ΜΟΝΙΜΕΣ ΣΤΗΛΕΣ
GREEN ABLE
27 Ιανουάριος, 2016
Ο ρόλος των πόλεων για την πολιτική συνοχής
Οι διαστάσεις της βιώσιμης ανάπτυξης σε συνθήκες κρίσης.
Η παγκόσμια οικονομική ύφεση του 2008 κατέστησε τις πόλεις ως ένα τοπίο της κρίσης, στο οποίο διαδραματίζονται γεγονότα οικονομικά, κοινωνικά, πολιτιστικά και πολιτικά. Η οικονομική κρίση έχει ως χωρική αναφορά κυρίως τις αστικές περιοχές (τα αστικά κέντρα των πόλεων) και επιδρά στα άτομα που δραστηριοποιούνται σε αυτές. Το γεγονός αυτό συμβαίνει διότι το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού κατοικεί σε πόλεις, με αποτέλεσμα το μέγεθος της επίδρασης της κρίσης να είναι βαρυσήμαντο. Επομένως, η κρίση μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένα αστικό φαινόμενο που επηρεάζει την δομή, τις ροές και την λειτουργία των σύγχρονων πόλεων. Σήμερα, η πολιτική συνοχής της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις πόλεις βασίζεται στη βιώσιμη αστική ανάπτυξη επιδιώκοντας την εξισορρόπηση μεταξύ των πυλώνων της οικονομίας, της κοινωνίας και του περιβάλλοντος.
Η σχέση ανάμεσα στην οικονομική ανάπτυξη των πόλεων και την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος αποτελεί αντικείμενο συζήτησης από τις αρχές τις δεκαετίας του 1970. Αρχικά, επικρατούσε η δυσπιστία σε οποιαδήποτε μορφή συνεργασίας για το περιβάλλον, που απειλούσε να υπονομεύσει τις όποιες δυνατότητες για ανάπτυξη, στο όνομα της πλανητικής ισορροπίας. Με την πάροδο του χρόνου, όμως, έγινε κατανοητό ότι η περιβαλλοντική προστασία όχι μόνο δεν είναι εμπόδιο στην ανάπτυξη, αλλά αντιθέτως μπορεί να αποτελέσει εφαλτήριο. Η ανθεκτικότητα των πόλεων συνδέεται άμεσα με την ανταγωνιστικότητα, καθώς μια ανθεκτική πόλη προετοιμασμένη για την οποιαδήποτε αλλαγή προσφέρει σταθερό περιβάλλον για επενδύσεις. Η ανθεκτική πόλη, μια πόλη προετοιμασμένη για την επικείμενη αλλαγή, είναι μια ανταγωνιστική πόλη.
Στην πλειοψηφία τα προβλήματα των ευρωπαϊκών πόλεων επικεντρώνονται στην αγορά εργασίας, στις επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα και στις δημόσιες δαπάνες. Αυτά έχουν άμεσες συνέπειες στον κοινωνικό τομέα και στην ραγδαία αύξηση της ανεργίας (κυρίως στους νέους) και των κοινωνικών ανισοτήτων. Επομένως, η βελτίωση των τεχνικών και κοινωνικών υποδομών, η αναβάθμιση του περιβάλλοντος και η δημιουργία δικτύων κοινωνικού εξοπλισμού ώστε να προσελκύονται οικονομικές δραστηριότητες που αλλάζουν την εικόνα των αστικών περιοχών, μπορούν να καλύψουν ένα σημαντικό μέρος της ανεργίας και να θέσουν τις βάσεις της ανάπτυξης για την ευρύτερη περιοχή. Πολλές πόλεις αξιοποιούν ευρωπαϊκά προγράμματα χρηματοδότησης, εθνικά σχέδια ανάκαμψης αλλά και ιδίους πόρους, προκειμένου να υλοποιήσουν τους παραπάνω στόχους. Ακόμα, αρκετοί δήμοι και από την Ελλάδα δεσμεύονται στην κατεύθυνση αυτή μέσω της συμμετοχής τους σε σύμφωνα πόλεων, όπως για παράδειγμα αυτό του AALBORG.
Εν κατακλείδι, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι το ορθότερο είναι η έννοια της βιώσιμης πόλης να ενσωματώνει τους στόχους της περιβαλλοντικής προστασίας, της κοινωνικής ισότητας και της οικονομικής ανάπτυξης σε συνθήκες συμμετρίας. Αντιθέτως, όμως, εμφανίζονται ορισμένες περιπτώσεις πόλεων, οι οποίες στο βωμό της βιωσιμότητας αντιμετωπίζουν τον αστικό χώρο ως ανεξάντλητο πεδίο παραγωγής εισοδήματος, ακυρώνοντας επί τη ουσίας οποιαδήποτε προηγούμενη θεσμική προσπάθεια περιορισμού της αστικής διάχυσης και προστασίας του τοπίου. Παρόλο που το σχέδιο της αστικής βιωσιμότητας συγκροτείται σε οικουμενική βάση, τα συστατικά της βιώσιμης πόλης πρέπει να αναζητηθούν για την κάθε πόλη ξεχωριστά. Οι πόλεις διαφέρουν μεταξύ τους δραματικά, σε μέγεθος, μορφή, γεωγραφικά, αναπτυξιακά, πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Ο στόχος της αστικής βιωσιμότητας απαιτεί την κατανόηση των κοινωνικών, οικονομικών, περιβαλλοντικών διαδικασιών που παράγουν και αναπαράγουν την πόλη και τη φύση και την αναζήτηση νέων διαλεκτικών σχέσεων μεταξύ τους.
του Ηλία Ι. Παπασταυρινίδη
Διπλ. Αρχιτέκτων Μηχανικός (Δ.Π.Θ.)