ΔΙΑΛΟΓΟΣ
Εκπαίδευση
23 Νοέμβριος, 2009
Εκπαιδεύοντας για την αρχιτεκτονική ποιότητα στην Ελλάδα
Πράξεις και παραλείψεις της αρχιτεκτονικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα.
Θα επιχειρήσω ορισμένες επισημάνσεις σχετικές με την αρχιτεκτονική εκπαίδευση και το αρχιτεκτονικό επάγγελμα στην Ελλάδα, με βλέψεις προς την ποιότητα, χωρίς φιλοδοξία συνολικής κάλυψης του θέματος και αποφεύγοντας κατά το δυνατόν αναφορές στα αιχμηρά γενικότερα ζητήματα της ανώτατης εκπαίδευσης.
Α. Πράξεις και παραλείψεις της αρχιτεκτονικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα.
Α1.
Η ελληνική αρχιτεκτονική εκπαίδευση έχει περιορισθεί μέχρι σήμερα στο να προσδιορίσει (υπερβολικά ευρείς) θεματικούς στόχους, χωρίς όμως να είναι σε θέση να ορίσει με σαφήνεια -άρα και να επιτύχει- ποιοτικούς στόχους. Η επιθυμία για κάλυψη όλου του μεγάλου εύρους των πεδίων του σχεδιασμού οδηγεί αναγκαστικά σε μικρό βάθος.
Όπως συμβαίνει και σε άλλα πεδία, ακολουθώντας απαράλλακτη την σκοπιμότητα της ίδρυσης του «Οθωνείου» Πανεπιστημίου του 1834, παράγει αρχιτέκτονες για την διοίκηση ή για το επάγγελμα, όπως παραμορφωμένα ασκείται στη χώρα μας, αγνοώντας κάθε εναλλακτική δυνατότητα.
Οι πρόσφατες εξελίξεις αγνοούνται. Πεδία με αυτοδύναμη ιστορία άνω των εκατό ετών, όπως η πολεοδομία και ο βιομηχανικός σχεδιασμός, μόλις πρόσφατα απέκτησαν εκπαιδευτική αυτονομία, όχι όμως και σαφή επαγγελματικά δικαιώματα.
Α2.
Είναι γεγονός ότι η αρχιτεκτονική εκπαίδευση, ακόμη και στις πλέον διακεκριμένες και επιλεκτικές εκδοχές της, έχει ως στόχο την κατάρτιση στο metier της αρχιτεκτονικής. Εν τούτοις είναι πάντα σαφής η ώθηση προς την υψηλή λόγια αρχιτεκτονική.
Στην Ελλάδα κυρίαρχο, άν όχι αποκλειστικό, πεδίο αναφορών παραμένει η περιοριστική επικράτεια της ανώνυμης αρχιτεκτονικής. Ο στενός ορίζοντας της «ελληνικότητας» είναι ο μόνος θεμιτός τελικός σκοπός, όχι μια δυνατότητα ανάμεσα σε πολλές, που μπορεί να επιτευχθεί μέσα από την γνώση του αντικειμένου και την κατανόηση του συγκειμένου.
Οι κοινωνικές της προσλαμβάνουσες είναι σχεδόν εξωπραγματικές, ενώ οι σχέσεις με οικονομικές και παραγωγικές παραμέτρους είναι ανύπαρκτες. (Το τελευταίο φαινόμενο δεν είναι μόνον ελληνικό).
Α3.
Το σύστημα των εισαγωγικών εξετάσεων στις Ανώτατες Σχολές είναι μια από τις λίγες αντικειμενικές διαδικασίες στην Ελλάδα. Εν τούτοις, αδυνατεί να βελτιστοποιήσει τον συνδυασμό επιθυμίας και δυνατοτήτων των υποψηφίων, που επιτυγχάνουν.
Η επιλογή εισακτέων στις αρχιτεκτονικές σχολές ευτυχώς προϋποθέτει την επί πλέον δοκιμασία, άρα και την προετοιμασία, των εξετάσεων στα ειδικά μαθήματα –το ελεύθερο και το γραμμικό σχέδιο. Αυτό αποτελεί ασφαλή ένδειξη για το ότι οι εισαγόμενοι επιθυμούν όντως να σπουδάσουν αρχιτεκτονική. Η έμπρακτα δηλωμένη επιθυμία των υποψηφίων αποτελεί προφανώς θετική προϋπόθεση για την αρχιτεκτονική εκπαίδευση και αυξάνει τις ευθύνες των καθηγητών αρχιτεκτονικής.
Α4.
Οι νέοι φοιτητές αρχιτεκτονικής κατά πλειοψηφίαν εδώ και μερικές δεκαετίες δεν ανήκουν στην κοινωνική ελίτ. Έχοντας μεγαλώσει στο ελληνικό πλαίσιο, προσέρχονται με ισχυρά αποθέματα ευτελών εικόνων, που πρέπει να αποβληθούν με πειστικές και αποτελεσματικές μεθόδους. Έχοντας εκπαιδευθεί από το ελληνικό σύστημα, διαθέτουν χαμηλή ή ανερμάτιστη κριτική ικανότητα και ανεπαρκή ατομικότητα. Για τούς λόγους αυτούς απαιτείται συνδυασμός εικαστικής και συνθετικής άσκησης μετατοπισμένης σε επίπεδο, όπου οι ευτελείς εικόνες της πραγματικότητας καθίστανται ανενεργές, και θεωρητική εκπαίδευση, για την οποία οι φοιτητές δεν είναι προετοιμασμένοι, ίσως ούτε και προδιατεθειμένοι. Η απομάκρυνση από αυτήν την πραγματικότητα -απαραίτητη για μια ενδεχόμενη μελλοντική απογείωση- ενέχει τον κίνδυνο της μεταφοράς σε ένα υποθετικό κόσμο. Αυτό μπορεί να αποτρέψει η συμμετοχή των φοιτητών στην εφαρμοσμένη έρευνα, που (πρέπει και αυτή να) αναπτύσσεται στους ακαδημαϊκούς χώρους.
Α5.
Τα πανεπιστήμια επιθυμούν -ορθώς- να διατηρήσουν την ποικίλη ανεξαρτησία της εκπαίδευσης από την βαναυσότητα της επαγγελματικής πρακτικής. Εν τούτοις, υπάρχει αντίφαση μεταξύ της μη αποδοχής του επαγγελματικού προσανατολισμού της αρχιτεκτονικής εκπαίδευσης από τη μια και της αποδοχής των μειωμένων ακαδημαϊκών προσόντων για τους καθηγητές αρχιτεκτονικής από την άλλη. Η αντίφαση αυτή γίνεται οξύτερη, καθώς ο κόσμος της αρχιτεκτονικής εκπαίδευσης δεν έχει μέχρι σήμερα αποδεχθεί και υποδεχθεί τους ανεγνωρισμένους επαγγελματίες ως έκτακτους καθηγητές στα σχεδιαστήρια ή τα αμφιθέατρα -χωρίς δηλαδή την απαίτηση μετάλλαξής τους σε ακαδημαϊκούς-, γεγονός, που θα είχε, κατά την γνώμη μου, θετικές επιπτώσεις και προς τις δύο κατευθύνσεις.
Α6.
Ανάλογοι φραγμοί υπάρχουν και σε σχέση με τους αλλοδαπούς και μή ελληνόγλωσσους ακαδημαϊκούς δασκάλους: η «ελληνικότητα» εφαρμοζόμενη κατά κυριολεξίαν; Δεν γνωρίζω καμμία περίπτωση επισκέπτη καθηγητή σε ελληνική αρχιτεκτονική σχολή τα τελευταία 29 χρόνια και η περίπτωση ενός αλλοεθνούς στο Πανεπιστήμιο Πατρών είναι ίσως μοναδική. Αντιθέτως είναι γνωστές οι θητείες του J. Speyer παλαιά ή του E. Hebrard ακόμη παλαιότερα. Τί οδήγησε σε αυτή την οπισθοδρόμηση;
Α7.
Στις χώρες, όπου η ουσιαστική πρακτική άσκηση θεωρείται προϋπόθεση για την λήψη του ακαδημαϊκού τίτλου, η επαφή με το επάγγελμα πραγματοποιείται στην πράξη. Εκεί γίνεται η γνωριμία με τους κανόνες και τις πρακτικές του, που ελέγχεται περαιτέρω, όσον αφορά ζητήματα δεοντολογίας και επαγγελματικής ηθικής, κ.α., κατά τις επαγγελματικές εξετάσεις. Στην Ελλάδα, όπου η πρακτική άσκηση δεν απαιτείται και όπου, θεωρώ, ότι μπορεί να είναι πραγματικής χρησιμότητας σε επιλεγμένες μόνον περιπτώσεις, θα έπρεπε ενδεχομένως να προβλέπονται μαθήματα εισαγωγής στην επαγγελματική πρακτική.
Α8.
Η εργασία των φοιτητών καθ΄ομάδες, που γενικεύθηκε καταχρηστικά λόγω των παγίων ελλείψεων προσωπικού, περιβλήθηκε τον μανδύα της εκπαιδευτικής επιλογής. Άν στο προϊόν της ομαδικής δουλειάς αναγνωρίζονταν εκτενείς περιοχές αποκλειστικής ατομικής ευθύνης, τότε η αρνητική αφετηρία θα μεταβαλλόταν σε θετική εκπαιδευτική συνθήκη. Η υπεσχημένη αξιολόγηση ελπίζω ότι θα επιτρέψει να τεθεί υπό αντικειμενικούς όρους το συγκεκριμένο ζήτημα.
Α9.
Οι τρείς και μια νέες αρχιτεκτονικές σχολές ιδρύθηκαν σε μια περίοδο παρατεταμένης κρίσης της αρχιτεκτονικής και της αρχιτεκτονικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα και αβεβαιότητας της αρχιτεκτονικής διεθνώς.
Η πλέον διακεκριμένη περίοδος της νεοελληνικής αρχιτεκτονικής, περί το 1960, ήταν προϊόν της εκπαίδευσης της δεκαετίας του ΄50, με την χαρακτηριστική θεωρητική της βεβαιότητα για την αρχιτεκτονική, που έκανε τα πράγματα προς ώρας ευκολότερα, υπονομεύοντας βεβαίως, όπως φάνηκε στη συνέχεια, την μακροπρόθεσμη προοπτική (σχετικές έμμεσες αναφορές των Δ.και Σ. Αντωνακάκη και Ν. Βαλσαμάκη).
Η ελληνική αρχιτεκτονική σκέψη και ο ακαδημαϊκός χώρος, που όφειλε να την καλλιεργήσει, αυτοπεριορίσθηκαν στην ασφάλεια του λαϊκού. Έχω εκτενώς αναφερθεί σχετικά σε παλαιότερο άρθρο μου με τίτλο «Η εκδίκηση της υψηλής αρχιτκετονικής», στο περιοδικό Αρχιτέκτονες.
Σήμερα η αβεβαιότητα, και ακόμη το προσωρινό και το μεταβλητό, πρέπει να γίνουν μέρος του προγράμματος της εκπαίδευσης των αρχιτεκτόνων, χωρίς ωστόσο να υπονομευθεί η συνείδηση εννοιών, όπως η διάρκεια, η αντοχή και η ακρίβεια στην αρχιτεκτονική. Η αβεβαιότητα, με άλλα λόγια ο πειραματισμός, θα πρέπει να κατευθυνθεί κατά προτεραιότητα προς την ενθάρρυνση και την διεκόλυνση της ανάπτυξης νέων ανθρώπων και νέων ιδεών κατ΄αρχήν στο ακαδημαϊκό, αλλά μετά και στο επαγγελματικό πλαίσιο.
Α10.
Η συζήτηση για το ζήτημα της εκπαίδευσης σε σχέση με το επάγγελμα πρέπει να επεκταθεί και στους διαφόρους συγγενείς κλάδους.
Β. Συνενοχές αρχιτεκτονικής εκπαίδευσης και αρχιτεκτονικού επαγγέλματος
Β1.
Η είσοδος στο επάγγελμα στην Ελλάδα γίνεται κατά κανόνα αμέσως μετά την αποφοίτηση μέσω μιας τυπικής εξέτασης, στην οποία δεν αποτυγχάνει απολύτως κανείς! Σε άλλες χώρες οι επαγγελματικές εξετάσεις προϋποθέτουν επαγγελματική άσκηση, άριστη γνώση κανονισμών και θεμάτων ασφαλείας, και επίσης άριστη γνώση της επαγγελματικής δεοντολογίας. Είναι πραγματικά δύσκολες. Η συνεπής αυτή επαγγελματική οργάνωση αποτρέπει σε γενικές γραμμές -παρά την διεθνή τάση των αρχιτεκτόνων για υποχωρήσεις ή φιλικούς διακανονισμούς των επαγγελματικών διαφορών με άλλους συγγενείς κλάδους- την αθρόα εισπήδηση τρίτων στον επαγγελματικό χώρο των αρχιτεκτόνων. Δεν είναι λίγες οι χώρες, ειδικά στην Ασία, όπου δεν υφίσταται η έννοια της αδείας εξασκήσεως επαγγέλματος, δεδομένου ότι οι αρχιτέκτονες είναι λίγοι, ή η επιλογή αρχιτεκτόνων από άλλες χώρες επιτρέπει να επαφίενται σε διαδικασίες επαγγελματικής πιστοποίησης, που πραγματοποιούνται αλλού.
Η τρέχουσα κλαδική πολιτική στην Ελλάδα είναι κοινωνικά ανεύθυνη και υποτιμητική ακόμη και για το κατ΄ουσίαν απορρυθμισμένο επάγγελμα.
Η κατάσταση αυτή δεν συμβάλλει ούτε στην αναβάθμιση της εκπαίδευσης, ούτε στην αναβάθμιση του επαγγέλματος, ούτε βέβαια στην αναβάθμιση του αρχιτεκτονικού προϊόντος. Συγκαλύπτει τις ανεπάρκειες της εκπαίδευσης και επιτρέπει στα πανεπιστήμια να «απαλλάσσονται» από τους κακούς φοιτητές χωρίς συνέπειες, αναθέτοντας πια στην αγορά την επιλογή των καταλληλοτέρων.
Β2.
Η ελληνική αρχιτεκτονική, παρά τους ευσεβείς μας πόθους, είναι σε χαμηλό επίπεδο, και διεθνώς αγνοείται. Ο ρόλος που αναμένεται από αυτήν, υπό το βάρος του παρελθόντος, είναι να επαναλάβει τον γνωστό γραφικό εαυτό της, όχι να πρωτοτυπήσει ή να καινοτομήσει. Είναι ενδεικτικό ότι στα ευρωπαϊκά βραβεία Mies van der Rohe η χώρα μας μόνο μια φορά κατάφερε να έχει ένα έργο μεταξύ των επικρατεστέρων, χωρίς συμμετοχή έλληνα στην κριτική επιτροπή.
Οι έλληνες αρχιτέκτονες σπάνια ξανοίγονται στον διεθνή ορίζοντα -πολύ λιγότερο απ΄ό,τι στο παρελθόν- και ακόμη σπανιότερα διακρίνονται. Ακόμη, δυσφορούν σε κάθε προσπάθεια ανοίγματος προς τα έξω, κυρίως όταν πρόκειται ξένοι αρχιτέκτονες να απασχοληθούν στην Ελλάδα. Το επιχείρημα της ηθελημένης μη συμμετοχής στο διεθνές star system δεν είναι πειστικό. Πολλές μικρές ή περιφερειακές χώρες βρίσκονται σε συγκριτικά πλεονεκτικότερη θέση.
Οι λόγοι είναι πολλοί, αλλά κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι οι θεμελιώδεις αιτίες βρίσκονται αφ΄ενός στην εκπαίδευση και αφ΄ετέρου στην αρχαϊκή κατανομή επαγγελματικών δικαιωμάτων και το ατελές πλαίσιο άσκησης του επαγγέλματος.
Πρέπει επίσης να μας προβληματίσει πολύ το γεγονός ότι ελάχιστοι είναι οι διακεκριμένοι αρχιτέκτονες κάτω των 50 ετών, που αποτελούν αποκλειστικό προϊόν των ελληνικών αρχιτεκτονικών σχολών, και ο προβληματισμός πρέπει να αφορά τόσο την ίδια την αρχιτεκτονική σπουδή, όσο και τους θεσμούς, που αναδεικνύουν τους καλυτέρους.
Β3.
Είναι γνωστός ο διφορούμενος χαρακτήρας της αρχιτεκτονικής ανάμεσα στην επιστήμη και την τέχνη και η επιδίωξη επιστημολογικής καθιέρωσης του projet ως νέας κατηγορίας. Η ένταξη των αρχιτεκτονικών σχολών στα πολυτεχνεία προδιαγράφει την κλίση πρός την «εφαρμοσμένη επιστήμη» και, μαζί, την καθήλωση σε μια πρακτική προσέγγιση, που εφαρμόζει κανόνες χωρίς να αναζητά καινοτομία.
Στο πεδίο του επαγγέλματος έχουμε πολύ αργήσει στο να υιοθετήσουμε όλο το εύρος των επαγγελματικών διεξόδων ( όπως real estate, property management, κλπ) για τις οποίες οι αρχιτέκτονες είναι καταλληλότεροι άλλων. Έτσι, άλλες ειδικότητες στα πλαίσια της αγοράς, αποσπούν αρμοδιότητες με προφανώς δυσμενή αποτελέσματα, τόσο για τον κλάδο, όσο και για την κοινωνία. Αναλόγως πρέπει να αναθεωρηθούν και τα προγράμματα προπτυχιακών και μεταπτυχιακών σπουδών, έστω σε επίπεδο μαθημάτων επιλογής.
Πρέπει επίσης να ομολογηθεί ότι ο πάντα ελιτίστικος κατ΄ουσίαν χαρακτήρας της αρχιτεκτονικής εκπαίδευσης έχει υπονομευθεί τόσο από τις κοινωνικές εξελίξεις, όσο και από τις εξελίξεις στον τομέα της εκπαίδευσης.
Β4.
Οι απόφοιτοι των ελληνικών αρχιτεκτονικών σχολών την στιγμή της αποφοίτησης είναι σε θέση να εργασθούν αυτοδύναμα με κάποια ποιότητα σε ένα ποσοστό, κατά την εκτίμησή μου, 10-15%, ενώ ένα επί πλέον ποσοστό της τάξεως του 20% εκτιμώ ότι μπορεί να εργασθεί αυτοδύναμα ή με μικρή καθοδήγηση. Άν υπολογίσουμε βάσει συγκριτικών στοιχείων από άλλες χώρες, τον αριθμό των αρχιτεκτόνων που «χρειάζεται» η Ελλάδα, (1 ανά 2.000-5.000 πληθυσμού, έναντι 1 προς 650 στην Ελλάδα) με βάση αναδιαρθρωμένα αποκλειστικά επαγγελματικά δικαιώματα, τότε προκύπτει ότι το παραπάνω ποσοστό (30-35%) δίνει ήδη αριθμό τουλάχιστον ίσο, ή και διπλάσιο από τον «απαραίτητο». Αυτό σημαίνει ότι οι σχολές καλύπτουν τον απαιτούμενο αριθμό αρχιτεκτόνων κατά το τριπλάσιο τουλάχιστον, με αποτέλεσμα η πυκνότητα «καλής» αρχιτεκτονικής να υποτριπλασιάζεται. Αλλά βέβαια τέτοιου τύπου πληθωρισμοί και «αραιώσεις», ειδικά όταν η επαγγελματική δεοντολογία είναι ελαστική ή ανύπαρκτη, έχουν πολύ ευρύτερες συνέπειες.
Β5.
Περισσότερο από το 75% των φοιτητών αρχιτεκτονικής είναι πλέον γυναίκες. Σε 20 το πολύ χρόνια αυτό θα επιφέρει σημαντικές αλλαγές στο επάγγελμα. Δεν γνωρίζω ποιές είναι οι αντίστοιχες αναλογίες στις θεωρούμενες σαν συγγενείς πολυτεχνικές σχολές και στις σχολές των ΤΕΙ, ώστε να μπορώ να διατυπώσω υποθέσεις σχετικά με την κατεύθυνση των αλλαγών, αλλά ότι οι αλλαγές θα υπάρξουν είναι βέβαιο και πρέπει να αναγνωρισθούν έγκαιρα και να προσδιορίσουν την στρατηγική του κλάδου.
Β6.
Η μεγάλη πλειοψηφία των νέων αρχιτεκτόνων βρίσκει δουλειά σχετική με το συμβατικά θεωρούμενο αντικείμενο των σπουδών του αρχιτέκτονα, μέσα σε λιγότερο από 6 μήνες από την αποφοίτηση.
Δεδομένου ότι στη χώρα μας δεν είμαστε μαθημένοι να αξιολογούμε ο,τιδήποτε με τρόπον άλλον από το χρήμα, είναι ενδεικτικό της εκτίμησης των υπηρεσιών του νέου αρχιτέκτονα από τους μεγαλύτερους συναδέλφους του το γεγονός ότι κατά κανόνα αμοίβεται αντιδεοντολογικώς με το μισό έως τα δύο τρίτα του μισθού, που προβλέπει η συλλογική σύμβαση, συνήθως χωρίς καν δελτίο παροχής υπηρεσιών πλέον.
Το γεγονός των απαράδεκτα χαμηλών αμοιβών, των ελλείψεων δυνατοτήτων δημιουργικότητας και ανάδειξης πρέπει επίσης να αντιμετωπισθούν έγκαιρα
Β7.
Η έννοια της δια βίου εκπαίδευσης, εδραιωμένη σε όλους τους κλάδους πλέον, περιορίζεται στη χώρα μας σε σεμινάρια κατάρτισης για απόκτηση τυπικών προσόντων.
Γ. Σύγχρονες προκλήσεις
Θα προσπαθήσω να περιγράψω κάποια πρώτα συμπεράσματα από τα παραπάνω.
Θεωρώ ως κεντρικό στόχο την επιβίωση της αρχιτεκτονικής ως πολιτισμικής πρακτικής, όχι απλά ως τεχνικής δράσης. Γι’ αυτό απαιτείται «στοχαστική προσαρμογή» με ειλικρίνεια, χωρίς προκαταλήψεις, υπεκφυγές και συγκαλύψεις, χωρίς προσωρινές σκοπιμότητες και άλλου τύπου υστεροβουλίες, αλλά με θετική δράση, ελπίδα και αισιοδοξία.
Η ανώτατη εκπαίδευση στην Ευρώπη δέχεται σήμερα τις προκλήσεις του ενιαίου χώρου, όπου όσοι θέλουν να κινούνται ελεύθερα, δηλαδή με πλήρη δικαιώματα και στην πρώτη ταχύτητα, είναι αναγκασμένοι να πιστοποιηθούν. Η ελληνική εκπαίδευση, ακόμη και στους αυστηρά επιστημονικούς κλάδους, είναι ανέτοιμη να εγγυηθεί την γνώση των πτυχιούχων, που παράγει. Η ελληνική κοινωνία γενικά, και η πανεπιστημιακή κοινότητα ειδικότερα, σε μια επιλεκτική επίδειξη αλληλεγγύης, παραλείπει να αναγνωρίσει την ισχύουσα κατάσταση και να αποδεχθεί νέες θεσμικές μορφές, που θα την αποδίδουν ακριβέστερα. Έχει ήδη επιτρέψει σε άλλους να ελέγξουν τη δική της επικράτεια.
Χρειαζόμαστε εκπαίδευση, επαγγελματικούς θεσμούς και δεοντολογία.
Πιστεύω ότι πρέπει να προχωρήσουμε το ταχύτερο σε μια νέα οργάνωση των σπουδών και του κλάδου και σε αυτό ελπίζω ότι θα συμβάλουν οι διαδικασίες, που ξεκινούν με την σημερινή συνάντηση.
Το κείμενο αυτό παρουσιάστηκε στην ημερίδα με τίτλο: ‘ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΤΟ ΑΣΤΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ’ του ΣΑΔΑΣ-ΠΕΑ στην Αθήνα στις 24/2/2007
Γεώργιος Α. Πανέτσος
Τμήμα Αρχιτεκτόνων Πανεπιστημίου Πατρών
Σχετικές Δημοσιεύσεις:
- Επτά θέσεις και μια πρόταση για την ανασυγκρότηση της Αθήνας ( 18 Ιούνιος, 2005 )
- Συζήτηση με τον Καθηγητή κ. Γιώργο Πανέτσο ( 06 Σεπτέμβριος, 2010 )