ΔΙΑΛΟΓΟΣ
Κοινωνική ευθύνη
19 Ιανουάριος, 2010
Αρχιτεκτονική Αγωγή και Παραγωγή. Η ‘ήπια’ κτιστή πραγματικότητα ως τρόπος πολιτισμού στην σύγχρονη Ελλάδα.
Το κείμενο του αρχιτέκτονα Νίκου Γεωργιάδη, περιλαμβάνεται στην ειδική έκδοση που πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια της 'Εβδομάδας Αρχιτεκτονικής 2008 με θέμα: H Αρχιτεκτονική ως πολιτιστικό αγαθό μέσα από την αρχιτεκτονική πραγματικότητα στην Ελλάδα του 2008.
Έχει μεταλλαχθεί η Ελληνική Κοινωνία τα τελευταία χρόνια, επιζητεί ο πολίτης καλύτερη Αρχιτεκτονική ή έστω απλά Αρχιτεκτονική και όχι το σχεδιασμό της οικείας του από κάποιον Μηχανικό;
Ποιος είναι ο ρόλος του Αρχιτέκτονα στη σημερινή κατασκευαστική πραγματικότητα;
Είναι ο ρόλος του Αρχιτέκτονα καθαρά σχεδιαστικός ή οφείλει μέσα από την πολυσχιδή προσωπικότητα του να παρέμβει και να συμβάλλει καθοριστικά στην ευρύτερη παίδευση της κοινωνίας;
Σε αντίθεση με τις καθοριστικές δεκαετίες του θαύματος του ‘ΕΟΤ’ και των μοναδικών σχολικών κτιρίων ποια είναι σήμερα η παραγόμενη ‘δημόσια’ αρχιτεκτονική;
Αποτελεί η βιώσιμη Αρχιτεκτονική λύση στη διαρκώς διογκούμενη περιβαλλοντική καταστροφή και πώς μπορεί να εφαρμοστεί στην Ελλάδα;
Ο απαρχαιωμένος ΓΟΚ είναι σε θέση να διαχειριστεί τις νέες οδηγίες για την ενεργειακή ταυτότητα;
Ποια είναι η πραγματική σχεδιαστική ελευθερία του Αρχιτέκτονα μέσα σε τόσο περιορισμένους οικοδομικούς κανονισμούς και την εργολαβομηχανικίστικη νοοτροπία της πλειοψηφίας των πολιτών;
Οι αρχιτέκτονες κλήθηκαν να αναπτύξουν το θέμα κυρίως από τη σκοπιά του ελεύθερου επαγγελματία που ασκεί το επάγγελμα τις τελευταίες δεκαετίες και δευτερευόντως μέσα από τις πολύ σημαντικές παράλληλες δραστηριότητες τους στον εκπαιδευτικό, δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα.
Ακολουθεί η περίληψη της ομιλίας του Νίκου Γεωργιάδη, αρχιτέκτονα –Μέλος της αρχιτεκτονικής ομάδας Anamorphosis.
*Πρωτότυπα (και ανέκδοτα) κείμενα των υπόλοιπων ομιλητών της κεντρικής εκδήλωσης της 'Εβδομάδας Αρχιτεκτονικής 2008' υπάρχουν στην ειδική έκδοση που πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια της Εβδομάδας Αρχιτεκτονικής.
Η αρχιτεκτονική ως πολιτιστικό αγαθό. Η αρχιτεκτονική πραγματικότητα στην Ελλάδα του 2008
Αρχιτεκτονική Αγωγή και Παραγωγή.
Η ‘ήπια’ κτιστή πραγματικότητα ως τρόπος πολιτισμού στην σύγχρονη Ελλάδα.
Για να σχολιάσουμε την αρχιτεκτονική ως πολιτιστικό αγαθό στην σημερινή Ελλάδα θα πρέπει πρώτα να την δούμε στην ευρύτερη διάσταση της ως κτιστή χωρική πραγματικότητα και παραγωγή, και κατ’ επέκταση ως κοινωνική αγωγή και ενεργό όραμα, όπου η καθημερινή χρήση/βίωση παίζει καθοριστικό προτασιακό ρόλο. Θα χρειαστεί ακόμα να την αποσυνδέσουμε από την τρέχουσα φαντασίωση του καλώς και ηπίως κατοικείν (‘να περνάμε καλά’), και να εστιάσουμε στην ολοένα διογκούμενη κρίση που εκφράζεται μέσα από μία παγιωμένη πλέον στην χώρα μας συνθήκη χωρικής αχρειό-τητας: δυσχρηστίας και χωρικής πενίας, σε μικρή και μεγάλη κλίμακα.
Χαρακτηριστικό της κρίσης αυτής είναι η επικράτηση της ατομοκεντρικής ιδιοποίησης του χώρου, μιας μονότροπης λειτουργικότητας που συνήθως εκφράζεται με την μορφή ‘δικαιώματος στο χώρο’ αλλά ταυτόχρονα και ‘αποδέσμευσης’ από αυτόν, κάτι που ακυρώνει την ίδια την υλικότητα της χρήσης και την ετερότροπη, κοινωνική διαλεκτική της. Όμως, συμπωματικά προς την επικρατούσα κατάσταση και ως επιστροφή του απωθημένου πλέον, συνυπάρχει και ένα κοινωνικό αίτημα για περισσότερη συμμετοχή στην παραγωγή και διαχείριση του χώρου, αίτημα για περισσότερη αρχιτεκτονική πράξη, όχι ως πολιτιστικό πρόσθετο, αλλά ως πράξη ταυτόσημη του πολιτισμού. Αντίθετα προς την εγώτροπη λειτουργικότητα, εδώ ανακαλύπτουμε ένα διευρυμένο αρχιτεκτονικό υποκείμενο που αφορά σε συμπτωματικές κοινωνικές ομάδες (φοιτητές, τουρίστες, μετανάστες, απρόβλεπτες η περιστασιακές συγκεντρώσεις και κοινωνικότητες (από λαϊκές αγορές μέχρι νοσοκομεία) ή ακόμα υποκειμενικότητες που προκύπτουν σε συνθήκες καθημερινής επαναληπτικής χρήσης, εργασίας, γειτονίας, φιλοξενίας, οικιακής φροντίδας κλπ. Χαρακτηριστικό των υποκειμένων αυτών είναι το ότι η κοινωνική/πολιτιστική συνοχή τους δεν ‘εκφράζεται’ ούτε επικάθεται στον χώρο που χρησιμοποιούν, αλλά συντίθεται με και από αυτόν. Προτείνουν έτσι χώρο, επανεισάγοντας την χωρική δυναμική του χρήστη, τόσο απαραίτητη αλλά και παρεξηγημένη στην συνθετική εργασία του αρχιτέκτονα. Και αυτό έχει πρωτεύουσα θεωρητική και πρακτική σημασία.
Τα παραδείγματα δυσχρηστίας είναι πολλά. Ας σκεφτούμε την βάναυση ελαχιστοποίηση του χώρου των ηττημένων πλέον πεζών. Την κατάληψη των πεζοδρομίων από τροχοφόρα, τραπεζοκαθίσματα, σκουπίδια, περιττώματα... Την ‘ήπια κυκλοφορία’ (sic) των μοτοσικλετών στους πεζόδρομους, που ως άλλες ιερές αγελάδες, υπεράνω γήινων νόμων, απαιτούν τον δέος και την λατρεία των παλιμπαιδιζόντων νεοελλήνων, και την πλήρη υποταγή όλων μας στην ρυπογόνα τους ρώμη (βλ. βαρβατίλα). Την ατμοσφαιρική, ακουστική, οπτική, αστική… ρύπανση. Τα καμένα δάση, την τοποθέτηση ομπρελών και αυθαίρετων κατασκευών στις πιο ειδυλλιακές παραλίες. Την άθλια κατάσταση των λεωφόρων και την μετατροπή τους σε αγωνιστικές πίστες τα τριήμερα. Την αυθαίρετη δόμηση, τον ‘ημιυπαίθριο’, την ‘ήπια τουριστική ανάπτυξη’ (sic) στα καμένα της Ηλείας, στους αιγιαλούς κλπ. Τα αφρόντιστα αστικά πάρκα που πλέον μόνο μετανάστες τα χρησιμοποιούν. Τον αποκλεισμό των ηλικιωμένων από τον δημόσιο χώρο. Την νεορρεαλιστική ‘ανάπτυξη’ μοδίτικων γκέτο διασκέδασης στον υποβαθμισμένο αστικό ιστό όπου πανάκριβα εστιατόρια συνυπάρχουν με το αφόρητα ρυπαρό περιβάλλον (με θέα όμως την Ακρόπολη!)… πιθανή αναβίωση του ‘πρωκτικού σταδίου’ (Freud) όπου κανείς αρέσκεται στην κατακράτηση των περιττωμάτων του και στη συμβίωση με αυτά; Στην δυσχρηστία το υποκείμενο από παραγωγός/δημιουργός χώρου μεταπίπτει σε καταναλωτή/αποδέκτη, από κοινωνικός χρήστης σε άτομο με ‘ελεύθερη έκφραση’ ιδεοτύπων και αφηρημένων αναγκών, από υποκείμενο που σκέφτεται με τον χώρο, εξασκεί και υπόκειται σε αυτόν, σε άτομο που σκέφτεται ‘για’ τον χώρο, ορίζει και κυριαρχεί σε αυτόν. Το άτομο μετέχει σε μία ναρκισσιστική λειτουργικότητα, αποδοχής και απόρριψης ταυτόχρονα (θέλω το δάσος αλλά για να το ιδιοποιηθώ το καίω) και δρα εδαφοκυριαρχικά, απαιτώντας έναν απροσπέλαστο ιδιωτικό τόπο όπου η κοινωνικότητα νοείται ως παραθετική συνάθροιση ατόμων και αντιστοίχων ιδιωτικών μικροτόπων. Η κοινωνική συμβίωση στον ίδιο χώρο καταντά αδύνατη, αφού ο χώρος κατακερματίζεται και αχρηστεύεται, και ουσιαστικά αναιρείται η βασική ιδιότητά του ως χώρος του άλλου, ως πεδίο σχέσης και ετερότητας, και συνεπώς σχεδιασμού. ‘Έτσι ο καθένας θέλει να είναι ιδιοκτήτης ενός κομματιού δάσους, παραλίας, πεζοδρόμου, θέας κλπ, και φυσικά ενός ατομικού μεταφορικού μέσου με ιδιωτικούς (!) κανόνες κυκλοφορίας. Ο νεοέλληνας λοιπόν καταστρέφει το περιβάλλον και το αποστερεί από την χωρική του ιδιότητα, ακριβώς επειδή δεν ξέρει να το χρησιμοποιεί, αφού ο μόνος τρόπος που ξέρει είναι να το ιδιοποιείται και να το απορρίπτει. Τα δάση καίγονται, οι παραλίες καταστρέφονται, οι πόλεις ρυπαίνονται, γιατί ακριβώς δεν ξέρουμε πως να τα χρησιμοποιούμε.
Ως φυσική συνέπεια, το παραληρηματικό, δύσχωρο και δύσχρηστο κτιστό περιβάλλον στην σύγχρονη Ελλάδα χαρακτηρίζεται από την προτεραιότητα της κατασκευής και τον υποβιβασμό της μελέτης. Εδώ τα έργα πρώτα κατασκευάζονται και μετά σχεδιάζονται (παγκόσμια πρωτοτυπία!). Το παραληρηματικό ασχεδίαστο είναι άρνηση του σχεδιασμού και όχι ριζοσπαστικός σχεδιασμός. Απαντάται σε πλήθος περιπτώσεων υποβαθμισμένου δημόσιου και ιδιωτικού χώρου και ο ρεαλισμός του δεν έχει απολύτως κανένα ενδιαφέρον. Επιπλέον δεν έχει καμία σχέση με την, αναλυτική και συνθετική, δομή της λαϊκής αρχιτεκτονικής, σύγχρονης ή παραδοσιακής που βασίζεται στο χωρικό εθιμικό δίκαιο και σε μηχανισμούς εκχώρησης (του ιδιωτικού στο δημόσιο και αντίστροφα) . Η γενικευμένη εργολαβική συνθήκη, οι μελετοκατασκευές, η αυθαιρεσία και αδιαφορία κράτους/πολιτών, η έλλειψη κριτικού και επιστημονικού λόγου, αποτελούν κινητήριους μηχανισμούς, τα δε μεγάλα έργα –‘εργολαβίες’ (sic), προκύπτουν συνήθως από εξωαρχιτεκτονικές αποφάσεις παρά από αρχιτεκτονική/πολεοδομική έρευνα ή μελέτη. Δείγμα της υποβάθμισης του αρχιτεκτονικού επαγγέλματος, κοινωνικά και εργασιακά, αποτελεί ο τεράστιος όγκος απλήρωτης εργασίας που ο αρχιτέκτονας υποχρεώνεται (‘ήπια’ και αυτός) να προσφέρει πριν και ανεξάρτητα από το αν αναλάβει το έργο. Από τις απλήρωτες πολύωρες συναντήσεις με τον πελάτη και τις επί τόπου επισκέψεις, την προετοιμασία λεπτομερειακών προσφορών, τα δοκιμαστικά προσχέδια… τις εξευτελιστικές εκπτώσεις προς εργολάβους και πελάτες, τα ‘πακέτα συμμετοχής’ για την ανάληψη δημόσιων έργων, μέχρι τους (αδιάβλητους) αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς ‘ιδεών’ που συχνά απαιτούν και κατασκευαστικές επιλύσεις (!), οι αρχιτέκτονες παράγουν έργο το οποίο δεν έχει καμιά οικονομική αναγνώριση. Η αρχιτεκτονική είναι ίσως το μόνο επάγγελμα στην αγορά, όπου οι έννοιες του διαγωνισμού, της ‘προσφοράς’ κλπ δεν βασίζονται απλά και μόνο σε οικονομικά κριτήρια αλλά προϋποθέτουν και την κατάθεση μελέτης !
Στις μέρες μας η ελληνική αρχιτεκτονική παθητικά καταναλώνει εισαγόμενα μητροπολιτικά πρότυπα (συχνά ξεπερασμένα) και ακυρώνεται μπροστά στα εγκάθετα ιδεολογήματα (αισθητικά, λειτουργικά..) της παγκοσμιοποίησης. Η διάκριση μητρόπολη-περιφέρεια κυριαρχεί, και το ξένο στοιχείο αποτελεί προαπαίτηση με νεοαποικιακό τρόπο (Μουσείο Ακρόπολης, Αεροδρόμιο Σπάτων, Ολυμπιακά έργα…). Στον τομέα της (αξιοκρατούμενης) παιδείας και της κριτικής η βαθμιαία υποκατάσταση της επιστημονικής γνώσης από την δημοσιογραφική ενημέρωση, σε συνδυασμό με την ταυτόχρονη αναβίωση του λογιοτατισμού και των θεωρητισμών συντελούν στον αποκλεισμό του ελληνικού αρχιτεκτονικού γνωστικού αντικειμένου και των ιδιαίτερων συνθηκών του (σχέση με φύση, υλικά, κοινωνία κλπ). Η έλλειψη αρχιτεκτονικής θεωρίας και μεθόδου έχει άμεσες επιπτώσεις σε πρακτικό επίπεδο (υποβάθμιση και αναξιοπιστία του επαγγέλματος) αλλά και στην ποιότητα της καθημερινότητας (έλλειψη χωρικής αγωγής). ‘Όταν ένα επάγγελμα στερείται επιστημονικού πλαισίου, γίνεται έρμαιο στην τρέχουσα ιδεολογία (εργολαβική, δημοσιογραφική, life-style κλπ) και υποτελές σε άλλα πιο συγκροτημένα γνωστικά πεδία, των οποίων την θεωρία και τεχνική είναι υποχρεωμένο να δανείζεται, χωρίς φυσικά να τις κατέχει.
Το αρχιτεκτονικό πολιτιστικό αγαθό έχει λοιπόν να κάνει περισσότερο με το καθημερινό χωρικό ήθος, αγωγή και παραγωγή και λιγότερο με την ρεαλιστική θεώρησή του. Η (εκ των υστέρων) αποδοχή, περιγραφή, ή και ανάδειξη της κατάστασης ‘όπως είναι’ δεν συνιστά συνθήκη ανάλυσης, μα ούτε και αλλαγής. Η καθημερινή χρηστική, χωρική πράξη δεν είναι καταναλωτική αποδοχή της πραγματικότητας, αλλά κριτική ανάλυση, και πρακτική αλλαγής. Επί πλέον μας αποκαλύπτει την ύπαρξη ενός δομικού εργαλειακού χωρικού ψυχισμού (σύσταση κοινωνικότητας μέσα από τον σχεδιασμένο χώρο) που είναι άλλωστε κοινός τόπος, στην τρέχουσα επαγγελματική αρχιτεκτονική πρακτική. Την θεωρητική και πρακτική σημασία αυτού του ψυχισμού, η επίσημη αρχιτεκτονική παιδεία αδυνατεί να κατανοήσει, ενώ στην καλύτερη περίπτωση τον υποβιβάζει σε ψυχολογική συμπεριφορική συνθήκη. Όμως η πρόσφατη αρχιτεκτονική παράδοση στην Ελλάδα επιμένει πως η μορφική διαλεκτική του τοπίου συνιστά ένα τέτοιο υλικό ψυχικής και κοινωνικής δομής, που λειτουργεί ως βουλητική και σχεδιαστική διαδικασία, αλλά και κατασκευαστική έμπνευση – σίγουρη βάση για την ανάπτυξη ενός σύγχρονου αρχιτεκτονικού προβληματισμού.
Η καθημερινή λοιπόν βίωση του δύσχρηστου ελληνικού αστικού και ιδιωτικού χώρου, οδηγεί τον αρχιτεκτονικό προβληματισμό πέρα από τα ‘επώνυμα’ έργα, τις φαντασιώσεις των αρχιτεκτόνων και των πελατών τους, καθώς και την επιλεκτική προβολή τους στα μ.μ.ε.. Πέρα από την ‘αναβολική’, χωρίς πραγματικό χωρικό αντίκρυσμα, ντοπαρισμένη υπεραρχιτεκτονική των star-architects. Πέρα από τον διανοουμενισμό των νεορρεαλιστικών ιδεολογιών που αποδέχονται την πραγματικότητα ‘όπως είναι’ και την επανεισάγουν ωραιοποιημένη ως ‘θεωρητική άποψη’ (βλ Ελληνικές εκπροσωπήσεις στις Biennale της Βενετίας: ‘απόλυτος ρεαλισμός’, ‘παραδείγματα’, ‘αιγαίο διάσπαρτη πόλη’, ‘άυλη ηχητική Αθήνα’) και φυσικά ως life-style (βλ περιοδικά πόλης τύπου Lifo κλπ). Πέρα από τα εγχειρήματα της ‘παρεμβατικής’, ‘ποιητικής’, ‘διευρυμένης πολυμεσικής’, ‘δυκτιακής’, ‘δυνητικής’, ‘διαδραστικής’, ‘εφήμερης’, ‘άϋλης’.., φαντασιωτικής και ουσιαστικά ανύπαρκτης αρχιτεκτονικής των ‘αστικών δρώμενων’. Πέρα από τις λογοτεχνικές εικαστικές και απεικονιστικές προσεγγίσεις και τους αντίστοιχους, χωρικά ανέρειστους, θεωρητισμούς, φαινόμενο συχνό στην σύγχρονη αρχιτεκτονική παιδεία, αλλά και στους κύκλους λογοτεχνών και κινηματογραφιστών των οποίων οι απόψεις για τον χώρο, την πόλη κλπ, έχουν σαφώς μεγαλύτερη εμβέλεια και κύρος από αυτές των αρχιτεκτόνων και πολεοδόμων (!). Δεν είναι τυχαίο ότι όλες οι παραπάνω θεωρήσεις βρίσκονται σε αμήχανη και παθητική απόσταση από το πραγματικό αρχιτεκτονικό γίγνεσθαι, και αναπόφευκτα αποδέχονται και επιβραβεύουν τον παραληρηματικό και ασχεδίαστο ελληνικό χώρο και τελικά την καταστροφή της κτιστής (τεχνητής και φυσικής) πολιτιστικής κληρονομιάς, τηρώντας μία στάση σιωπηλής συνενοχής. Δεν είναι τυχαίο επίσης ότι το φαινόμενο της αυτομόρφωσης στις σχολές είναι πλέον κοινός τόπος, και ότι κάθε χρόνο αποφοιτούν όλο και λιγότερο καταρτισμένοι νέοι αρχιτέκτονες που αποτελούν φθηνή εργατική δύναμη σε μια αγορά με αυξανόμενες απαιτήσεις.
Στην σημερινή ελληνική πραγματικότητα των σοβαρών περιβαλλοντικών, και χωρικών καταστροφών, αλλά και απαιτήσεων, είναι τουλάχιστον σαρκαστικό η αρχιτεκτονική να διδάσκεται μέσα από ιδεολογικά τεχνάσματα όπως το ‘άυλο’, το ‘άκτιστο’, οι ‘εφήμερες’ κατασκευές, η ‘δυνητική’, ‘εκθετική’, τοπολογία, η ‘ποίηση’, το ‘πέρα από το κτίριο’…, που όχι μόνο δεν συνιστούν θεωρία αλλά οδηγούν τους νέους αρχιτέκτονες όλο και μακρύτερα από τις αποφάσεις, τον σχεδιασμό και την παραγωγή του πραγματικού έργου. Αλήθεια, ποιοι νάναι αυτοί που θα ασχοληθούν με το υλικό, το κτιστό, τις μόνιμες μεγάλες κατασκευές, τον θετικό, συγκεκριμένο και υλο-ποιημένο τόπο, το κτίριο..., και τελικά θα αναλάβουν τα έργα; ποιοί άλλοι εκτός από το αρχιτεκτονικό εγκατεστημένο, τους star-architects και τον εργολάβερ;!
Νίκος Γεωργιάδης
Αρχιτέκτων, αρχιτεκτονική ομάδα Anamorphosis