ΜΟΝΙΜΕΣ ΣΤΗΛΕΣ

ARTI-PHYSIS

ΔΟΜΗΣΙΜΕΣ ΥΛΕΣ ΩΣ ΑΦΕΤΗΡΙA ΝΕΑΣ ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑΣ (ΜΕΡΟΣ B)

03 Νοέμβριος, 2007

ΔΟΜΗΣΙΜΕΣ ΥΛΕΣ ΩΣ ΑΦΕΤΗΡΙA ΝΕΑΣ ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑΣ (ΜΕΡΟΣ B)

Αν η αρχιτεκτονικοποίηση νέων υλικών επέρχεται με την οπτική εξοικείωση και σταδιακή αποδοχή της φύσης τους από τους εκκολαπτόμενους αρχιτέκτονες, τότε η πορεία των συνθετικών υλικών στην οικοδομική προβλέπεται αίσια: Την τελευταία πενταετία, καινοφανώς, ακριβέστατα αρχιτεκτονικά μοντέλα από τεχνητές ρητίνες γίνονται το επίκεντρο του ακαδημαϊκού διαλόγου. (ΜΕΡΟΣ B)

(<< βλ. ΜΕΡΟΣ A')

Υλικά και Συμβολισμός
Σε πρώτη προσέγγιση, τα δομικά υλικά βρίσκονται να σχετίζονται κυρίως σε μεταφορικό και συμβολικό επίπεδο με ιδεολογικές εκφράσεις της αρχιτεκτονικής. Απλουστευτικά, θα μπορούσε να διατυπωθεί πως το beton απέδιδε τη σταθερότητα και αποφασιστικότητα, σχεδόν ακαμψία της νέας μνημειακότητας του πρώιμου μοντερνισμού και μετέπειτα του brutalism.
Οι σκελετικές κατασκευές χάλυβα και γυαλιού τόνιζαν με επίφαση την αισιόδοξη και ριζοσπαστική ‘μηχανοποίηση’, εκλογίκευση και συστηματοποίηση του ανθρώπινου βίου μέσω της δυναμικής, απέριττης ‘καθαρότητας’ και κρυστάλλινης διαμπερότητας του high tech. Η χρήση μη-ομοιογενών φυσικών υλικών όπως ξύλο, bamboo, αχυρόμπαλες, και ανακυκλωμένες ύλες καταμαρτυρούν επιθυμίες απενοχοποίησης, ανεύρεσης αθωότητας, αειφορίας και οικολογικής έκφρασης.
Εφελκυόμενες μεμβράνες και ελαφρά μέταλλα, όπως τα κράματα αλουμινίου επιτείνουν νεο-τεχνολογικές αισθήσεις ‘εφημερό-τητας’ και ευελιξίας αποδίδοντας μορφολογική επεξεργασία και ακρίβεια σχεδιαστικής μικρο-κλίμακας αντίστοιχης ενός υπερ-τεχνολογικού προϊόντος. Τα συνθετικά υλικά ακροβατούν ανάμεσα στο αλλότριο (μη-ανθρώπινο, αφύσικο) και το οργανικό, συνδεόμενα με πειραματικές τάσεις στερεολιθογραφικής παραγωγής, τομέα που συνδέεται άμεσα με τις δυναμικά ανερχόμενες τάσεις μαζικής παραγωγής ιδιοκατασκευών – mass customization.

Βαρυσήμαντος εκβιομηχανισμός
Το αρχιτεκτονικό avant garde του πρωτογενούς μοντερνισμού ήταν συνυφασμένο με το Zeitgeist των νέων τεχνολογιών, την εφαρμογή των νέων υλικών και συνεπαγόμενων καινοτόμων μεθόδων δόμησης. Η πίστη στις δυνατότητες της προηγμένης μαζικής βιομηχανικής παραγωγής και η προσήλωση στις συνεπαγόμενες νέες μορφολογίες έφερε το ιδεολογικό περιεχόμενο της μοντέρνας εποχής, ενσαρκώνοντας τις κοινωνικο-πολιτικές δηλώσεις του esprit nouveau.
Η τυποποίηση και ένταξη των δομικών ‘εξαρτημάτων’ στη μαζική βιομηχανική παραγωγή, η μεταφορά τεχνολογιών από προηγμένους βιομηχανικούς τομείς στην αναχρονιστική τότε οικοδομική, υποσχόταν μια νέα ‘εκλογικευμένη’ πολιτισμική τάξη, εξιδανικευόταν ως καταλυτική παράμετρος μιας επερχόμενης κοινωνικής μετάλλαξης που θα επαναπροσδιόριζε συνολικά την οργάνωση και τις αρχές του ανθρώπινου βίου.

Ανακόλουθη πρακτική
Η ειρωνεία κείται στη σαφή διαπίστωση ότι οι αρχιτέκτονες φερόμενοι ως ηγέτες των εκφάνσεων του μοντερνισμού (Fuller, Le Corbusier, Saarinen, Foster, Rogers, Piano κ.α.), αφενός εξυμνούν την ένταξη της δόμησης στις διαδικασίες βιομηχανικής παραγωγής, τη συστηματοποίηση της οικοδομικής δραστηριότητας σε αντιστοιχία με τις υπόλοιπες βιομηχανίες παραγωγής, την οικειοποίηση νέων υλικών και μεθόδων παραγωγής προερχόμενων από άλλους τεχνολογικούς τομείς, αφετέρου ασκούν την αρχιτεκτονική ουσιαστικά βάσει beaux arts νοοτροπιών τις οποίες ακριβώς υποτίθεται ότι αποστρέφονται:
Τα επιμέρους αρχιτεκτονικά στοιχεία (συνεχή υαλοπετάσματα, χυτά δομικά εξαρτήματα, κιγκλιδώματα, ελαφρές κλίμακες, σκίαστρα, μεταλλικές επενδύσεις, κ.α.)  που επινοούνται, αναπτύσσονται και παραδίδονται προς βιομηχανική παραγωγή, είναι κατεξοχήν custom made επαναληπτικά συστήματα, σχεδιάζονται ειδικά για τις υποτιθέμενα αποκλειστικές ανάγκες συγκεκριμένων έργων.
Η δυνατότητα επανάχρησης των δομικών προϊόντων σε επερχόμενα κτιριακά έργα είναι προφανής, όμως, συνειδητά, οι γίγαντες του μοντερνισμού προτιμούν σε κάθε επόμενη μελέτη να επανεφεύρουν εν κενώ τα αντίστοιχα δομικά στοιχεία και συστήματα, αποτινάσουν την επιβολή τύπων και τεχνικών περιορισμών. Η εμμονή και λατρεία των ‘κατά παραγγελία’ δομικών στοιχείων αναδεικνύεται ως πιστοποιητικό αυθεντικότητας της μοντέρνας σύνθεσης.

Ιδεολογική παλινδρόμηση
Το παράδοξο της κοινής πραγματικότητας, είναι ότι τυπικοί νεοπαραδοσιακοί οικισμοί, όπως η ομοιόμορφες μεταπολεμικές κοινότητες Levittown ανά την αμερικανική ήπειρο, της κατασκευαστικής εταιρίας Levit, με πρώτη αυτή στο Long Island της Νέας Υόρκης, απευθυνόμενες αγοραστικά στις ευρείες μάζες  μέσου εισοδήματος,  εφαρμόζουν σε μέγιστο ποσοστό τη μαζική προκατασκευή κλασικίζοντων δομικών στοιχείων (όπως κυμάτια, τοξωτά υπέρθυρα, φεγγίτες, κιγκλιδώματα, κεκλιμένες στέγες), κάτι που avant garde μοντέρνα one-off έργα υπερδιογκωμένου προϋπολογισμού αποφεύγουν.
Οι ιδεολογίες βρίσκονται λοιπόν να αντιστρέφονται, o μοντερνισμός καταλήγει να απευθύνεται στον ελιτισμό της μειονοτικής ανώτερης οικονομικής κάστας, ενώ οι παραδοσιακίζουσες μορφολογίες ανάγονται σε προστάτες των ιδανικών και του ονείρου της μικρομεσαίας τάξης για αξιοπρεπή ποιότητα ζωής, θυμίζοντας ρήσεις του Ruskin.
Οι Techies του μοντερνισμού εν-τέλει σνομπάρουν έργα δημιουργίας κατοικιών χαμηλού εισοδήματος και εφαρμογές προκατασκευασμένων προϊόντων εμπορίου, τα οποία πλέον κατατάσσονται στη σφαίρα του banal, αντίθετα, επιλεκτικά εκφράζονται κατεξοχήν με ακραία έργα-σύμβολα που εξαντλούν τα όρια της αυταρέσκειας και των προϋπολογισμών, αεροβατούν παρακάμπτοντας επί της ουσίας τις ιδεολογικές τους ρήσεις περί αειφορίας και κοινωνικής υπευθυνότητας.
Πιστοποιώντας την κρίση των μοντέρνων αξιών, διαφαίνεται πως τα συνήθη εμπορικά ανώνυμα (speculative) κτίρια κατοικίας, εργασίας ή εμπορίου, ενώ κατηγορούνται από σύγχρονους κριτικούς ως εκχυδαϊσμένα θλιβερά φαινόμενα κερδοσκοπίας χωρίς μεταφυσικό ή πολιτισμικό όραμα, δείχνουν να πραγματώνουν με περισσή συνέπεια τις πρώιμες μοντερνιστικές αρχές της μαζικότητας, πρακτικότητας και τυποποίησης, καταδεικνύοντας πως το ιδεολογικό μανιφέστο του μοντερνισμού συντάχθηκε μάλλον ως αντίλογος στο αρχιτεκτονικό status quo του νεοκλασικισμού και των συγγενών του τάσεων παρά ως αυτόνομη τάξη πραγμάτων ή ικανή γενέτειρα μιας βιώσιμης νεοσύστατης κοινωνικής οργάνωσης.

Ύλη και Προκατάληψη
Αν λοιπόν επικεντρωθεί κανείς στην άρρηκτη ιδεολογική σχέση του ‘μοντέρνου’ με τα νέα υλικά δόμησης και τις αντίστοιχες μεθόδους παραγωγής δομικών στοιχείων, οφείλει να αποσυνδεθεί από στιλιστικούς ορισμούς και μορφοκρατικές προκαταλήψεις και να στραφεί στη ‘μοντερνοποίηση’ της ίδιας της συνθετικής και παραγωγικής διαδικασίας.
Το δίλημμα γίνεται σαφές: τι θα αποκαλούσε κανείς δικαίως ‘μοντέρνο’; μια παραδοσιακίζουσα πλήρως προκατασκευασμένη μονοκατοικία στην κοινότητα Seaside της Florida των Duany & Plater, παραγμένη ‘ευέλικτα’ μέσω μιας περιορισμένης γκάμας αυστηρά επαναληπτικών στοιχείων και διακοσμημένη με προκατασκευασμένα κυμάτια ‘σμιλευμένα’ σε πολυμερή υλικά από αυτόματες μηχανές;
ή ένα ιδιόμορφο κτίριο αφαιρετικού εξπρεσιονισμού του Steven Holl με αδρές επιφάνειες in situ επιχρίσματος και beton και μη-τυποποιημένα μεταλλικά πανέλα φινιρισμένα με χειρονακτική εργασία;
Η προωθημένη τεχνολογία τρισδιάστατης σάρωσης (3-D scanning) και εφαρμογών της ρομποτικής στην παραγωγή πρωτοτύπων –rapid prototyping processes - που επιστρατεύει ο Frank Gehry για να δημιουργήσει προωθημένα έργα υψηλής μορφολογικής συνθετότητας εφαρμόζεται εξίσου αποτελεσματικά για τη δημιουργία τέλειων μεταμοντέρνων απομιμήσεων μεσαιωνικών κωμοπόλεων, ενώ αντίστοιχα, πολλά ‘βιομηχανικά’ συστηματοποιημένα έργα μοντερνιστών είναι πολύ λιγότερο ‘προκατασκευασμένα’ από ότι οι δημιουργοί τους θέλουν να ακούγεται.
Καταρρίπτοντας το βεβιασμένο αξίωμα των πρωτοπόρων του μοντερνισμού για απόλυτη συμπόρευση νέων τεχνολογιών, νέας μορφολογίας και νέων κοινωνικοπολιτικών συνθηκών, γίνεται προφανές πως τα υλικά και οι στιλιστικές προτιμήσεις δε φέρουν a priori ιδεολογικές τάσεις ούτε έχουν συνυφασμένες μεταφυσικές ιδιότητες.

Ένστικτο και τεχνοκρατία
Οι δύο κατασκευαστικές παραδόσεις - η εμπειρική γνώση μέσω άμεσης χειρονακτικής ενασχόλησης με τη δόμηση, και η υιοθεσία των εκάστοτε προηγμένων τεχνολογιών προς αντικατάσταση του εμπειρισμού με ‘αντικειμενική’ επιστημονικότητα - δεν αποτελούν στεγανά διαφοροποιημένες τάσεις: Ο εμπειρικός ή ενστικτώδης προσδιορισμός του αισθητικά αποδεκτού –tactile, αναδεικνύεται ως αναπόσπαστο κριτήριο προαγωγής της συνθετικής διαδικασίας, του πειραματισμού με νέα υλικά και του σχεδιασμού των επιμέρους κατασκευαστικών εξαρτημάτων ακόμη και χρήσει υπερ-τεχνοκρατικών μεθόδων.

Αριστοτέλης Δημητρακόπουλος - Αρχιτέκτων μηχανικός

Τέλος B΄ ΜΕΡΟΥΣ - Σε λίγες ημέρες ακολουθεί το Γ ΜΕΡΟΣ

(<< βλ. ΜΕΡΟΣ A')

Share |

Σχετικές Δημοσιεύσεις:

 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital