ΔΙΑΛΟΓΟΣ
Οργάνωση Κλάδου
10 Απρίλιος, 2010
Innovative vs Qualifiedν
Μερικά συμπεράσματα από τη σύγχρονη εμπειρία των αρχιτεκτονικών διαγωνισμών στην Ελλάδα.
Το παρόν αφορά στην εισήγηση που έγινε στα πλαίσια Συμποσίου στη Στοκχόλμη, 16-18 Οκτωβρίου στο KTH Royal Institute of Technology με θέμα την εμπειρία των αρχιτεκτονικών διαγωνισμών στις Ευρωπαϊκές χώρες(1) και ιδίως σε σχέση με την εφαρμογή της κοινοτικής οδηγίας 2004/18/EC ως προς την αξιολόγηση και ανάθεση δημοσίων έργων.
Στο πλαίσιο αυτό εντάσσονται και οι αρχιτεκτονικοί διαγωνισμοί, οι οποίοι αναγνωρίζονται ιστορικά(2) σαν μία πρακτική που εξασφαλίζει την ποιότητα του τελικού αποτελέσματος. Το συμπόσιο οργανώθηκε πάνω σε τέσσερεις θεματικές: την ιστορία της πρακτικής των αρχιτεκτονικών διαγωνισμών, τη διαδικασία της κρίσης στους αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς, την εμπειρία της επαγγελματικής πρακτικής, και την πολιτική ισχύ και τον αστικό σχεδιασμό.
Τόσο στην Ευρωπαϊκή εμπειρία, όσο και στην ιδιαίτερη εμπειρία της Ελλάδας, η πρακτική των διαγωνισμών γεννά μια σειρά από ερωτήματα σε σχέση με την προδιαγραφή τους, που αφορά σε δύο φαινομενικά αντιθετικά ζεύγη: την ποιοτική σε αντίθεση με την ποσοτική πλευρά του σχεδιασμού και τις κατασκευαστικές απαιτήσεις σε αντίθεση με την αρχιτεκτονική καινοτομία. Ήδη από την αρχή της ενσωμάτωσης της κοινοτικής οδηγίας στον νόμο 3316/2005 (ανα)γεννήθηκε μία ισχυρή αντιπαράθεση σε σχέση με τις πρακτικές δυσκολίες του αρχιτεκτονικού διαγωνισμού: παρότι αναγνωρίζεται ότι έχει ένα ποιοτικό πλεονέκτημα ως προς το τελικό αρχιτεκτονικό προϊόν, την ίδια στιγμή θεωρήθηκε προβληματικός σε σχέση με την έγκαιρη ολοκλήρωση ενός τεχνικού έργου εξαιτίας των χρονοβόρων διαδικασιών που προϋποθέτει. Έτσι πολύ γρήγορα σχηματίζεται η άποψη ότι ο αρχιτεκτονικός διαγωνισμός σπάνια αποδεικνύεται πρακτικός όταν πρόκειται για έργα με επείγοντα χαρακτήρα, ωστόσο όταν η συζήτηση στρέφεται προς την ίδια την αρχιτεκτονική δίνει το καλύτερο αποτέλεσμα.
Μια ενδιαφέρουσα πτυχή της ίδιας επιχειρηματολογίας είναι η παρατήρηση ότι μέσα από τη διαδικασία ενός διαγωνισμού το «καλύτερο» δικαιώνεται και μόνο μέσα από την ιδέα της συγκριτικής αντιπαραβολής ενός ικανού αριθμού προτάσεων, κάτι που αποδίδει μια επίφαση συναίνεσης ως προς την τελική επιλογή. Σε αυτή τη λογική είναι φαινομενικά προφανές ότι όταν το αντικείμενο του διαγωνισμού προκρίνει κατά βάση τα ποσοτικά χαρακτηριστικά του έργου η τελική επιλογή τεκμηριώνεται με έναν μάλλον πιο «αντικειμενικό» τρόπο, ενώ όταν η συζήτηση στρέφεται προς ένα περισσότερο ασαφές πεδίο, όπως είναι αυτό της αρχιτεκτονικής σύνθεσης, η τελική επιλογή συνήθως αποτελεί και την απαρχή μιας περιόδου έντονης δημόσιας συζήτησης και κριτικής.
Βεβαίως, σε έναν μακροπρόθεσμο ορίζοντα η έννοια της αρχιτεκτονικής ποιότητας εμφανίζεται σαν ένα κρίσιμο διακύβευμα, ιδίως όταν το ίχνος της παραγωγής του χώρου αφορά σε δημόσια αγαθά όπως η εικόνα του τοπίου, ο χαρακτήρας και η ιστορία του τόπου, η κοινωνική ταυτότητα του χώρου3 ωστόσο είναι φανερό ότι πολύ εύκολα ο αρχιτεκτονικός διαγωνισμός μπορεί την ίδια στιγμή να παρεξηγηθεί σαν ένα μεγάλο επιχειρηματικό ρίσκο.
Εδώ ακριβώς υποκρύπτεται και η συνδήλωση ενός σημείου τριβής, ανάμεσα στην παραγωγή του χώρου και την αρχιτεκτονική δημιουργία. Αυτή η (φαινομενική;) τριβή αποτελεί και το σημείο αναφοράς στην τεκμηρίωση των επιλογών του κάθε φορέα για την επιλογή της προδιαγραφής του έργου, είτε αφορά σε καθαυτό το είδος του διαγωνισμού που πρόκειται να ακολουθηθεί (ανοιχτός διαγωνισμός, διαγωνισμός με προσκλήσεις, σε ένα ή δύο στάδια, διαγωνισμός ιδεών, ή, από την άλλη μεριά, μελετοκατασκευή), είτε, αντίστοιχα, στην περιγραφή των δεδομένων του έργου στα σχετικά τεύχη. Εύκολα μπορεί κανείς να παρατηρήσει ότι στα τελευταία περιγράφονται πολύ συχνότερα με ακρίβεια οι τεχνικές προδιαγραφές και απαιτήσεις ενώ οι αισθητικές αιτιάσεις παραμένουν αφενός μεν σε μεγάλο βαθμό υποκείμενες στην αυθεντία της κριτικής επιτροπής, αφετέρου δε με σημαντικά μικρότερο ποσοστό συμμετοχής επί της τελικής αξιολόγησης, όταν πρόκειται για ένα ολοκληρωμένο τεχνικό έργο (δηλαδή όταν η αρχιτεκτονική μελέτη αποτελεί ένα μέρος της συνολικής πρότασης που υποβάλλεται).
Είναι προφανές ότι κανείς μπορεί εδώ να ανοίξει μια συζήτηση σχετικά με τον ορισμό του αρχιτεκτονικού έργου και τις πτυχές που το απαρτίζουν, ιδίως σε ό,τι αφορά στην αξιολόγηση μιας πρότασης σαν καλύτερη μιας άλλης. Η εμπειρία των αρχιτεκτονικών διαγωνισμών στην Ελλάδα4 καταδεικνύει ότι η απάντηση δεν είναι τόσο απλή και ότι τόσο οι γενικότητες, όσο και οι τεχνοκρατικά υπερ-παραμετροποιημένες προδιαγραφές, δεν μπορούν από μόνες τους να δώσουν αποτέλεσμα. Στα πλαίσια του συμποσίου παρουσιάστηκαν δύο παραδείγματα κτηρίων με δημόσιο χαρακτήρα στην Αθήνα: από τη μία το Μουσείο της Ακρόπολης, σαν μια ιστορία τεσσάρων (4) διαφορετικών αρχιτεκτονικών διαγωνισμών (1 πανελλήνιος, 2 ανοικτοί διεθνείς, και 1 διεθνής σε δύο φάσεις), ενώ από την άλλη η αποκατάσταση και επέκταση του κτηρίου του Εθνικού Θεάτρου, σαν παράδειγμα διαγωνισμού ολοκληρωμένης προσφοράς έργου.
Συνοψίζοντας επιγραμματικά τις παρατηρήσεις που προέκυψαν κανείς μπορεί να επισημάνει τα εξής:
1. Παρότι, όπως σημειώθηκε νωρίτερα, ο διαγωνισμός εμφανίζεται εννοιολογικά σαν εργαλείο παραγωγής συναίνεσης, ο δημόσιος και μόνο χαρακτήρας των δύο κτηρίων τα καθιστά αντικείμενο κριτικής: και ενώ στην περίπτωση του κτηρίου του Εθνικού Θεάτρου οι αρχιτέκτονες απλώς απέτυχαν να εδραιώσουν τη δηλωμένη τους πεποίθηση για την αξία ενός αρχιτεκτονικού διαγωνισμού (βλ. π.χ. UIA «Why an International Competition»5), στην περίπτωση του Μουσείου της Ακρόπολης κάθε αποτέλεσμα ενέτεινε τη δημόσια συζήτηση, τις περισσότερες φορές σε βαθμό που το έργο αποτύγχανε να προχωρήσει.
2. Η προδιαγραφή του διαγωνισμού δεν ήταν αρκετή για να στοιχειοθετήσει κάποια αναμφισβήτητη τεκμηρίωση. Τις περισσότερες φορές, ιδίως στο παράδειγμα του διαγωνισμού για το Μουσείο της Ακρόπολης, οι αντιρρήσεις βρήκαν πρόσφορο έδαφος σε κενά της προκήρυξης, ενώ όσον αφορά στο κτήριο του Εθνικού Θεάτρου, και μόνο η
πρόκριση, από τη φύση του διαγωνισμού,6 των «τεχνικών παραμέτρων» σε βάρος της αισθητικής ποιότητας του κτηρίου το καθιστά αντικείμενο επιφύλαξης ως προς την αρχιτεκτονική ποιότητά του.
3. Παρ’ όλα αυτά, ιστορικά παραδείγματα αναφοράς όπως ο διαγωνισμός για το Κέντρο Georges Pompidou (το οποίο και αναλύθηκε στα πλαίσια της εισήγησης) καταδεικνύουν ότι η αρχιτεκτονική αξία του κτηρίου δικαιώνεται στα πλαίσια της σχέσης που εγκαθιστά με τον κοινωνικό και τον ιστορικό ιστό στον οποίο αντανακλά. Σε αυτό το επίπεδο η δημόσια συζήτηση ενσωματώνεται στον χαρακτήρα του κτηρίου. Αντίστοιχα πάντα προϋποτίθεται (και πολύ συχνά παραβλέπουμε) η ευφυΐα των μελετητών προκειμένου να μετατραπούν μια σειρά από τεχνικές περιγραφές σε μία εξαιρετική πρόταση.
4. Τέλος, η ανάδειξη της αρχιτεκτονικής ευφυΐας στα πλαίσια ενός διαγωνισμού προϋποθέτει και μια «ευτυχή συγκυρία»7 ανάμεσα στο νεφέλωμα των δυνάμεων που την προκρίνουν: σε αυτό το νεφέλωμα συμμετέχουν όχι μόνο η κριτική επιτροπή αλλά και οι φορείς που σχετίζονται με το έργο, το εκάστοτε περιβάλλον των εξωγενών παραγόντων, αλλά ακόμα και αυτή η τεχνική επιτροπή που με το έργο της συντάσσει περισσότερο ένα «έδαφος» παρά ένα τεύχος διαγωνισμού για την αρχιτεκτονική δημιουργία.
Συνοπτικά θα κλείναμε λέγοντας ότι το ίδιο το αρχιτεκτονικό προϊόν εγκαθιστά την «ανάδρομη» (ιστορική) προοπτική και την ενσωμάτωσή του στο κοινωνικό γίγνεσθαι του περιβάλλοντός του σαν κριτήριο: η «συνταγογράφηση» του κτηρίου, όσο ευφυής κι αν είναι δεν μπορεί να
δικαιώσει εκ των προτέρων το τελικό αποτέλεσμα.
Σημειώσεις
1. Για περισσότερες πληροφορίες: http://www.kth.se/abe/Competition/
1.12618
2. Η πρόταση της πρακτικής του αρχιτεκτονικού διαγωνισμού ιστορικά
σαν φορέα ποιότητας αναλύθηκε διεξοδικά στο εν λόγω συμπόσιο από
την κεντρική εισηγήτρια Helene Lipstadt.
3. Ο νόμος 3316/2005, άρθρο 5, παρ. 6, δηλώνει με σαφήνεια ότι:
«Όταν πρόκειται περί μελετών αξιόλογων τεχνικών έργων του ευρύτε-
ρου δημόσιου τομέα, που έχουν ευρύτερη κοινωνική, αρχιτεκτονική,
πολεοδομική και περιβαλλοντική σημασία και η λειτουργία τους, ο όγκος
τους ή άλλα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους έχουν επίδραση στο ευρύ-
τερο δομημένο ή φυσικό περιβάλλον, όπως είναι ιδίως σημαντικά κτη-
ριακά έργα, έργα επαναλαμβανόμενου τύπου, μνημεία ή μνημειακά
έργα, έργα διαμόρφωσης ή ανάπλασης ελεύθερων κοινόχρηστων
χώρων με υπερτοπικό ή ιστορικό χαρακτήρα ή παρεμβάσεων πολεο-
δομικού επιπέδου ιδιαίτερης σημασίας η επιλογή του αναδόχου διε-
νεργείται με αρχιτεκτονικό διαγωνισμό ή διαγωνισμό μελετών.»
4. ΓΓΕΤ–ΤΕΕ, Αρχιτεκτονικοί διαγωνισμοί και Σύγχρονη Ελληνική Αρχιτεκτο-
νική, Ερευνητικό πρόγραμμα 92 ΣΥΝ 90, επιστημονικός υπεύθυνος Δ.
Φιλιππίδης.
5. http://www.uia-architectes.org/texte/england/Menu-3/1-pourquoi.html
6. Η Υπουργική απόφαση ΔΜΕΟ/α/οικ/1161 αποδίδει επί της τελικής
αξιολόγησης 5-20% για την αισθητική ποιότητα της πρότασης, 5-15%
για την περιβαλλοντική προστασία, 5-20% για τα λειτουργικά χαρακτη-
ριστικά, 5-20% για τηνευκολία κατασκευής, 15-35% για την ελκυστικό-
τητα της οικονομικής προσφοράς, και 15-35% για τη διάρκεια των
έργων κατασκευής.
7. Φράση που χρησιμοποιήθηκε για τον διαγωνισμό του Κέντρου
Pompidou («heureuse rencontre», Bordaz, R., (1977). Le Centre Pompidou.
Une nouvelle culture, Paris: editions Ramsay, p. 19).
Tων Αθανάσιου Κουζέλη, Ηρώς Ψιλοπούλου, Aγγελου Ψιλόπουλου, αρχιτεκτόνων
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ‘ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΕΣ’ του ΣΑΔΑΣ-ΠΕΑ στο τεύχος 73, σελ. 84-85.