ΜΟΝΙΜΕΣ ΣΤΗΛΕΣ
GREEN ABLE
25 Νοέμβριος, 2014
Ενεργειακά αποδοτικά κτίρια
Η εξέλιξη μιας πολιτιστικής προσέγγισης.
«Η παραγωγή ποιοτικών κτιρίων αποδεικνύει πως η ενεργειακή απόδοση δεν έρχεται σε σύγκρουση με την αρχιτεκτονική ποιότητα. Τα κτίρια υψηλής ενεργειακής απόδοσης αποτελούν σημαντικά πιλοτικά έργα για το μέλλον της αρχιτεκτονικής (...). Ένα κτίριο υψηλής ενεργειακής απόδοσης όμως από μόνο του, δεν αποτελεί εγγύηση αρχιτεκτονικής ποιότητας».
Andreas Gabriel, 2007
Thomas Herzog+partner, κατοικία στο Regensburg, Γερμανία, 1977-1979.
Η αποδοχή και η αναγνώριση των επιπτώσεων-άμεσων και έμμεσων-που απορρέουν από την οικοδομική δραστηριότητα, οδήγησε τη σύγχρονη αρχιτεκτονική στην επανερμηνεία και στην ευρεία χρήση του όρου «ενεργειακή αποδοτικότητα», ως σημαντικής προϋπόθεσης ενός ποιοτικού αρχιτεκτονικού σχεδιασμού. «Ο τομέας των κατασκευών, πράγματι, εξαιτίας της εκμετάλλευσης των υλικών πόρων, των χρήσεων γης, της ενεργειακής κατανάλωσης κατά τη διάρκεια όλων των φάσεων του κύκλου ζωής ενός οικοδομικού προϊόντος και της παραγωγής οικοδομικών αποβλήτων στη φάση της κατεδάφισης»1, αποτελεί για την Ευρώπη, έναν από τους κυριότερους τομείς που ευθύνονται για την περιβαλλοντική ρύπανση, για το 40% της συνολικής κατανάλωσης ενέργειας και για το 36% από πλευράς εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου2.
Πηγή Eurostat, Απρίλιος 2013.
Πηγή Eurostat, Απρίλιος 2013.
Είναι πλέον γεγονός η ανάγκη για μια καινοτόμο σχεδιαστική και αρχιτεκτονική προσέγγιση, που συνδυάζει τη βέλτιστη αξιοποίηση και τη χρήση των τοπικών πόρων (κλιματικών και υλικών) καθώς και την υψηλή ποιότητα εσωτερικού περιβάλλοντος. ταν κάνουμε λόγο για ένα κτίριο υψηλής ενεργειακής απόδοσης, αναφερόμαστε «σε έναν κτιριακό οργανισμό που μπορεί να εξασφαλίσει εσωτερικές συνθήκες άνεσης περιορίζοντας στο ελάχιστο τη χρήση ενεργειακών μη ανανεώσιμων πόρων»3. Στην περίπτωση αυτή η επίτευξη θερμικής, ακουστικής, οπτικής άνεσης δεν εξασφαλίζεται αποκλειστικά μέσω μηχανολογικού εξοπλισμού και αυτοματισμών, αλλά αποτελεί συνδυασμό μιας σειράς τυπολογικών, κατασκευαστικών και τεχνολογικών λύσεων. Η έννοια της ενεργειακής απόδοσης δεν αποτελεί απλά ένα στόχο που θα πρέπει να επιτευχθεί και οποίος διαρθρώνεται σε μία σειρά απαιτήσεων που θα πρέπει να εξασφαλίζονται κάθε φορά έτσι ώστε να επιτυγχάνονται τα επιθυμητά επίπεδα άνεσης για τον χρήστη, αλλά καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο αυτές οι απαιτήσεις θα πρέπει να ικανοποιούνται με μια περιβαλλοντικά υπεύθυνη χρήση των μη ανανεώσιμων ενεργειακών πηγών.
Σε αυτό το σημείο και όσον αφορά στα ενεργειακά αποδοτικά κτίρια είναι σκόπιμο να κάνουμε διάκριση των όρων «αποτελεσματικότητας» και «αποδοτικότητας». «Μια διαδικασία θεωρείται αποτελεσματική, όταν μας επιτρέπει να φτάσουμε σε ένα συγκεκριμένο στόχο ανεξάρτητα από τη δαπάνη σε ενέργεια ή χρήματα. Το να είναι κανείς αποτελεσματικός σημαίνει πως υιοθετεί μια σειρά πρακτικών, ανεξάρτητα από τη χρήση των μέσων που σχετίζονται με αυτό. Μια διαδικασία αντίθετα είναι αποδοτική όταν μας επιτρέπει να φτάσουμε στον επιθυμητό στόχο με την ελάχιστη χρήση μέσων4». Στο πρότυπο ISO 9000:20005, που αφορά στη πιστοποίηση συστημάτων διαχείρισης της ποιότητας, ο όρος αποδοτικότητα προσδιορίζεται ως «η σχέση μεταξύ επιτευχθέντος αποτελέσματος και χρησιμοποιούμενων μέσων».
Η στρατηγική σχεδιασμού ενός ενεργειακά αποδοτικού κτιρίου αποτελεί συνδυασμό πολλών παραμέτρων και περιλαμβάνει όχι μόνο την «κατάστασης της αρχικής (σχεδιαστικής) ποιότητας», αλλά κυρίως την «κατάσταση της αναμενόμενης ποιότητας»6, δηλαδή των αποτελεσμάτων, άμεσων και έμμεσων, που προκύπτουν από αρχιτεκτονικές επιλογές κατά τη διάρκεια των σταδίων του σχεδιασμού, της μελέτης και της κατασκευής. Ο ρόλος του αρχιτέκτονα είναι πρωταρχικής σημασίας, αφού καλείται να συμπεριλάβει στον σχεδιασμό μια σειρά μεταβλητών που ξεφεύγουν συχνά του γνωστικού του αντικειμένου, να συντονίσει τα αρχιτεκτονικά στάδια της μελέτης προωθώντας μια αρχιτεκτονική προσέγγιση που ενδιαφέρεται για τη σχέση κτιρίου-χρήστη-φυσικού περιβάλλοντος, να επεκτείνει τον έλεγχο της αποδοτικότητας των εφαρμοζόμενων λύσεων πέρα από την αρχιτεκτονική μελέτη. Υπό την οπτική της πολυπλοκότητας του αρχιτεκτονικού έργου και συμπεριλαμβάνοντας αξιολογήσεις με βάση το LCA7 όσον αφορά όχι μόνο στο κτίριο, αλλά και στα υλικά, στις τεχνολογίες και στα κατασκευαστικά συστήματα, τα τελευταία χρόνια ο όρος της ενεργειακής αποδοτικότητας έχει επεκταθεί και απαντάται ως οικο-αποδοτικότητα (Eco Efficiency).
Θα μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ως οικο-αποδοτικό έναν κτιριακό οργανισμό, ένα αρχιτεκτονικό σύστημα, ένα τεχνολογικό προϊόν, όταν οι μορφολογικές, δομικές και λειτουργικές αλλαγές, άμεσες και έμμεσες, ενός φυσικού συστήματος, κατά τη διάρκεια της εξαγωγής, παραγωγής, κατανάλωσης και τελικής διάθεσης μπορούν να επανέλθουν με φυσικό ή τεχνητό τρόπο ποσοτικά και ποιοτικά, όταν επιδιώκεται η βελτιστοποίηση και η εξοικονόμηση ενέργειας (κατά την εξόρυξη, παραγωγή, μεταφορά κλπ), μια δραστική και γενικευμένη μείωση των αέριων ρύπων και των αποβλήτων και μια προσεκτική αξιολόγηση και διατήρηση των εξαντλήσιμων πρώτων υλών και τέλος όταν συγχρόνως εξασφαλίζεται η ψυχοσωματική υγεία των χρηστών σε όλα τα προαναφερόμενα στάδια. 8
Η ευαισθητοποίηση και η συνειδητοποίηση ολοένα και περισσότερων μελετητών για τον επιτακτικό χαρακτήρα των περιβαλλοντικών ζητημάτων, είναι αποτέλεσμα μιας αργής σχεδιαστικής, αλλά κυρίως πολιτιστικής εξέλιξης που ξεκινά στις αρχές της δεκαετίας του '60, με τη δημιουργία των πρώτων ηλιακών κτιρίων και κορυφώνεται τα επόμενα χρόνια με την κατασκευή μιας σειράς πειραματικών πιλοτικών κτιρίων. Η εξέλιξη αυτή φτάνει μέχρι και την ανάπτυξη ολοκληρωμένων στρατηγικών σχεδιασμού, καινοτόμων τεχνολογιών και συστημάτων κτιριακού κελύφους υψηλών επιδόσεων.
Η έννοια της εξάντλησης των φυσικών πόρων των οποίων η διατήρηση συνδέεται με την περιβαλλοντική ισορροπία του πλανήτη μας και η ανάγκη επανεξέτασης ενός νέου οικονομικού μοντέλου στις βιομηχανικές χώρες, εκφράζονται για πρώτη φορά σε διεθνές επίπεδο το 1972 στην έκθεση «τα όρια της ανάπτυξης» (Limits to Growth)9 από την ομάδα της Ρώμης (Club of Rome) και το MIT (Massachusetts Institute of Technology). Μετά την πετρελαϊκή κρίση του 1973 η ανάγκη διατήρησης των φυσικών πόρων αποτελεί πλέον, μια κοινώς αποδεκτή παραδοχή, ενώ η εκτίμηση πως στις βιομηχανικές χώρες το 30%10 των ενεργειακών μη ανανεώσιμων πόρων χρησιμοποιείται άμεσα ή έμμεσα στον κτιριακό τομέα, αποτελεί κινητήρια δύναμη για μια σειρά ερευνών που αφορούν στην εξοικονόμηση ενέργειας στα κτίρια.
Στα τέλη της δεκαετίας του '70 στις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης και πιο συγκεκριμένα στη Γερμανία, χάρη σε κυβερνητικές εκστρατείες ευαισθητοποίησης με την ενεργή συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα και ειδικότερα των βιομηχανιών δομικών υλικών, αλλά κυρίως χάρη στην ευαισθησία και στη γνώση μεμονωμένων μελετητών, κατέστη εφικτή η κατασκευή πειραματικών κτιρίων τα οποία εστιάζουν στη λύση περιβαλλοντικών προβλημάτων και στη χρήση -άμεσα και έμμεσα- της ηλιακής ενέργειας, τα αποκαλούμενα «ηλιακά κτίρια». Κοινό χαρακτηριστικό των αρχικά μικρής κλίμακας τέτοιων κτιρίων, είναι η πειραματική εφαρμογή υλικών, τυπολογικών λύσεων, καινοτόμων τεχνολογιών και κατασκευαστικών εφαρμογών, που περιορίζουν τις ενεργειακές απώλειες και ευνοούν τα άμεσα θερμικά κέρδη. Μολονότι σε αρκετά από τα πρώιμα πιλοτικά κτίρια τα ηλιακά συστήματα προβάλλονται με έμφαση και δε συνδέονται αρμονικά με το υπόλοιπο κτίριο, αποτελούν τις πρώτες δοκιμές καταλυτικής σημασίας για την έρευνα σχετικά με τον προσανατολισμό και τη μορφή των κτιρίων σε σχέση με τον ήλιο, τον άνεμο, τα υλικά, τα κατασκευαστικά συστήματα (όπως ενδεικτικά θερμομονωτικά υλικά, συστήματα σκίασης, ηλιακά θερμοκήπια, φωτοβολταϊκές τεχνολογίες, αντλίες θερμότητας κτλ).
Στην αρχή της δεκαετίας του '80 στην Κεντρική Ευρώπη, ο ηλιακός σχεδιασμός εκτός από την παροχή κινήτρων για την βιομηχανική έρευνα στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, έχει μια σημαντική θεωρητική και πολιτιστική συμβολή, καθοριστική για την ευαισθητοποίηση των πολιτών όσον αφορά στην ενεργειακή απόδοση των κτιρίων. Παράλληλα για πρώτη φορά ερμηνεύεται η ηλιακή ενέργεια σαν βασικό σχεδιαστικό εργαλείο, εξίσου σημαντικό με τα δομικά υλικά και στοιχεία του κτιριακού οργανισμού.
Thomas Herzog, κατοικία στο Regensburg, Γερμανία, 1977-1979.
Μετά την Έκθεση Brundtland «Το κοινό μας μέλλον» (Our common future)11 το 1987 το περιβαλλοντικό ζήτημα που αρχικά εστιάζεται στο πρόβλημα της εξάντλησης των φυσικών πόρων, διευρύνεται και περιλαμβάνει την ικανότητα του περιβάλλοντος και των οικοσυστημάτων να υποστηρίξει την ανάπτυξη της κοινωνίας και να απορροφήσει τη ρύπανση και την παραγωγή αποβλήτων σε ολοένα και μεγαλύτερες ποσότητες. Η Έκθεση Brundtland εισάγει της έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης ως μία μορφή «ανάπτυξης που ικανοποιεί τις ανάγκες της παρούσας γενιάς χωρίς να θέτει σε κίνδυνο την ικανότητα των μελλοντικών γενεών να ικανοποιούν τις δικές τους ανάγκες», δηλαδή μια ανάπτυξη που αναφέρεται στην carrying capacity ή φέρουσα ικανότητα του φυσικού περιβάλλοντος όσον αφορά στη ροή των εξαγόμενων φυσικών πόρων και στην τελική τους διάθεση (έπειτα από μια σειρά ανθρωπογενών δραστηριοτήτων), καθώς και στο βαθμό υπευθυνότητας της παρούσας γενιάς σε σχέση με τις μελλοντικές.
Η αρχή της υπευθυνότητας12 ως μιας «ηθικής στάσης απέναντι στο αρχιτεκτονικό έργο που συνίσταται στη συνειδητή μελέτη των επιπτώσεων που οι προτεινόμενες μεταβολές μπορούν να επιφέρουν»13, αποτελεί το θεμέλιο λίθο του «European Charter for Solar Energy in Architecture and Urban Planning»14, ένα έγγραφο υπογεγραμμένο το 1996 από εικοσιεννέα καταξιωμένους ευρωπαίους αρχιτέκτονες. Το έγγραφο αυτό αποτελείται από ένα εισαγωγικό θεωρητικό τμήμα το οποίο αναφέρει πως ο «ο ρόλος της αρχιτεκτονικής, ως υπεύθυνου επαγγέλματος είναι η ανάδειξη του φυσικού περιβάλλοντος», από οδηγίες για τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό κτιρίων επεκτεινόμενο και σε πολεοδομική κλίμακα με στόχο την εξοικονόμηση των φυσικών πόρων και την ευρεία χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και βιώσιμων λύσεων, ενώ για πρώτη φορά εισάγονται νέες έννοιες όπως αυτή του κτιριακού ενεργειακού ισοζυγίου (overall energy balance) και του κτιρίου κατά τη φάση της χρήσης (building in use). Ο κτιριακός οργανισμός επιφορτίζεται με την λειτουργία ενός «αυτοελεγχόμενου συστήματος ικανού να διαχειρίζεται με βέλτιστο τρόπο τις βιώσιμες μορφές ενέργειας, με σκοπό την κάλυψη των διαφορετικών αναγκών του χρήστη».
Thomas Herzog+partner, συγκρότημα κατοικιών στο Μόναχο, Γερμανία, 1979-82.
Aude, Lundgaard, Rotne, Sørensen, κατοικία στο Greve, Δανία, 1985, Dubosc & Landowski, Digione, Γαλλία, 1987, M.Treberspurg, G. Reinberg, E.Raith, συγκρότημα κατοικιών στο Stadlau, Βιέννη,1988-91, Bill Dunster, Hopehouse, Λονδίνο, Αγγλία, 1993-95 .
Τα ηλιακά κτίρια που κατασκευάζονται στην Κεντρική Ευρώπη το δεύτερο μισό της δεκαετίας του '90 διαφοροποιούνται από τα πρώτα πειραματικά για δύο βασικούς λόγους. Ο πρώτος είναι η καλύτερη ενσωμάτωση των ενεργειακών συστημάτων στο σύνολο του κτίριου και ο δεύτερος οι επεμβάσεις γίνονται πλέον όχι μόνο σε κλίμακα κτιρίου, αλλά επεκτείνονται σε κλίμακα γειτονιάς, συνοικίας, πόλης.
Όσον αφορά στην πρώτη περίπτωση, η ενσωμάτωση τεχνολογικών συστημάτων που οδηγούν στην εξοικονόμηση ενέργειας στο κτίριο, είναι αποτέλεσμα μιας ολοκληρωμένης σχεδιαστικής διαδικασίας της οποίας το αποτέλεσμα είναι η κατάλληλη κτιριακή μορφή, που αποτελεί συνδυασμό τεχνολογικών, αισθητικών και λειτουργικών επιλογών. Επομένως η τελική κτιριακή μορφή δεν είναι μια a priori μορφή, αλλά προϊόν συνειδητών σχεδιαστικών επιλογών διαφορετικών κλιμάκων που ανταποκρίνονται και καλύπτουν κάθε φορά τις απαιτήσεις του χρήστη. Η επίτευξη τς κατάλληλης κτιριακής μορφής πλέον, αποτελεί συνώνυμο ποιότητας. «Δεν είναι σωστό να τοποθετεί κανείς μια κτιριακή μορφή a priori και σε δεύτερη φάση να ελέγχει εάν είναι εφικτή η πραγματοποίησή της μέσα από καινοτόμες τεχνολογίες. Στην πραγματικότητα η τεχνολογική φάση είναι αυτή κατά την οποία ξεκινά η σχεδιαστική περιπέτεια». 15 Το ευρωπαϊκό πρότυπο ΕΛΟΤ ΕΝ ISO 8402:1996, προσδιορίζει την ποιότητα ως «το σύνολο των ιδιοτήτων και των χαρακτηριστικών μιας οντότητας -ενός προϊόντος ή μίας υπηρεσίας- που της αποδίδουν την ικανότητα να ικανοποιεί εκφρασμένες και συνεπαγόμενες ανάγκες του χρήστη». Η επίγνωση πως η ενεργειακή απόδοση και η εξοικονόμηση φυσικών πόρων με στόχο την επίτευξη των συνθηκών ευεξίας και υγείας του χρήστη, αλλά και την προστασία του περιβάλλοντος, αποτελεί βασική κοινωνική απαίτηση του χωρικού μετασχηματισμού. Η κάλυψη απαιτήσεων-στεγαστικών, τεχνικών και λειτουργικών-αποτελεί βασική προϋπόθεση αρχιτεκτονικής ποιότητας του έργου.
Όσον αφορά στη δεύτερη περίπτωση, το πέρασμα από την κλίμακα σε επίπεδο ηλιακού κτιρίου, σε αυτή μιας ηλιακής συνοικίας, οφείλεται σε μια συλλογική ευαισθητοποίηση σε περιβαλλοντικά θέματα-που παρακίνησε και μια αλυσίδα χρηματοδοτήσεων στο δημόσιο τομέα-αλλά και στη γενικότερη θεώρηση πως «από περιβαλλοντικής άποψης, όσον αφορά στη ρύπανση και στη σπατάλη των πόρων η περίπτωση μιας μονοκατοικίας αποτελεί αντίφαση και είναι επιθυμητό να σκεφτόμαστε μηχανισμούς πύκνωσης του αστικού ιστού» 15. Στα πλαίσια αυτά ξεκίνησε μια σειρά ερευνών που σχετίζονται με τις ροές και την κίνηση των πεζών, τις μέγιστες αποστάσεις που μπορεί να διανύσει κανείς με τα πόδια καθώς και την αξιολόγηση των πιο κατάλληλων μέσων μαζικής μεταφοράς. Αυτές οι έρευνες οδήγησαν σε μια σειρά λύσεων με σκοπό όχι μόνο τη μείωση της κατανάλωσης ενέργειας σε ένα κτίριο, αλλά κυρίως την υπέρβαση των ατομικών συμφερόντων και την απάντηση σε ουσιαστικά κοινοτικά αλλά και περιβαλλοντικά θέματα, με αρχιτεκτονικές, πολεοδομικές και χωροταξικές λύσεις που δεν είναι τυχαίες, αλλά χαρακτηρίζονται από μια ευρύτητα δράσης και ιδεών ξεπερνώντας πειθαρχικά, διαδικαστικά ή νομοθετικά πλαίσια.
Kiessler + Partner, Επιστημονικό Πάρκο στο Gelsenkirchen, Γερμανία, 1989-1995.
Norman Foster and Partners, Herzog + Partner, Richard Rogers Partnership , Solar City, Linz, Αυστρία,1995-2004.
Η βιώσιμη πολιτισμική αλλά και σχεδιαστική εξέλιξη όσον αφορά στην εξοικονόμηση ενέργειας στη Γερμανία και στις Σκανδιναβικές χώρες αποτελεί βασική ανάγκη, ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του '60 και είναι αποδεκτή από τις εκεί κοινότητες, υποστηριζόμενη τόσο από επαγγελματίες ιδιώτες, όσο και από κοινωνικές εκστρατείες ευαισθητοποίησης υποκινούμενες από κρατικούς φορείς. Δυστυχώς όμως δε συμβαίνει το ίδιο στις χώρες της Νότιας Ευρώπης όπως για παράδειγμα στην Ελλάδα.
Η βάση της έλλειψης ενδιαφέροντος και της αδιαφορίας των επιπτώσεων των αρχιτεκτονικών επιλογών στο περιβάλλον όπως και η πεποίθηση πως η ενέργεια (από ορυκτούς πόρους) είναι διαθέσιμη σε απεριόριστο βαθμό, ενώ η καύση δεν έχει καμία επίπτωση στο κλίμα και στην ποιότητα του αέρα, θα πρέπει να αναζητηθεί στην αρχιτεκτονική του εικοστού αιώνα, όπου κάτω από τη σημαία του διεθνούς μοντέρνου κινήματος και της τεχνολογικής εξέλιξης για τον έλεγχο του μικροκλίματος, κατασκευάστηκαν κτίρια εκτός τόπου και κλίματος. Ο ίδιος ο Le Corbusier στο έργο του «Citè de Refuge» το 1929 εισάγει τον όρο «respiration exacte». Στην πραγματικότητα υποστηρίζει πως «κάθε έθνος κατασκευάζει κατοικίες ανάλογα με το κλίμα. Σε αυτούς τους καιρούς της διεθνούς ερμηνείας επιστημονικών τεχνικών προτείνω:ένα μόνο κτίριο για όλα τα έθνη και κλίματα, το κτίριο a respiration exacte» 16. Υποστηρίζει δηλαδή πως όχι μόνο είναι εφικτό αλλά πάνω απ'όλα σωστό, η δημιουργία σφραγγισμένων κτιριακών κελυφών με τυποποιημένες εσωτερικές συνθήκες για κάθε τόπο, ανεξάρτητα από τις εξωτερικές κλιματικές συνθήκες, δημιουργώντας ένα χάσμα μεταξύ αρχιτεκτονικής και τόπου.
«Η αναζήτηση της περιβαλλοντικής ποιότητας αποτελεί προγονική τάση προκειμένου να επιτευχθεί μια αρμονική ισορροπία μεταξύ του ανθρώπου και της φύσης που τον περιβάλλει. Εφαρμόστηκε από ανάγκη για πολλούς αιώνες, ιδιαίτερα στην τοπική και λαϊκή αρχιτεκτονική, ενώ έπεσε σε αχρηστία μετά την βιομηχανική επανάσταση, μια εποχή που ο άνθρωπος πίστεψε στην παντοδυναμία του και απέκτησε πρόσβαση χωρίς μέτρο στους πόρους του πλανήτη17».
Στις αρχές του εικοστού αιώνα οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις του μοντέρνου κινήματος δεν είναι δυνατόν να προβλεφθούν. Παρόλο που τη δεκαετία του '70 η πετρελαϊκή κρίση φέρνει στο προσκήνιο το πρόβλημα της εξάντλησης των πόρων, σε ορισμένες χώρες της Νότιας Ευρώπης τα περιβαλλοντικά ζητήματα είτε αγνοούνται είτε βρίσκονται στο περιθώριο.
«Fast time slow architecture»15 είναι ο όρος που χρησιμοποιεί ο Thomas Herzog για να περιγράψει τη σημερινή κατάσταση, αφού η δραματική μείωση των πόρων του πλανήτη και οι επιπτώσεις της ανθροπογενούς δραστηριότητας που ασκείται στα οικοσυστήματα (αλλά και στον ίδιο τον άνθρωπο) αφήνουν μικρά χρονικά περιθώρια δράσης και ταυτόχρονα ανάγουν τον αρχιτέκτονα σε πρωταγωνιστή των σημερινών δρώμενων και εξελίξεων, ο οποίος βρίσκεται αντιμέτωπος με νέες σχεδιαστικές προσεγγίσεις που απαιτούν περισσότερο χρόνο, σκέψη, ιδέες, υπευθυνότητα και συνέπεια απέναντι στο αρχιτεκτονικό πρόβλημα.
Στην Ελλάδα η συνεχής αύξηση της κατανάλωσης ενέργειας στα κτίρια τα τελευταία χρόνια είναι τόσο ποσοτική όσο και ποιοτική. Τα αίτια είναι η ύπαρξη της μεγάλης πλειοψηφίας των κτιρίων που κατασκευάστηκαν πριν το 1980, τα οποία δεν είναι θερμομονωμένα και επομένως απαιτούν πολύ μεγάλα ποσά ενέργειας για να εξασφαλίσουν τις συνθήκες άνεσης τόσο το καλοκαίρι όσο και το χειμώνα, η κατά κανόνα μέτρια κατάσταση των συστημάτων θέρμανσης που οδηγεί σε μειωμένους βαθμούς απόδοσης, η συνεχής αύξηση τόσο σε αριθμό όσο και σε εγκατεστημένη ισχύ των συστημάτων και συσκευών που καταναλώνουν ηλεκτρική κυρίως ενέργεια, όπως και η ολοένα ισχυρότερη απαίτηση για βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας ιδίως το καλοκαίρι, που σε συνδυασμό με τη μείωση του κόστους των συσκευών, οδήγησε στην εγκατάσταση (δηλαδή ενεργοβόρα τεχνολογικά συστήματα που έχουν διαστρεβλώσει ριζικά τις έννοιες της άνεσης και της ποιότητας ζωής).
Πηγή Eurostat, Απρίλιος 2013.
Ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης της κατανάλωσης ενέργειας στα ελληνικά κτίρια, τη χρονική περίοδο 1985-2005 ήταν 4,5%, μεγαλύτερος από τον αντίστοιχο ρυθμό αύξησης της συνολικής κατανάλωσης ενέργειας (3%) της χώρας. Αντίστοιχα την περίοδο 2000-2007 ο μέσος ρυθμός αύξησης στα κτίρια ήταν 2,8% σε σχέση με 1,8% της συνολικής κατανάλωσης ενέργειας18. Είναι προφανές πως αυτοί οι ρυθμοί αύξησης δε συμβαδίζουν με τους εθνικούς στόχους για τη μείωση της τελικής κατανάλωσης ενέργειας και των εκπομπων ρύπων στα πλαίσια των δεσμεύσεων της συμφωνίας του Κυότο.
Παρά το γεγονός πως η Ελλάδα υπέγραψε το πρωτόκολλο του Κιότο τον Απρίλιο του 1998 και δεσμεύτηκε απέναντι στα κράτη-μέλη, δε συντελείται μια πραγματική συλλογική στροφή στη χώρα, παρά μόνο από μεμονωμένα παραδείγματα μηχανικών ευαισθητοποιημένων σε περιβαλλοντικά θέματα. Γενικά η Ελλάδα χαρακτηρίζεται από απουσία ολοκληρωμένης κα μακρόπνοης προσέγγισης στις πολιτικές διαχείρισης και εξοικονόμησης των φυσικών πόρων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα άσκησης ενεργειακής πολιτικής στην Ελλάδα είναι οι σημαντικές Κοινοτικές Οδηγίες για την εξοικονόμηση ενέργειας και την ενεργειακή αποδοτικότητα που είτε δεν έχουν ακόμη ενσωματωθεί στο εθνικό δίκαιο, είτε παραμένουν ανεφάρμοστες ή εφαρμόστηκαν έπειτα από καθυστέρηση, με αποτέλεσμα την καταδίκη της χώρας απο το ΔΕΚ και πολλές φορές την επιβολή χρηματικού προστίμου. Τα τελευταία κυρίως τέσσερα χρόνια γίνεται μια προσπάθεια δημιουργίας ενός νομοθετικού πλαισίου (υπό τη μορφή Νόμων, ΥΑ -Υπουργικών Αποφάσεων, ΠΔ-Προεδρικών Διαταγμάτων και Ρυθμιστικών Πράξεων) για την εισαγωγή της ενεργειακής αποδοτικότητας και της ορθολογικής χρήσης της ενέργειας στον κτιριακό τομέα στην Ελλάδα, καθώς και στην αύξηση του μεριδίου της ενέργειας από ΑΠΕ. Σε επίπεδο Κοινότητας μεταξύ μιας σειράς μέτρων, έχουν θεσπιστεί τρεις σημαντικές Ευρωπαϊκές Οδηγίες όσον αφορά την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων: η 2002/91, η 2006/32 και η πιο πρόσφατη 2010/3119.
Πηγή Eurostat, Απρίλιος 2013.
Με την Ευρωπαϊκή Οδηγία 2002/91/ΕΚ20 η Ευρώπη κάνει ένα σημαντικό βήμα για την εξοικονόμηση ενέργειας στα κτίρια, αφού ορίζεται το γενικό πλαίσιο για μια μεθοδολογία υπολογισμού της ολοκληρωμένης απόδοσης των κτιρίων, ενώ τα κράτη μέλη της Κοινότητας οφείλουν να εφαρμόζουν ελάχιστες απαιτήσεις ενεργειακής απόδοσης για νέα και υφιστάμενα κτίρια (λαμβάνοντας υπόψη παράγοντες όπως θέρμανση, ζεστό νερό, κλιματισμό, φωτισμό, χαρακτηριστικά κτιριακού κελύφους), να μεριμνούν για την πιστοποίηση της ενεργειακής απόδοσης των κτιρίων και να επιβάλλουν την τακτική επιθεώρηση των λεβητών και των εγκαταστάσεων κλιματισμού. Η ενσωμάτωση όμως του Κανονισμού στο θεσμικό πλαίσιο της Ελλάδας βρισκόταν σε εκκρεμότητα μέχρι το Μάιο του 2008 (ενώ είχε εκπνεύσει η προθεσμία ενσωμάτωσής του, αφού έληγε 4 Ιανουαρίου του 2006) με αποτέλεσμα την καταδίκη της Ελλάδας δύο φορές από το ΔΕΚ (υπόθεση C-342/07, 17.01.2008). Τελικά η θέσπιση του Ν. 3661/200821 «Μέτρα για τη μείωση της ενεργειακής κατανάλωσης των κτιρίων και άλλες διατάξεις» που εναρμονίζει την ελληνική νομοθεσία με την Οδηγία 2002/91/ΕΚ έμεινε ανεφάρμοστος, αφού μετά από έξι μήνες θα έπρεπε να έχει εκδοθεί ο κανονισμός ενεργειακής απόδοσης των κτιρίων ΚΕΝΑΚ. Η δεύτερη καταδίκη της χώρας οδηγεί τον Απρίλιο του 2010 στη θεσμοθέτηση τον ΚΕΝΑΚ, που εγκρίθηκε με την Δ6/Β/οικ.5825/30-03-2010 Κοινή Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής (ΦΕΚ Β΄ 407) 22, εισάγοντας πλέον την «έννοια του ολοκληρωμένου ενεργειακού σχεδιασμού στη μελέτη των κτιρίων, που θα συμβάλλει ιδιαίτερα στη βελτίωση της ενεργειακής τους απόδοσης, στην εξοικονόμηση ενέργειας και στην προστασία του περιβάλλοντος».
Παράλληλα σε εθνικό επίπεδο ο Ν.3851/201023 «Επιτάχυνση της Ανάπτυξης των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και άλλες διατάξεις σε θέματα αρμοδιότητας του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής», συμπληρώνει τον 3661/2008 (και ενσωματώνει την Οδηγία 2009/28/ΕΚ24) με τον προσδιορισμό νέων απαιτήσεων που προβλέπουν τη συμμετοχή της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ΑΠΕ στην ακαθάριστη κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας σε ποσοστό τουλάχιστον 40% και συμμετοχή της ενέργειας που παράγεται από Α.Π.Ε. στην τελική κατανάλωση ενέργειας για θέρμανση και ψύξη σε ποσοστό τουλάχιστον 20%. Πιο συγκεκριμένα για νέα κτίρια που αναγείρονται μετά την 1η Ιανουαρίου 2011είναι υποχρεωτική η κάλυψη του 60% των αναγκών των νέων κτιρίων για ζεστό νερό από θερμικά ηλιακά συστήματα. Παράλληλα ορίζεται πως οι νέες κατασκευές ή οι ανακαινίσεις κτιρίων απαιτούν πλήρη μελέτη ενεργειακής ανάλυσης που περιλαμβάνει την εξοικονόμηση ενέργειας και την ανάλυση κόστους-οφέλους από τη χρήση συστημάτων ΑΠΕ, συμπαραγωγής, τηλεθέρμανσης και αντλιών θερμότητας. Επίσης το αργότερο ως τις 31.12.2019 όλα τα νέα κτίρια θα πρέπει να καλύπτουν το σύνολο της κατανάλωσης πρωτογενούς ενέργειας από ΑΠΕ, ΣΗΘ, τηλεθέρμανση σε κλίμακα περιοχής ή οικοδομικού τετραγώνου και αντλιών θερμότητας, ενώ για τα νέα κτίρια του δημόσιου τομέα η υποχρέωση θα πρέπει να τεθεί σε ισχύ το αργότερο μέχρι τις 31.12.2014.
Η Οδηγία 2006/32/ΕΚ25 «για την ενεργειακή απόδοση κατά την τελική χρήση και τις ενεργειακές υπηρεσίες», θέτει μεταξύ άλλων στα κράτη μέλη και την υποχρέωση να θέσουν στόχο εξοικονόμησης ενέργειας τουλάχιστον 9% για το 2015. Ειδικά στο άρθρο 5 κάνει ειδική μνεία αναφερόμενη στα δημόσια κτίρια στα οποία θα πρέπει να εφαρμόζονται μέτρα βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης με έμφαση σε οικονομικώς αποδοτικά μέτρα τα οποία και θα πρέπει να λαμβάνονται σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο. Σε εθνικό επίπεδο ο Ν.3855/201026 μετά από τέσσερα χρόνια έρχεται να ενσωματωθεί στην ελληνική νομοθεσία.
Στις 18 Μαΐου 2010 εκδίδεται μια αναδιατύπωση της οδηγίας για την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων (2002/91/EΚ) προκειμένου να ενισχυθούν οι απαιτήσεις ενεργειακής απόδοσης, να διευκρινιστούν και να απλουστευθούν ορισμένες διατάξεις του με την Οδηγία 2010/31/ΕΚ27. Η τελευταία ενσωματώθηκε και πάλι με καθυστέρηση στην ελληνική νομοθεσία με το Ν.4122/201328 «Ενεργειακή Απόδοση Κτιρίων - Εναρμόνιση με την Οδηγία 2010/31/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και λοιπές διατάξεις». Τα κύρια σημεία του νόμου είναι η αναφορά σε κτίρια μηδενικής κατανάλωσης ενέργειας και η επίδειξη Πιστοποιητικού Ενεργειακής Απόδοσης (ΠΕΑ). Ειδικότερα από 1.1.2021, όλα τα νέα κτίρια θα πρέπει να είναι κτίρια σχεδόν μηδενικής κατανάλωσης ενέργειας. Για τα νέα κτίρια που στεγάζουν υπηρεσίες του δημόσιου και ευρύτερου δημόσιου τομέα, η υποχρέωση αυτή τίθεται σε ισχύ από 1.1.2019. Σε περιπτώσεις κτιρίων συνολικής ωφέλιμης επιφάνειας άνω των πεντακοσίων μέτρων (500 τ.μ.) τα οποία χρησιμοποιούνται από υπηρεσίες του δημόσιου και ευρύτερου δημόσιου τομέα, η έκδοση ΠΕΑ είναι υποχρεωτική και αναρτάται σε περίοπτη για το κοινό θέση. Για τα υφιστάμενα κτίρια που ανήκουν σε αυτή την κατηγορία η ανάρτηση ΠΕΑ υλοποιείται από την 9η Ιουνίου 2013. Η Οδηγία φυσικά θα έπρεπε να έχει μπει σε εφαρμογή, προκειμένου να δημιουργηθεί μια αναθεωρημένη μορφή του ΚΕΝΑΚ. Κάτι τέτοιο όμως δεν έχει συμβεί, γεγονός που οδήγησε την Ε.Ε. να αποστείλει επιστολή στην Ελλάδα υπενθυμίζοντας το χρέος της, ώστε να επισπεύσει τις διαδικασίες και να γνωρίζει τους κινδύνους αν κάτι τέτοιο δε συμβεί.
Η πιο πρόσφατη Ευρωπαϊκή Οδηγία για την ενεργειακή απόδοση 2012/27/ΕΚ29 θέτει ένα κοινό πλαίσιο για την κατανάλωση της ενέργειας που δε θα πρέπει να υπερβαίνει τους 1.474 εκατομμύρια Ισοδύναμους Τόνους Πετρελαίου πρωτογενούς ενέργειας ή τους 1.078 εκατομμύρια Ισοδύναμους Τόνους Πετρελαίου τελικής ενέργειας. Μεταξύ άλλων ορίζει πως τα κράτη μέλη οφείλουν να καθορίσουν μακροχρόνια στρατηγική και μηχανισμούς για την ανακαίνιση του υπάρχοντος κτιριακού αποθέματος της χώρας, ώστε να επιτευχθεί ο στόχος της εξοικονόμησης κατά 20% μέχρι το 2020. Ειδικότερα το άρθρο 3 απαιτεί την υιοθέτηση νέου ενδεικτικού στόχου για την ενεργειακή αποδοτικότητα από τα Κράτη μέλη, ο υπολογισμός του οποίου θα βασιστεί είτε στην πρωτογενή ή στην τελική κατανάλωση ενέργειας, είτε στην εξοικονόμηση πρωτογενούς ή τελικής ενέργειας, είτε στην ενεργειακή ένταση. Στο άρθρο 4 εισάγεται περαιτέρω ο στόχος της ετήσιας ανακαίνισης του 3% της συνολικής επιφάνειας των κτιρίων της κεντρικής δημόσιας διοίκησης.
Παρά το αυξανόμενο ενδιαφέρον του δημόσιου τομέα, μιας μικρής μερίδας ενεργών πολιτών, μηχανικών και των media για την εξοικονόμηση ενέργειας στα κτίρια, παρατηρούμε την έλλειψη μιας ενιαίας πολιτικής προσέγγισης, ικανής να διαχειριστεί την πολυπλοκότητα των περιβαλλοντικών ζητημάτων. Το νομοθετικό πλαίσιο στη χώρα μας δεν απαντάει σε σημαντικά ερωτήματα όπως «τι τελικά σημαίνει πολύ χαμηλή ποσότητα ενέργειας» ή «ποιο τελικά είναι το ποσοστό συμμετοχής των ΑΠΕ στην κατανάλωση του κτιρίου», δεν υπάρχει σύνδεση ενεργειακών απαιτήσεων με θέματα υγείας και ευεξίας του χρήστη, δεν εμβαθύνει σε θέματα εξοικονόμησης ενέργειας για ψύξη το καλοκαίρι και θέρμανση το χειμώνα, δεν παρέχονται οδηγίες για τις διάφορες φάσεις της κατασκευής, όπως και μια σειρά ακόμη ποιοτικών ελέγχων και τεχνικών θεμάτων. Η εθνική νομοθεσία θα πρέπει αρχικά να καθορίσει τεχνικά ζητήματα, περιλαμβάνοντας αριθμητικούς προσδιορισμούς και δείκτες που να ανταποκρίνονται στις εθνικές, περιφερειακές ή τοπικές συνθήκες, ξεκινώντας για παράδειγμα από το δείκτη χρήσης της πρωτογενούς ενέργειας (KWh/m2/έτος ).
«Τα σχεδιαστικά πειράματα που είχαν σαν κεντρικό άξονα το περιβαλλοντικό ζήτημα δεν μπόρεσαν να στρέψουν την καινοτομία που εμπεριέχεται στις μεθόδους, στις διαδικασίες, στα χρησιμοποιούμενα συστήματα σε ένα χωρικό μετασχηματισμό εξίσου καινοτόμο(...). Πολύ σπάνια είναι τα έργα εκείνα στα οποία η επιμονή στη σχεδιαστική χωρική απεικόνιση και οι περιβαλλοντικές επιλογές γεννιούνται μέσα από μια ολοκληρωμένη προσέγγιση (...). Είμαστε ακόμα πολύ μακριά από μια σχεδιαστική κουλτούρα που μπορεί να εισάγει ολοκληρωτικά στη μορφή και στην αρχιτεκτονική χωρική διάρθρωση την έννοια της περιβαλλοντικής αποδοτικότητας που αποτελεί θεμέλιο λίθο της ποικιλίας των επιλογών που λαμβάνονται στις διάφορες φάσεις του έργου(...)»30.
Ένα κτίριο για να είναι πραγματικά ενεργειακά αποδοτικό, δεν είναι αρκετό να απαντά στις ενεργειακές απαιτήσεις των κανονιστικών και νομοθετικών ρυθμίσεων. Πάνω απ'όλα είναι απαραίτητη μια σχεδιαστική διαδικασία κατά την οποία οι επιλογές στις διάφορες φάσεις και κλίμακες (από την κατανομή των λειτουργιών στο οικόπεδο μέχρι τις κατασκευαστικές λεπτομέρειες, από την επιλογή του κτιριακού κελύφους μέχρι τον ηλεκτρομηχανολογικό εξοπλισμό, από την εσωτερική διαρρύθμιση των χώρων μέχρι και την επιλογή των δομικών υλικών) έχουν πρωταρχικό στόχο την εξασφάλιση συνθηκών άνεσης στο χρήστη, περιορίζοντας στο ελάχιστο τη χρήση συμβατικών πόρων και την παραγωγή CO2.
«Αρχιτεκτονικές αρχές και κατασκευαστικές λύσεις που στοχεύουν στην περιβαλλοντική υπευθυνότητα παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία, αποδεικνύοντας πως ο ποιοτικός σχεδιασμός με οικολογική κατεύθυνση σχετίζεται πολύ περισσότερο με το στοχασμό και την ενσωμάτωση ειδικών συνθηκών και τοπικών αναγκών παρά με προγραμματικούς και θεσμικούς κανόνες που θα μπορούσαν εύκολα να οδηγήσουν στην ομοιομορφία και στην αισθητική υποβάθμιση15 ».
Οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ ανθρώπου και φυσικού περιβάλλοντος οδηγούν στην αναζήτηση σχεδιαστικών λύσεων που λαμβάνουν υπόψη την πολυπλοκότητα της παραπάνω σχέσης, ξεπερνώντας τα όρια που θέτει η αρχιτεκτονική σαν επιστήμη. Επομένως το αρχιτεκτονικό έργο δεν είναι δυνατό να περιοριστεί σε μια συγκεκριμένη επιστημονική περιοχή, αλλά κινείται και εξαπλώνεται σε διάφορα επιστημονικά πεδία και επίπεδα, αναζητώντας την ορθολογική επιλογή, έχοντας πάντα σα τελικό στόχο την επίλυση ενός συστηματικού προβλήματος.
Προκειμένου να απαντήσουμε στα παραπάνω πολύπλοκα ζητήματα, είναι απαραίτητο να υιοθετήσουμε «μια ολοκληρωμένη σχεδιαστική προσέγγιση που στηρίζεται σε ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα δράσης απαραίτητο για την οργάνωση και τον έλεγχο όλων των φάσεων που προκύπτουν μεταξύ ιδεολογικού και εκτελεστικού πλαισίου»31. Τελικά το κτιριακό προϊόν αποτελεί «το αποτέλεσμα μιας σχεδιαστικής διαδικασίας με στόχο τη βελτίωση της περιβαλλοντικής αποδοτικότητας μέσα από συγκεκριμένες σχεδιαστικές λύσεις, όπου η συνθετική και υποβλητική δεξιότητα του μελετητή αποτελεί κατάλληλη και ορθή λειτουργία της σύνδεσης, ερμηνείας και περιγραφικότητας32».
της Χρύσας Βασιλοπούλου
Σημειώσεις-αναφορές
1 Monica Lavagna, "Sostenibilità e risparmio energetico. Soluzioni techiche per involucri eco-efficienti", Libreria Club, Μιλάνο 2005, σελ. 15
2 European Commission, EU Energy in figures, Eurostat Pocketbooks, "Energy, transport and environment indicators, 2012 edition"
http://epp.eurostat.ec.europa.eu/cache/ITY_OFFPUB/KS-DK-12-001/EN/KS-DK-12-001-EN.PDF
3 Thomas Herzog: "Architecture and Technology", Prestel, Hardcover , Μάιος, 2002, σελ.10
4 Hegger Manfred, Fuchs Matthias, Stark Thomas, Zeumer Martin, "Atlante della sostenibilità", Utet scienze techniche, Μιλάνο 2008, σελ. 24
5 ISO 9000 - Quality management
http://www.iso.org/iso/iso_9000
6 P. Angelo Cetica, "L' edilizia di terza generazione. Breviario di poetica per il progetto nella strategia del costruire", Franco Angeli, 1992
7 Η LCA (Life Cycle Assessment) είναι μια τυποποιημένη μέθοδος, η δομή της οποίας περιγράφεται από την ΙSO 14040:2006 και επιτρέπει την ολοκληρωμένη καταγραφή, ποσοτικοποίηση και αξιολόγηση των περιβαλλοντικών βλαβών που συνδέονται με ένα προϊόν, μια διαδικασία ή μια υπηρεσία στο πλαίσιο μιας δεδομένης αναζήτησης, συμβάλλοντας στην κατανόηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων και στην μετέπειτα επίτευξη μιας σειράς βέλτιστων πρακτικών όσο το δυνατό πιο φιλικών στο περιβάλλον. Σε γενικές γραμμές στο πρώτο στάδιο ορίζεται ο αντικειμενικός σκοπός και το πλαίσιο της αποτίμησης, στο δεύτερο γίνεται ανάλυση της απογραφής (καταγραφή ροών υλικού και ενέργειας των σχετικών σταδίων διεργασίας σε σχέση με μια ποσότητα που σχετίζεται με το κέρδος-μονάδα κέρδους), στο τρίτο γίνεται η αποτίμηση των επιπτώσεων (ταυτοποίηση, άθροιση, ποσοτικοποίηση των δυνητικών περιβαλλοντικών συνεπειών των εξεταζόμενων συστημάτων) και τέλος στο τέταρτο στάδιο παρουσιάζονται τα αποτελέσματα των ισοζυγιών μάζας και ενέργειας, ενώ γίνεται αποτίμηση των επιπτώσεων σε σχέση με τον αντικειµενικό στόχο.
8 Fabrizio Tucci, Involucro ben temperato, "Efficienza energetica ed ecologica in architettura attraverso la pelle degli edifici", Alinea Editrice, Φλωρεντία 2006, σελ.12-13
9 Πρόκειται για ένα δυσοίωνο σύγγραμμα και αφορά σε έρευνα της ομάδας Club di Roma του Ινστιτούτου Τεχνολογίας Μασαχουσέτης (ΜΙΤ) για το μέλλον του πλανήτη, όπως αυτό θα διαμορφωθεί από τις επιπτώσεις του υπερπληθυσμού, της εκβιομηχάνισης, της παραγωγής τροφής, της κατανάλωσης φυσικών πόρων και της ρύπανσης. Η ομάδα προσπάθησε να απαντήσει σε ερωτήματα όπως «τι θα συνέβαινε αν ο πληθυσμός και η βιομηχανική δραστηριότητα του πλανήτη εξακολουθούσαν να αναπτύσσονται ταχέως» και αν τελικά «θα μπορούσε η ανάπτυξη να συνεχιστεί επ' άπειρον ή θα φθάναμε σε κάποιο όριο κάποια στιγμή». Οι νεαροί υιοθέτησαν μια σχολαστική προσέγγιση, χρησιμοποιώντας ένα μοντέλο προσομοίωσης στον ηλεκτρονικό υπολογιστή για να διερευνήσουν τα πιθανά σενάρια του μέλλοντος. Το σοκαριστικό ήταν ότι οι προσομοιώσεις που έκαναν όχι μόνο δεν διαπίστωναν ότι η ανάπτυξη θα συνεχιζόταν επ' άπειρον ή έστω ότι θα έμενε σταθερή αλλά επιπλέον έδειχναν ότι κατά πάσα πιθανότητα η ραγδαία άνοδος θα ακολουθούνταν από άτακτη πτώση: μια απότομη μείωση της βιομηχανικής παραγωγής, της παραγωγής τροφίμων και του πληθυσμού. Με άλλα λόγια μια κατάρρευση του παγκόσμιου πολιτισμού.
10 Στοιχεία όπως προκύπτουν από την έκθεση «τα όρια της ανάπτυξης»
11Η έκθεση Brundtland «Το κοινό μας μέλλον» (Our common future), αποτελεί το σημαντικότερο σύγγραμμα της δεκαετίας του '80 για το μέλλον του κόσμου. Πρόκειται για μια έκθεση της Παγκόσμιας Επιτροπής για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη (World Commission on Environment and Development-WCED) με επικεφαλής τον Πρωθυπουργό της Νορβηγίας Brundtland που ξεκίνησε την έρευνα το1983 και την ολοκλήρωσε το 1987. Στόχος της έρευνας είναι η επανεξέταση των προβλημάτων του περιβάλλοντος και της ανάπτυξης του πλανήτη καθώς και η διαμόρφωση πραγματοποιήσιμων προτάσεων για την επίλυσή τους έτσι ώστε η ανθρώπινη πρόοδος να είναι βιώσιμη μέσα από την ανάπτυξη, χωρίς όμως να καταστρέφονται οι φυσικοί πόροι των μελλοντικών γενεών.
12Ο Γερμανός φιλόσοφος Hans Jonas στο βιβλίο του «Η αρχή της υπευθυνότητας» που δημοσιεύεται για πρώτη φορά το 1979 στη Φρανκφούρτη υποστηρίζει την ανάγκη υιοθέτησης μιας «ηθικής για τον τεχνολογικό πολιτισμό» που βασίζεται στην «αρχή της υπευθυνότητας». Ο συγγραφέας διαπιστώνει πως τελικά η μοντέρνα τεχνολογία και η υπόσχεση για καλυτέρευση των συνθηκών διαβίωσης του ανθρώπου τελικά μετατράπηκε σε μια απειλή καταστροφής, ενώ η ιδέα της καθυπόταξης της φύσης από τον άνθρωπο έχει πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις: «η υπόσχεση μετατράπηκε σε απειλή και η προοπτική σωτηρίας σε αποκάλυψη».
13 Massimo Perriccioli, καθηγητής Τεχνολογίας Αρχιτεκτονικής στο Università degli Studi di Camerino
14 Το European Charter for Solar Energy in Architecture and Urban Planning συντάσσεται το 1996 στο Βερολίνο, από τον Thomas Herzog στα πλαίσια του προγράμματος READ (Renewable Energies in Architecture and Design) την Ευρωπαικής Κοινότητας και υπογράφεται από γνωστούς αρχιτέκτονες μεταξύ των οποίων οι Renzo Piano, Josè M. de Prada Poole, Richard Rogers,Francesca Sartogo, Hermann Schröder, Roland Schweitzer, Peter C. von Seidlein, Thomas Sieverts, Otto Steidle, Αλέξανδρος Τομπάζης.
http://www.eurosolar.de/en/images/stories/pdf/Herzog_European_Charter_Architecture_mar96.pdf
15 Fabrizio Tuzzi, "Fast time, slow time" συζήτηση με τον Thomas Herzog
http://costruire.laterizio.it/costruire/_pdf/n125/125_36_39.pdf
16 Brian Brace Taylor, "Le Corbusier The City of Refuge" 1929/33, N.Yόρκη 1987
17 Dominique Gauzin-Muller , "Sustainable Living: 25 International Examples", Birkhäuser Verlag Ag, Ιούνιος 2006
18 Tabula Hellenic Project Team, "Typology Approach for Building Stock Energy Assessment, Hellenic Typology Brochure", Mάιος 2011
19Εκτός από την ενσωμάτωση των Ευρωπαϊκών Οδηγιών στην εθνική νομοθεσία, το γενικότερο νομοθετικό πλαίσιο μέχρι το 2011 όσον αφορά στην ενεργειακή απόδοση στα κτίρια διαμορφώνεται ως εξής:
- Οι ΥΑ 16094/08-04-2008 (ΦΕΚ Β 917) και 16095/08-04-2008 (ΦΕΚ Β 925) του Υφυπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και ∆ηµοσίων Έργων που ενσωµατώνουν τα φωτοβολταϊκά συστήµατα στις διατάξεις που ήδη ισχύουν για τους ηλιακούς συλλέκτες
- Η ΥΑ Α6/Β/14826/2008 - ΦΕΚ 1122/Β'/17.6.2008, «Μέτρα για τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης και της εξοικονόμησης ενέργειας στο δημόσιο και ευρύτερο τομέα», όπου γίνεται υποχρεωτική η σύνδεση με το δίκτυο φυσικού αερίου
-Η ΥΑ ∆9Β,∆/Φ166/οικ.13068/11.06.2009 (ΦΕΚ 1249/B/2009) που καθορίζει, απλοποιεί και διευκολύνει τη διαδικασία αδειοδότησης και το πλαίσιο για την αξιοποίηση των γεωθερµικών πόρων για ίδια χρήση µέσω ενεργειακών συστηµάτων (γεωθερµικών αντλιών θερµότητας) για τη θέρµανση και ψύξη των χώρων ενός κτιρίου. -Οι ΥΑ ΥΠΑΝ/∆5-ΗΛ/Γ/Φ1/οικ.15606 & 15641/15.7.2009, «Καθορισµός εναρµονισµένων τιµών αναφοράς των βαθµών απόδοσης για τη χωριστή παραγωγή ηλεκτρικής και θερµικής Ενέργειας» και «Καθορισµός λεπτοµερειών της µεθόδου υπολογισµού της ηλεκτρικής ενέργειας από συµπαραγωγή και της αποδοτικότητας συµπαραγωγής»
-Π.∆. 100 / 2010 - ΦΕΚ A 177 / 06.10.2010 «Ενεργειακοί Επιθεωρητές κτιρίων, λεβήτων και εγκαταστάσεων θέρµανσης και
εγκαταστάσεων κλιµατισµού» όπου ορίζονται τα προσόντα των ενεργειακών επιθεωρητών και οι διαδικασίες εγγραφής στο σχετικό μητρώο
-Ν.3889/2010 «Χρηματοδότηση Περιβαλλοντικών Παρεμβάσεων, Πράσινο Ταμείο, Κύρωση Δασικών Χαρτών και άλλες διατάξεις»
-Π.Δ. 7/11.2.2011 «Καθορισμός απαιτήσεων οικολογικού σχεδιασμού, όσον αφορά τα συνδεόμενα με ενέργεια προϊόντα και συμμόρφωση προς την οδηγία 2009/124/ΕΚ και τροποποίηση του Π.Δ.32/2010 (ΦΕΚ Α 70) »
-Κ.Υ.Α. Φ.Β1/Ε2.1/244/6.5.1.2011 Προκήρυξη του προγράμματος Εξοικονόμηση κατ'οίκον που παρέχει κίνητρα στους πολίτες προκειμένου να βελτιώσουν την ενεργειακή απόδοση του σπιτιού τους, εξοικονομώντας χρήματα και ενέργεια και αυξάνοντας την αξία του
-ΥΑ ∆6/13280/7.6.2011 «Επιχειρήσεις Ενεργειακών Υπηρεσιών. Λειτουργία, Μητρώο, Κώδικας ∆εοντολογίας και συναφείς διατάξεις» επιχειρώντας να αποσαφηνιστούν ζητήματα του Ν.3855/2010 που σχετίζονται με τον τρόπο και τις προϋποθέσεις λειτουργίας των εταιρειών παροχής ενεργειακών υπηρεσιών
-ΥΑ ∆6/7094/23.6.2011 «Πλαίσιο µεθοδολογίας µέτρησης και επαλήθευσης της εξοικονοµούµενης ενέργειας για την επίτευξη του ενδεικτικού εθνικού στόχου εξοικονόµησης ενέργειας στην τελική χρήση - Κατάλογος ενδεικτικών επιλέξιµων µέτρων βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης-Ενεργειακό περιεχόµενο καυσίµων για τελική χρήση»
-Υπουργική Απόφαση Δ6/29826/29.12.2011«Υποχρεώσεις διανομέων ενέργειας., διαχειριστών δικτύων διανομής και επιχειρήσεων λιανικής πώλησης ενέργειας για την παροχή στοιχείων τελικής ενεργειακής χρήσης»
Παράλληλα το Νοέμβριο του 2010 ανακοινώθηκε μια πρωτοβουλία με έντονο ενδιαφέρον το «Χτίζοντας το μέλλον». Πρόκειται για ένα εθνικό Πρόγραμμα του ΥΠΕΚΑ, στο πλαίσιο του Εθνικού Στρατηγικού Πλαισίου Αναφοράς (ΕΣΠΑ) «2007-2013» του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Περιβάλλον και Αειφόρος Ανάπτυξη» που συγχρηματοδοτείται από το Ταμείο Συνοχής της Ευρωπαϊκής Ένωσης (http://www.ktizontastomellon.gr), μέσω του οποίου μπορεί κάποιος να βελτιώσει ενεργειακά το σπίτι ή τον επαγγελματικό του χώρο με προνομιακούς όρους. Η διαχείριση του Προγράμματος γίνεται από το ΚΑΠΕ, σε συνεργασία με τις αντίστοιχες επαγγελματικές ενώσεις.
20 Ευρωπαϊκή Οδηγία 2002/91/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβίου 2002 για την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων
http://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/PDF/?uri=CELEX:32002L0091&from=EL
21Ν. 3661/2008 «Μέτρα για τη μείωση της ενεργειακής κατανάλωσης των κτιρίων και άλλες διατάξεις»
http://www.ypeka.gr/LinkClick.aspx?fileticket=yJy1TVyRqoo%3D
22΄Ε γκριση Κανονισμού Ενεργειακής Απόδοσης Κτιρίων (ΦΕΚ Β΄ 407)
http://www.ypeka.gr/LinkClick.aspx?fileticket=aiS4GyKxx04%3d&tabid=525&language=el-GR
23Ν.3851/2010 «Επιτάχυνση της Ανάπτυξης των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και άλλες διατάξεις σε θέματα αρμοδιότητας του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής»,
http://www.ypeka.gr/LinkClick.aspx?fileticket=pnhppGnURds%3D
24 Ευρωπαϊκή Οδηγία 2009/28/ΕΚ «σχετικά με την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και την τροποποίηση και τη συνακόλουθη κατάργηση των οδηγιών 2001/77/ΕΚ και 2003/30/ΕΚ» http://www.ypeka.gr/LinkClick.aspx?fileticket=flZekDiD%2Brg%3D&tabid=446&language=el-GR
25 Ευρωπαϊκή Οδηγία 2006/32/ΕΚ23 «για την ενεργειακή απόδοση κατά την τελική χρήση και τις ενεργειακές υπηρεσίες»
http://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/HTML/?uri=CELEX:32006L0032&from=EL
26 Ν.3855/2010 «Μέτρα για τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης κατά την τελική χρήση, ενεργειακές υπηρεσίες και άλλες διατάξεις»
http://www.ypeka.gr/LinkClick.aspx?fileticket=AxgQsUVAUjA%3D&...
27 Ευρωπαϊκή Οδηγία 2010/31/ΕΚ «για την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων»
http://eur-lex.europa.eu/LexUriServ/LexUriServ.do?uri=OJ:L:2010:153:0013:0035:EL:PDF
28 Ν.4122/201328 «Ενεργειακή Απόδοση Κτιρίων - Εναρμόνιση με την Οδηγία 2010/31/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και λοιπές διατάξεις»
https://nomoi.info/%CE%A6%CE%95%CE%9A-%CE%91-42-2013-%CF%83%CE%B5%CE%BB-1.html
29 Ευρωπαϊκή Οδηγία 2012/27/ΕΚ «για την ενεργειακή απόδοση, την τροποποίηση των οδηγιών 2009/125/ΕΚ και 2010/30/ΕΕ και την κατάργηση των οδηγιών 2004/8/ΕΚ και 2006/32/ΕΚ»
http://eur-lex.europa.eu/LexUriServ/LexUriServ.do?uri=OJ:L:2012:315:0001:0056:EL:PDF
30 Monica Lavagna, "Sostenibilità e risparmio energetico. Soluzioni techiche per involucri eco-efficienti", Libreria Club, Μιλάνο 2005, σελ. 13
31 Mario Losasso,"Progetto e innovazione. Nuovi scenari per la costruzione e la sostenibilità del progetto architettonico", Clean Edizioni, Νάπολι, 2005, σελ. 97
32 Adriano Paolella, "Abitare i luoghi. Insediamenti, tecnologia, paesaggio",BFS edizioni, 2004, Πίζα, σελ. 75.
Σχετικές Δημοσιεύσεις:
- Cool roofs ( 20 Φεβρουάριος, 2014 )
- Green_able : Η πρόκληση της βιώσιμης μεταμόρφωσης ( 20 Φεβρουάριος, 2014 )
- Smart City (Μέρος Α) ( 15 Ιούνιος, 2014 )
- Solar Ivy, ο νέος φωτοβολταϊκός κισσός ( 22 Μάρτιος, 2014 )
- Smart City (Μέρος Β') ( 20 Ιούλιος, 2014 )
- Rain gardens ( 16 Μάιος, 2014 )
- Smart cities (Μέρος Γ') ( 14 Σεπτέμβριος, 2014 )
- Ο κίνδυνος του «greenwashing» ( 27 Οκτώβριος, 2014 )
- Σχεδιάζοντας με το νερό ( 16 Μάρτιος, 2015 )
- Σχεδιάζοντας με το νερό ( 30 Απρίλιος, 2015 )
- Ηλιακοί ποδηλατόδρομοι για ένα βιώσιμο μέλλον ενεργειακά ουδέτερης κινητικότητας και καθαρής ενέργειας ( 28 Μάιος, 2015 )
- Καινοτόμες τεχνολογίες αξιοποίησης της αιολικής ενέργειας ( 02 Αύγουστος, 2015 )