ΜΟΝΙΜΕΣ ΣΤΗΛΕΣ

ΜΟΝΟΠΡΑΚΤΑ

ΤΟ ΠΕΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ (E)

15 Αύγουστος, 2009

ΤΟ ΠΕΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ (E)

Προς αναζήτηση του πολιτικού πεδίου και του υποκειμένου της πράξης.

Του Ζήση Κοτιώνη

«Το πλήθος είναι ένα πλήθος σωμάτων» Τόνι Νέγκρι

Θα αναφερθώ σε μια στοιχειώδη πράξη, αυτήν του πετάγματος της πέτρας. Αυτή η πράξη συλλαμβάνεται όχι οπουδήποτε αλλά στους δρόμους της πόλης. Επίσης δεν συλλαμβάνεται συνεχώς αλλά ως ένα εξαιρετικό, ίσως ανεπανάληπτο γεγονός. Τέλος, δεν πράττει ο ένας αλλά πράττουν ταυτόχρονα οι πολλοί. Μιλάμε επομένως για μια συλλογική πράξη στην πόλη, άρα για πράξη πολιτική. 
Σκοπός μου είναι να αναδείξω κάτι για πολλούς αυτονόητο: ότι μέσα στο πολιτικό εμπεριέχεται το αισθητικό. Δεν θα ακολουθήσει μια διαδικασία απόδειξης αλλά ανάδειξης αυτής της διάστασης του πολιτικού. Κατά κάποιο τρόπο θα προϋποθέσουμε κάτι, το οποίο στη συνέχεια θα τελεί υπό ανάδειξη, άρα θα ακολουθήσει ένας λόγος όχι επαγωγικός αλλά επιβεβαιωτικός (affirmative). Θα μιλήσω για μια δυό εικόνες.
Η μία είναι μια νεκρή φύση: Ένας άδειος δρόμος στο κέντρο της Αθήνας γεμάτος πέτρες ριγμένες εδώ κι εκεί, με φόντο τα κτήρια. Η άλλη εικόνα «συλλαμβάνει» ένα νεαρό διαδηλωτή την ώρα που εκσφενδονίζει μια πέτρα όπως ο Δαυίδ προς έναν απρόσωπο και πανίσχυρο Γολιάθ. Αυτή τη σκηνή μπορούμε να την ονομάσουμε «το πέταγμα της πέτρας».

Η πρώτη σκηνή, η νεκρή φύση με τις ριγμένες πέτρες στο πεδίο του δρόμου, που είναι το έδαφος της πόλης, ενώ είναι ανοίκεια και ασυνήθιστη, είναι ταυτόχρονα πολύ φυσική.

Οι πέτρες μέσα στην πόλη δεν είναι σαν τις πέτρες που συναντάμε σε ένα φυσικό έδαφος όπως θα ήταν οι πέτρες στο λόφο του Φιλοπάππου ή τον Υμηττό. Στο φυσικό πεδίο οι πέτρες προέρχονται από τις τυχαίες δυνάμεις της φύσεως. Όπως γράφει ο Πικιώνης είκοσι χρόνια πριν πραγματοποιήσει τα λιθόστρωτα της Ακρόπολης και του Φιλοπάππου:
«Σκύβω και πιάνω ένα λιθάρι. Το χαϊδεύω με το βλέμμα, με το χέρι. Είναι ένας ασβεστόλιθος γκρίζος. Η φωτιά εμόρφωσε το θεικό σχήμα του, τα ύδατα τον διέπλασαν, του εχάρισαν το λεπτό ρούχο της αργίλλου αλλού άσπρο, αλλού εριθροκίτρινο του σιδήρου». (1)


Στο αστικό πεδίον οι πέτρες αυτές προέρχονται από βίαιες αποκολλήσεις, που γίνονται κατά τη διάρκεια της οδομαχίας. Κομμάτια από τσιμεντόπλακες πεζοδρομίων, κυβόλιθοι δαπεδόστρωσης, σπασμένες ορθομαρμαρώσεις κτηρίων κλπ. Πρόκειται για θραύσματα ενός έργου που υπέστη προσωρινά μια μερική αποδόμηση. Η επενέργεια αυτή επάνω στον υλικό σχηματισμό της πόλης εμφανίζεται επί του πεδίου του αστικού εδάφους υπενθυμίζοντας κάτι πολύ γνωστό από την εποχή της νεωτερικότητας.
Το «αντικειμενικό» αστικό πεδίο, είναι ένα πεδίο πολιτικής διαμάχης. Επάνω σε αυτό διεξάγεται ένας κοινωνικός «πόλεμος» , ο οποίος εικονοποιείται στην ακραία στιγμή μιας οδομαχίας. Και έτσι, μέσω της εικονοποιίας, το πολιτικό πεδίο μετατρέπεται σε αισθητικό πεδίο, ο δρόμος με τις ριγμένες πέτρες γίνεται άξαφνα ένας δρόμος ταυτόχρονα τρομαχτικός αλλά ίσως και ωραίος.

Η δεύτερη σκηνή, το στιγμιότυπο του πετάγματος της πέτρας μας μιλά απευθείας για την επενέργεια μέσα στον αστικό πεδίο του πολιτικού αγώνα.

 Όταν η γλώσσα μιλά για το «πέταγμα» ήδη εδώ παρουσιάζονται μια σειρά μεταφορές, όπως αυτή του πουλιού του αεροπλάνου κλπ. Καθώς ο διαδηλωτής πετάει την πέτρα, αυτή προσλαμβάνοντας την ενέργεια του σώματός του, τρόπον τινά πετάει ως εάν ήτο ένα πετούμενο, δηλαδή ένα έμψυχο αντικείμενο. Έτσι η πέτρα δεν είναι πια ένα αδιάφορο φυσικό αντικείμενο αλλά μέσα στον τυραννικό ανθρωπομορφισμό της γλώσσας γίνεται ένα έμψυχο που πετάει το ίδιο αυτό. Μας ενδιαφέρει εδώ αυτή η μεταφορά ενέργειας, η εμψύχωση αυτής της μονάδας ύλης, της πέτρας, γατί πράγματι αποδεικνύεται δια μέσου της γλώσσας ότι η πέτρα ήδη εξ αρχής, την ώρα που γίνεται γλώσσα και ονοματίζεται, είναι κάτι πολιτικό, ανήκει στην πολιτική σφαίρα. Το ίδιο συμβαίνει και με μια αδιάφορη, απαθή, ηρεμούσα πέτρα μακριά στον Υμηττό. Κάποτε μπορεί με το πέταγμά της να σημαδέψει έναν εχθρό. Θα λέγαμε ότι αν στη φυσική προέλευση της πέτρας και την δυναμική της δημιουργίας της όπως την περιγράφει ο Πικιώνης, εμπεριέχεται το αισθητικό, στην ιστορική προέλευση της πέτρας ως όπλο εμπεριέχεται το πολιτικό.

Ας κρατήσουμε για λίγο ακόμη στο μυαλό αυτή την εμψυχωμένη πέτρα που μπορεί να πετάξει για να σκεφτούμε δύο ακόμη ιδιότητές της, οι οποίες έχουν γίνει παλαιόθεν αντικείμενο φιλοσοφικού αναστοχασμού. Η μία ιδιότητά της είναι ότι δεν είναι ίδια με καμιά άλλη πέτρα διαθέτει δηλαδή μια μοναδικότητα, είναι μοναδική (singular). Αν και μοναδική βεβαίως μια πέτρα ποτέ δεν είναι μόνη. Όπως στη φωτογραφία από τον έρημο δρόμο η πεταγμένη πέτρα βρίσκεται ανάμεσα σε άλλες ανάμεσα σε ένα πλήθος  (multitude) πετρών. Το πλήθος αυτό των μοναδικών πετρών κατ’ έκτασιν αναπτύσσεται επάνω στο πολιτικό πεδίον, το έδαφος της πόλης.

Η άλλη ιδιότητα της πέτρας είναι ότι παραμένει ερμητική. Δεν μπορούμε ποτέ να γνωρίσουμε το εσωτερικό της (2). Όταν την σπάσουμε και κοπεί στα δυο δεν αποκαλύπτει κανένα εσωτερικό. Έχουμε μόνο δυο πέτρες εξίσου ερμητικές. Η εμπειρία δεν έχει πρόσβαση σε κάποιου είδους εσωτερικό της. Αν η πέτρα είναι εμψυχωμένη και η εννόησή της βασανίζεται από ένα γλωσσικό ανθρωπομορφισμό, τότε το εσωτερικό της μπορούμε να το παρομοιάσουμε με το ασυνείδητο: όσο κι αν το ανατμήσουμε δεν παύει να παραμένει ριζικά σκοτεινό. Ταιριάζει αυτή η υπόθεση με την προηγούμενη υπόθεση, ότι δηλαδή η πέτρα ανήκει στην σφαίρα του πολιτικού. Εφόσον η πέτρα ανήκει στο πολιτικό και εφόσον το εσωτερικό της είναι σαν το ασυνείδητο, δηλαδή σκοτεινό, φτάνουμε στο λακανικό συμπέρασμα για την ταύτιση του ασυνειδήτου με την πολιτική (3) : «Το ασυνείδητο είναι η πολιτική».

Η ερμητικότητα της πέτρας εκλαμβάνεται ως μεταφορά του υποκειμένου που την κάνει να πετά. Πρόκειται άραγε για μια μεταφορά ιδιότητας; Είναι το υποκείμενο της ρίψης ερμητικό, το ίδιο αυτό; Αν πιστέψουμε στην μορφή του, στην μεταμφίεσή του, τότε η απάντηση είναι: Πράγματι ο ρίπτης της πέτρας είναι ερμητικός , δεν μπορούμε να τον (ανα)γνωρίσουμε. Με καλυμμένο το πρόσωπο και το κεφάλι του δρά αποκρύπτοντας την ταυτότητά του. Είτε δρα στην «Ιντιφάντα» της Παλαιστίνης πετώντας αμμόπετρες, είτε πετά γρανιτένιους κυβόλιθους από το οδόστρωμα, στο Παρίσι του ‘68 είτε πετά κομμάτια ορθομαρμαρώσεων στην Αθήνα του 2008. Όπως κάθε πέτρα, μέσα στο πλήθος των πετρών του εδάφους είναι μοναδική (singular), έτσι κι αυτός, μέσα στο πλήθος των ομοίων το, είναι μοναδικός. Γιατί όμως το πρόσωπο του «μοναδικού» να παραμένει συγκαλυμμένο ;

Η πρώτη απάντηση είναι καθαρά πολιτική: Πρόκειται για μια συμμετρική πράξη στο παιχνίδι της βίας και της αντιβίας, για  ένα αντικαθρέφτισμα του απρόσωπου της εξουσίας που έχει απέναντί του και υποστασιοποιείται στο μεταμφιεσμένο υποκείμενο, τον εχθρό της οδομαχίας, τον ένστολο κρανοφόρο. Επίσης, το πρόσωπο του ρίπτη είναι κρυμμένο και  ερμητικό διότι παραμένει την ώρα της μάχης έκθετο στο αόρατο μάτι της πόλης, την επιτήρηση κάθε σκηνής οδομαχίας από της σταθερές κάμερες του δρόμου και τις κινητές κάμερες της τηλεόρασης. Για τον τηλεθεατή -επιτηρητή, στο control room της αστυνομίας, αλλά και για τον τηλεθεατή του καναπέ, ευνοήτως το πρόσωπο του δρώντος οφείλει να παραμένει ερμητικό. Ταυτόχρονα όμως, το κρύψιμο του προσώπου είναι και μια διπλή υποδήλωση μακράς πνοής: Είμαι ένας από όλους, άρα δεν έχει σημασία ποιος είμαι εγώ, ο μοναδικός, αλλά το πλήθος μέσα στο οποίο δρω. Η άλλη υποδήλωση είναι: Δεν έχει σημασία ποιος είμαι αλλά τι πράττω. Δεν υποστασιοποιούμαι ως πρόσωπο αλλά ως πράξη. Έτσι, διαγράφεται και απαλείφεται το υποκείμενο ως σημαινόμενο και μετατρέπεται σε ένα σημαίνον στο πεδίον της πράξης. Αφού δεν σημαίνεται το υποκείμενο (ο ρίπτης) αλλά απλώς αυτό σημαίνει την πράξη, εκείνο που μένει είναι το ενέργημα του πετάγματος της πέτρας. Με αυτό τον τρόπο επιβεβαιώνεται η μεταβίβαση ιδιοτήτων από το υποκείμενο προς το αντικείμενο της ενέργειας. Πράγματι, η (πολιτική) πέτρα μπορεί να πετάξει, καθότι το υποκείμενο της πράξης αυτής αποσύρεται στο σκοτεινό!

Νομίζω ότι είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον το γεγονός ότι συναντάμε την ίδια εικόνα του ανθρώπου που με καλυμμένο το πρόσωπο πετάει  πέτρες , σε έναν αρχαίο μύθο, και μάλιστα μύθο καταγωγικό για το ανθρώπινο γένος, μύθο ανθρωπογονικό. Πρόκειται για τον μύθο του Δευκαλίωνα, γιού του Προμηθέα, και της συντρόφου του Πύρρας. Μετά από τον αρχέγονο κατακλυσμό που συναντάμε και σε άλλους καταγωγικούς μύθους, Ο Δευκαλίων και η Πύρρα βγαίνουν από την κιβωτό τους και κατηφορίζοντας τις πλαγιές του Παρνασσού ζητούν από τον Δία να τους δώσει ανθρώπους γιατί για να υπάρξουν είχαν ανάγκη από άλλους ανθρώπους, την ανθρώπινη κοινότητα. «Ο θεός δεν αρνήθηκε και , σύμφωνα με τις οδηγίες του, ο Δευκαλίων και η Πύρρα σκέπασαν τα πρόσωπά τους, προχωρούσαν, έπαιρναν λιθάρια από τη γη και τα έριχναν πίσω τους χωρίς να γυρίσουν να κοιτάξουν. Όπου έπεφταν τα λιθάρια του Δευκαλίωνα, η γη έβγαζε άντρες. Όπου έπεφταν τα λιθάρια της Πύρρας η γη έβγαζε γυναίκες.

Έτσι έγινε ένας νέος λαός από τα λιθάρια της γης» (4). Στην περιγραφή αυτή βλέπουμε να πραγματοποιείται εν είδει μεταμορφώσεως, η μεταφορά που προαναγγείλαμε παραπάνω ανάμεσα στον άνθρωπο, ως μονάδα μέσα στο πλήθος, και την πέτρα, ως μονάδα μέσα στο πλήθος. Εδώ διαμεσολαβεί –και πάλι− το πεδίον του εδάφους, το οποίο μέσα από την φυσική διαδικασία του φύεσθαι επιτελεί τον μετασχηματισμό της πέτρας σε σώμα, ενώ στο πεδίον της οδομαχίας, στην πόλη, στο πεδίον του αστικού εδάφους που είναι το πεδίο του πολιτικού,  επισυμβαίνει η οδομαχία. Η δράση του πολιτικού υποκειμένου, δια μέσου της δράσης του, μετασχηματίζεται  σε έμψυχη πέτρα που πετάει.

Οφείλουμε να αναρωτηθούμε εδώ γιατί άραγε στον μύθο να ζητάει ο θεός από το ζευγάρι των ανθρώπων να καλύψουν τα πρόσωπά τους. Πρόκειται σαφώς για μια από-προσωποποίηση του υποκειμένου. Με τον τρόπο αυτό, καθώς το πρόσωπο χάνεται πίσω από το μαντήλι, το υποκείμενο ταυτίζεται με το σώμα. Δεν πρόκειται για ένα ουδέτερο σώμα αλλά, και πάλι, κατ’ αναλογίαν με τα σώματα της οδομαχίας, είναι ένα σώμα σε δράση και μάλιστα είναι εκείνο που χαρακτηρίζεται από το ενέργημα της ρήψης της πέτρας. Το υποκείμενο της δράσης και πάλι διαγράφεται, απαλείφεται  ως σημαινόμενο και μετατρέπεται σε ένα σημαίνον της ανθρώπινης αναπαραγωγής και της διαμόρφωσης της κοινότητας,  δια της ρήψης του λίθου. Εδώ βεβαίως το υποκείμενο δεν κρύβεται από την αόριστη γενική θέαση ή την επιτήρηση αλλά εμπίπτει σε μια κατά δική του τυφλότητα, που του επιτρέπει να αποταυτιστεί τόσο από την ατομικότητα όσο και από τον περίγυρό του, και να ιδιοποιηθεί απολύτως και να διαχυθεί μέσα στο πράττειν του. Ταυτόχρονα το πράττειν αυτό είναι ένα τυφλό πράττειν: είναι ένα σώμα στο σκοτάδι και η πράξη του το οδηγεί σε ένα ορμικό -λιμπιντικό πέταγμα. Αυτονόητα καταλήγει στη διαδικασία της αναπαραγωγής των σωμάτων, χωρίς ωστόσο αυτά να έρθουν σε επαφή και να ζευγαρώσουν, αφήνοντας πίσω τους ένα πλήθος νέων σωμάτων, αθέσμιτο, χωρίς την σκέπη της πατριαρχικής δομής, χωρίς καν το διαχωρισμό ανάμεσα στο ένα φύλο, που παράγει και κυριαρχεί, και στο άλλο φύλο, που αναπαράγει την ζωή και κυριαρχείται από το πρώτο.

Ωστόσο το ζωτικό σημείο σύγκλισης του γεγονότος της οδομαχίας με τον μύθο της ανθρωπογονίας βρίσκεται ένα βήμα παραπέρα. Μας βοηθά ο Πίνδαρος στο διάβημα αυτό με τη αφήγησή του :

Ο Δευκαλίων και η Πύρρα
Αφού από τον Παρνασσό κατέβηκαν και έκτισαν
Το δώμα τους, χωρίς να μεσολαβήσει ο έρωτας,
Έναν λαό έφεραν στο φως από την ίδια τους τη ρίζα,
Ένα γένος ανθρώπων από πέτρα-πέτρινο γένος
Το όνομά του…
(5)

Μέσα σε αυτή τη διονυσιακή ατμόσφαιρα της ανθρωπογονίας, το πλήθος του κόσμου παίρνει το όνομά του από το όνομα της πέτρας. Ο Πίνδαρος παίζει με τις λέξεις. Στη γλώσσα του η πέτρα είναι η «λάας» ή «λάος». Όπως σημειώνει ο Κερένυι (6), «η λέξη «λάας» και «λάος» που σημαίνει πέτρα, σημαίνει κιόλας πλήθος ανθρώπων. Η εννοιολογική ματακύληση από την πέτρα προς ένα σώμα ανθρώπων, δηλαδή το πλήθος, εδώ επιβεβαιώνει αντίστροφα την αρχική μας υπόθεση για την πέτρα που εκτοξεύεται ότι είναι έμψυχη και εμεριέχει μέσα της την εμψύχωση του πληθυντικού σώματος.
Ο λαός ως πλήθος είναι μια έννοια πολιτική που στην αρχαιοελληνική γραμματεία έρχεται σαφώς σε αντιδιαστολή με την έννοια του λαού ως δήμου. Ο «δήμος» είναι μια πολιτική θέσμιση, ορίζει την πολιτικότητα μέσα στα όρια μιας συντεταγμένης δημοκρατίας με τους θεσμούς που την θεμελιώνουν ως τέτοια (7). Αντιθέτως ο «λαός» είναι άθροισμα ανθρώπων συνήθως σε δράση πολεμική, όχι όμως όχλος, που ακόμη δεν έχει διαταχθεί μέσα στα θεσμικά όρια του πλήθους ως δήμου. Αυτή η αντίθεση του πλήθους ως λαού με το πλήθος ως δήμο προσιδιάζει νομίζω στην διατύπωση του Αντόνιο Νέγκρι για το πέρασμα από το δίπολο εννοιών άτομο (individual) –λαός(people), που ίσχυε στην εποχή της νεωτερικότητας, προς το δίπολο μοναδικότητα (singularity)−πλήθος(multitude) της μετανεωτερικότητας. Με τον ορισμό αυτό, τόσο του μοναδιαίου όσο και του συλλογικού υποκειμένου της νεωτερικότητας επιχειρείται η υπέρβαση τόσο της έννοιας της ατομικότητας , που αποτελεί υπερβατικό θεμέλιο της καπιταλιστικής ιδεολογίας, όσο και η υπέρβαση της έννοιας του δήμου, ως θέσμισης της αστικής δημοκρατίας.
Αυτή η ιδέα ενός πρωτογενούς σώματος λαού, που μας έρχεται από τα βάθη της ιστορίας με ριζικό τρόπο επανέρχεται μέσα στη συζήτηση για την σύλληψη ενός επαναστατικού υποκειμένου στη συνθήκη της μετα-νεωτερικότητας. Σε ένα σηματνικό άρθρο του με τίτλο «Προσεγγίσεις: Προς ένα Οντολογικό Ορισμό του Πλήθους» ο Νέγκρι επιχειρεί την προσέγγιση και μέσα από μια επανερμηνεία της σωματικότητας του συλλογικού πολιτικού υποκειμένου. Άλλοτε προσεγγίζοντας την γνωστή έννοια της «σάρκας» του Μερλώ-Ποντύ και άλλοτε αυτήν του σώματος στον Σπινόζα, προδιαγράφει ένα εν δυνάμει υποκείμενο, το πλήθος, το οποίο, όπως γράφει ο ίδιος «είναι ένα πλήθος σωμάτων» κατ’ αναλογίαν της σπινοζικής εννόησης του ενδύναμου (powerful) σώματος το οποίο «δεν γνωρίζουμε πόσο πολλά μπορεί να κάνει». Άρα ιδρυτικό στοιχείο του πλήθους των σωμάτων είναι ένα −εν δυνάμει ή ενεργά− απόθεμα δυνάμεων που στοχεύουν σε ένα σωματικό πράττειν. Επίσης η έννοια της «σάρκας» που ορίζεται από τον Μερλώ- Ποντύ ως κάτι τι υλικό ανάμεσα στα σώματα (8) για τον Νέγκρι στοιχειοθετεί την εννοιολόγηση του πλήθους ως εξής: « Όπως η σάρκα, το πλήθος είναι καθαρή δραστικότητα (ενδεχομενικότητα), αμορφοποίητη βιοτική δύναμη και ένα στοιχείο υπάρξεως. Όπως η σάρκα, το πλήθος προσανατολίζεται προς την πληρότητα της ζωής. Το επαναστατικό τέρας, που ονομάζεται πλήθος, και εμφανίζεται στο τέλος της νεωτερικότητας, συνεχώς θέλει να μετασχηματίσει την σάρκα μας σε νέες μορφές ζωής». (9)

Είναι σαφές ότι επιχειρούμε να περιγράψουμε ένα νέο πολιτικό υποκείμενο το οποίο διαπιστώνουμε ότι έρχεται ταυτόχρονα από πολύ πίσω, τόσο πίσω όσο αρχαίο είναι και το ίδιο το πολιτικό σώμα. Βέβαια αυτή η σύγχρονη διαμάχη ανάμεσα στο λαό και το δήμο, ανάμεσα σε ένα  πλήθος και το πολιτικό σύστημα που το κανονικοποιεί ως δήμο, παραμένει εν πολλοίς αδιευκρίνιστη και θεωρητικά ανεπεξέργαστη. Τα χαρακτηριστικά του νέου πολιτικού σώματος δεν περιγράφονται στατικά, μέσα από μια διάταξη των κοινωνικών δυνάμεων παραδείγματος χάριν σε αναφορά με την παραγωγική διαδικασία. Είναι χαρακτηριστικά ρευστά ακριβώς επειδή δεν επιχειρείται η περιγραφή ενός σώματος ως αντικειμένου αλλά η περιγραφή ενός σώματος ως υποστασιοποίηση ενός πράττειν. Η αρχέγονη διάσταση αυτού του πράττειν μας οδηγεί στις τοπολογίες του ασυνειδήτου. Το πλήθος, όπως επισημαίνει ο Νέγκρι, αποτελείται από μοναδικότητες, οι οποίες εμπεριέχουν εντός τους το πλήθος. Δηλαδή το ένα, η μονάδα, είναι ήδη πολλά. Η προσέγγιση του εσωτερικού αυτής της πληθυντικής μονάδας οδηγεί σε αυτή την άγρια εξωτερικότητα του βαθύτατου μέσα, την οποία προσπαθεί να περιγράψει −χωρίς μεγάλη επιτυχία αλλά με επιμονή− η ψυχανάλυση. Αυτός ο «προσανατολισμός του πλήθους  προς την πληρότητα της ζωής» παραμένει αδιερμήνευτος μέσα στη ριζική του απλότητα αλλά παράγει μια νέα πραγματικότητα, δεν είναι αποκύημα θεωρητικών ενοράσεων. Κι αυτό είναι ίσως, σε όλη τη συζήτηση, το πιο σημαντικό.

Καταλήγω: Η ιδέα ενός πλήθους μοναδικοτήτων παρουσιάζεται φευγαλέα μέσα στην σαρωτική κατίσχυση του δήμου ως συνόλου ατομικοτήτων. Παρουσιάζεται μέσα από ένα μετασχηματισμό του σωματικού πράττειν, ο οποίος ωστόσο δεν μπορεί να έχει μόνιμα χαρακτηριστικά. Σαν κυματισμός του ασυνειδήτου παρουσιάζεται και μετά αποσύρεται. Όταν το πράττειν αυτό διεκδικήσει την μόνιμη παρουσία του και θεσμοποιηθεί, τότε γίνεται κομμάτι μιας συστημικής διάταξης, που ταιριάζει περισσότερο στο διατεταγμένο θέαμα της τηλεόρασης με τους καλούς και τους κακούς πρωταγωνιστές, παρά στην ιδιοσυστασία ελευθέρως δρώντων σωματικών μονάδων.

Του Ζήση Κοτιώνη

1. Δ. Πικιώνης, Συναισθηματική Τοπογραφία, Στο Δ. Πικιώνης Κείμενα, ΜΙΕΤ, σ.75
2. Μ. Χάιντεγκερ
3. «Δεν λέω ότι «η πολιτική είναι το ασυνείδητο» αλλά πολύ απλά ότι «το ασυνείδητο είναι η πολιτική»», Ζ. Λακάν, από το σεμινάριο «Η λογική της Φαντασίωσης», βλ. Ζ.Α. Μιλέρ, «Θεωρία της Ψυχαναλυτικής Θεραπείας», Εκκρεμές, σ.80-81
4. Ι. Κακριδή, «Η Ελληνική Μυθολογία», τ.2, σ.60
5. Πίνδαρος, Ολύμπιον, 9, 65-72, μτφ. Β. Λαζανά, Ιδεοθέατρον, σ. 175
6. Ν. Κερένυι, «Η Μυθολογία των Ελλήνων», Εστία, σ. 217
7. Βλέπε Α. Κωνσταντινίδου, «Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης», λήμμα λαός: Ο λαός παρ’ Ομήρου και Ησιόδου ουδέποτε εις σώμα πολιτικόν όπως το δήμος αλλ’ απλώς ως άθροισμα ανθρώπων κατ’αντίθεσιν προς το όμαδος όπερ είναι απλώς όχλος. Για το ίδιο θέμα έχει ενδιαφέρον η αντίστοιχη διάκριση του Νέγκρι ανάμεσα στο πλήθος και τις μάζες ή τον όχλο, δες Negri on Multitude, σ.2
8. M. Merleau-Ponty, “The Visible and the Invisible”, Evanston, p.135
9. www.agp.org/archives/ESF/Toni Negri on Multitude, σ.3

first_gra_2009-02-14

Share |

Σχετικές Δημοσιεύσεις:

 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital