ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΜΑΤΙΕΣ

 

ΤΟ ΔΙΠΟΛΟ ΔΗΜΟΣΙΟ – ΙΔΙΩΤΙΚΟ: ΟΙ ΚΛΑΣΣΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ

20 Ιούνιος, 2006

ΤΟ ΔΙΠΟΛΟ ΔΗΜΟΣΙΟ – ΙΔΙΩΤΙΚΟ: ΟΙ ΚΛΑΣΣΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ

Οι διάφοροι τύποι χωρικών σχέσεων, συνεπάγονται τη δημιουργία περιοχών, με διακριτές διεκδικήσεις - ιδιωτικές ή δημόσιες - με τη συνακόλουθη αίσθηση προσπελασιμότητας. (Αχιλλέας Ψυλλίδης)

01. ΕΙΣΑΓΩΓΗ – ΓΕΝΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ
02. ΔΙΑΚΡΙΤΕΣ ΔΙΑΒΑΘΜΙΣΕΙΣ ΠΡΟΣΠΕΛΑΣΙΜΟΤΗΤΑΣ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ– ΓΕΝΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ

Ο κτισμένος χώρος αποτελεί ένα σύστημα οργάνωσης επιμέρους στοιχείων, όπως είναι η μορφή, η δομή και η λειτουργία και γίνεται αντιληπτός με την ανάγνωση των σχέσεων ανάμεσα στο κενό και το πλήρες, το περίκλειστο και το ελεύθερο, το εσωτερικό και το εξωτερικό, το δημόσιο και το ιδιωτικό.

Η ιστορία των όρων «δημόσιο» και «ιδιωτικό», που ορίζουν ένα από τα πιο κρίσιμα δίπολα σχέσεων στην αρχιτεκτονική, έχει αναδείξει την πολλαπλότητα των σημασιών τους και αποτελεί κλειδί για την κατανόηση του σύγχρονου εννοιακού τους περιεχομένου και του τρόπου με τον οποίο το περιεχόμενο αυτό διαφέρει θεμελιακά από την παλαιότερη σημασία των όρων (πρβλ. αναλυτικότερα για τη σύγχρονη σημασία των όρων «δημόσιο – ιδιωτικό» στο άρθρο «Ψηφιακή Τεχνολογία: Επαναπροσδιορισμός των Ορίων & του Διπόλου Δημόσιο – Ιδιωτικό» στην παρούσα στήλη).

Η Hannah Arendt στο βιβλίο της «Η Ανθρώπινη Κατάσταση», μελετά το συγκεκριμένο δίπολο από μια πολιτική και φιλοσοφική σκοπιά. Σύμφωνα με την ίδια, στην Αρχαία Ελλάδα ως «δημόσιο» οριζόταν αυτό που διέθετε την ευρύτερη δυνατή δημοσιότητα, το οποίο επομένως, μπορούσε να το δει και να το ακούσει ο καθένας, και το οποίο διέθετε λόγω αυτού ακριβώς του επικοινωνιακού του εύρους, έντονη πολιτική χροιά. Αντίστοιχα, το «ιδιωτικό» στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, σήμαινε τη στέρηση των αντικειμενικών δεσμών με την κοινωνία, άρα τη στέρηση των ουσιωδών σχέσεων για την ανάπτυξη της ανθρώπινης ζωής. Το «ιδιωτικό» επομένως χαρακτηριζόταν από μια έντονα αρνητική έννοια.

Εν αντιθέσει με την επικοινωνιακή ποιότητα που κατείχαν οι όροι στην αρχαιοελληνική καθημερινότητα, στους Ρωμαϊκούς χρόνους η ποιότητα αυτή περιορίστηκε στη σχέση με το δημόσιο νομικό πλαίσιο. Κατά συνέπεια, ο όρος «δημόσιο» χαρακτήριζε οτιδήποτε συνδεόταν με την υποχρεωτική τήρηση των νόμων, ενώ το «ιδιωτικό» επέτρεπε τη διαφυγή από αυτούς.

Η ίδια παρατηρεί εύστοχα ότι οι άνθρωποι εισέρχονταν στο δημόσιο χώρο γιατί επιθυμούσαν κάτι που ήταν δικό τους ή κάτι που είχαν από κοινού με άλλους να διαρκέσει περισσότερο από την πεπερασμένη ύπαρξή τους πάνω στη γη. Άλλωστε, κανένας τέτοιος χώρος «…δεν μπορεί να οικοδομείται μόνο για μια γενιά και να σχεδιάζεται μόνο για τους ζώντες… Χωρίς αυτήν την υπέρβαση σε μια δυνάμει επίγεια αθανασία…κανένας δημόσιος χώρος δεν είναι δυνατός».

Ο Richard Sennett, από την άλλη, στο βιβλίο του «Η Τυραννία της Οικειότητας», υποστηρίζει ότι οι πρώτες καταγραμμένες χρήσεις της λέξης «δημόσιο» στην αγγλική γλώσσα, ταύτιζαν, τον 17ο αιώνα, το «δημόσιο» με το κοινό συμφέρον της κοινωνίας. Ο όρος «ιδιωτικό» αντίθετα περιέγραφε τον προνομιούχο τρόπο ζωής κοινωνικών ομάδων που αντιστοιχούσαν στις υψηλότερες κοινωνικά τάξεις ή στο ανώτατο κυβερνητικό επίπεδο. Επομένως, το «δημόσιο» κατέληξε να σημαίνει όλα εκείνα που παρέμειναν προσιτά στην εξονυχιστική εξέταση του καθενός, ενώ το «ιδιωτικό» σήμαινε τελικά την προστατευμένη περιοχή της ζωής που προοριζόταν για την οικογενειακή ζωή και τις φιλικές συναναστροφές. Στην καλύτερη περίπτωση, το «δημόσιο» συνδεόταν με την κοινωνική ανθρώπινη δημιουργία, ενώ το «ιδιωτικό» περιέγραφε την πιο οικεία ανθρώπινη κατάσταση.

Στις σύγχρονες περιγραφές των λεξικών ως «δημόσιο» ορίζεται οτιδήποτε σχετίζεται με το «κοινό, με το λαό, το κράτος ως νομικό πρόσωπο, οι κρατικές υπηρεσίες» κλπ. Αντίστοιχα ως «ιδιωτικό» ορίζεται αυτό που σχετίζεται με «ιδιώτες, που δεν ανήκει στο κράτος» ή ειδικότερα «αυτό που αποτελεί αυστηρά προσωπική υπόθεση και δεν αφορά σε τρίτους». Το «ιδιωτικό» επομένως, αφορά άμεσα την προσωπική ζωή κάποιου και δεν σχετίζεται με την επίσημη κοινωνική ιδιότητά του ή την εργασία (όπως συνέβαινε σε άλλες χρονικές περιόδους).

Ανάμεσα στις σύγχρονες καταγραφές και διερευνήσεις του διπόλου «δημόσιο – ιδιωτικό», συγκαταλέγεται και αυτή του Herman Hertzberger, με ιδιαίτερο, μάλιστα, αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον, μιας που εστιάζει στην χωρική απόδοση των όρων. Ο ίδιος ορίζει το «δημόσιο» ως την «…περιοχή που είναι προσπελάσιμη από όλους ανά πάσα στιγμή και η ευθύνη για τη συντήρησή της είναι συλλογική».

Αντίστοιχα το «ιδιωτικό» αφορά στην «…περιοχή της οποίας η προσπέλαση είναι δυνατή από μια μικρή ομάδα ή ένα άτομο, που έχει και την ευθύνη της συντήρησής της».

Από τα παραπάνω, γίνεται αντιληπτό ότι η πολλαπλότητα των σημασιών που χαρακτηρίζουν τις έννοιες του «δημόσιου» και του «ιδιωτικού», μπορούν να γίνουν κατανοητές ως μια σειρά χωρικών ποιοτήτων και σχέσεων, οι οποίες καθώς διαφοροποιούνται σταδιακά, αναφέρονται στην προσπελασιμότητα, την ευθύνη και τη σχέση με την ιδιοκτησία καθώς και με την εποπτεία συγκεκριμένων χωρικών ενοτήτων.

Είναι όμως γεγονός ότι η ακραία αντίθεση μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού, είναι ιδιαίτερα γενική και παράγει ένα κλισέ. Οι λεπτότατες διαβαθμίσεις (για τις οποίες θα γίνει ιδιαίτερη μνεία παρακάτω) που διέπουν το χαρακτήρα ορισμένων περιοχών – είτε εσωτερικών, είτε εξωτερικών – και οι διάφορες επονομαζόμενες «ενδιάμεσες» ή «μεταβατικές ζώνες», απαιτούν έναν αρκετά μεγαλύτερο αριθμό όρων για να χαρακτηριστούν με όσο το δυνατόν περισσότερη πληρότητα.

 

Η ανάγκη αυτή οδήγησε στη διατύπωση των όρων «ημι-δημόσιο» και «ημι-ιδιωτικό» αντίστοιχα, οι οποίοι αναφέρονται, ακριβώς, σε μια ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ των δύο άκρων του διπόλου , χωρίς όμως να είναι και ιδιαίτερα ικανοί για να χαρακτηρίσουν τις ποικίλες περιπτώσεις που πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψη στο σχεδιασμό του εκάστοτε χώρου.

ΔΙΑΚΡΙΤΕΣ ΔΙΑΒΑΘΜΙΣΕΙΣ ΠΡΟΣΠΕΛΑΣΙΜΟΤΗΤΑΣ

Οι διάφοροι τύποι χωρικών σχέσεων, συνεπάγονται τη δημιουργία περιοχών, με διακριτές διεκδικήσεις – ιδιωτικές ή δημόσιες – με τη συνακόλουθη αίσθηση προσπελασιμότητας.

 

Οι διεκδικήσεις αυτές είναι στενά συνδεδεμένες με τους χρήστες των κτιρίων ή κάθε χώρου ξεχωριστά. Για να ανταποκριθεί επομένως, η συνθετική διαδικασία στην πολλαπλότητα των ανθρώπινων βιωμάτων, και στις διακριτές διεκδικήσεις που μπορούν αυτά να οδηγήσουν στο χώρο, δεν μπορεί να στηρίζεται σε ένα δίπολο που παίρνει μόνο δύο ακραίες τιμές (δημόσιο, ιδιωτικό), για να αποδώσει τον χαρακτήρα των ποικίλων περιοχών. Ίσως, λοιπόν, αυτές οι διακριτές διεκδικήσεις να χαρακτηρίζονται καλύτερα από ένα βαθμό ιδιωτικότητας ή δημοσιότητας αντίστοιχα, ο οποίος θα είναι πλήρως συνυφασμένος με την αίσθηση προσπελασιμότητας της εκάστοτε περιοχής . Θα γίνεται δηλαδή λόγος για διακριτές δια-βαθμίσεις προσπελασιμότητας.

Η παραδοχή αυτή ισχύει τόσο για τις εξωτερικές όσο και για τις εσωτερικές περιοχές. Έτσι, ένας χώρος μπορεί να χαρακτηρίζεται από λιγότερη ή περισσότερη ιδιωτικότητα/δημοσιότητα, ανάλογα με το βαθμό προσπελασιμότητάς του, τη μορφή εποπτείας, το ποιος τον χρησιμοποιεί, ποιος τον φροντίζει και με τι ευθύνη. Όλα αυτά, βέβαια, εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τους γειτονικούς χώρους, ορίζοντας έτσι ένα ευρύτερο σύνολο στο οποίο αναπτύσσονται χωρικές σχέσεις, καθορίζοντας το χαρακτήρα της εκάστοτε περιοχής. Με βάση αυτό το σκεπτικό, σε μια κατοικία, το υπνοδωμάτιο είναι – περισσότερο – ιδιωτικός χώρος σε σχέση με το καθιστικό, ενώ το καθιστικό είναι ιδιωτικός χώρος σε σχέση με την εξωτερική αυλή κ.ο.κ. Σε έναν ξενώνα, το κάθε δωμάτιο διαμονής αποτελεί ιδιωτικό χώρο εν συγκρίσει με τον διάδρομο ή τον χώρο υποδοχής, ο οποίος με τη σειρά του – όπως και ο ξενώνας στο σύνολό του – είναι ιδιωτικός χώρος σε σχέση με τον εξωτερικό δρόμο.

Οι διακριτές αυτές διαβαθμίσεις ήταν γνωστές από την αρχαιότητα, και σε πολλές περιπτώσεις χρησιμοποιήθηκαν με αρκετά εύστροφο τρόπο για να καθορίσουν το βαθμό προσπελασιμότητας κάθε χώρου. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των αρχαίων αιγυπτιακών ναών, όπου η διάρθρωση των εσωτερικών χώρων ακολουθούσε τον τύπο της παράθεσης (εν σειρά συστοιχία αυτόνομων χώρων).

Τα οριακά όρια του ναού ήταν ιδιαίτερα σαφή, προσδίδοντας στο κτίριο συνολικά μια εξαιρετική εσωστρέφεια, εν αντιθέσει με τον τυπικά «δημόσιο» χαρακτήρα του. Παρ’ όλη όμως την αλλεπάλληλη παράθεση πανομοιότυπων σχεδόν χώρων, επιτυγχάνεται μια εξαιρετική διαβάθμιση της προσπελασιμότητας από την εξωτερική αυλή (που ήταν προσπελάσιμη από τον λαό), έως το άδυτο, το οποίο ήταν και το ιερότερο σημείο του ναού (όπου μπορούσαν να εισέλθουν μόνο ελάχιστοι μυημένοι). Τούτο, επιτυγχανόταν μέσω εύστροφου χειρισμού των ορίων, και συγκεκριμένα με διαδοχική ανύψωση του δαπέδου και ταπείνωση της οροφής από τον ένα χώρο στον άλλο και όσο προχωρούσε προς το άδυτο.

Αλλά και στην παραδοσιακή αρχιτεκτονική συναντώνται πολλές περιπτώσεις ιδιωτικών διεκδικήσεων στο δημόσιο χώρο, οι οποίες αναγνωρίζονται ως πράξεις οικειοποίησής του από μία ομάδα ατόμων. Αυτό, βέβαια, έχει άμεσο αντίκτυπο στην αίσθηση προσπελασιμότητας που έχει κάποιος καθώς διέρχεται από τέτοιου είδους περιοχές.

Ο H. Hertzberger αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «η χρήση του δημόσιου χώρου από τους κατοίκους σαν να ήταν «ιδιωτικός» ενισχύει στα μάτια των άλλων τη διεκδίκηση της περιοχής από το χρήστη…»

Οι μικρές στοές, οι εξωτερικές σκάλες, τα περάσματα πάνω από το δρόμο, οι ανοικτοί προθάλαμοι και πολλές άλλες παρόμοιες περιπτώσεις που συναντώνται πολύ συχνά στην Κυκλαδική αρχιτεκτονική , αποτελούν σαφή παραδείγματα επέκτασης της σφαίρας επιρροής των κατοίκων στον κοινόχρηστο χώρο, περιπλέκοντας τα όρια επαφής μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού. Τέτοιου είδους χώροι, ωθούν το διερχόμενο άτομο να αναπτύξει μια ιδιαίτερη διαλεκτική με την ιδιωτική ζωή των κατοίκων, ενώ παράλληλα βοηθούν, προκαλούν ή τουλάχιστον δεν εμποδίζουν την ανάπτυξη επικοινωνίας.

 

 

Κλειδί στη μετάβαση και σύνδεση μεταξύ περιοχών με διακριτές διαβαθμίσεις προσπελασιμότητας, αλλά και στην εξάλειψη της απότομης διαίρεσης μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού, αποτελεί η έννοια του «ενδιάμεσου». Τέτοιου είδους «μεταβατικοί» χώροι, επίσης επονομαζόμενοι και ως «κατώφλια», είναι προσπελάσιμοι τόσο από την ιδιωτική όσο και από την δημόσια σφαίρα.

Αυτοί στην ουσία αναδεικνύουν τη φύση του ορίου. Τα ανοίγματα – πόρτες, παράθυρα – αποκαλύπτουν τον τοίχο που τα φέρει, την παρουσία του και το πάχος του, ενώ οι μεταβατικοί χώροι, είναι περαιτέρω ενδείξεις που προκηρύσσουν τη φύση των περιοχών στις οποίες παρέχουν πρόσβαση ή τις οποίες εκπροσωπούν.

Αυτές οι περιπτώσεις χωρικών σχέσεων, όπως αναλύθηκαν παραπάνω, ενισχύουν την αντίληψη των ορίων, όχι ως φραγμάτων, αλλά ως στοιχείων από όπου κάτι «αρχίζει να υπάρχει». Οι σχέσεις αυτές, οδηγούν στη δημιουργία χώρων επικοινωνίας οι οποίοι θα πρέπει να θεωρούνται ως κοινωνικός εξοπλισμός και όχι ως κάτι που πρέπει να βολευτεί όπως – όπως.

Αχιλλέας Ψυλλίδης - axips@oneway.gr

Ενδεικτική Βιβλιογραφία:

1. ARENDT, HANNAH: «Η Ανθρώπινη Κατάσταση», μετάφραση: Στέφανου Ροζάνη, Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου, εκδόσεις Γνώση, Αθήνα, 1986.. Τίτλος πρωτοτύπου: “The Human Condition”, The University of Chicago, 1958.
2. BOURDIEU, PIERRE: “Esquisse d’ une théorie de la practique”, Droz, Paris, 1970.
3. CANTER, DAVID: «Ψυχολογία και Αρχιτεκτονική», University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 1990, ανατύπωση 1996.
4. CHERMAYEFF, SERGEY, CHRISTOPHER, ALEXANDER: “Community and Privacy”, Doubleday, New York, 1963.
5. COLOMINA, BEATRIZ: “Privacy and Publicity. Modern Architecture as Mass Media”, The MIT Press, 1996.
6. GIEDION, SIGRFRIED: “Space, Time and Architecture. The growth of a New Tradition”, Harvard University Press, Cambridge, Massachusetts, 5η έκδοση, 1966 (οι προηγούμενες εκδόσεις του τόμου έγιναν τα έτη 1941, 1953, 1954, 1961).
7. HEIDEGGER, MARTIN: “Poetry, Language, Thought”, Ed. Casterman, 1972.
8. HERTZBERGER, HERMAN: «Μαθήματα για Σπουδαστές της Αρχιτεκτονικής», Πανεπιστημιακές Εκδόσεις ΕΜΠ, Αθήνα, 2002. Πρωτότυπη έκδοση: “Lessons for students in Architecture”, Uitgeverij 010 Publishers, 1991, δέυτερη αναθεωρημένη έκδοση 1993.
9. HERTZBERGER, HERMAN: “Space and the Architect. Lessons in Architecture 2”, 010 Publishers, Rotterdam, 2000.
10. LE CORBUSIER: “Vers une Architecture”, G. Crès, Paris, 1923.
11. LÉVY, PIERRE: «Δυνητική Πραγματικότητα (Realité Virtuelle). Η Φιλοσοφία του Πολιτισμού και του Κυβερνοχώρου», μετάφρ. Μιχάλης Καραχάλιος, σειρά: γλώσσα – θεωρία – πράξη, εκδόσεις Κριτική, Αθήνα, Μάιος 1999. Τίτλος πρωτοτύπου: “Qu’ est-ce que le virtuel?”, éditions La Découverte, Paris, 1995.
12. NORBERG – SCHULTZ, CHRISTIAN: “Genius Loci: Towards a Phenomenology of Architecture”, Rizzoli, New York, 1980.
13. ROWE, C., SLUTZKY, R., HOESLI, B.: “Transparency, literal and phenomenal”, Yale, 1964. Επίσης δημοσιευμένο με τον τίτλο “Transparency”, στο Perspecta, n. 8, 1964.
14. ΑΥΓΕΡΙΝΟΥ – ΚΟΛΩΝΙΑ, ΣΟΦΙΑ, ΚΑΠΑΡΕΛΙΩΤΗΣ, ΙΩΑΝΝΗΣ, ΚΑΡΑΛΗ, ΜΑΧΗ: «Σχεδιασμός Εσωτερικών Χώρων», ΥΠΕΠΘ, Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, Τ.Ε.Ε., Β’ Τάξη 1ου κύκλου, Τομέας Εφαρμοσμένων Τεχνών, ΟΕΔΒ, Αθήνα, 2001.
15. ΔΑΝΗΛΑΤΟΥ, ΜΑΡΙΑ: «Η Αναίρεση της Ιδιωτικότητας στην Κατοικία», Διάλεξη, υπεύθ. Καθηγητής Σ. Ξενόπολυος, ΕΜΠ, Αθήνα, 2005.
16. ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ, ΠΑΝΤΕΛΗΣ Γ.: «Δημόσιος και Ιδιωτικός Χώρος: η ολλανδική εκδοχή: Bakema – Van de Broek», εκδόσεις Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 1976.
17. ΣΕΝΕΤ, ΡΙΤΣΑΡΝΤ: «Η Τυραννία της Οικειότητας. Ο Δημόσιος και ο Ιδιωτικός Χώρος στον Δυτικό Πολιτισμό», Νεφέλη, Αθήνα, 1999. Μετάφραση από το αγγλικό πρωτότυπο: “Flesh and Stone. The Body and the City in western Civilization”, Norton, New York, 1994.
18. ΣΤΑΥΡΙΔΗΣ, ΣΤΑΥΡΟΣ: «Από την Πόλη Οθόνη στην Πόλη Σκηνή», Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 2002.
19. ΣΤΕΦΑΝΟΥ, ΙΟΥΛΙΑ, ΣΤΕΦΑΝΟΥ, ΙΩΣΗΦ: «Περιγραφή της Εικόνας της Πόλης. Τα περιγράμματα: βασικά στοιχεία προσδιορισμού της φυσιογνωμίας των τόπων», Πανεπιστημιακές Εκδόσεις ΕΜΠ, Αθήνα, 1999.
20. ΤΣΟΛΑΚΗΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ: «Ο Δημόσιος και ο Ιδιωτικός Χαρακτήρας της Σύγχρονης Αστικής Κατοικίας», Διάλεξη, υπεύθ. Καθηγητής Κ. Μωραΐτης, ΕΜΠ, Αθήνα, 2000
21. ΨΥΛΛΙΔΗΣ, ΑΧΙΛΛΕΑΣ: «ανα_ζητώντας τα όρια», Διάλεξη, υπεύθ. Καθηγήτρια Ε. Μαΐστρου, ΕΜΠ, Αθήνα, Φεβρουάριος, 2006.

Ενδεικτική Αρθρογραφία:

1. «Διάφανη Κοινωνία», στο ένθετο “New Millenium” της εφημερίδας «Τύπος της Κυριακής» στις 4.7.1999.
2. ROWE, C., SLUTZKY, R., HOESLI, B.: “Transparency”, Perspecta n. 8, 1964 (επίσης μετάφραση στα γερμανικά με συμπληρωματικά σχόλια του B. Hoesli: Rowe und Slutzky, Hoesli B.: “Transparenz”, Birkhäuser, Verlag, Βασιλεία, 1968).
3. VAN EYCK, ALDO: “Beyond visibility about place and occasion, the in-between realm right-size and labyrinthian clarity”, The Situationist Time, n. 4, October, 1963.
4. ΑΙΣΩΠΟΣ, ΓΙΑΝΝΗΣ: «Η έκλειψη του δημόσιου χώρου», Futura 05, 1998 – 99.
5. ΑΝΤΩΝΑΚΑΚΗΣ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ: «Παρατηρήσεις στο όριο επαφής δημόσιου και ιδιωτικού χώρου», Χρονικό ’73, σελ. 169 – 171. Επίσης δημοσιευμένο στο «Κείμενα για την Αρχιτεκτονική και την Κατοικία», επιλογή – επιμέλεια: Μάχη Καραλή, ΕΜΠ, Αθήνα, 2002, σελ. 191 – 193.
6. ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ: «Οι ημι-δημόσιοι / ιδιωτικοί χώροι της ανώνυμης κυκλαδίτικης αρχιτεκτονικής και η σημασία τέτοιου τύπου χώρων επικοινωνίας στον αστικό σχεδιασμό», Αρχιτεκτονικά Θέματα, 12/1978, σελ. 94 – 99.
7. ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ, ΧΡΗΣΤΟΣ: “Localizing Border Lines: Negotiating Architectural Dispersion”, The Dispersed House, 2002.
8. ΣΤΑΥΡΙΔΗΣ, ΣΤΑΥΡΟΣ: «Όψεις Καταστημάτων. Ιδιωτικός ή δημόσιος χώρος;», Θέματα Χώρου + Τεχνών, 31/2000, σελ. 19 – 21.
9. ΣΤΑΥΡΙΔΗΣ, ΣΤΑΥΡΟΣ: «Προς μια ανθρωπολογία του κατωφλιού», περιοδικό Ουτοπία, τ. 33, Ιανουάριος – Φεβρουάριος 1999, σελ. 107 – 121.

Share |

Σχετικές Δημοσιεύσεις:

 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital