ΜΟΝΙΜΕΣ ΣΤΗΛΕΣ

Δ.Αρεοπαγίτου

«Ρέκβιεμ για δύο κτήρια»

26 Δεκέμβριος, 2008

«Ρέκβιεμ για δύο κτήρια»

Η ενότητα αυτή των δημοσιεύσεων, η σχετική με την αναγκαιότητα ή όχι της κατεδάφισης των διατηρητέων κτιρίων της Δ. Αρεοπαγίτου, συνεχίζεται με την παρουσίαση του άρθρου ενός συγγραφέα. Του κ. Δ. Κούρτοβικ.

Ο κ. Δημοσθένης Κούρτοβικ είναι συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας στην εφημερίδα Τα Νέα. Ο αρθρογράφος επισημαίνει την έλλειψη της σχέσης με την Ιστορία των σύγχρονων Ελλήνων και ιδιαίτερα με την κτιριακή τους κληρονομιά. Διαπιστώνει ότι η μόνη πια διαδρομή στην Αθήνα που παράγει μια αίσθηση ιστορικού βάθους είναι ο πεζόδρομος της Δ. Αρεοπαγίτου και ο κίνδυνος με την προτεινόμενη κατεδάφιση των δύο κτηρίων είναι να επικρατήσει η ιδέα ότι ένας ιστορικός χώρος οφείλει να προσαρμόζεται στο μουσείο που είναι αφιερωμένο σ΄ αυτόν και όχι το αντίστροφο. Το άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Τα Νέα στις 10-11-2007.


«Ρέκβιεμ για δύο κτήρια»


Ένας «ανθέλληνας» που θα ήθελε ένα πραγματικά αποστομωτικό επιχείρημα για την ιστορική ασυνέχεια του ελληνικού έθνους δεν θα χρειαζόταν να ψάξει πολύ. Θα σήκωνε το χέρι του και θα έδειχνε στους συνομιλητές του την Αθήνα. Δεν υπάρχει στην πολεοδομική εικόνα της πρωτεύουσας σχεδόν τίποτα που να συνδέει την αρχαιότητα με τις πολυκατοικίες της αντιπαροχής. Οι λιγοστές εξαιρέσεις αφορούν κυρίως κάποιες βυζαντινές εκκλησίες στις παρυφές της Πλάκας. Οι οποίες διατηρήθηκαν άλλωστε όχι χάρη στην ευσέβεια των Αθηναίων, αλλά επειδή βρέθηκαν κατά τύχη έξω από τις διακεκαυμένες ζώνες της νεοελληνικής οικοδομικής-κατεδαφιστικής μανίας. Ας μη ξεχνάμε ότι οι έμποροι και οι οικοπεδούχοι της οδού Ερμού ήθελαν να γκρεμίσουν την πανέμορφη Καπνικαρέα, που σώθηκε τελικά χάρη σε «ξένο δάκτυλο», την παρέμβαση δηλαδή του βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου Α΄, πατέρα του Όθωνα. Όσο για τις βυζαντινές εκκλησίες στην καρδιά της πυκνοκατοικημένης Πλάκας, τις έκαναν αγνώριστες οι άθλιες προσθήκες και μετασκευές αλμπάνηδων αρχιτεκτόνων, με τις ευλογίες φυσικά της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Η αρχαιότερη πρωτεύουσα του κόσμου έχει ροκανίσει τις ρίζες της στον χρόνο. Η Ακρόπολη δεν είναι σύμβολο ιστορικής μνήμης, είναι τουριστικό asset. Ο πολύ αγαπητός μου Γρηγόρης Ψαριανός είπε σε μια συνέντευξή του, λίγο μετά την εκλογή του ως βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, ότι οι Έλληνες έχουμε μεταφυσική σχέση με την Ιστορία. Φίλε Γρηγόρη, θέλω να πιστεύω ότι η δήλωσή σου αυτή ήταν άλλο ένα δείγμα του τσουχτερού σου χιούμορ. Οι Έλληνες δεν έχουμε ούτε μεταφυσική ούτε κανενός άλλου είδους σχέση με την Ιστορία, εκτός από εμπορευματική. Κρατάμε από την Ιστορία μόνον ό,τι ενδιαφέρει τους τουρίστες. Όλα τα άλλα τα θεωρούμε αναλώσιμα στον βωμό του κέρδους, της «ανάπτυξης» και της βολής μας. Μέσα σε διάστημα μισού αιώνα γκρεμίσαμε τα υπέροχα νεοκλασικά της Βασιλίσσης Σοφίας, της Πανεπιστημίου και πλήθους άλλων δρόμων, κι ας ήταν η Αθήνα ο μόνος τόπος στον κόσμο όπου ο νεοκλασικός ρυθμός είχε φυσικό λόγο ύπαρξης. Σαρώσαμε ολόκληρες συνοικίες με καταπληκτικά έργα της ελληνικής λαϊκής αρχιτεκτονικής- στο Γκάζι, στον Κολωνό, στην Καλλιθέα, σε τόσες άλλες περιοχές. Ετοιμαζόμαστε να κατεδαφίσουμε τις προσφυγικές πολυκατοικίες, για να μη μας θυμίζουν αυτό που κατά τα άλλα αγανακτούμε όταν περιγράφεται ως συνωστισμός στο λιμάνι της Σμύρνης. Το παλιότερο σωζόμενο σπίτι της Αθήνας, η οικία Μπενιζέλου στην οδό Αδριανού, μοναδικό δείγμα ελληνικού αρχοντικού της περιόδου της οθωμανοκρατίας, ρημάζει αθέατο και απρόσιτο για τους περαστικούς. Δεν λυπηθήκαμε ούτε ένα από τα θρυλικά καφενεία και ζαχαροπλαστεία που υπήρξαν καλλιτεχνικά, φιλολογικά και πολιτικά στέκια της παλιάς Αθήνας. Στα Εξάρχεια αφήνουμε, ανίδεοι και χορτάτοι, που λέει και ο ποιητής, να μαραζώνουν εγκαταλειμμένα σπουδαία αρχιτεκτονικά επιτεύγματα του ελληνικού μοντερνισμού της δεκαετίας του 1930.

Θα μου πει κανείς: θα μας σταματούσαν τέτοιες ιστορικές μικρολεπτομέρειες, όταν δεν διστάσαμε να καταντήσουμε σκουπιδότοπο τον τύμβο των μαραθωνομάχων και υπόνομο τη θάλασσα της Σαλαμίνας, αποδεικνύοντας έμπρακτα πόσο δικούς μας αισθανόμαστε εκείνους που θυσίασαν τη ζωή τους για να σωθεί ο ευρωπαϊκός πολιτισμός από την ασιατική βαρβαρότητα, όπως μας αρέσει να διαβάζουμε και απαιτούμε να γράφεται στα σχολικά βιβλία;

Δεν γνωρίζω- γιατί δεν υπάρχει καμιά άλλη ευρωπαϊκή πόλη που να εξαφανίζει με τόση σπουδή τα ίχνη του παρελθόντος της, όπως η γάτα τις ακαθαρσίες της. Ξένες πόλεις πολύ πιο μοντέρνες, πολύ πιο ρηξικέλευθες από την Αθήνα σέβονται την ιστορία τους και φροντίζουν με ευλάβεια τα μνημεία της πολιτισμικής κληρονομιάς τους. Περπατώντας τες έχεις την αίσθηση, ακόμη και αν είσαι ξένος, πως είσαι ενταγμένος στον ιστορικό και τον ανθρώπινο χρόνο, πως διασχίζεις ένα τοπίο διαποτισμένο από μνήμες. Επιστρέφεις στην Αθήνα και σου φαίνεται πως η πόλη αυτή, με την τρισχιλιετή ιστορία, στήθηκε μάνι μάνι μόλις χτες.

Στη Βιένη, οι πρωτοπόροι του Jugendstil (της art nouveau, όπως είναι γνωστότερο διεθνώς αυτό το κίνημα) έχτισαν γύρω στο 1900 το δικό τους αρχιτεκτονικό έμβλημα, το τολμηρό κτήριο με το χαρακτηριστικό όνομα Sezession, που σημαίνει απόσχιση, επίτηδες απέναντι από το σύμβολο της τεχνοτροπίας με την οποία είχαν έρθει σε ρήξη: το κλασικιστικό μέγαρο της Ακαδημίας Καλών Τεχνών. Καμία από τις δύο αντίπαλες σχολές δεν ζήτησε όμως το ξήλωμα του «ναού» της άλλης. Σήμερα τα δύο κτήρια συνυπάρχουν, αναδεικνύοντας την ιστορική συνέχεια- ακόμη και μέσα από ρήξεις- και τον πολιτισμικό πλούτο της πόλης. Σ΄ εμάς, όταν στις αρχές της δεκαετίας του 1980 ο πολλαχόθεν λοιδορημένος και διασυρμένος οραματιστής Αντώνης Τρίτσης εξάγγειλε το σχέδιό του για την πεζοδρόμηση της Πλάκας και την αναπαλαίωση των παραδοσιακών σπιτιών της, πασίγνωστες δημοσιογραφικές πένες της εποχής ξεσηκώθηκαν με το σύνθημα, που ακόμη αντηχεί στ΄ αφτιά μου, «γκρεμίστε επιτέλους τα τουρκόσπιτα και φτιάξτε στη θέση τους πολυτελή ξενοδοχεία με θέα την Ακρόπολη!» Σε μια σπάνια στη σύγχρονη ιστορία μας περίπτωση νίκης αυτού που θα έπρεπε να είναι στοιχειώδης πολιτισμική ευαισθησία και αληθινή έκφραση ιστορικής συνείδησης, αλλά δυστυχώς έχει καταντήσει να θεωρείται ρομαντικός ουτοπισμός, τα «τουρκόσπιτα» σώθηκαν, συντηρήθηκαν και έκαναν την Πλάκα μια από τις λίγες όμορφες γωνιές της σημερινής Αθήνας. Όχι μόνον αυτό. Συμβάλλουν στο να είναι ο ενιαίος πεζόδρομος της Διονυσίου Αρεοπαγίτου και Αποστόλου Παύλου η μόνη πια διαδρομή που παράγει μια αίσθηση ιστορικού βάθους και συνέχειας αυτής της πόλης.

Ο περίπατος κατά μήκος αυτού του πεζόδρομου, σ΄ ένα περιβάλλον ασυνήθιστα ειδυλλιακό για τα δεδομένα της Αθήνας, απλώνει μπροστά στα μάτια μας μια ιστορική κάτοψη της πρωτεύουσας, φτιαγμένη όχι από μουσειολόγους, αλλά από την ίδια την Ιστορία. Σχεδόν όλες οι φάσεις της πολιτισμικής πορείας αυτής της πόλης δίνουν εδώ το «παρών»: η κλασική αρχαιότητα, με την Ακρόπολη, το θέατρο του Διονύσου, την αρχαία αγορά, το Θησείο• η ρωμαϊκή περίοδος, με την πύλη του Αδριανού, το Ηρώδειο, το μνημείο του Φιλοπάππου• η βυζαντινή και η οθωμανική περίοδος, με τους Αγίους Ασωμάτους και την Πλάκα (από το αλβανικό πλιάκου = παλιός)• η εποχή του νεοκλασικού ρυθμού (με το αστεροσκοπείο του Θεόφιλου Χάνσεν και τα σωζόμενα νεοκλασικά αρχοντικά του Θησείου)• ο μοντερνισμός του Μεσοπολέμου, με τα δύο υπό κατεδάφιση μέγαρα της Διονυσίου Αρεοπαγίτου, και ο λίγο νεότερος έντεχνος λαϊκός ρυθμός, με το λιθόστρωτο και το αναπαυτήριο του Πικιώνη στον Λουμπαρδιάρη.

Αυτή τη θαυμαστή χρονική αλυσίδα θα διασπάσει η κατεδάφιση των δύο κτηρίων, για να μπορούν οι τουρίστες να χαζεύουν τον Παρθενώνα από την καφετέρια του νέου μουσείου της Ακρόπολης, για να μπορεί το δημιούργημα του κ. Τσουμί να δείχνει αγέρωχα τη σουβλερή μουσούδα του στα μάρμαρα του Ικτίνου. Ακόμη και αν τα κτήρια αυτά δεν είχαν μεγάλη αισθητική αξία (μήπως έχει το μνημείο του Φιλοπάππου;), η απόφαση του ΥΠ. ΠΟ θα ήταν εγκληματική. Το γεγονός ότι τουλάχιστον το ένα, το art d co μέγαρο του αρχιτέκτονα Βασιλείου Κουρεμένου, είναι κατά γενική παραδοχή αριστούργημα, την κάνει και χυδαία.

Στο σκεπτικό αυτής της απόφασης υποβόσκει μια πρωτοφανής ιδέα, που μέλλει να σφυρηλατηθεί πάνω στο επιθετικό κτήριο-αμόνι του κ. Τσουμί: ότι ένας ιστορικός χώρος οφείλει να προσαρμόζεται στο μουσείο που είναι αφιερωμένο σ΄ αυτόν, όχι το αντίστροφο. Πράγμα που σημαίνει ότι τα δύο κτήρια της Διονυσίου Αρεοπαγίτου θα είναι τα πρώτα, αλλά σίγουρα δεν θα είναι τα μόνα στην περιοχή θύματα αυτού του καθεστωτικού βανδαλισμού. Το ότι η κινητοποίηση χιλιάδων πολιτών, Ελλήνων και ξένων, αρχιτεκτόνων, καλλιτεχνών, συγγραφέων, δημοσιογράφων και απλού κόσμου δεν μπόρεσε να ανατρέψει την απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού επιβεβαιώνει απλώς ότι ο πολιτισμός είναι το τελευταίο πράγμα που μετράει στη σκέψη ακόμη και εκείνων των ήκιστων, αν μη τι άλλο στην κυβερνητική ιεραρχία, που είναι ταγμένοι στην υπηρεσία του.

Δημοσθένης Κούρτοβικ

Share |

Σχετικές Δημοσιεύσεις:

 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital