ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΜΑΤΙΕΣ
18 Ιούνιος, 2007
Barbican Complex
Ανάμεσα σε διάσημα δείγματα αναγεννησιακού μπαρόκ όπως ο καθεδρικός του Αγίου Παύλου και σε επιβλητικούς μεταμοντέρνους ουρανοξύστες όπως το «Gherkin», στην καρδιά του City του Λονδίνου, ξεπροβάλλει το Barbican Complex, μία ουτοπική πολιτεία επηρεασμένη από το μοντερνισμό του LeCorbusier και την Unite d’ Habitation του.
Η ιστορία της περιοχής
Οι απαρχές της δεκαετίας του ‘50 βρίσκουν το Λονδίνο να αναρρώνει από μία σειρά καταστροφικών βομβαρδισμών κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου που άφησαν το μεγαλύτερο τμήμα της πόλης ερειπωμένο. Συγκεκριμένα, η περιοχή που βρίσκεται σήμερα το διάσημο χρηματιστηριακό κέντρο City μετρούσε τεράστιες εκτάσεις καμένης γης. Και δεν είναι η πρώτη φορά που η πόλη πλήττεται από την καταστροφική δύναμη της φωτιάς.
Το 1666 η Μεγάλη πυρκαγιά ξεκινώντας από ένα αρτοποιείο στην Pudding Lane κατάφερε να μετατρέψει τα 3/5 του Λονδίνου σε στάχτη. Το μεγαλύτερο μέρος της πόλη καταφέρνει να ανοικοδομηθεί κάτω από το αρχιτεκτονικό όραμα της Imperial City του Sir Christopher Wren με λαμπρότερο παράδειγμα τον καθεδρικό ναό του Αγίου Παύλου. Μετά το τέλος του πολέμου γίνεται αισθητή η ανάγκη, η περιοχή να επουλώσει τα τραύματα της και να κατοικηθεί καθώς, μέσα σε έναν αιώνα, από το 1851 ως το 1951 ο αριθμός των κατοίκων της περιοχής του City έχει μειωθεί δραματικά από 125.000 σε 5.000 κατοίκους. Συγκεκριμένα το Cripplegate, η καρδιά του City, το 1951 αριθμούσε μόλις 48 κατοίκους! Δημοσιεύματα της εποχής περιγράφουν ένα σκηνικό αντιθέσεων. Κατά τη διάρκεια της ημέρας οι δρόμοι σφύζουν από ζωή και εμπορική δραστηριότητα. Το βράδυ ο τόπος μοιάζει “εγκαταλελειμμένος, γεμάτος με φαντάσματα, όπου το μόνο που ακούς είναι τα βήματά σου στους άδειους δρόμους και σοκάκια”.
Μπροστά στο θέαμα αυτό, η αρμόδια δημοτική αρχή αποφασίζει να αλλάξει το σκηνικό χτίζοντας κατοικίες για τους νέους επαγγελματίες του City, προσφέροντας εναλλακτική στο διαδεδομένο ρεύμα της προαστικοποίησης. Το όραμά της Corporation of London για “μια σταθερή και αρμονική κοινότητα κατοικιών μέσα σε μια κοινότητα επιχειρήσεων” κλήθηκαν να κάνουν πραγματικότητα η νεοσύστατη αρχιτεκτονική τριάδα των Chamberlin, Powell και Bon. Σκοπός ήταν να δημιουργηθεί σε μία έκταση 162 στρεμμάτων μία ολοκληρωμένη πολιτεία κατοικιών με δικό της πολιτιστικό κέντρο, καταστήματα, εκκλησίες και σχολεία.
Το συγκρότημα του Barbican
Η λέξη Barbican προέρχεται από το λατινικό λεξιλόγιο και σημαίνει την εξωτερική άμυνα μίας πόλης ή ενός πύργου, με λίγα λόγια το οχυρό. Το όνομα επιλέγεται για να δηλώσει το χαρακτήρα μίας πολιτείας αυτάρκης, εντός των τειχών του Λονδίνου, καθώς και να υπογραμμίσει το κυρίαρχο αρχιτεκτονικό στιλ της, τον μπρουταλισμό. Γεωγραφικά, το Barbican στέκει στη βόρεια πλευρά της περιοχής που οι Ρωμαίοι είχαν ονομάσει Londinium. Απομεινάρια του Ρωμαϊκού Τείχους διατηρούνται ακόμα εντός του συγκροτήματος υποδηλώνοντας την αρμονική συνύπαρξη του παλαιού με το νέο.
Η κατασκευή του Barbican στηρίζεται ολοκληρωτικά σε δημόσιο χρήμα. Για το λόγο αυτό καλείται πολύ συχνά να απαντήσει στην έλλειψη κεφαλαίων καταφεύγοντας σε συμβιβαστικές λύσεις και σε επανασχεδιασμούς του λόγω περικοπών. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να σχεδιαστεί εξ αρχής 4 φορές προσαρμοζόμενος στα κάθε φορά κυρίαρχα αρχιτεκτονικά ρεύματα και ιδέες, και να θεωρείται από πολλούς εκπροσώπους της αρχιτεκτονικής ως «απεικόνιση της ιστορίας του μεταπολεμικού μοντερνισμού».
Αλλά δεν είναι μόνο η έλλειψη χρηματικών πόρων που το Corporation of London έχει να αντιμετωπίσει. Χωροτάκτες και κατασκευαστές της εποχής εκείνης υποστηρίζουν ότι η επιλογή της δημιουργίας κατοικιών μέσα στο City αποτελεί την λιγότερο προσοδοφόρα επένδυση. Και αυτό γιατί η περιοχή θεωρείται ιδανική για ανοικοδόμηση γραφείων και επαγγελματικών χώρων που η πώλησή τους θα φέρει εκατομμύρια λιρών στα ταμεία της Corporation. Προειδοποιούν επίσης ότι η τάξη των νέων επαγγελματιών που η δημοτική αρχή στοχεύει να προσελκύσει με την κατασκευή του Barbican, προτιμά ως τόπο κατοικίας, τα εύρωστα προάστια του Λονδίνου παρά το υποβαθμισμένο κέντρο.
Σε πείσμα των προβλέψεων, οι εμπνευστές του Barbican προχωρούν στην υλοποίηση του έργου στις αρχές του ‘60. Βαθιά επηρεασμένοι από τον μοντερνισμό του LeCorbusier, οι σχεδιαστές του Barbican προκαλούν αίσθηση με την επιλογή του νεο-μπρουταλισμού ως το κυρίαρχο αρχιτεκτονικό στυλ του συγκροτήματος, πηγαίνοντας κόντρα στην παραδοσιακή αρχιτεκτονική της περιοχής. Οι τεράστιες συμπαγείς φόρμες σοκάρουν με την απλότητα που δημιουργεί το τσιμέντο, το κυρίαρχο δομικό υλικό, αφήνοντας τον επισκέπτη του Barbican εκστατικό. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της κυριολεκτικά τσιμεντένιας αυτής πολιτείας συνιστά και η εναλλαγή επιπέδων. Ανάμεσα σε χαμηλά έως και ισόγεια κτίρια ξεπροβάλλουν δειλά γιγάντιοι ουρανοξύστες-πύργοι στους οποίους έχουν δοθεί ονόματα προσωπικοτήτων που σημάδεψαν την πολιτική και καλλιτεχνική ζωή της χώρας. Για παράδειγμα, ο Σαίξπηρ σηκώνει στις πλάτες του 44 ορόφους ενώ ο Cromwell είναι 123 μέτρα ψηλός!
Μία από τις αρχιτεκτονικές ιδιομορφίες που συναντά κανείς εντός του Barbican και που αποτελεί το θεμελιώδες σχεδιαστικό στοιχείο του είναι ότι από την στιγμή που εισέρχεται εντός του συγκροτήματος βρίσκεται να περπατά 6 μέτρα ψηλότερα από το ύψος του δρόμου! Απελευθερωμένο από όποιας μορφής και μεγέθους τροχοφόρα, το Barbican θεωρείται ο παράδεισος των πεζών, με όλη την «πεζοκίνηση» να διαδραματίζεται πάνω σε ένα πόντιουμ, ένα συνδυασμό «ιπτάμενων» πλατειών και πεζογεφυρών, που παίζει το ρόλο του ισογείου ορόφου και αποτελεί ουσιαστικά τον σκελετό του συγκροτήματος. Το σχεδιαστικό αυτό «κόλπο» επινοήθηκε για να αποφευχθεί οποιαδήποτε παρενόχληση προερχόμενη από τους τριγύρω δρόμους, αλλά και να μην βρεθούν τα χαμηλότερα διαμερίσματα στο ίδιο ύψος με το δρόμο.
Η θέα της λίμνης και των σιντριβανιών της αλλά και των κήπων που έχει κανείς όταν βρίσκεται να περπατά πάνω στους ιπτάμενους διαδρόμους μοιάζει εκπληκτική. Με μία βιοποικιλότητα εντυπωσιακή, οι κήποι του Barbican φιλοξενούν άγρια φυτά και ζώα όπως αγριοκαστανιές και αλεπούδες. Για να κάνουν την εμπειρία της «θέας από ψηλά» πιο ευχάριστη, οι σχεδιαστές δημιουργούν κιγκλιδώματα-κουπαστές που δίνουν την αίσθηση πλοίου. Και φαίνεται ότι το πέτυχαν καθώς η εντύπωση που έχει κανείς όταν περιπλανιέται μέσα στο Barbican είναι ότι βρίσκεται σε μία πολιτεία-καταφύγιο καθώς η «ιπτάμενη βόλτα» αποτελεί ένα είδος απελευθερωτικής ψυχοθεραπείας από τις έννοιες του έξω κόσμου.
Οι κάτοικοι του Barbican - στην πλειονότητά τους νέοι επαγγελματίες, εργαζόμενοι στις γύρω εταιρίες του City – αγκαλιάζουν με στοργή την ουτοπική αυτή πολιτεία. Μία ξενάγηση στα διαμερίσματά τους αποκαλύπτει μερικά από τα στοιχεία που κάνουν τη διαμονή στο Barbican μοναδική εμπειρία: από τους πολυμήχανους χώρους αποθήκευσης και το πρωτότυπο σύστημα περισυλλογής οικιακών απορριμμάτων Garchey, τα τεράστια παράθυρα που καλύπτουν ολόκληρη την επιφάνεια των εξωτερικών τοίχων αφήνοντας το πολύτιμο φως του ήλιου να εισχωρήσει, ως τους μίνιμαλ νιπτήρες, σχεδιασμένους ειδικά για να λύσουν το πρόβλημα που περιορισμένου χώρου.
Η φαντασμαγορική θέα του City αλλά και του κέντρου του Λονδίνου από τους τελευταίους ορόφους των πύργων αποτελεί μία εμπειρία ανεπανάληπτη από μόνη της. Ο Άγιος Παύλος, η Tate Gallery, το Big Ben, όλα στα πόδια ολίγων τυχερών! Η υποχρεωτική ύπαρξη πρασίνου - με ευθύνη και έξοδα των κατοίκων – στα ειδικά παρτέρια στα μπαλκόνια τους καθώς και η ομοιομορφία των χρωμάτων εξωτερικά των διαμερισμάτων μάλλον ευχαριστεί παρά ξενίζει. Γιατί όπως οι ίδιοι οι κάτοικοι λένε, δεν θα ήταν δυνατό το συγκρότημα να διατηρήσει τον αυθεντικό του χαρακτήρα χωρίς την πρόβλεψη αυστηρών περιορισμών και κυρώσεων.
Το Barbican Arts Centre
Το συγκρότημα του Barbican, εκτός από το Barbican Estate, το χώρο δηλαδή των κατοικιών, περιλαμβάνει μία πλειάδα κτιρίων πολιτιστικού κυρίως χαρακτήρα όπως η περίφημη μουσική ακαδημία Guildhall School of Music and Drama, το Μουσείο του Λονδίνου και βέβαια το παγκοσμίας ακτινοβολίας κέντρο τέχνης Barbican Arts Centre.
Οι εμπνευστές του Barbican περιλαμβάνουν πολύ αργότερα στα σχέδια τους τη δημιουργία ενός πολιτιστικού κέντρου που φιλοδοξεί να συγκεντρώσει «όλες τις τέχνες κάτω από μία στέγη». Και πραγματικά, τα κύρια στοιχεία διαφοροποίησης του χώρου αυτού από τα ανάλογης φήμης διεθνή πολιτιστικά κέντρα είναι η πολλαπλότητα και η ρευστότητα, στοιχεία διάχυτα σε όλες τις καλλιτεχνικές εκφράσεις: θέατρο, σινεμά, μουσική, εικαστικά. Η ατμόσφαιρα αποπνέει έναν αέρα αυθεντικού κοσμοπολιτισμού που απέχει από το «δήθεν», το φτηνό γκλάμουρ και το σελεμπριτισμό. Απεναντίας, στις κινηματογραφικές και θεατρικές αίθουσες αλλά και στο χώρο των εκθέσεων διαπερνάται κανείς από υψηλής ποιότητας διεθνισμό και μία δυναμική ουσίας και περιεχομένου.
Η συνύπαρξη των κατοικιών με το Barbican Arts Centre και τις υπόλοιπες δραστηριότητες που το συγκρότημα προσφέρει φαίνεται να είναι απολύτως αρμονική. Για τους περισσότερους κατοίκους, η ύπαρξη κυρίως του Arts Centre αποτελεί καθοριστικό παράγοντα επιλογής του Barbican ως τόπου διαμονής. Σε απόσταση 5 λεπτών μπορεί κανείς να συναντήσει μερικούς από τους πιο σπουδαίους καλλιτέχνες της περιόδου όπως ο Eugene Hutz, εμπνευστής της αναβίωσης της βαλκανικής τσιγγάνικης μουσικής, η ελληνικής καταγωγής εκκεντρική μουσικός Diamanda Galas, και ο πολυσυζητημένος Σκοτσέζος χορογράφος και χορευτής Michael Clark.
Κριτικές και αναγέννηση του Barbican
Δεν ήταν όμως τα πράγματα πάντα ρόδινα. Οι ίδιοι τσιμεντένιοι τοίχοι που το 2001 τοποθετούν το Barbican στην λίστα των προστατευομένων κτιρίων της χώρας ως ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής, ιστορικής και πολιτιστικής σημασίας υπήρξαν κάποτε η αιτία σωρείας επικρίσεων και απαξιωτικών σχολίων από τον τύπο. Οι χαρακτηρισμοί που του δόθηκαν κατά καιρούς δεν ήταν ποτέ κάτι λιγότερο από «τερατούργημα» και «εξάμβλωμα», «φρικτό και κοινότυπο». Το 2003 το κτίριο του Arts Centre ψηφίστηκε ως το ασχημότερο κτίριο στο Λονδίνο οφείλοντας τον τίτλο του σε ένα μεγάλο βαθμό στους λαβυρινθώδεις διαδρόμους του, και στην παντελή έλλειψη σήμανσης. Περιβόητη σχεδιαστική παραδοξότητα αποτελούσε επίσης το γεγονός της ανυπαρξίας κεντρικής εισόδου που τοποθετούσε συχνά το κέντρο στο μάτι έντονης κριτικής!
Οι αρχιτεκτονικές αυτές παραλείψεις-παραδοξότητες οφείλονταν στο γεγονός ότι το Barbican χτίστηκε για να «βιωθεί εκ των έσω», προσφέροντας πρόσβαση μόνο σε αυτούς που βρίσκονταν «ήδη μέσα» και είχαν αναπτύξει ένα βαθμό οικειότητας με τους χώρους του. Η «κλειστότητα» αυτή σε συνδυασμό με το τεράστιο κόστος κατασκευής του συγκροτήματος (γύρω στα 229 εκατομμύρια ευρώ - ποσό διόλου ευκαταφρόνητο ακόμη και σήμερα) κατέστησε την ουτοπική αυτή πολιτεία εκ των πραγμάτων προσιτή μόνο σε λίγους και εκλεκτούς. Αυτό συνέβαλε στο να αποκαλείται από τον επιρρεπή σε χαρακτηρισμούς αγγλικό τύπο ως ο «λευκός ελέφαντας» της νέας εργατικής τάξης των μεγαλοστελεχών του City, απαξιώνοντας το χαρακτήρα του πολύτιμου αποκτήματος που οι εμπνευστές του θέλησαν να του δώσουν.
Ο ούριος άνεμος της ανανέωσης που έπνευσε στα μέσα της δεκαετίας του 1990 στη διοικητική διεύθυνση του Arts Centre, συνέπεσε με την παγκόσμια οικονομική ύφεση και την συρρίκνωση των κρατικών πόρων που προορίζονταν για την τέχνη. Με δεδομένο το γεγονός ότι το Barbican Arts Centre στηρίζονταν αποκλειστικά σε κονδύλια προερχόμενα από την δημοτική αρχή του City και με ορατή την απειλή του παγκόσμιου ανταγωνισμού από ομοειδείς οργανισμούς, κρίθηκε απαραίτητη η αλλαγή πολιτικής και το «άνοιγμα προς τα έξω».
Αυτό σηματοδότησε την απαρχή μίας νέας εποχής που στόχο είχε να αγκαλιάσει όλα τα είδη τεχνών και κοινού. Αποφασίζεται ένας εκ των θεμελίων εκσυγχρονισμός όλων των αιθουσών και δημοσίων χώρων ξεκινώντας με τη δημιουργία εισόδου στο κτίριο και την σήμανσή του, που θα το καθιστούσε προσβάσιμο στο «απέξω» κοινό. Πραγματοποιείται μία ριζοσπαστική ανανέωση του καλλιτεχνικού προγράμματος με την εισαγωγή σύγχρονων μορφών καλλιτεχνικής έκφρασης δίνοντας έμφαση στις visual arts και αγκαλιάζοντας διεθνείς, multi-cultural παραγωγές και μεγάλα multi-arts φεστιβάλς.
Τα αποτελέσματα του εκμοντερνισμού έγιναν άμεσα ορατά στον εξέλιξη της μορφής του εσωτερικού και του περιβάλλοντος χώρου και στην αλλαγή της ιδιοσυγκρασίας του κοινού. Στις ανακαινισμένες αίθουσες και φουαγιέ καθώς και στους φημισμένους κάποτε δαιδαλώδεις αλλά με άριστη, πια, σήμανση, διαδρόμους συναντά κανείς ένα κοινό ανάμεικτο, ζωηρό, με έντονο το στοιχείο της δημιουργικότητας και του πειραματισμού, δεκτικό στις προκλήσεις, με ανοιχτούς καλλιτεχνικούς ορίζοντες και με υψηλή αισθητική. Οι ανανεωτές του, ωστόσο, υπήρξαν εξαιρετικά προσεκτικοί στο να διατηρήσουν τον σκληρό πυρήνα των παλαιών του υποστηρικτών και να μην απεμπολήσουν την ιδιόμορφη αρχιτεκτονική του προσωπικότητα για την οποία τόσο αγαπήθηκε αλλά και επικρίθηκε.
Το 1982 η Βασίλισσα Ελισάβετ εγκαινιάζοντας το κέντρο, το χαρακτήρισε ως «ένα από τα θαύματα του μοντέρνου κόσμου» και «πολύτιμο δώρο της δημοτικής αρχής του City στη χώρα». Τα επιτεύγματα της πρωτοπόρας και αμφιλεγόμενης αυτής τσιμεντούπολης φαίνεται πως τη δικαιώνουν, καθώς το Barbican αποτελεί πια αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας του παγκόσμιου πολιτισμού και αρχιτεκτονικής αλλά και του μέλλοντός τους.
Αγγελική Φαναριώτη
http://www.angelikifanarioti.com
Σχετικές Δημοσιεύσεις:
- Οι Rogers Stirk Harbour & Partners κερδίζουν το Stirling Prize για δεύτερη φορά ( 08 Νοέμβριος, 2009 )
- London Festival of Architecture 2010 ( 10 Ιούνιος, 2010 )