ΜΟΝΙΜΕΣ ΣΤΗΛΕΣ
Διερευνήσεις
30 Δεκέμβριος, 2007
Οι παράκτιες περιοχές και η επίδραση του τουρισμού.
Σταδιακά αρχίζουν να προβληματίζουν όλο και περισσότερο την αρχιτεκτονική κοινότητα διεθνώς, οι τρόποι ανάπτυξης αλλά και προστασίας των παράκτιων περιοχών.
Πρόκειται για περιοχές ιδιαίτερα ευαίσθητες αλλά και δυναμικές, κυρίως επειδή συγκροτούν μια λεπτή ζώνη μέσα στην οποία γίνεται η μετάβαση από την στεριά στην θάλασσα. Αυτή η λεπτή ζώνη μετάβασης έχει επιπλέον (κυρίως τα τελευταία χρόνια) έντονη κοινωνική και οικονομική σημασία. Στην παράκτια ζώνη συγκεντρώνονται σημαντικές πόλεις [η επιλογή της χωροθέτησής τους μπορεί να ερμηνευθεί ιστορικά] και σε μερικές περιπτώσεις (χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Μεσογείου, αλλά και περιοχών στον πλανήτη με παρόμοια κλιματολογικά χαρακτηριστικά) εμφανίζονται έντονα κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά φαινόμενα, με προεξάρχοντα τον τουρισμό.
Δυστυχώς μέχρι σήμερα οι παράκτιες περιοχές προσεγγίζονταν από τους αρχιτέκτονες σχεδιαστικά σχεδόν αποκλειστικά με όρους σχεδιασμού τοπίου ή σχεδιασμού υποδομών στην περίπτωση των λιμανιών και των κύριων οδικών αξόνων που κινούνταν παράλληλα με την ακτογραμμή. Υπήρχε μια συγκεκριμένη αμηχανία και δισταγμός από τον κλάδο μας να ενταχθεί στον χωροταξικό, πολεοδομικό ή αστικό σχεδιασμό (ανάλογα με την περίσταση) ο παράγοντας του τουρισμού. Ο τελευταίος θεωρούταν κυρίως μια οικονομική διάσταση που μοιραία υπάρχει, ένα αναγκαίο κακό με άλλα λόγια, που μόνο αρνητικές επιπτώσεις μπορούσε να επιφέρει στον χώρο (άρα και στον σχεδιασμό του). Η δυναμική παρουσία του τουρισμού όμως στην παράκτια ζώνη (που σε πολλές περιπτώσεις δικαίως θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί και βουλιμική) κάνει σήμερα την δική του συμβολή καθοριστική (ως παράγοντας) όχι μόνο στην τοπική οικονομία αλλά και στην γενικότερη εθνική οικονομία.
Πώς όμως έχει αντιμετωπίσει η αρχιτεκτονική και ο σχεδιασμός το φαινόμενο του τουρισμού; Δυστυχώς, στις περισσότερες περιπτώσεις ως απειλή. Η δαιμονοποίηση του φαινομένου από τους αρχιτέκτονες ως η απαρχή κάθε δεινών και η μετάθεση των προβλημάτων που δημιουργεί (στο χώρο και στο σχεδιασμό) στους τουρίστες (δηλαδή σε εμάς, κάθε πολίτη μιας χώρας που επιθυμεί να επισκεφθεί και να γνωρίσει μια άλλη ή κομμάτι της δικιά του) είναι βολική αλλά λίγο πειστική. Κρύβει ίσως πίσω της μια δυσκολία στην ανακάλυψη και χρήση νέων εργαλείων επίλυσης αυτών των προβλημάτων. Ίσως μια δυσκολία δημιουργίας ενός συγκροτημένου μοντέλου (με χωρικά χαρακτηριστικά) που να μπορεί να αντέξει τις έντονες (και πολλές φορές επιθετικές) τάσεις επέκτασης / εξάπλωσης του τουρισμού στις παράκτιες περιοχές. Ίσως πάλι μια ιδεολογική προκατάληψη για το βαθμό και την ικανότητα παρέμβασης που μπορεί να έχει ο χωρικός / αρχιτεκτονικός σχεδιασμός.
Σε αντίθεση με την προαναφερθείσα θεώρηση των πραγμάτων, υπάρχει η ανάγκη μιας ψύχραιμης αντιμετώπισης του προβλήματος. Αναφέρουμε την λέξη πρόβλημα, γιατί σε αρκετές περιπτώσεις η βουλιμική στάση πολλών παραγόντων του τουρισμού (που θεωρούν ότι μπορούν να οδηγηθούν σε εύκολο και γρήγορο πλουτισμό) και η ανοργάνωτη επέκταση των κτιριακών μαζών (του κτισμένου έναντι του άκτιστου), με κύριο φαινόμενο το καταστροφικό sprawl, έχουν οδηγήσει το ελληνικό παράκτιο τοπίο σε οριακές καταστάσεις. Λύσεις όμως σε αυτά τα προβλήματα δεν μπορούν να δώσουν οι αναθεματισμοί και η αποστασιοποίηση. Υπάρχει η ανάγκη να συγκροτηθούν μηχανισμοί σκέψης και σχεδιαστικής δράσης, μοντέλα δηλαδή επέμβασης σε υπάρχοντες οριακές και προβληματικές καταστάσεις, όπως και επίσης η προστασία συγκεκριμένων περιοχών που είχαν μέχρι στιγμής την τύχη να μην δεχθούν έντονα τις συνέπειες την κατασκευαστικής δράσης.
Η Ελλάδα δεν είναι η μόνη χώρα που δέχεται την υπερεκμετάλλευση της παράκτιας ζώνης, εξαιτίας της ραγδαίας ανάπτυξης του τουρισμού. Πολλές μεσογειακές χώρες έχουν εμπειρία στα προβλήματα και στις πιθανές λύσεις που μπορούν να υπάρξουν εξαιτίας της τουριστικής ανάπτυξης. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Ισπανία. Στην Ισπανία το τουριστικό κύμα προηγήθηκε σε σχέση με την Ελλάδα και έχουν αναπτύξει μια έντονη τουριστική δράση, κυρίως στις μεσογειακές ακτές τους. Από αυτή την χώρα μπορούμε να διαπιστώσουμε ποια μοντέλα ανάπτυξης του τουρισμού είναι επιτυχημένα και ποια καταστροφικά. Και κυρίως να δούμε και να αξιολογήσουμε σχεδιαστικές προτάσεις που σε συνεργασία με οικονομοτεχνικά μοντέλα προσπάθησαν να δώσουν λύσεις σε περιοχές με έντονα χωρικά προβλήματα ή να προστατεύσουν περιοχές που είχαν διατηρηθεί σχετικά αναλλοίωτες, λόγω της ελάχιστης ή μικρής παρουσίας του τουρισμού σε αυτές. Με αυτά τα παραδείγματα, όπως και με παραδείγματα από χώρες (όπως η Κροατία) που δεν έχουν αναπτυχθεί τουριστικά ιδιαίτερα μέχρι στιγμής, για πολιτικο-ιστορικούς λόγους, αλλά έχουν αξιόλογη συμμετοχή στον προβληματισμό με ιδέες και σχεδιαστικές προτάσεις, μπορούμε να συγκροτήσουμε ένα δικό μας (ελληνικό πλαίσιο) πάνω στο οποίο να παρουσιάσουμε δικά μας παραδείγματα ανάπτυξης (ή και επιβράδυνσης) του τουρισμού, ανάλογα με τις εκάστοτε συνθήκες και ανάγκες.
Εκτιμούμε ότι αυτό που καθιστά τον σχεδιασμό των παράκτιων περιοχών ιδιαίτερα περίπλοκο αλλά και γοητευτικό ταυτόχρονα, είναι το γεγονός ότι οι παράκτιες περιοχές αποτελούν στην ουσία με λεπτή ζώνη σε εύθραυστη ισορροπία. Ουσιαστικά αυτή η ζώνη (λόγω του ότι αποτελεί το σημείο συνάντησης δύο διαφορετικών ενοτήτων, της στεριάς και της θάλασσας) έχει έντονα το ζητούμενο της περιβαλλοντικής ισορροπίας, ενώ παράλληλα δέχεται ισχυρές δυνάμεις οικονομικής και κοινωνικής φύσεως. Η δυναμική κατάσταση που αναπτύσσεται σε αυτές τις περιοχές, για να μπορεί να εξελιχθεί σε μια δυναμική ισορροπία και να μην μετεξελιχθεί σε μια έντονη και δραματική πτώση της περιβαλλοντικής ποιότητας, οφείλει να υπόκειται σε ορισμένους κανόνες οι οποίοι να προσεγγισθούν από μια διεπιστημονική συνεργασία. Και το τελικό αποτέλεσμα πρέπει να αποτελείται όχι μόνο από οικονομοτεχνικά στοιχεία (απαραίτητα για την κατανόηση της σημερινής κατάστασης και της πρόβλεψης της μελλοντικής), αλλά και από μια συγκροτημένη σχεδιαστική λογική που να εντοπίζει και να επιλύει το κεντρικό πρόβλημα-ζητούμενο στην κάθε περιοχή μελέτης.
Η σχεδιαστική μελέτη δεν μπορεί να προσεγγίσει ένα σύγχρονο και δυναμικό φαινόμενο όπως είναι ο τουρισμός με τις κλασσικές σχεδιαστικές διαδικασίες που διαθέτει η αρχιτεκτονική. Η εμπειρία από την αντιμετώπιση τέτοιων σχεδιαστικών προβλημάτων έχει δείξει ότι η σταδιακή προσέγγιση σε διαφορετικές κλίμακες, από την μεγαλύτερη στην μικρότερη δεν εγγυάται ένα επιτυχημένο αποτέλεσμα και προτιμότερη διαδικασία εμφανίζεται να είναι μια δια-κλιμακιακή προσέγγιση του σχεδιαστικού ζητήματος, δηλαδή η ταυτόχρονη παρακολούθηση του σχεδιασμού σε διάφορες κλίμακες και το συνεχές “ανεβοκατέβασμα” των κλιμάκων ανάλογα με την εξέλιξη και την πορεία της πρότασης.
Είναι δεδομένο ότι η εκρηκτική ανάπτυξη του τουρισμού στο βόρειο κομμάτι της Μεσογείου και πιο συγκεκριμένα στη δική μας χωρική ενότητα, τις παράκτιες περιοχές της Ελλάδα, δημιουργεί ένα ζητούμενο που αν εξελιχθεί “μοιραία”, δηλαδή αφημένο στη τύχη του, θα έχει καταστροφικές συνέπειες για τον χώρο.
Είναι ευθύνη των αρχιτεκτόνων αλλά και των άλλων επιστημόνων του χώρου να παρακολουθήσουν την εξέλιξη του τουρισμού και να ευαισθητοποιήσουν τους συμπολίτες τους. Σε κάθε περίπτωση όμως, θα πρέπει να διατηρήσουν μια ψύχραιμη στάση που να οδηγήσει σε προτάσεις βελτίωσης της σημερινής κατάστασης και πρόβλεψης των αρνητικών μελλοντικών επιπτώσεων, χωρίς όμως να καταφύγουν σε μοιρολατρία ή ατεκμηρίωτη κινδυνολογία που το μόνο που θα προσφέρει είναι να κλονίσει την φερεγγυότητα του αρχιτέκτονα (και) ως επιστήμονα. Με βασικό όπλο την σχεδιαστική του δεινότητα (που μπορεί να συνενώσει διαφορετικές προτάσεις και να προσδώσει μια υπεραξία στο τελικό αποτέλεσμα) ο αρχιτέκτονας μπορεί και οφείλει να συμμετάσχει δημιουργικά στο διάλογο για την μελλοντική ανάπτυξη και προστασία των παράκτιων περιοχών. Γιατί το τουριστικό προϊόν, εν τέλει, είναι δύο πράγματα: η διαχείριση του ελεύθερου χρόνου των τουριστών και η δημιουργία χωρικών καταστάσεων όπου οι επισκέπτες θα φιλοξενήσουν και θα βιώσουν τις ιδιαίτερες (λόγω της απόστασης από την καθημερινότητα) εμπειρίες τους. Ο αρχιτέκτονας μπορεί να συμβάλει στον σχεδιασμό και των δύο…