ΜΟΝΙΜΕΣ ΣΤΗΛΕΣ

ΕΠΙΛΕΓΟΜΕΝΑ

Η πόλη της απολιθωμένης μνήμης.Με αφορμή την 10η Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής.

14 Δεκέμβριος, 2006

Η πόλη της απολιθωμένης μνήμης.Με αφορμή την 10η Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής.

Η φετινή μπιενάλε αρχιτεκτονικής τής Βενετίας ήταν η πρώτη που έδωσε τόσο μεγάλο βάρος στην πόλη και στα κοινωνικά προβλήματα φέρνοντας ακόμα περισσότερο στο προσκήνιο την πόλη ως το κατεξοχήν στρατηγικό (για οικονομική και όχι μόνο ανάπτυξη) τόπο.
(του Νικόλα Μιτζάλη)

Νικόλας Μιτζάλης
Αρχιτέκτονας Μηχανικός, I.U.A.V.,
Διδάκτορας Πολεοδομίας και Χωροταξίας Ε.Μ.Π.

Αναδείχθηκαν νέα σύνορα, νέες οικονομίες, δημογραφικές εκρήξεις και νέες τάσεις ενώ παρουσιάστηκαν πληθώρα πόλεων με μία ρητορική που συχνά παρέλειπε την ουσία: δηλ. την προβληματική τής συνένωσης πόλης, αρχιτεκτονικής και κοινωνίας. Ευπρόσδεκτα τα στοιχεία και οι στατιστικές και ακόμα περισσότερο ο τρόπος έκθεσής τους ο οποίος με παιδαγωγική διάθεση κατάδειξε το μεγάλο ενδιαφέρον που συγκεντρώνεται γύρω από την μελέτη τής πόλης, δυσάρεστα όμως ορισμένα συμπεράσματα που αρκετοί αποκόμισαν από την κορυφαία αυτή έκθεση. Η φεστιβαλοποίηση ως γεγονός πια που επικρατεί ακόμα και σε εκδηλώσεις όπως αυτή οδήγησε σε μία «λεκτική» αφασία την μπιενάλε εξομοιώνοντάς την με πολλά άλλα φεστιβάλ που κύριο σκοπό τους έχουν κυρίως την προσέλευση επισκεπτών και εν δυνάμει τουριστών (1). Διάλογος μεταξύ τής αρχιτεκτονικής, τής πολεοδομίας, της γεωγραφίας και τής οικονομίας που πολλοί περίμεναν, σύμφωνα και με τον τίτλο: «Πόλη, αρχιτεκτονική, και κοινωνία», δεν έγινε. Ούτε απαντήσεις δόθηκαν γύρω από το τί είναι πια η πόλη ή σε τι μετατρέπεται και μαζί της η κοινωνία. Όπως έγραφε και ο Richard Ingersoll (2), παρουσιάστηκε μία καθημερινή πολεοδόμηση (everyday urbanism) με εμφανή την απουσία των «αρχιτεκτονικών αντικειμένων».

Ο Burdett επαναπρότεινε το κριτήριο τής ανάγνωσης των αστικών φαινομένων, ξεφεύγοντας εν μέρη από την παρέλαση τού αρχιτεκτονικού star system των παρελθόντων εκθέσεων αναδεικνύοντας την συνεισφορά κοινωνιολόγων όπως ο Martinotti, και οικονομολόγων τής παγκόσμιας πόλης όπως η Saskia Sassen. Πολύ σωστά μέχρις εδώ. Η Αρχιτεκτονική θα υπάρχει όσο υπάρχουν πόλεις. Μεταλλαγμένη ίσως, αλλά θα υπάρχει, εμποτίζοντας όλες τις επιστήμες που ασχολούνται γύρω από την πόλη. Έτσι λοιπόν, Πόλη χωρίς Αρχιτεκτονική όπως εντόνως εμφανίστηκε φέτος στην Βενετία είναι μάλλον μία επιφανειακή εντύπωση. Το δυσάρεστο ήταν κατ’ εμέ, η έλλειψη προτάσεων, και διεπιστημονικού διαλόγου ουσίας, γεγονός που επισήμανε εντόνως το καλοκαίρι η Christine Boyer στο συνέδριο που οργανώθηκε για το μέλλον τής πόλης από την αρχιτεκτονική σχολή τού πανεπιστήμιο Πατρών. 

Κρίμα γιατί ο χώρος στον οποίο φιλοξενείται η μπιενάλε, η Βενετία, είναι ένας παραδειγματικός τόπος, μια παγκόσμια πόλη σύμφωνα και με τον Italo Calvino (3), ένα κατεξοχήν παράδοξο που μας ωθεί σε περαιτέρω συλλογισμούς για την φύση των πόλεων, την σχέση μεταξύ παρελθόντος και παρόντος, το φαινομενικό και το πραγματικό.

Σήμερα, οι ετεροτοπίες – δηλ. οι  τόποι που διαφέρουν απόλυτα από τους τόπους για τους οποίους μιλούν και αντιπροσωπεύουν και οι οποίοι δημιουργούν ένα είδος αντί-τόπων, ένα είδος υλοποιημένων ουτοπιών σύμφωνα με τον Foucault (4) – αυξάνονται, διαφοροποιώντας τις αρχικές τους λειτουργίες και αλλάζοντας την σημασία τους.

Εάν ο ετεροτοπικός χώρος είναι ο τόπος όπου οι ουτοπίες, χώροι χωρίς πραγματικό τόπο, υλοποιούνται, η Βενετία σήμερα είναι ένας καθρέπτης όπου αντανακλώνται μύθοι και κοινωνικές τελετουργίες: ο μύθος της μνήμης και η τελετουργία του τουρισμού. Από αυτά η πόλη ωφελήθηκε για πολύ καιρό, ευνοώντας όμως και μια στερεότυπη αντίληψη του εαυτού της ως πόλη της νοσταλγίας, πόλη γεγονός, πόλη μουσείο. Το επερχόμενο χάσιμο της ταυτότητας της πόλης εμποδίζει την αποφυγή μιμήσεων, διαδικασιών αντιθέτως απαραίτητων για να βγει η πόλη από τον κύκλο των συγκρούσεων σχετικά με την ερμηνεία του παρελθόντος και να επαναπροσδιοριστεί μια στρατηγική συνολικής ανάπτυξης της πόλης και μια επανατοποθέτησή της στον ευρύτερο Βορειοανατολικό ιταλικό χώρο.

  Ο τόπος όπως η μνήμη βρίσκεται σε μια διαρκή διαδικασία εξέλιξης. Έτσι και στην Βενετία όπου κάθε επέμβαση απειλεί το πυκνά κωδικοποιημένο παρελθόν της, κάθε αστική επέμβαση ισορροπεί μεταξύ συντήρησης και εξέλιξης. Η Βενετία βρισκόταν πάντα μεταξύ του διλήμματος της διατήρησης και της εξέλιξης. Υπάρχουν εκείνοι που με διάφορους τρόπους υποστηρίζουν ως βασική την ανάγκη για διατήρηση και συντήρηση των αρχιτεκτονημάτων και του χώρου, στις οποίες βασίζεται η ιδιαιτερότητα της Βενετίας και εκείνοι που πιστεύουν πως πρέπει να προωθηθεί η οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη, ως εγγύηση της αυτονομίας του τρόπου ζωής της πόλης σε μια υπέρβαση της αντίληψης που αναδιπλώνεται στο παρελθόν. Αυτές οι δύο απόψεις κυριαρχούν στη νεώτερη ιστορία της Βενετίας και αναδεικνύονται ιδιαίτερα όταν υπάρχουν ζητήματα ζωτικής σημασίας για την πόλη (όπως οι πολεοδομικές μελέτες για την χρήση της πλατείας του Αγίου Μάρκου, οι αρχιτεκτονικές μελέτες για την acqua alta και τις προοπτικές του λιμανιού, ή την επανάχρηση της Arsenale).

Η πλούσια κληρονομιά της Βενετίας προήλθε από μια χρονοβόρα, συστηματική και έξυπνη διαχείριση και μεταμόρφωση του φυσικού στοιχείου. Δεν αποτελείται μόνο από την υλικότητα των αντικειμένων (το τοπίο της λιμνοθάλασσας, τις ιστορικές εγκαταστάσεις, τα αρχιτεκτονήματα), την σύζευξη διαφορετικών στοιχείων (νερό-γη, δομημένο-αδόμητο, εσωτερική οργάνωση των κατοικιών, κατασκευαστικοί κανόνες και αρχιτεκτονικές λύσεις). Αποτελείται και από την ισορροπημένη και δυναμική σχέση μεταξύ των φυσικών στοιχείων της πόλης και του περιβάλλοντος, και της σύνθετης κοινωνικής και οικονομικής δομής (πληθυσμός, παραγωγικές διαδικασίες, εμπόριο), ένα βασικό συστατικό της πλούσιας κληρονομιάς της πόλης.  Ο «πλούτος» της Βενετίας δεν βρίσκεται στην έννοια της μουσειακότητας που εκφράζει ή στη μοναδικότητα του τοπίου, αλλά στο χαρακτηριστικό της πολυπλοκότητας του χώρου (5). Η διάσωση της Βενετίας σημαίνει λοιπόν απαραιτήτως την διάσωση και της φυσικής πλευράς της και της κοινωνικής και την έκφραση της σύνθεσης αυτών των δύο.

Η Βενετία είναι μια σύνθετη πόλη. Μια πόλη στην οποία το νόημα, η πολυπλοκότητα, η αμοιβαία σχέση μεταξύ των διαφόρων κοινωνικών ομάδων, οι λειτουργίες και οι δραστηριότητες είναι βασικά χαρακτηριστικά της ποιότητάς της. Όμως η πόλη αυτή εκτίθεται ολοένα και περισσότερο στο ρίσκο της διαταραχής της κοινωνικής δομής της. Η εξάπλωση του τουρισμού και των σχετικών δραστηριοτήτων απομειώνει αυτή τη πολυπλοκότητα σε μια μονοδιάστατη λειτουργία. Τα φαινόμενα που επιδρούν στην κοινωνική διάρθρωση της πόλης, οι ροές που προκαλούνται από την ίδια την αστική ποιότητα και η αύξηση της καταναλωτικής δυνατότητας στις βιομηχανικές χώρες, δεν καθορίζουν μόνο την απομάκρυνση κατοίκων (6) και οικονομικών δραστηριοτήτων και την αντικατάστασή τους με άλλους κατοίκους και δραστηριότητες, αλλά και την ριζική μετάλλαξη της κοινωνικής ποιότητας της πόλης, δηλ. την απομείωσή της σε μονοδιάστατη κουλτούρα τουρισμού (7).

Η Βενετία παραμένει από τα χρόνια της αποβιομηχάνισης θέατρο καθημερινής μαζικής προσέλευσης τουριστών που θέλουν να απολαύσουν το θέαμα που προσφέρει. Όμως, παρότι τα σημεία εισροής των μαζών είναι καθορισμένα – Piazzale Roma και Σιδηροδρομικός σταθμός – το παλίψηστον της επίσκεψης των περαστικών δεν είναι στρατηγικά σχεδιασμένο. Όπως έλεγε ο Debray, η Βενετία είναι ένα μόνιμο θεατρικό σκηνικό, αλλά χωρίς ηθοποιούς, χωρίς ψυχή, μόνο με θεατές, χιλιάδες «idiots savants» που εξακολουθούν εδώ και δεκαετίες να κάνουν την ίδια διαδρομή: Rialto – Palazzo Ducale – Salute (8). Οι τουρίστες, χωρίς ένα προτεινόμενο πρόγραμμα από την πόλη, διασχίζουν τον μοναδικό άξονα που γνωρίζουν: Σιδηροδρομικός σταθμός – πλατεία του Αγίου Μάρκου και πρέπει να ικανοποιηθούν από την οπτική εικόνα χωρίς την παραμικρή συμμετοχή τους στο αστικό γεγονός. Οι λίγες προσπάθειες που ήθελαν να δώσουν ένα νόημα σε αυτή την ροή, όπως στην περίπτωση του Καρναβαλιού, αντιμετωπίζουν τα φυσικά όρια της πόλης.

Η Βενετία από μια εμπορική και βιομηχανική πόλη (κυρίως λόγω του λιμανιού της Marghera) απειλείται σήμερα από αυτή την τάση που έχει να γίνει μια πόλη τουριστικού εισοδήματος. Κινδυνεύει από πόλη, να γίνει η απεικόνιση μιας πόλης (9). Η Βενετία που δεν έχει έντονα σημάδια από την περίοδο της βιομηχανοποίησης και του μοντερνισμού (10), είναι κατάλληλη ως ένα χωρικό μοντέλο μεταβιομηχανικής πόλης. Ο David Harvey εκλαμβάνει την πόλη πέρα από την έννοια της λειτουργικότητας και της οργανικότητας, σαν μια δραστήρια σκηνή, και – «προβολή μιας συγκεκριμένης εικόνας του τόπου με ορισμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά, μια οργάνωση  θεάματος και θεατρικότητας, δια μέσου ενός εκλεκτικού μείγματος διαφορετικών αρχιτεκτονικών στυλ, διακοσμήσεων και διαφοροποιημένων επιφανειών» (11). Η κατοικία, το εμπόριο και όλες οι δραστηριότητες που συσχετίζονται με την εκμετάλλευση αυτής της εικόνας της πόλης (12), κρατούν ακόμη, αλλά έχει τελειώσει ο κύκλος του εφησυχασμού και της αδιάλλακτης στάσης. Στο κοινωνικό επίπεδο της Βενετίας είναι ίσως χρήσιμη σήμερα η διαδικασία ένταξης ενός επιπέδου που πρέπει να περάσει από έναν εξειδικευμένο τοπικισμό σε ένα τοπικισμό ικανό να αντέξει στον παγκόσμιο συναγωνισμό μεταξύ πόλεων.

Πρέπει να επέμβουμε στα είδωλα της μνήμης που κάνουν την Βενετία ένα μη-τόπο, μια πόλη  κατασκευασμένη πιο πολύ από συγγραφείς παρά από χτίστες, πιο πολύ από ζωγράφους παρά αρχιτέκτονες, πιο πολύ από λόγια παρά από τούβλα  (13). Εάν μια πόλη γίνεται ένας «μη-τόπος» κινδυνεύει να έχει μονάχα νοσταλγία χωρίς μελλοντικό προσδιορισμό. Και αυτό ισχύει σήμερα για όλα τα ιστορικά αστικά κέντρα όπου η πολιτιστική κερδοσκοπία φαίνεται να υιοθετείται ως μονόδρομος προς την οικονομική ανάταση.


Νικόλας Μιτζάλης
Αρχιτέκτονας Μηχανικός, I.U.A.V.,
Διδάκτορας Πολεοδομίας και Χωροταξίας Ε.Μ.Π.

Σημειώσεις:
1
 Οι διεθνείς επισκέπτες τής έκθεσης έφτασαν τους 23.367, μονάχα μεταξύ των ημερών 6 και 9 Σεπτεμβρίου.
2 R.Ingersoll, άρθρο στην εφημ.El Pais, 16/11/2006.
3 Italo Calvino, Le cittá  invisibili, Mondadori, 1993, Μιλάνο.
4 Foucault Michel, Eterotopia. Luoghi e non - luoghi Metropolitani, Mimesis, Milano 1994.
5 Luigi Scano, Venezia: Terra e acqua, Edizioni delle autonome, Ρώμη 1985.
6 Η Βενετία (ιστορικό κέντρο) χάνει περίπου τρεις κατοίκους την μέρα. 1951: 191.000, 1966: 135.000, 1995: 70.000, 2000: 63.000. Αλλά, όπως έλεγε και ο Règis Debray ειρωνικά στον περίφημο «λίβελό» του Contro Venezia, Baldini & Castoldi, Milano 1996, τι πειράζει μπροστά σε 392 μέγαρα, 105 εκκλησίες και 22 μοναστήρια.
7 Τα σχολεία, τα φαρμακεία και τα κτίρια γραφείων λιγοστεύουν ενώ αυξάνονται αντίθετα οι πιτσαρίες και τα καταστήματα τουριστικών ειδών. Μέσα στα τελευταία τρία χρόνια ο αριθμός των πανδοχείων αυξήθηκε από 59 σε 455 ενώ ανοίγουν διαρκώς νέα ξενοδοχεία. (Ελευθεροτυπία 11/5/2003).
8 Règis Debray, Contro Venezia, ό.π., σ.16.
9 Στο ίδιο.
10 Από το 1957 έως το 1975, αρχιτέκτονες διεθνούς φήμης επεξεργάζονται μελέτες με σκοπό την συζήτηση γύρω από την ικανότητα της μοντέρνας αρχιτεκτονικής να αναστηλώσει μια θετική διαλεκτική με τα ιστορικά κτίρια της πόλης. Το πρακτικό αποτέλεσμα όμως ήταν μηδενικό. Οι εν λόγω μελέτες ήταν η κατοικία Masieri του  F.L.Wright (1957), το νέο νοσοκομείο του Le Corbusier (1966) και οι κήποι του Luis Kahn. Μοναδική εξαίρεση η κατοικία Cicogna που υλοποιήθηκε μεταξύ 1954-8, του αρχιτέκτονα Ignazio Gardella στην περιοχή Zattere. Αυτή η περίοδος κλείνει με τον διαγωνισμό για την επανάχρηση του Mulino Stucky (1977).
11 David Harvey, The Condition of Postmodernity: An Enquiry into the Origins of Cultural Change, Oxford: Blackwell, 1989, σσ.92-93.
12 Δυστυχώς αυτές οι δραστηριότητες παραμένουν περιφερειακές σε σχέση με την αναπτυξιακό σχεδιασμό της Βενετίας και δεν διαθέτουν ενδογενή δυναμική.
13 Règis Debray, Contro Venezia, ό.π., σ.48.



Share |

Σχετικές Δημοσιεύσεις:

 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital