ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ

ΝΕΑ

Το Βερολίνο ζει ξανά την ιστορία του

19 Νοέμβριος, 2007

Το Βερολίνο ζει ξανά την ιστορία του

Η ενοποιημένη πλέον πρωτεύουσα της Γερμανίας κτίζεται και αναπτύσσεται μέσα σε ένα ιδιαίτερο κλίμα συνομιλώντας διαρκώς με τις μνήμες της.

Μετά τον Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο, ως και την πτώση του Τείχους, το Δυτικό Βερολίνο είχε τρεις μόνο δρόμους επικοινωνίας με τον «ελεύθερο» κόσμο: προς το Μόναχο, το Ανόβερο και προς το Αμβούργο. Με συνοριακούς ελέγχους αντάξιους του κλίματος του Ψυχρού Πολέμου και της ακραίας ιδεολογικής αντιπαράθεσης, οι δρόμοι ωστόσο αυτοί δεν ήταν μόνο διέξοδος και ελπίδα επιβίωσης, αλλά και επιλογή για όσους διέπονταν από βαθιά αντιμιλιταριστικές πεποιθήσεις. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας πρόσφερε πράγματι, σε όσους επιθυμούσαν, τη δυνατότητα αποφυγής της στρατιωτικής θητείας με αντάλλαγμα τη μόνιμη παραμονή στη «νησίδα» του Δυτικού Βερολίνου. Σε μια περίοδο που οι προσωπικές επιλογές υπαγορεύονταν από τις συνθήκες και δεν είχαν αποχρώσεις - ή από εδώ ή από εκεί - άνθρωποι «εναλλακτικοί», αμφισβητίες κάθε είδους και αντικομφορμιστές βρήκαν έτσι καταφύγιο.

Αυτή ίσως είναι μια εξήγηση για το ιδιαίτερο κλίμα που αναπνέει κανείς στο ενωμένο Βερολίνο, ένα κλίμα κοσμοπολιτισμού, πειθαρχημένης αναρχίας και ανοχής που συμβιώνει με μια βαθιά αίσθηση των κανόνων της δημοκρατικής συμβίωσης και της αρχής της ατομικής ευθύνης. Αυτή η Νέα Υόρκη της Ευρώπης είναι η πιο αμερικανική πόλη της Γερμανίας: πολυεθνοτική, με παλαιότερους τους Γάλλους και τους Πολωνούς, και σήμερα τους Τούρκους και τους Ρώσους, διατηρεί μια ατμόσφαιρα απρόσμενης οικειότητας παρά τον μητροπολιτικό της χαρακτήρα. Ακόμη και η πολυτέλεια είναι εδώ υπαινικτική και φευγαλέα, η κατανόηση της ουσίας των πραγμάτων δεν αφήνει χώρο για άσκοπη επίδειξη.

Διαχρονική νεωτερικότητα

Στο Βερολίνο δεν έχει κανείς την αίσθηση του ρυθμού της εξουσίας που αναδύεται από την ίδια τη μορφή της πόλης, όπως συμβαίνει για παράδειγμα στο Παρίσι. Κάθε αντίληψη ιεραρχίας και επιβολής βρίσκεται εδώ σε κατάσταση «αποθεραπείας» όπως συμβαίνει στη χώρα με αξιοθαύμαστη μεθοδικότητα και επιμονή εδώ και 60 χρόνια. Είναι χαρακτηριστικές οι επιλογές της δημόσιας αρχιτεκτονικής τουλάχιστον στη Δυτική Γερμανία τη μεταπολεμική περίοδο, με αποκλειστικά χαρακτηριστικά την ελαφρότητα, τη διαφάνεια, την αντιμνημειακότητα, την ασυμμετρία, την υιοθέτηση εν τέλει μιας άσπιλης και διαχρονικής νεωτερικότητας στην οποία να μην μπορεί να αποδοθεί οποιαδήποτε ιδεολογική μομφή. Είναι μάλλον το «κέντρο» που έχει χαθεί στην πόλη, συναινετικά και οικειοθελώς. Και ίσως αναπόφευκτα, μετά την πρόσφατη ενοποίηση. Σε έναν πολεοδομικό ιστό αποσπασματικό και ετερογενή, που έχει ωστόσο διατηρήσει με συνέπεια χαμηλά ύψη κτιρίων, οι «αστικοί πυκνωτές» είναι μάλλον οι αχανείς ζώνες πρασίνου ή τα κτίρια για τον πολιτισμό και τον ελεύθερο χρόνο, παρά οι δημόσιοι χώροι των θεσμών. Ακόμη και τα επιμήκη νέα κυβερνητικά κτίρια στο Ράιχσταγκ μιλούν χαμηλόφωνα και υπαινικτικά, σε μια συνθήκη σχεδόν αυτοαναίρεσης. Ολα είναι μετρημένα, όλα έχουν υποστεί μια βαθιά επεξεργασία.

Σε λίγους τόπους όπως στο Βερολίνο έχει κανείς την αίσθηση ότι η ιστορία έχει διδάξει τόσα πολλά. Αναπνέει κανείς με τις ουλές της μνήμης εδώ, και με τη διαρκή σκέψη του δράματος της ανθρώπινης μοίρας σε έναν τόπο που την καθόρισε αναπότρεπτα στη διάρκεια του 20ού αιώνα. Αυτό το βαθύ, κοινό συναίσθημα, είτε είναι κανείς κάτοικος είτε επισκέπτης, οδηγεί σε μια προσωπική ωρίμανση και σε μια αντίληψη του συλλογικού που έχει ως αποτέλεσμα μια ουσιαστική κοινωνική συνοχή και ευρυθμία, μέσα από διαδικασίες συναίνεσης και υιοθέτησης αμοιβαίων αρχών. Είναι άλλωστε εντυπωσιακός ο βαθμός της αίσθησης του ανήκειν σε μια ευρύτερη κοινότητα, και κατά συνέπεια της αλληλεγγύης που είναι και αυτή μάλλον αποτέλεσμα της υποχρέωσης και της οφειλής.

Αίσθημα νοσταλγίας

Γι' αυτό στην πόλη αυτή είναι τόσο ισχυρή η αίσθηση του ανθρώπινου και του οικείου. Αλλά κυριαρχεί και το αίσθημα της νοσταλγίας, πράγμα αναπόφευκτο μια και οι μνήμες είναι τόσο καθοριστικές: είτε πρόκειται για τη ρομαντική «Ostalgie», τον πόθο δηλαδή επιστροφής σε μια σοσιαλιστική Αρκαδία, είτε για την ανάκληση της μεταπολεμικής αθωότητας των νεανικών χρόνων, όταν οι Αμερικανοί εισήγαγαν στην κατεστραμμένη χώρα την τσίχλα, το σουίνγκ και το τσα-τσα μαζί με την ελευθερία. Είναι εντυπωσιακό το κλίμα, ας πούμε, στο «Claerchens Ballhaus» στην Auguststrasse του πρώην Ανατολικού Βερολίνου, ένα μάλλον παρακμιακό χορευτικό κέντρο όπου μια ολόκληρη ανθρωπότητα κάθε ηλικίας και κοινωνικής προέλευσης ανακαλεί κάθε βράδυ την εποχή της μεταπολεμικής απελευθέρωσης, με κέφι γεμάτο ξεγνοιασιά και σπάνια γνησιότητα ακόμη και για μεσογειακά ήθη.

Η «εύκολη» πόλη

Η «εύκολη» αυτή πόλη, από την άποψη της ποιότητας ζωής και της βιώσιμης καθημερινότητας, δείχνει να παράγει περισσότερο πολιτισμό από όσο είναι σε θέση να καταναλώσει. Τα φαινόμενα όμως απατούν. Κορυφαίοι θεσμοί, όπως κατ' αρχήν τα μουσεία, οι όπερες ή οι συμφωνικές ορχήστρες, βρίσκονται μόνιμα στο όριο των παραγωγικών τους δυνατοτήτων, για λόγους άλλωστε που έχουν να κάνουν και με τα διόλου ανθηρά τους οικονομικά. Ο πολιτισμός όμως είναι συνυφασμένος με την ίδια την επιβίωση της πόλης, όταν ακόμη στη μεταπολεμική περίοδο και πριν από την πτώση του Τείχους αποτελούσε κυριολεκτικά σανίδα σωτηρίας και εγγύηση ταυτότητας, ιδίως για τους Δυτικογερμανούς. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί η Φιλαρμονική θεωρείται η καλύτερη ορχήστρα στον κόσμο. Στο κτίριο-αριστούργημα του Scharoun συρρέουν κάθε απόγευμα για τη συναυλία άνθρωποι από την εργασία τους ή από άλλες καθημερινές ενασχολήσεις, απαλλαγμένοι από οποιονδήποτε ακκισμό. Αλλοι λατρεύουν την ποδοσφαιρική τους ομάδα με φανατισμό, αυτοί οι εξαιρετικοί ειδήμονες λατρεύουν με φανατισμό την ορχήστρα τους.

Το Βερολίνο, πέρα από στερεότυπα, είναι ατελές και ευάλωτο, με πληγές ακόμη ανοιχτές που προσπαθεί επίμονα να επουλώσει. Γι' αυτό είναι μια πόλη που εκτός από συγκίνηση προκαλεί βαθιά συμπάθεια και επιθυμία για συμμετοχή.


Η «κριτική ανακατασκευή»
Μετά το 1989 το Βερολίνο αποφάσισε να μεταμορφωθεί για άλλη μία φορά, στην προσπάθεια να παραμείνει η ίδια. Το εγχείρημα της «αστικής συρραφής» μεγάλων εκτάσεων με σκοπό την ενοποίηση του πολεοδομικού ιστού οδήγησε στην οργανωμένη και συστηματική παραγωγή νέας αρχιτεκτονικής, με διασημότερα τα παραδείγματα της Potsdamerplatz και της Pariserplatz, της πλατείας της Πύλης του Βρανδεμβούργου. Υιοθετήθηκε με τιμιότητα προθέσεων και ιεραποστολική συνέπεια η αρχή της «κριτικής ανακατασκευής», ένας σχεδιασμός δηλαδή που να ανακαλεί τη μνήμη της πόλης και να αναπαράγει, κατ' αναλογία, τον ιστορικό της χαρακτήρα, το ήθος της δεκαετίας του 1920. Το αποτέλεσμα αυτής της γιγάντιας επιχείρησης παραμένει συζητήσιμο στο επίπεδο του αστικού συμβολισμού, αλλά δεν είναι διόλου σίγουρο ότι οποιαδήποτε διαφορετική προσέγγιση δεν θα είχε οδηγήσει σε έναν άλλο βιασμό της ταυτότητας της πόλης. Η αρχιτεκτονική, και η πόλη, έχει ανάγκη από τον χρόνο, χτίζεται με τον χρόνο και αφομοιώνεται από αυτόν.

Το κείμενο αφιερώνεται στις εκδηλώσεις «Berlin vision» που πραγματοποιούνται στο Ζάππειο την περίοδο 9-18 Νοεμβρίου 2007.

Αντρέας Γιακουμακάτος -αναπληρωτής καθηγητής Ιστορίας και Θεωρίας της Αρχιτεκτονικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

(με την ευγενική παραχώρηση του συγγραφέα)

φωτο:Το βιβλιοπωλείο Καρλ Μαρξ στην ομώνυμη λεωφόρο του πρώην Ανατολικού Βερολίνου, που έγινε περισσότερο γνωστό από την τελευταία σκηνή της ταινίας «Οι ζωές των άλλων» του Φλόριαν Χένκελ φον Ντόνερσμαρκ

 

 

Share |
 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital