ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ

ΝΕΑ

08 Αύγουστος, 2011

Η Αναζήτηση του Στίβεν Αντωνάκος στην Ελευσίνα

O 85χρονος διεθνής εικαστικός όταν είδε για πρώτη φορά το παλαιό Ελαιουργείο στην Ελευσίνα έμεινε άφωνος. Η πρόκληση που του πρόσφερε το πρωτόγνωρο γι' αυτόν αρχιτεκτονικό κουφάρι του 1875 ήταν τεράστια.

 

«Δεν μπλέκω τις πολιτικές πεποιθήσεις με την τέχνη»

Ποτέ δεν περίμενε ο Στίβεν Αντωνάκος ότι θα τον προσκαλούσαν να δημιουργήσει και να εγκαταστήσει έργο του σε ένα κατεστραμμένο, μισογκρεμισμένο κτήριο. Κι όμως ο 85χρονος διεθνής εικαστικός όταν είδε για πρώτη φορά το παλαιό Ελαιουργείο στην Ελευσίνα έμεινε άφωνος. Η πρόκληση που του πρόσφερε το πρωτόγνωρο γι' αυτόν αρχιτεκτονικό κουφάρι του 1875 ήταν τεράστια.

Ο Αμερικανός καλλιτέχνης, ελληνικής καταγωγής, έχει καταξιωθεί σε όλο τον κόσμο δημιουργώντας περισσότερα από 45 μεγάλης κλίμακας έργα σε εξωτερικούς αλλά και εσωτερικούς δημόσιους χώρους από την Αμερική και την Ευρώπη μέχρι την Ιαπωνία και το Ισραήλ. Σύγχρονες πτέρυγες πανεπιστημίων, μοντέρνα κτήρια πολυεθνικών εταιρειών, μουσεία, αεροδρόμια, ολοκαίνουργιοι σταθμοί του Μετρό (όπως ο δικός μας σταθμός στους Αμπελόκηπους) παίζουν συνήθως τον «καμβά» για τα εντυπωσιακά, αφαιρετικά και μινιμαλιστικά του έργα από νέον.

Η Ελευσίνα επομένως ήταν ένας τελείως διαφορετικός «καμβάς», τον οποίο αγάπησε όμως αμέσως. «Η ενέργειά της με ενθουσίασε, η αρχιτεκτονική, ο χώρος, η γεωμετρία! Καθώς περπατούσα, ανακάλυψα σημεία των κτηρίων που θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω και αμέσως μου ήρθαν ιδέες. Συνειδητοποίησα ότι έπρεπε να δουλέψω με έναν τελείως διαφορετικό τρόπο ύστερα από πολλά χρόνια», μας εξήγησε πριν από λίγες μέρες, όταν βρέθηκε στην Αθήνα με τη σύζυγό του Ναόμι Σπέκτορ-Αντωνάκος για το στήσιμο του έργου.

Το έργο, που τιτλοφορείται «The search» («Η αναζήτηση»), είναι ήδη έτοιμο. Θα πρέπει να περιμένουμε όμως μέχρι τις 2 Σεπτεμβρίου, οπότε και θα εγκαινιαστεί (παρουσία του καλλιτέχνη) στο πλαίσιο του Φεστιβάλ των Αισχυλείων που διοργανώνει κάθε χρόνο ο Δήμος της Ελευσίνας.

Από το '60

Ο Αντωνάκος συγκαταλέγεται στους κορυφαίους light artists (καλλιτέχνες που δημιουργούν χρησιμοποιώντας το τεχνητό φως). Δουλεύει με το νέον ήδη από την αρχή της δεκαετίας του '60. Χρησιμοποιώντας ένα λεξιλόγιο συγγενές με αυτό της γεωμετρικής αφαίρεσης, με έντονες μινιμαλιστικές αλλά και εννοιολογικές αναφορές, κατάφερε να δημιουργήσει το δικό του, ιδιαίτερο αλλά και μοναδικό λεξιλόγιο. Αν και στη σύγχρονη τέχνη έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε το νέον να σχηματίζει λέξεις, ακόμη και φράσεις, στην περίπτωση του Αντωνάκου το «ζωντανό» αυτό υλικό χρησιμοποιείται για να οριοθετήσει την αρχιτεκτονική του χώρου και το φως για να προβάλει τον πνευματικό χαρακτήρα της τέχνης, παροτρύνοντας το θεατή σε έναν εσωτερικό διάλογο με τον ίδιο του τον εαυτό.

Διανύοντας ήδη την έκτη δεκαετία διαρκούς καλλιτεχνικής δημιουργίας, ο αεικίνητος Αντωνάκος εξακολουθεί να διευρύνει τα όρια της τέχνης του. Και στην Ελευσίνα θεωρεί ότι πήγε ένα μεγάλο βήμα παραπέρα. «Ολο μου το έργο σχετίζεται με την αρχιτεκτονική του χώρου, το περιβάλλον και το φως. Ενα άδειο, λευκό δωμάτιο το ελέγχω απόλυτα. Το περιβάλλον όμως της Ελευσίνας, όχι. Αν και οι ιδέες μού ήρθαν πολύ εύκολα, δεν ήξερα πώς θα λειτουργήσει στο χώρο. Οταν "στήθηκε" και το είδα τελειωμένο, δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη. Δεν πίστευα πόσο πολύ άλλαζε το έργο καθώς το περπατούσα. Εκεί η αρχιτεκτονική, ο χώρος και το έργο τέχνης γίνονται με ένα μαγικό τρόπο ένα. Ο κάθε επισκέπτης θα πρέπει να το ανακαλύψει. Δεν θα είναι και τόσο δύσκολο εξαιτίας του νέον. Ομως εγώ δεν τον καθοδηγώ, ούτε του δείχνω πού και πώς να πάει. Πρέπει ο ίδιος να ψάξει το έργο στα τέσσερα-πέντε κτήρια που χρησιμοποιούμε κι αυτό θεωρώ ότι θα είναι πολύ ενδιαφέρον».

- Ηταν δυσκολότερο να «στήσετε» μια εγκατάσταση σε ένα τέτοιο μέρος απ' ό,τι στα πολυτελή κτήρια που συνήθως δουλεύετε;

«Οχι. Ηταν απελευθερωτικό. Μου άνοιξε νέους δρόμους, έναν καινούργιο ορίζοντα. Με ενέπνευσε να κάνω πράγματα τα οποία ενδεχομένως δεν θα έκανα ποτέ. Το δυσκολότερο ήταν να διαλέξω τα σημεία όπου θα τοποθετηθούν τα έργα. Και φυσικά να μην το παρακάνω...».

- Σε ένα σημείωμά σας λέτε ότι στην Ελευσίνα «ανακάλυψα καινούργια πράγματα σε μένα». Οπως;

«Ενιωσα πολύ ελεύθερος. Και ακόμη και τώρα που μιλάμε, έτσι νιώθω. Ο χώρος με ανάγκασε, όχι να ξανασκεφτώ τι είναι αυτό που με ενδιαφέρει, αλλά πώς να προσεγγίσω διαφορετικά το δεδομένο αυτό αρχιτεκτονικό περιβάλλον».

- Κι ο θεατής τι θέλετε να νιώσει;

«Θέλω το σώμα και το μυαλό να ηρεμήσουν. Δεν είναι απλώς μια έκθεση τέχνης· θα επηρεάσει, θέλω να πιστεύω, το θεατή. Αλλά ας τον αφήσουμε ελεύθερο να δει αυτό που θέλει. Και είμαι σίγουρος ότι θα απελευθερώσει πολλά κρυμμένα συναισθήματα. Θα αναγκαστεί πολλές φορές να πάρει βαθιές αναπνοές την ώρα που θα περπατάει την έκθεση».

- Αναρωτιέμαι μήπως παραλληλίσατε το μισογκρεμισμένο κτήριο στην Ελευσίνα με το τι συμβαίνει σήμερα στη χώρα...

«Καταλαβαίνω τι εννοείτε, όμως όχι, ποτέ. Το έργο μου δεν έχει καμία πολιτική αναφορά. Ποτέ δεν μπλέκω τις πολιτικές μου πεποιθήσεις με την τέχνη μου. Ελπίζω η τέχνη μου να αγγίξει την εσωτερικότητα του ανθρώπου και στους δύσκολους καιρούς που περνάμε να υπενθυμίσει τις μεγάλες δυνατότητές του σ' αυτή τη ζωή, μια ενέργεια που ενυπάρχει και κινητοποιεί τον καθένα από εμάς».*

info:Η έκθεση «The search» θα διαρκέσει από τις 2 Σεπτεμβρίου έως το τέλος Οκτωβρίου. Το Παλαιό Ελαιουργείο βρίσκεται στην παραλία της Ελευσίνας και η είσοδος βρίσκεται στον πεζόδρομο της οδού Κανελλοπούλου. Τηλ. επικοινωνίας: 210- 5565600, 210-5565612-613.

Της ΦΩΤΕΙΝΗΣ ΜΠΑΡΚΑ (enet.gr)

 

Από τη Λακωνία στη Ν. Υόρκη

Ο Στίβεν (Στυλιανός) Αντωνάκος γεννήθηκε το 1926 στον Αγιο Νικόλαο Λακωνίας. Ηταν ο βενιαμίν της οικογένειας, που είχε τρία μεγαλύτερα αγόρια, τον Μπιλ, τον Τόνι, τον Πίτερ, και ένα κορίτσι, την Κανέλα.

Το 1930, όταν ο Στίβεν ήταν μόλις τεσσάρων ετών, η οικογένεια μετανάστευσε στην Αμερική, συγκεκριμένα στη Νέα Υόρκη, όπου μέχρι σήμερα ζει ο διάσημος εικαστικός. Μαζί με τη Χρύσα (που μια εποχή έμενε απέναντί του) αλλά και τον Λουκά Σαμαρά είναι οι πιο αναγνωρίσιμοι Ελληνοαμερικανοί καλλιτέχνες στη διεθνή εικαστική σκηνή.

Μεγάλωσε στο Μπρούκλιν, εκεί όπου διατηρούσε ο πατέρας του εστιατόριο. Ηταν μια κλασική ελληνική οικογένεια μεταναστών, που μιλούσε ελληνικά και διατηρούσε τις παραδόσεις. Ο ίδιος άλλωστε δηλώνει χριστιανός ορθόδοξος. Σήμερα, αν και μιλάει λίγα ελληνικά, καταλαβαίνει τη γλώσσα.

Σε αντίθεση με τα μεγαλύτερα αδέλφια του, η προσαρμογή για το μικρό Στίβεν ήταν ευκολότερη. Η ηλικία του επέτρεψε να μάθει τα αγγλικά όπως όλοι οι συνομήλικοί του Αμερικανοί, επομένως και να αφομοιωθεί χωρίς προβλήματα. Μετά το Γυμνάσιο υπηρέτησε δύο χρόνια στον αμερικανικό στρατό (1945-47) και μόλις απολύθηκε, εγγράφηκε στο Brooklyn Community College.

Ηθελε από μικρός να γίνει καλλιτέχνης. «Θυμάμαι ότι ήμουν πολύ νέος. Εβλεπα το μεγαλύτερο αδελφό μου να σχεδιάζει και το έκανε πολύ καλά. Αυτό με επηρέασε. Επιπλέον, και το εκπαιδευτικό σύστημα στη Νέα Υόρκη ήταν πολύ υποστηρικτικό», θυμάται σήμερα. Αλλά και η οικογένειά του και κυρίως ο πατέρας του.

«Σχολείο μου οι γκαλερί»

Πριν όμως συστηθεί ως εικαστικός καλλιτέχνης, δούλεψε στην εικονογράφηση. Δημιουργούσε διαφημιστικά για φαρμακευτικές εταιρείες και μάλιστα με μεγάλη επιτυχία. Οταν τελείωνε τη δουλειά του έτρεχε στο εργαστήριό του και δούλευε τα έργα του. Δεν σπούδασε τέχνη. «Οχι, το σχολείο μου ήταν οι γκαλερί και τα μουσεία», τονίζει.

Τα πρώιμα έργα του στις αρχές της δεκαετίας του '50 ήταν σχέδια από μελάνι, αλλά και ζωγραφική σε καμβά. Στα μέσα της δεκαετίας είδε μια έκθεση του Λούτσιο Φοντάνα και αργότερα του Αλμπέρτο Μπούρι, που τον επηρέασαν καθοριστικά. Η ζωγραφική τού φαινόταν πια πολύ αργή για τις ιδέες που είχε στο κεφάλι του. Ετσι ξεκίνησε να φτιάχνει τα δικά του «ασεμπλάζ», χρησιμοποιώντας υλικά που έβρισκε στους δρόμους της Νέας Υόρκης. Και τότε «έβρισκες τα πάντα στους δρόμους», λέει, όπως ξύλο, καρφιά, υφάσματα, γράμματα και μαξιλάρια.

- Πώς μπήκε το νέον στην τέχνη σας;

«Το δυνατό χρώμα ήταν πάντα πολύ σημαντικό για μένα. Χρησιμοποίησα κόκκινες ηλεκτρικές λάμπες στη σειρά "Pillows", αλλά δεν έμεινα ικανοποιημένος. Θεωρούσα ότι η δουλειά μου γινόταν περισσότερο απλοϊκή, γεωμετρική και αφηρημένη. Τότε παρατήρησα τις νέον επιγραφές που έβλεπα όλη μου τη ζωή στη Νέα Υόρκη και άρχισα να πειραματίζομαι. Σύντομα, όταν συνειδητοποίησα τις δυνατότητες που μπορεί να μου προσφέρει αυτό το υλικό, πόσο ευμετάβλητο ήταν, δύσκολα συγκρατούσα τις ιδέες που είχα κι αυτό, πιστέψτε με, συμβαίνει μέχρι σήμερα. Ετσι, στις αρχές της δεκαετίας του '60 ξεκίνησα να φτιάχνω γεωμετρικές φόρμες από νέον. Φόρμες που δεν συμβολίζουν, ούτε αναφέρονται σε κάτι, εκτός από αυτό που είναι. Τα νέον μου αναφέρονται μόνο στην αρχιτεκτονική και το χώρο. Πιστεύω ότι υπάρχει ένας βαθύς και φυσικός δεσμός μεταξύ γεωμετρίας και χώρου. Αυτή η σύνδεση είναι η πηγή όλων των ιδεών μου, όλου του έργου μου. Και πιστέψτε με, το φως και ο χώρος παραμένουν ακόμη ένα μυστήριο για μένα».

- Τι είναι αυτό που αγαπάτε περισσότερο στο νέον;

«Δύο πράγματα: η φωτεινότητα που προσδίδει στο χρώμα και το πόσο διαφορετικά μπορεί κανείς να χειριστεί αυτό το υλικό. Ξέρετε, το νέον είναι στοιχείο της φύσης. Δεν είναι στατικό, κινείται μέσα στη λάμπα κι αυτό προκαλεί μια απίστευτη ένταση».

Ο Στίβεν Αντωνάκος γύρισε στην Ελλάδα για πρώτη φορά το 1956 σε ηλικία 30 χρόνων. Επισκέφτηκε το χωριό των γονιών του στη Λακωνία, συνάντησε εναπομείναντες συγγενείς (από την πλευρά της μητέρας του) και περιγράφει την εμπειρία ως «μοναδική και αξέχαστη από κάθε άποψη». Δεν ήταν μόνο η περιέργειά του που ικανοποιήθηκε, ούτε οι έντονα φορτισμένες συναισθηματικά στιγμές του ταξιδιού, ήταν και το περιβάλλον που τον επηρέασε. Η αρχιτεκτονική, το φως. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που χρόνια αργότερα παρουσίασε τη σειρά με τα «εκκλησάκια» που αποκαλεί «χώρους αυτοσυγκέντρωσης» (meditation spaces) ενώνοντας το νήμα της δικής του σύγχρονης τέχνης με τη βυζαντινή τέχνη. Εμπνευσή του ήταν ένα μικρό εκκλησάκι που είδε στο χωριό του χτισμένο από τους χωρικούς. Το 1997 με το «Παρεκκλήσι της Ουράνιας Κλίμακας» εκπροσώπησε την Ελλάδα στην Μπιενάλε της Βενετίας.

«Πάντα οι Ελληνες με ρωτούν αν έπαιξε κάποιο ρόλο η καταγωγή μου. Ειλικρινά δεν μπορώ να απαντήσω», παραδέχεται. Πάντως, το αγαπημένο του χρώμα είναι το μπλε.

Από τη δεκαετία του '50 ακόμη και από τη δεκαετία του '80, οπότε και ερχόταν σχεδόν κάθε καλοκαίρι με την οικογένειά του (τη γυναίκα και την κόρη του) για διακοπές, βλέπει στη χώρα «ραγδαίες αλλαγές». «Αναφορικά με τη σύγχρονη τέχνη, είμαι ιδιαίτερα χαρούμενος που βλέπω τόσες πολλές γκαλερί και τόσους πολλούς καλλιτέχνες να σπουδάζουν έξω και να επιστρέφουν στη χώρα τους με τόσες πολλές ιδέες. Με εντυπωσιάζει επίσης πόσες γυναίκες καλλιτέχνιδες υπάρχουν στην Ελλάδα σε σχέση με τον πληθυσμό».

 

Share |
 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital