούς εκεί! πώς γύριζε τάχα με μιαν Αγγλίδα...

Π. -Και πού την ηύρε, βρε, αυτή την άσπλαχνη;
Φ. -Ουκ οίδα.
     Και δήθεν πως επήγαιναν περίπατο κι οι δύο,
     και δήθεν ότι έκανε πολύ σπουδαίο κρύο,
     και δήθεν πως ευρέθηκαν κι οι δύο στα Πευκάκια,
     και ο Καρπούζης, φίλε μου, δίχως θυμό και κάκια
    "Τις ει; τους λέει, κύριοι; Βεριγουέλ τού λένε,
     (κι έπειτα σκούζουν, Περικλή, οι Έλληνες πως φταίνε)
    "Τις ει; τους λέει, κύριοι; Σπικ ίγγλις; του φωνάζουν,
      και δίχως λόγο κι αφορμή τον αγριοκοιτάζουν.
     "Τις ει; τους λέει, κύριοι, και τέτοια δεν τα νοιώθω".
     "Γκόντεμ αυτός τού απαντά και τούδειξε το γρόθο.
     "Κατά τον περί φυτειών και πευκακίων νόμον,
      τους απαντά μ' ευγένειαν, αλλάξετε το δρόμον".
      Αυτοί ολίγον προχωρούν, ο χωροφύλαξ στέκει,
      και όπως πέφτει, Περικλή, φρικτό αστροπελέκι,
      του δίνει μια, του δίνει δυο, του δίνει τρεις και δέκα...
      σκούζει ο Άγγλος δυνατά, σκούζει και η γυναίκα.
      Ο Άγγλος λέγει: Νίκολσον και Αγγλική πρεσβεία,
      και αντιτάσσει, Περικλή, τη βία εις τη βία.
      Αρπάζει το μπαστούνι του αμέσως η Αγγλίδα...

Π. -Μα πού την ηύρε, Φασουλή, την άσπλαχνη;
Φ. -Ουκ οίδα.
      Και να μια μπαστουνιά καλή τού φέρνει στο κεφάλι
      και ο Καρπούζης γίνεται φωτιά κι ανεμοζάλη.
      
ανέβηκε στα μάτια του το εθνικόν του αίμα
      και λέγει: "Άγγλοι άποικοι, προσβάλλετε το στέμμα,
      τους νόμους και το Σύνταγμα κι αυτήν τη βασιλείαν;
      Νομίζετε πώς βρίσκεσθε, μωρέ, εις την Αγγλίαν;"
      Τότε ο Άγγλος μια γροθιά καλή τού κατεβάζει
      κι ως που να πεις Πάτερ ημών τη κεφαλή του σπάζει.
      Και όπως λύκος άγριος ορμά κατά προβάτων,
      τοιουτοτρόπως, Περικλή, και ο Καρπούζης τρέχει
      και μετά γενναιότητος τού Νίκολσον τής βρέχει.
      Ε! τώρα τα χρειάστηκε κι η ευγενής Αγγλίδα.

Π. -Μα πού την ηύρε, Φασουλή, την άσπλαχνη;
Φ. -Ουκ οίδα.
     Εν τούτοις εις την φοβεράν εκείνην τρικυμίαν
     τρέχει και η Νικόλαινα προς την Αστυνομίαν.
     "Τι θες, κυρά Νικόλαινα;" τής λέει ο κλητήρας,
      κι αυτή τού δείχνει, Περικλή, αιματωμένας χείρας.
      Αυτός αμέσως εννοεί πως κάτι θα συμβαίνει
      κι εις τα Πευκάκια γρήγορα μαζί της ανεβαίνει.
      Και ταύτα τα περί πευκών, Καρπούζη και Αγγλίδος,
      αλλ' ήδη περιπλέκεται η θέσις της πατρίδος. 
      Ο πρέσβης διακοίνωσιν εις το Λονδίνον στέλλει,
      κι εις τον Τρικούπην παρευθύς το πράμα αναγγέλλει.
      
ο κύριος πρωθυπουργός σαν σαστισμένος στέκει
      κι ακόμη περισσότερον το πράμα περιπλέκει.
      Οι πρέσβεις των δυνάμεων ευθύς συνεδριάζουν
      κι εν σώμα χωροφυλακής εις τη γραμμή το βάζουν.
      
παίζει ευθύς η μουσική τον ύμνον της Αγγλίας
      και φέρει όπλα ο στρατός μετά μελαγχολίας,
      ο Μέρλεν το καπέλο του μετ' ευλαβείας βγάζει
      και οι παρευρισκόμενοι κάνουν μεγάλο χάζι.
      Οποία λύπη, Περικλή, το στήθος μου πιέζει,
      γιατί δεν παίζουν, αδελφέ, καθόλου οι Εγγλέζοι.

Π. -Αλλά πώς εξηγείς εσύ τα κατά την Αγγλίδα,
Φ. -Ιδέ την πρώτην του "Ρωμηού" πολιτικήν σελίδα.
     Εγώ νίπτω τας χείρας μου ως Πόντιος Πιλάτος,
     και κλαίω τον Καρπούζη μας κι ολόκληρον το Κράτος.
                                  
                                        (...)

Π. -Και πώς τα βλέπεις, Φασουλή, τα πράγματα του Κράτους;
Φ. -Τι να σου 'πω, βρε Περικλή, δεν έχομ' αποπάτους.
     
κι είνε η έλλειψις αυτή σπουδαία και μεγάλη,
     γιατί, καθώς σου έλεγα οι άνω Αγγλογάλλοι,
     αν στην Αθήνα είχαμε πέντ' έξη αναγκαία,
     ποτέ δεν θα κατέβαινε στον νουν των η ιδέα
     να τρέχουν στον Λυκαβηττό δήθεν για περιπάτους,
     ενώ κυρίως έψαχναν να εύρουν αποπάτους,
     κι εκεί τον χωροφύλακα συνήντησαν τυχαίως,
     της έδωκαν, της έφαγαν κι απέδρασαν ταχέως.
     Ούτω σ' αυτήν την έλλειψιν, νομίζω, των Ελλήνων
     οφείλομεν ταπείνωσιν αισχράν απ' το Λονδίνον.
     Τοιουτοτρόπως, Περικλή, χάριν μικρών πραγμάτων
    
πίπτουν τα έθνη μπρούμητα εντός των αποπάτων.

(«Φασουλής και Περικλέτος, ο καθένας νέτος σκέτος», Γιώργος Σουρής, από το «Ρωμηό», φύλλο 51, 12/1/1885)

Ας δούμε όμως το επεισόδιο και από την πλευρά του Άγγλου πρεσβευτή, όπως καταγράφηκε στην επίσημη έκθεση που συνέταξε και απέστειλε στην κυβέρνησή του και την ελληνική κυβέρνηση, η οποία φυλάσσεται στα Γενικά Αρχεία του ελληνικού κράτους: «...Είχομεν ήδη διανύση περί τα 15 βήματα εις την ατραπόν αυτήν, ότε ο χωροφύλαξ με επλησίασε και έδραξέ με τον βραχίονα. Εγώ τον απώθησα και εκείνος μοι έφερε βίαιον κτύπημα επί του ώμου δια λεπτής ράβδου, προκαλέσας ημάς αποτόμως να κατέλθομεν. Δεν ηδυνάμην να εννοήσω διατί εμπόδιζεν ημάς ν' ακολουθήσωμεν ένα των συνηθεστέρων περιπάτων των Αθηνών, αλλά βλέπων τούτον ηρεθισμένον, υποπτεύων δε ότι ένεκα αιτίας τινός η άνοδος εις τον λόφον ήτο απηγορευμένη, προσεκάλεσα τη σύζυγό μου να επιστρέψει οίκαδε, ν' αποστείλει δε τον υπηρέτην μετά τινός αστυνομικού κλητήρος. Αμφότεροι εστράφημεν όπως κατέλθομεν, μετ' ολίγον όμως ο χωροφύλαξ, όστις έτρεχε όπισθεν ημών, μ' εκτύπησε κατά τον αυχένα με την ράβδον του, επειδή ήτο οπλισμένο με ρεβόλβερ και ξίφος, εγώ δε συνόδευα κυρίαν, δεν ήγγισα αυτόν, επανειλημμένως δε τω είπα, δια των ολίγων ελληνικών λέξεων ως εγνώριζον, ότι ήμουν ο πρεσβευτής της Αγγλίας... Ο εν λόγω κύριος υπέδειξεν εις τον χωροφύλακα την ιδιότητά μου, εκείνος όμως διέταξεν και αυτούς να απέλθωσιν και ηκολούθησαν τη διαταγή του. Εγώ παρέμεινα κι έδωκα εις τον χωροφύλακα να εννοήση ότι εσκόπευα να παραμείνω επί τόπου μέχρις ου ο υπηρέτης και ο αστυνομικός κλητήρ, τους οποίους μετέβη να καλέσει η σύζυγός μου, ήθελον φθάσει. Τότε και πάλιν επετέθη εναντίον μου δια της ράβδου του και με λίθους. Βλέπων ότι ήτο ανωφελές να αντιστώ εναντίον ανθρώπου τόσον οργισμένου και οπλισμένου, εγκατέλειψα τον λόφον... Προσθέτω ότι ο χωροφύλαξ ήτο νηφάλιος».

Είναι φανερό από τα λεγόμενα του πρεσβευτή ότι, η εμμονή του να διέλθει της αναδάσωσης ή το πείσμα του, αν θέλετε, να αντιστεί της εντολής του Έλληνος οργάνου της εννόμου τάξεως -προφανώς λόγω της «υψηλής» ιδιότητάς του!-, οδήγησε τον υπερόπτη αυτόν διπλωμάτη στον εξευτελισμό του από τον Έλληνα χωροφύλακα, κάτι που δεν το άντεχε ο εγωισμός του και που σαφώς έθιγε το κύρος της ημετέρας μεγάλης αυτοκρατορίας, της Αγγλίας! Όχι, φυσικά, ότι δικαιολογείται η στάση του Καλπούζου, ...όμως, σε τελική ανάλυση, αυτός ήτανε..., και για το λόγο αυτό τον τοποθέτησαν στη συγκεκριμένη θέση. Η αποστολή του ήταν ν' αποτρέπει, χωρίς να διακρίνει και να αποκλίνει, κι αυτό, με τη σκληρότητα που απαιτούσε ο ρόλος του (για το λόγο που προαναφέρθηκε), έκαμε και στην περίπτωσή μας -σημεία και ήθη των καιρών θα μου πείτε, που όμως εξυπηρετούσαν μια συγκεκριμένη κατάσταση: να μπει τάξη στο κράτος και να τιμωρούνται οι ασύνετοι (μήπως, ίδια δεν έπραξε μερικά χρόνια αργότερα, το 1893, και ο περιβόητος αστυνομικός διευθυντής Αθηνών Δημήτριος Μπαϊρακτάρης, βάζοντας τέλος στην αναρχία της πόλης, με τα κουτσαβάκια, τις ληστείες και την παρανομία των κακόφημων περιοχών της, που την έπλητταν;) 

 

news/kapetanios.2011.07.03.jpg
Φωτ.: Ο Άγγλος πρεσβευτής Νίκολσον, που ήθελε να πατήσει τα νιόφυτρα (την ελπίδα)...

 

Ο μανιασμένος κι εξευτελισμένος πρεσβευτής λοιπόν, ο οποίος είχε στενούς δεσμούς φιλίας με την αγγλική βασιλική οικογένεια, δεν ησύχασε και, πέρα από την (έγγραφη) έκφραση συγγνώμης που υπήρξε από τον πρωθυπουργό Τρικούπη και τον βασιλέα, αλλά και την παραδειγματική τιμωρία του Καλπούζου, που του επιβλήθηκε (δυο μήνες φυλακή στις στρατιωτικές φυλακές της Ακροναυπλίας -χωρίς δίκη!..- κι αποπομπή του από το σώμα της χωροφυλακής), απαίτησε «κάτι παραπάνω» για την αποκατάσταση της τιμής του και της τιμής της πατρίδας του: ζήτησε ≪αποζημίωση σημαίας≫. Που σήμαινε ότι, θ' αποδίδετο από το σώμα που όργανό του τον πρόσβαλλε, τη χωροφυλακή, τιμή στη σημαία που εκπροσωπούσε ο προσβληθείς (την αγγλική), με παράλληλη υποστολή της ελληνικής (της χώρας δηλαδή, που κρατικό όργανό της τον πρόσβαλε)! Τούτο κι έγινε. Την 7η-1-1885 (επομένη των Φώτων) απόσπασμα 70 χωροφυλάκων παρατάχθηκε με την επίσημη στολή του σώματος στην πλατεία Συντάγματος, και ενώπιον του διοικητού της μοίρας Στεφάνου και του προξένου της Αγγλίας Μέρλιν, διαβάστηκε το διάταγμα αποπομπής του Καλπούζου και τιμήθηκε διά των όπλων η αγγλική σημαία, υπό τους ύμνους του αγγλικού εθνικού ύμνου, ενώ υπεστάλη η ελληνική...

Οι πολιτικές εξελίξεις, μετά το επεισόδιο του Λυκαβηττού, υπήρξαν ραγδαίες. Η αντιπολίτευ ση, υπό του Θεόδωρου Δηλιγιάννη, κατηγόρησε την κυβέρνηση του Χαρίλαου Τρικούπη για δουλοπρεπή και ταπεινωτική συμπεριφορά, καθώς κι ότι, έσυρε έναν Έλληνα πολίτη, το δυστυχή Καλπούζο, άκριτο στις φυλακές, για να ικανοποιηθεί ο Άγγλος πρεσβευτής και η αγγλική αυτοκρατορία. Η Βουλή ασχολήθηκε αποκλειστικά με αυτό το ζήτημα για πέντε ολόκληρες συνεδριάσεις! Ο Τύπος, σχεδόν σύσσωμος, κατηγόρησε τον Τρικούπη για δουλοπρέπεια και ενδοτισμό. Στην πρόταση μομφής που κατατέθηκε την 5η-2-1885, η κυβέρνηση Τρικούπη καταψηφίστηκε με 108 υπέρ και 104 κατά, ενώ υπήρξαν και 4 αποχές. Στις εκλογές που προκηρύχθηκαν την 7η-4-1885, ο Δηλιγιάννης διήγαγε θριαμβευτική νίκη παίρνοντας 170 έδρες, με διασωθέντες (επανεκλεγέντες) μόλις 40 βουλευτές του Τρικουπικού κόμματος.

Βεβαίως, δε μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ο λόγος πτώσης της κυβέρνησης Τρικούπη ήταν το επεισόδιο στο Λυκαβηττό, αφού η οικονομική πολιτική της είχε εξουθενώσει τον ελληνικό λαό («κάτω οι φόροι», ήταν το σύνθημα που επικρατούσε τότε) και ήταν ζήτημα χρόνου η πτώση της, λόγω της γενικευμένης δυσαρέσκειας (οργής θα λέγαμε) για την πολιτική αυτή. Όμως θα πρέπει να σταθούμε στη σημασία του κι ειδικότερα στο γεγονός ότι κίνησε το συναίσθημα του λαού και δρομολόγησε εξελίξεις, φέρνοντας συνταραγμό, διότι, είναι βαρύ πράμα ν' αγνοείται ο τόπος σου και ν' απαιτείται η (εκδηλωθείσα διαφόρως) καταπάτησή του, η δε αντίσταση σε τούτο να επιφέρει την τιμωρία των φυλάκων του και το διασυρμό των συμβόλων του! Διαχρονικά συμβαίνον το γεγονός, με τη διαπόμπευση της ελληνικής γης από τους λογής καταπατητές της, γίνεται πράξη κοινή, μη ξενίζουσα, και η οργή του λαού για το ρόχθο της γης του και την απώλειά της, μεταβάλλεται διαδοχικά σε πόνο, λύπη και τέλος σε ανοχή για το «αναγκαίο κακό» που συντελείται. Αντιμετωπιζόμενο ως άγος κοινό, αποτελεί την τρόφο για το μιθριδατισμό του Έλληνα, ο οποίος, εθισμένος στο δηλητήριό του, παύει να νοιώθει, να φυλάγει. παρά νωθρεί και φθίνει στον ανώφελο βίο του!.. Και -για να παραφράσσουμε το μύχιο τελευταίο στίχο του Σουρή, στο ποίημά του που προαναφέρθηκε- (ο Έλληνας) «χάριν (εντέλει) μικρών πραγμάτων / πίπτει μπρούμητα, εντός των αποπάτων≫, διαλύοντας τον εαυτό του, τη γη του, τη πατρίδα του, με την ατάραχη ζωή του!..

 

Φυλάσσοντας πύλες...
(Το μάθημα της γης)

«Μια σμίλη, μπήχνοντάς την γαληνά, στο Πνέμα και στην Ύλη...»

(«Ο Τάφος», Κωστής Παλαμάς)

Ξέχωρα η γη, η μάνα ρίζα, ξετάζεται από τον πνοό άνθρωπο, που ευγενικά την εννοεί και τη νοιώθει, αγροικώντας για τη φυτιά, για τη γέννα. Εκλεχτική η συνείδηση που τη συντρέχει και διανοητικά τη στέργει. Το πνέμα, στον πρωτινό τούτο σκοπό, ορθεί και πάγεται με την οργανική πειθαρχία της ψυχής, που θέλει κρατερή την πράξη κι άξια τη ζωή. Ο πνοός άνθρωπος δέχεται τη φύση του και δεν την ξετάζει υπονοητικά, παρά ερευνητικά. Χρέος του να στυλά, να στέκει και να φυλάγει τα γκόρφια και τα θέμελα της φυλής. Γροικάρης του σκοπού, φύλακας του προορισμού του, ορθός σκοπός του ριζιμιού, του αρχέτυπου, του πρότυπου, του αξιακού, γένεται πορτοφύλακας του τόπου του, του μερτικού του, και κει ορίζεται να φυλά Θερμοπύλες. αυτές της ψυχής του.

Κυτάμμενη με νόημα η γη, γένεται αξία και σύμπραττα της ύλης στέκεται το πνέμα. Έτσι, το μικρό σύμπαν του προορισμού μεστώνεται με τιμή. Στρατευμένος ως προς την προστασία της ο άνθρωπος, δεν ημπορεί παρά σκοπός της να στέκεται, σύντρεχος της πνοής και του μέτρου της. Δε χρειάζεται σπουδή γι' αυτό, παρά συνείδηση της γης, που κάμει πρόβοδο του σκοπού τον θεωρό της, και σύντονο του παλμού τον κάθε προορισμό του. Ο πνοός άνθρωπος, γέμει και συνορίζει, γενόμενος κάθε φορά ακρίτας της δημιουργίας του, η οποία εκλαβάνεται ως καθήκον στη ζωή. Στέκει το λοιπόν γιγαντικός στην πύλη, για να μην η χώρα-γη καταληφθεί  από τους μέσα του βαρβάρους και τα νιοφύτρωτά της πατηθούν.

Στην αποστολή αυτή, δεν αρμόζει η ακίνητη ζωή, η πνιγμένη στο θάμπος και τη (δια)φθορά της ύλης, παρά η ασάλευτη ζωή -όπως εύστοχα την προσδιόρισε ο Παλαμάς-, η έδραιη δηλαδή ζωή, που η ρίζα την ορίζει και οι αξίες καθορίζουν την πορεία της. Σε μια τέτοια ζωή, ο άνθρωπος φυλάττει τα θέμελα και καλλιεργείται σκοπούμενος, στήνοντας κάθε φορά τα σύνορα του προορισμού του. Ως τέτοιος γένεται πάγκοσμος, λειτουργώντας στην υπερούσια πλάση του σκοπού. Δημιουργεί έχοντας τις αξίες ως οδηγό, έχοντας ρίζα δυνατή. Δεν είναι λοιπόν η ασάλευτη ζωή νεκρή κι επίπεδη, τελματωμένη, αλλά στέρεη, ισόρροπη, όλο δύναμη και πνοή, που πάγεται κρατώντας τις αξίες, ενώ παράλληλα, δεχόμενη τα ερεθίσματα, τις νέες ιδέες, εξελίσσεται. Προχωρά, χωρίς να χάνει τα κέντρα αναφοράς της, επαναπροσδιοριζόμενη κάθε φορά στο φυσικό κόσμο. Τούτο είναι δυνατό μέσα από τη δημιουργική πράξη και τη μνήμη -τη συλλογική μνήμη, διά της οποίας διδάσκεται και κραταιώνεται το παρόν, και προσδιορίζεται το μέλλον.    


news/kapetanios.2011.07.04.jpg
Φωτ.: Σκοτεινός προστάτης...


Γι' αυτό κι ο ποιητής ζητά τη σμίλη να μπει στο Πνέμα και την Ύλη, για νάναι το μπήξιμό της η ακραταγή του προορισμού. Η σμίλη μπήγεται, ξυπνά, ορθεί και δίνει σκοπό στον άνθρωπο, δίνει νόημα στη ζωή του, κάμοντας δημιουργό το δρομάρη. Είναι η θρος του στην αταραξία, είναι ο ρους του -ο αιμάτινος, ο ζεστός- στην ακινησία του βάλτου της ζωής. Το καλέμι του πλαστουργού θα μπιχτεί βαθιά στο μυαλό και θα ταράξει το πνέμα, θα το ματώσει, και θα εισδύσει στην Ύλη καμώνοντάς την, δίνοντάς της ζωή. Όχι αιφνίδια θα σπρωχτεί, όχι με πόνο και ταραγμό, μα γαληνά θα σκίσει και με λογισμό κι όνειρο θα φτιάξει. Έτσι αρμόζει να πορευτεί η ζωή: με ταραχή, αφού η άγνοια και η αθεώρητη φρένα, φέρνουν κακοδαιμονία κι οδηγούν σε αργία την ψυχή, με επόμενη ενέργεια, τη βία. την «ύπουλη» βία του σιδηρού κι απόλυτου σήμερου κόσμου.

Με βιά λοιπόν, με βιά πρέπει να νοιωστεί η ζωή, για να κραταιωθεί μέσα από την άσκησή της, και να δικαιωθεί με τη δημιουργία. Η βιά δεν είναι άλλο τι, παρά η ώθηση του ανθρώπου προς τα πλέρια που τον αναψυχώνουν και δίνουν νόημα και προορισμό στη ζωή του. Αυτά, για να τα εννοήσει και να τα θελήσει, θα πρέπει πρώτα να έχει θεωρήσει τα θέμελα, θα πρέπει στις αξίες, τις ιδέες και τα ιδανικά της φυλής του να στηριχτεί, για να κινήσει. Που σημαίνει ότ ι, θα πρέπει ν' ασκηθεί στις διαιώνιες της φύσης του αρχές. Με τούτα θα σπουδαχτεί και με λογισμό κι όνειρο (που έλεγε και ο Διονύσιος Σολωμός...) θα κινήσει, έχοντας βέβαιο σκοπό, ώστε με βιά να καταχτήσει τη ζωή του. που, προφανώς, εχάθη στα σύνθετα οπού εθεωρήθη και δεν εξουσιάστηκε από αυτόνα, τον κύριό της! Δεν είναι πράξη αυτή κρεουργική, δεν είν' ενέργεια 'πιδρομέα, δεν είναι τάραγμα ξοδευτή, μα έργο ψυχής, που ταραχή φέρνει και τους δαιμόνους του παλικαριού διώχνει, σαν τον κεντήσει η κοφτερή αιχμή του καλεμιού. Ορθός σκοπός του σκοπού του θα σταθεί, και..., με τη σμίλη του ακέρια, το είναι του θα υπερασπιστεί, ανοίγοντας βαθιά την κόψη, για να ταραχτεί και να νοιώσει!..

Τούτα, λίγο πολύ, θέριευαν τον ήρωά μας, τον Καλπούζο, τον έκαμαν ξυπνό, σκοπό της γης, έστω κι αν συνειδητά δεν τα κάτεχε, έστω κι αν του παραδόθηκαν και τα δέχτηκε ως καθήκον. Τον όρισαν να φυλάττει το θέμελο, την ανάβρα της γης, κι αυτός θεώρησε άγια κλήρα τούτη την αποστολή, που τούδινε σπάθα να σκει το ενάντιο της φυλής του πνέμα. Η «παιδεία», εξάλλου, του αγωνιστή -καθότι γόνος παλαιών αγωνιστών-, του έδινε μια τέτοια ορμή, ένα τέτοιο θάρρος κι ένα δικαίωμα αν θέλετε, να υπερασπίζει τα «ιερά και τα όσια≫. Χωρίς να ξετάζει και ν' ορμηνεύει, δίχως να χωρίζει και να εύνει, γιόμιζε με το φάσμα του το σύμπαν του σκοπού, κι ωσά βράχος έκλειε την πύλη του από τους δράσκελους και τους βαρειούς, τους απόλυτους της ζήσης, που δε νοούσαν τον προορισμό και καταπατούσαν τη γη. Όντας μανικός του σκοπού του, σκιρτούσε το σπλάχνο του κι επαναστατούσε, και γένονταν ανήμερο ταυρί σ αν ένοιωθε ν' απειλείται το σύνορο της γης που τάχτηκε να υπερασπίσει, σαν ένοιωθε να διασαλεύεται η τάξη με ενάντιο στο καθήκον του ενέργημα. Και γένονταν λιόντας στην προστασία του σκύμνου, γένονταν γίγας στην υπεράσπιση του τόπου του...

 

news/kapetanios.2011.07.05.jpg
Φωτ.: Ο φύλακας της γης και ο κριαροπρόσωπος καταστροφέας της...

 

Ο άνθρωπος αυτός, ήταν ο ακέριος, ο ορθός σκοπός. Ήταν ο αγνός φύλακας της πύλης του, έμπλεος του προορισμού, που δεν ατακτεί λοξεύοντας και παραδρομώντας. Στυλά και στέκει, βαστώντας πύλες. Σε αυτόν, μ' ελπίδα προστρέχει ο φλογερός ποιητής, καλώντας τον: «Όρθιε σκοπέ της Φύσης! / Ο άνθρωπος που θέλει ν' ανασάνει, / σηκώνεται όλος να γεμίσει αναπνοή ως το κόκκαλο» («Η συνείδηση της γης μου», Άγγελος Σικελιανός). Για τον ξηγήσει αλλού: «Ω λευκή εικόνα του βαθύτερου, του αγνότερου εαυτού μου!» («Αρμένισμα προς τον εαυτό μου≫, Άγγελος Σικελιανός).

Ένας ποιητής λοιπόν είν' ο σκοπός της γης, ένας φύλακας της τιμής, που στέκει με ορθό το πνέμα και ξυπνό το βλέμμα. Ποιεί φυλλάσοντας τα θέμελα, τα ριζιμιά, που φτιάχνουν σκοπό και δίνουν προορισμό. Δεν είναι ο σκοτεινός με το δρέπανο πορτάρης, που παίρνει το κεφάλι τ' ανυπάκουου, τ' άτακτου δρομάρη, του επίβουλου και του θρασού. Δεν είναι ακόμη ο φρόνιμος, ο άβουλος φρουρός της πύλης, ο αγροίκος ακόμη του συνόρου, που στέργεται με την ποινή κι αντρίζει με τη σπάθα. Είν' ο γροικάρης ορθωτής, ο φύλακας του μέτρου και του πορισμού, π' αρμονίζει και προορίζει φυλάσσοντας τα εγκόρφια. και διά τούτο, ποιητής της φύλαξης στένεται...

Ο βαθύτερος, ο αγνότερος εαυτός, είν' ο μέσα μας δημιουργός, που ποιητής γένεται και φύλακας της ζωής. εάν εννοηθεί στα θέμελα και κραταιωθεί με τιμή. Ως τέτοιος, ποιητής στέργεται της ζωής του, φύλακας του σκοπού και του προορισμού του. Μια λευκή εικόνα το φάσμα του (όπως το προσδιόρισε παραπάνω ο ποιητής) και τον ακολουθεί: είν' ο εαυτός του άγγελος! Ως τέτοιος, γένεται επαναστάτης, γένεται Άναρχος και ορθεί για τα σύψυχα. Γένεται ≪Καλπούζος≫ κι υπερασπίζεται τη γη του: αυτή που ορίστηκε να φυλάγει... Και σαν οι ρητόροι και οι φερτικοί, οι κυβερνήτες και οι πολιτικοί, τον τσακίσουν -η ≪φύτρα κακή, με τα γιόματα ονόματα και τάδεια κεφάλια», από τη ≪Η φλογέρα του βασιλιά», του Κωστή Παλαμά-, γένεται λαός κι υψώνεται με τιμή και ρίχνει κυβερνήσεις... 

 

του Αντώνιου Β. Καπετάνιου      

Υ.Γ. Η ιστορία που παρατέθηκε, βρίσκει το αντίστοιχό της σήμερα. Το νόημά της μάς ακολουθεί και δείχνει δρόμους... 

 

Share |

Σχετικές Δημοσιεύσεις:

 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital