ΜΟΝΙΜΕΣ ΣΤΗΛΕΣ

Δ.Αρεοπαγίτου

Ο δρόμος είχε τη δική του ιστορία.

23 Απρίλιος, 2009

Ο δρόμος είχε τη δική του ιστορία.

Παρουσιάζουμε για άλλη μια φορά την άποψη όχι ενός «ειδικού» της αρχιτεκτονικής, αλλά ενός καθηγητή της Νομικής.Του κ. Νίκου Παρασκευόπουλου.

Οι απόψεις προσώπων εκτός του στενού περιβάλλοντος των ειδικών όχι μόνον αντανακλούν το ενδιαφέρον που έχει προκαλέσει το θέμα της σχεδιαζόμενης κατεδάφισης των 2 κτιρίων της Δ. Αρεοπαγίτου αλλά και εμπλουτίζουν την αναμενόμενη αρχιτεκτονική επιχειρηματολογία. Ο κ. Νίκος Παρασκευόπουλος υπενθυμίζει ότι η Αθηναϊκή Δημοκρατία προτιμούσε τον ήπιο λόγο και τις λεπτές γραμμές, ενώ το τεράστιο Μουσείο της Ακρόπολης εμφανίζεται στον ιστορικό χρόνο σαν λύση αυτής της συνέχειας, με γραμμές ευθείες και επιθετικές, με σχήμα που δεσπόζει και καλύπτει πολλές οπτικές γωνίες. Το άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία στις 17-10-2007.

Ο δρόμος είχε τη δική του ιστορία
Η Διονυσίου Αρεοπαγίτου και τα κτίρια της


Ο κ. Μπ. Τσουμί διαξιφίζεται με τον Ικτίνο. Θεωρεί ότι το περίτεχνο έργο του, το Μουσείο, αναπτύσσει ένα «διάλογο» με την αντικρινή Ακρόπολη. Ενδεχομένως, ότι στον διάλογο αυτόν, ο σύγχρονος πολιτισμός υπερισχύει. Αποφαίνεται, πάντως, ότι η συζήτηση γίνεται αέναη, ενώ είναι καιρός πια να περάσουμε στην πράξη, στην παραλαβή του Μουσείου.

Ως προς το τελευταίο, έχει προφανώς δίκιο: τη στιγμή που τα εκθέματα έχουν αρχίσει την εντυπωσιακή τους μετακίνηση στον νέο χώρο, οι σχετικές απόψεις έχουν χάσει κάθε πρακτική σημασία. Όλες οι απόψεις; Όχι όλες: όπως θα το έγραφε ο R. Goscinny, δύο μικρές πολυκατοικίες αντιστέκονται στον διάλογο του σύγχρονου κτίσματος (ιδίως του κυλικείου του) με την Ακρόπολη. Τι ζητούν, αυτοί οι Γαλάτες των Αθηνών;

Παρά την τακτική αρθρογραφία στη σελίδα αυτή, μέχρι σήμερα δεν ασχολήθηκα με το θέμα. Δεν πρόκειται για «εκκωφαντική σιωπή» ούτε για μια «σιωπή των μακρινών» της Θεσσαλονίκης: το πατρικό μου σπίτι βρισκόταν λίγο πάνω από τη Γαργαρέτα. Είχα την τύχη στην παιδική μου ηλικία να ξυπνώ το πρωί από τον ήχο σφυριών που πελεκούσαν την πέτρα, στα εργοτάξια της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Ο περίπατος γινόταν ανάμεσα σε χαμομήλια, τσουκνίδες, μολόχες και αθανάτους, καθώς και σε προτομές έξω στο πεζοδρόμιο μπροστά στα σπίτια της Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Την αυλή μας βέβαια δεν τη σκίαζε κανένα μεγαθήριο. Συγχωρήστε μου την ιδιωτική παρένθεση, γυρίζω στο θέμα: η σιωπή οφειλόταν στην έλλειψη γνώσεων τόσο για την ουσία της επιλογής όσο και για τη διαδικασία που οδήγησε σε αυτήν.

Μια συζήτηση με πρακτική αξία αφορά όμως τώρα ακριβώς τον δρόμο, τη Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Το αντικείμενό της υπερβαίνει τις ειδικότητες. Όλοι οι Έλληνες μπορούν να εκφράσουν γνώμη για ένα θέμα που συγχρονικά είναι δημόσιο και διαχρονικά πολιτιστικό. Τα μνημεία της κλασικής αρχαιότητας και το περιβάλλον τους ενδιαφέρουν επίσης καθένα καλλιεργημένο πολίτη του κόσμου τούτου. Είναι αυτονόητο.

Ο πολιτισμός της Αθηναϊκής Δημοκρατίας προτιμούσε τον ήπιο λόγο και τις λεπτές γραμμές. Η J. de Romilly αναφέρεται στη γλυκύτητά του (douceur). Η Αθήνα δεν θέλησε τους αιγυπτιακούς όγκους. Πρόκειται για ένα χαρακτηριστικό που συνεχίζει να εμφανίζεται στον ελληνικό χώρο, αφού μάλλον τα μικρά εκκλησάκια και τα σεμνά κτίσματα, παρά κάποια ογκώδη έργα, αποτελούν τα ωραιότερα κληροδοτήματα του 19ου αιώνα.

Δεν ξεχνώ τη σοφία του δασκάλου μου Ν. Πανταζόπουλου, καθηγητή της Ιστορίας του Δικαίου: «Ποιοι έχουν κάνει τις υπέροχες πέτρινες βρύσες, τα περίτεχνα υπέρθυρα των σπιτιών στο Πήλιο; Οι ανώνυμοι λαϊκοί τεχνίτες. Ποιοι έχουν κάνει τα τερατουργήματα; Αυτοί που παίρνουν τα βραβεία».

Το τεράστιο Μουσείο της Ακρόπολης εμφανίστηκε στον ιστορικό χρόνο σαν λύση της συνέχειας. Με επινοήσεις για την ανάδειξη των εκθεμάτων με γραμμές ευθείες και επιθετικές, με σχήμα που δεσπόζει και καλύπτει πολλές οπτικές γωνίες. Ο γύρω χώρος άλλαξε οριστικά. Η Διονυσίου Αρεοπαγίτου όμως παραμένει ώς τώρα ένας από τους ωραιότερους δρόμους στον κόσμο. Όσο ύποπτες κι αν είναι οι ατάκες για μοναδικότητες, και μάλιστα εθνικές, οι κοσμοπολίτες πρώτοι θα συμφωνήσουν. Από τη μια βρίσκονται τα ανεπανάληπτα μνημεία, από την άλλη πανέμορφες οικοδομές που, χωρίς διεκδίκηση μεγαλείου, αποτυπώνουν την προσπάθεια των νεοελλήνων να συνδεθούν με τον χρόνο και τον τόπο τους. Να μην ξεχωρίσουν με όγκους και λαμπρότητες, αλλά αντίθετα να κοινωνήσουν με κάτι κοινό που σέβονται και θαυμάζουν.

Δεν γνωρίζω τις αρχικές διαβεβαιώσεις, ακούω όμως τις φωνές πολλών που διαμαρτύρονται για την απειλούμενη κατεδάφιση. Υποθέτω, επίσης, ότι ο ξένος ταξιδιώτης λαχταρά να δει στη χώρα μας εικόνες και έργα δεμένα με το περιβάλλον και κατά το δυνατόν με την Ιστορία του τόπου που ανέδειξε το σπουδαιότερο γήινο επίτευγμα, τη δημοκρατία. Επιθυμεί να θαυμάσει αυτό που δεν θα μπορούσε να υπάρχει παρά μόνον εκεί, στην Αθήνα, κι όχι κατασκευές που θα μπορούσαν να βρίσκονται σε οποιαδήποτε γωνιά του κόσμου. Ο μεταμοντερνισμός έχει σπείρει σε όλες τις ηπείρους αρχιτεκτονήματα, καθαυτά επιτεύγματα, αλλά πάντοτε εκτός Ιστορίας και κοινωνικού περιβάλλοντος.

Πρόκειται για την κατά Chr. Lash «κουλτούρα του ναρκισσισμού». Υπάρχουμε ερήμην τού πριν και του μετά. Από την Ιστορία και τα εθνικά μορφώματα των νεωτερικών χρόνων επικαλούμαστε βασικά τις καταχρήσεις: τον ιστορικισμό και τις ιδεοληψίες του τύπου «η Ιστορία διδάσκει», καθώς και τον εθνικισμό• ό,τι δηλαδή στηρίζει τις μικρές ή μεγάλες εξουσίες. Σείουμε τις καταχρήσεις αυτές σαν σκιάχτρα, ώστε να παύσει η ενασχόληση με την Ιστορία που αποκαλύπτει κοινωνικοπολιτικούς ανταγωνισμούς και διεξόδους. Φυσικά, αυτές οι αποκαλύψεις είναι που ενοχλούν, κι όχι η ανάσυρση εκμεταλλεύσιμων συμβόλων και ιδεών.

Η επιχειρηματολογία υπέρ της διατήρησης των δύο κτιρίων αποτελεί μάχη οπισθοφυλακής. Το Μουσείο είναι σπουδαίο απόκτημα, έστω κι αν δεν είναι αρμονικά προσαρμοσμένο στον περιβάλλοντα χώρο. Οι πόρτες ανοίγουν και οι επισκέπτες θα απολαύσουν τα εκθέματα αλλά και τη θέα (έστω όχι από το καφέ). Το γένος των νεοελλήνων συναρπάζεται με τα μεγάλα έργα και θα ακουστούν πολλά επιφωνήματα και διθύραμβοι. Η τηλεόραση θα συμβάλει με λαμπερές εικόνες και δοξογραφίες. Ίσως μάλιστα αυξηθεί και ο εσωτερικός τουρισμός, καθώς ορισμένοι Βορειοελλαδίτες θα ανακαλύψουν μετά το Μπαλί και την Ακρόπολη.

Ακριβώς, μέσα στο κλίμα αυτό θα ενταθεί η πίεση για την κατεδάφιση των δύο κτιρίων• θα την ασκήσουν οι ειδικοί, ιδίως οι συντελεστές με την ορμή του δημιουργού που παθιάζεται για την ολοκλήρωση του έργου του. Επικαλούνται την ανάγκη μιας «εξωστρέφειας» του Μουσείου. Εξωστρέφεια όμως εδώ δεν σημαίνει μόνο θέα προς τα έξω, αλλά και σεβασμός στο ιστορικά διαμορφωμένο εξωτερικό περιβάλλον.

Ας αφεθεί όμως να συνυπάρχει με το Μουσείο της Ακρόπολης και ο μοναδικός περίπατος της Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Να μπορεί ο πολίτης, Έλληνας ή τουρίστας, να απολαύσει για λίγο την ψευδαίσθηση πως βαδίζει μέσα σε έναν άλλο κόσμο, διαλεγόμενος με την Ιστορία κι όχι με τη ναρκισσιστική άρνησή της.

Επίσης: ας μη μετατραπεί ο περίπατος σε «σκηνικό Τσινετσιτά», μετά από καταδαφίσεις που θα αφήνουν μετέωρες μόνο τις προσόψεις του ενός ή των δύο κτιρίων. Αν αυτό συμβεί, τότε ώς και στη σκιά του Ιερού Βράχου θα θυμόμαστε ότι αντί για έργα τέχνης προτιμούμε να παράγουμε εικονικές πραγματικότητες.


Νίκος Παρασκευόπουλος
Καθηγητής Νομικής ΑΠΘ

 

Share |

Σχετικές Δημοσιεύσεις:

 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital