ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΜΑΤΙΕΣ

 

IN GREEKLISH

10 Μάιος, 2011

IN GREEKLISH

Στοιχεία καταγωγής της Νεώτερης Ελληνικής Αρχιτεκτονικής.

Του Πάνου Δραγώνα


Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί την εισαγωγή στο πρώτο μέρος του αφιερώματος «Νέοι αρχιτέκτονες στην Ελλάδα» το οποίο παρουσιάζεται στα Θέματα Χώρου + Τεχνών 42/2011. Το πρώτο μέρος του αφιερώματος περιλαμβάνει έργα των AREA Architecture Research Athens, decaARCHITECTURE, griik architects, if_untitled architects, KLAB architecture, K&K architects, PAAN architects, Point Supreme Architects, SPIROS IPapadimitriou ARCHITECTURE, Φίλιππος Φωτιάδης - We design. Το αφιέρωμα στο έργο των νέων αρχιτεκτόνων θα ολοκληρωθεί στον επόμενο τόμο των Αρχιτεκτονικών Θεμάτων 45/2011

 

dragonas.2011.05.1-1.jpg
[Εικόνα 1: Griots - Αθήνα, 12 Δεκεμβρίου 2008. Φωτογραφία: AP Photo/Bela Szandelszky. Πηγή: boston.com/bigpicture/]

 

Η κατάρρευση της "ισχυρής Ελλάδας"
Για την Ελλάδα η δεκαετία του 2000 έχει τρία ορόσημα:

Το καλοκαίρι του 2004 αποτελεί το ορόσημο της "ισχυρής Ελλάδας". Η επιτυχής διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων είναι η κορύφωση μιας περιόδου αισιοδοξίας και οικονομικής ανάπτυξης. Αντίστοιχα, ο Δεκέμβριος 2008 αποτελεί μια στιγμή βίαιης αφύπνισης. Η ελληνική κοινωνία υπνωτισμένη από τον ευδαιμονισμό των τελευταίων χρόνων συγκλονίζεται από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης και των κοινωνικών αναταραχών. Τέλος, η προσφυγή στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο την Άνοιξη 2010 σηματοδοτεί το τέλος της αυταπάτης της "ισχυρής Ελλάδας". Η κατάρρευση της οικονομίας και η αμφισβήτηση της εθνικής κυριαρχίας εισάγουν τη χώρα σε μια περίοδο ύφεσης και κατήφειας.

Η διεθνής οικονομική κρίση ξεσπά αιφνιδιαστικά το 2008. Όμως, η πολιτισμική και ιδεολογική κρίση της σύγχρονης Ελλάδας έχει διαφανεί αρκετά νωρίτερα. Η κρίση αυτή αποτελεί συνέπεια του φαινομένου της παγκοσμιοποίησης το οποίο κλιμακώνεται καθ' όλη τη διάρκεια της δεκαετίας. Η κινητικότητα της οικονομίας, των ανθρώπων και των πληροφοριών μειώνει τις γεωγραφικές αποστάσεις και συμβάλει στην αποδιάρθρωση των τοπικών ταυτοτήτων. Για την Ελλάδα οι κύριες διαστάσεις του φαινομένου είναι τρεις:

-Η τεχνητή οικονομική ανάπτυξη, που βασίζεται στο δανεισμό, ενθαρρύνει τη διάδοση των καταναλωτικών προτύπων και δημιουργεί έναν επίπλαστο ευδαιμονισμό. Στην κατεύθυνση αυτή είναι καθοριστικός ο ρόλος των τραπεζών και των μέσων μαζικής ενημέρωσης, τα οποία σε μεγάλο βαθμό διαμορφώνουν τα ανάλογα πρότυπα ζωής.
-Η τυφλή πίστη στις δυνατότητες της ελεύθερης οικονομίας οδηγεί στην ασυδοσία των διεθνών αγορών. Οι μακροχρόνιες θεσμικές αδυναμίες του ελληνικού πολιτικού συστήματος συμβάλουν στην υποχώρηση της αστικής ευθύνης και τελικά οδηγούν στη δραματική όξυνση των οικονομικών προβλημάτων.
-Το φαινόμενο της οικονομικής μετανάστευσης ανατρέπει την ανθρωπογεωγραφία των παραδοσιακά ομοιογενών ελληνικών πόλεων. Η άπειρη ελληνική κοινωνία εκμεταλλεύεται το προσφερόμενο εργατικό δυναμικό και αγνοεί τις κοινωνικές διαστάσεις του φαινομένου.

Τα παραπάνω προβλήματα βρίσκουν την αντανάκλαση τους στις ελληνικές πόλεις. Η δημιουργία νέων, μεγάλων και αμφιβόλου βιωσιμότητας, χώρων κατανάλωσης, η υποβάθμιση των παραδοσιακών δημόσιων χώρων και η δημιουργία θυλάκων παραβατικής συμπεριφοράς και εξαθλίωσης, οδηγούν στην αποσύνθεση του αστικού χώρου. Η ελληνική κοινωνία δείχνει αδύναμη να αντιμετωπίσει τα προβλήματα, αλλά και να αξιοποιήσει τις ευκαιρίες, που δημιουργεί το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης και οδηγείται σε μια πρωτοφανή οικονομική, περιβαλλοντική και πολιτισμική κρίση.

 

dragonas.2011.05.1-2.jpg
[Εικ.2: B. Tschumi, Μ. Φωτιάδης, Νέο Μουσείο Ακρόπολης. Πηγή: Αρχιτεκτονικά Θέματα 44/2010]

 

Η ιδεολογική σύγχυση της σύγχρονης αρχιτεκτονικής
Η δεκαετία του 2000 υπήρξε μια εξαιρετικά παραγωγική περίοδος για τη διεθνή αρχιτεκτονική. Οι αναπτυγμένες πόλεις επενδύουν σημαντικά κεφάλαια στην αρχιτεκτονική γοήτρου διεκδικώντας την αναβάθμιση τους στο διεθνή χάρτη. Πρόκειται για μια περίοδο μανιεριστικής επιδεξιότητας με κύριο χαρακτηριστικό τη μορφολογική εκζήτηση και την περιφρόνηση των οικονομικών και κατασκευαστικών περιορισμών. Η πλούσια αρχιτεκτονική παραγωγή συνοδεύεται από δύο φαινόμενα: Το πρώτο αφορά στη δημιουργία μιας ομάδας αστέρων αρχιτεκτόνων. Οι κορυφαίοι διεθνείς αρχιτέκτονες μονοπωλούν την πλειοψηφία των σημαντικών αναθέσεων και αντιμετωπίζονται από τα μέσα ενημέρωσης ως βασικοί συντελεστές της παγκόσμιας ποπ κουλτούρας. Το δεύτερο φαινόμενο αφορά στην κρίση του λόγου και της αρχιτεκτονικής ιδεολογίας. Η έρευνα γύρω από την αρχιτεκτονική απομακρύνεται από τα προβλήματα των πόλεων και επικεντρώνεται στη διερεύνηση νέων μορφολογιών. Είναι ακόμη ενδεικτικό ότι, μέχρι το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008, η αρχιτεκτονική πρωτοπορία έχει ουσιαστικά τεθεί στην υπηρεσία των απολυταρχικών ή ολιγαρχικών καθεστώτων της Κίνας και του Αραβικού κόσμου.

Η Ελλάδα δεν ακολουθεί τη διεθνή τάση επένδυσης στην αρχιτεκτονική παρά τα τεράστια ποσά που δαπανούνται για τις Ολυμπιακές υποδομές. Με την εξαίρεση μεμονωμένων αναθέσεων, οι αστέρες αρχιτέκτονες δεν επισκέπτονται την Ελλάδα παρά μόνο για ομιλίες σε κατάμεστα αμφιθέατρα.  Στο διάστημα αυτό οι θεωρήσεις της αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα από την πολιτεία, την αγορά και τον ακαδημαϊκό χώρο είναι διαφορετικές και αποκλίνουσες:[1]

Καθ' όλη τη διάρκεια της Ολυμπιακής προετοιμασίας η πολιτεία αντιμετωπίζει την αρχιτεκτονική μελέτη ως τυπική υποχρέωση ενός τεχνικού έργου. Η φτωχή κληρονομιά που άφησαν στην Αθήνα οι πολυδάπανοι ολυμπιακοί αγώνες σε συνδυασμό με την παρατεταμένη αδιαφορία της πολιτείας οδηγούν τη δημόσια αρχιτεκτονική σε αφανισμό.

Μέχρι το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, ο χώρος των ιδιωτικών έργων, και ιδιαίτερα της κατοικίας, παρουσιάζει αυξημένη δραστηριότητα και προσφέρει σημαντικές ευκαιρίες στους έλληνες αρχιτέκτονες. Η προβολή των νέων προτύπων κατανάλωσης και ευμάρειας από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης συμβάλει στην τόνωση του ενδιαφέροντος για την οικιακή αρχιτεκτονική. Οι παραπάνω συνθήκες αναγκάζουν πολλούς από τους ικανότερους έλληνες αρχιτέκτονες να εξαντλήσουν τη δυναμική τους στη  διαμόρφωση της αισθητικής της νεόπλουτης κοινωνικής ελίτ που αναδύεται κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων.

Στο ίδιο διάστημα, οι συνθήκες στον ακαδημαϊκό χώρο χαρακτηρίζονται από ρευστότητα. Το άνοιγμα τεσσάρων νέων αρχιτεκτονικών σχολών συμβάλει στον πολλαπλασιασμό του αριθμού των νέων αποφοίτων, αλλά και των καθηγητών αρχιτεκτονικής. Η ίδια περίοδος προσφέρει μια πρωτόγνωρη δυνατότητα συμμετοχής σε προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών, ανταλλαγής φοιτητών και επαγγελματικής πρακτικής, την οποία αξιοποιούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο οι νεώτεροι έλληνες αρχιτέκτονες.

Η διεύρυνση του ακαδημαϊκού χώρου στην Ελλάδα δεν συνοδεύτηκε από μια ανάλογη άνθηση του αρχιτεκτονικού λόγου. Κάτι τέτοιο, βέβαια, θα ήταν δύσκολο να συμβεί δεδομένου ότι οι διεθνείς συνθήκες δεν ενθαρρύνουν την ανάπτυξη της αρχιτεκτονικής θεωρίας. Διαπιστώνεται, όμως, μια πρόσθετη δυσκολία μετάδοσης του προβληματισμού που αναπτύσσεται στις τοπικές σχολές. Ο ακαδημαϊκός λόγος  δεν έχει ουσιαστική επίδραση ούτε στην αγορά αλλά ούτε και στην πολιτεία που, μέχρι το 2009, παραμένει αδιάφορη για τη σύγχρονη προβληματική του αστικού χώρου.

Η πιο ενδιαφέρουσα, όμως, μεταβολή αφορά στη μετατόπιση του κέντρου βάρους της αρχιτεκτονικής προβολής και ενημέρωσης. Μέχρι τη δεκαετία του 1990, τον κεντρικό ρόλο στην ενημέρωση των αρχιτεκτόνων κατείχαν τα αρχιτεκτονικά περιοδικά. Στα πρώτα χρόνια του 2000 το αυξημένο ενδιαφέρον της κοινής γνώμης εστιάζεται στα έντυπα μαζικής κυκλοφορίας τα οποία καλλιεργούν τα νέα καταναλωτικά πρότυπα και αναδεικνύουν την εμπορική διάσταση της αρχιτεκτονικής. Στα τέλη της δεκαετίας το ενδιαφέρον φαίνεται να μετατοπίζεται από τα έντυπα μέσα προς τα νέα διαδικτυακά ηλεκτρονικά μέσα. Η αρχιτεκτονική ενημέρωση γίνεται πλέον σε πραγματικό χρόνο μέσω των πολυάριθμων ιστοσελίδων και ιστολογίων του Διαδικτύου και είναι αποδεσμευμένη από το γεωγραφικό τόπο, τον ακαδημαϊκό χώρο που παραδοσιακά συνδράμει στην παραγωγή των αρχιτεκτονικών εντύπων, αλλά και την αγορά που χρηματοδοτεί τα μαζικά έντυπα μέσω των διαφημίσεων.

 

dragonas.2011.05.1-3.jpg
[Εικ.3: Α. Αγγελιδάκης, Cloud House]

 

Η "ψηφιακή" γενιά του 2000
Η γενιά που ξεκινάει τη σταδιοδρομία της τη δεκαετία του 2000 περιλαμβάνει δημιουργούς που μεγάλωσαν στη δυσλειτουργική ελληνική πόλη της δεκαετίας του 1980 και ενηλικιώθηκαν μέσα στο ευρύτερο κλίμα λαϊκισμού και ευδαιμονισμού των επόμενων χρόνων. Η γενιά αυτή στάθηκε ιδιαίτερα τυχερή κατά τη διάρκεια των σπουδών της, καθώς είχε αυξημένες δυνατότητες για ταξίδια, καλές μεταπτυχιακές σπουδές και επαγγελματικές εμπειρίες σε όλο τον κόσμο.

Πρόκειται ακόμη για την πρώτη γενιά που είναι απολύτως εξοικειωμένη, ήδη από τα χρόνια των σπουδών της, με τη χρήση των ηλεκτρονικών μέσων επικοινωνίας και αναπαράστασης. Η γενιά αυτή χρησιμοποιεί τα νέα μέσα, όχι μόνο για να σχεδιάσει, αλλά και για να ενημερωθεί, να επικοινωνήσει και να διαμορφώσει τη δημόσια εικόνα της. Τα διαδικτυακά ηλεκτρονικά μέσα αναιρούν τους γεωγραφικούς περιορισμούς και προσφέρουν τη δυνατότητα συνεργασίας με συναδέλφους σε άλλους τόπους. Στο σημείο αυτό είναι χαρακτηριστική η ετερογένεια των δημιουργικών ομάδων που παρουσιάζονται στο αφιέρωμα των Θεμάτων Χώρου + Τεχνών, οι οποίες περιλαμβάνουν μεγάλο αριθμό αρχιτεκτόνων που έχουν μεταναστεύσει ή μετακινούνται σε διαφορετικές πόλεις και διατηρούν τη δυνατότητα συνεργασίας τους χάρη στις νέες ψηφιακές τεχνολογίες.

Ένα κρίσιμο χαρακτηριστικό της νεώτερης γενιάς αρχιτεκτόνων είναι ο μεγάλος αριθμός των μελών της, ο οποίος προβλέπεται να αυξηθεί περισσότερο τα προσεχή χρόνια. Η αναβάθμιση του γοήτρου του αρχιτέκτονα και η αύξηση των εισακτέων στις αρχιτεκτονικές σχολές έχει οδηγήσει στον πολλαπλασιασμό του αριθμού των αρχιτεκτόνων που είναι πλέον δυσανάλογος του πληθυσμού της χώρας. Ο μεγάλος αριθμός αρχιτεκτόνων, η ετερογένεια των καταβολών τους και η όξυνση του ανταγωνισμού, καθιστούν δύσκολη τη διαμόρφωση νέων συλλογικοτήτων. Με τον τρόπο αυτό ευνοείται ο επαγγελματικός οπορτουνισμός ο οποίος συμβάλει στην αποσύνθεση της πολυπληθούς ελληνικής αρχιτεκτονικής κοινότητας.

 

dragonas.2011.05.1-4.jpg
[Εικ.4: Α. Αντονάς, Πρόταση για τον Πύργο του Πειραιά]

 

Greeklish αρχιτεκτονική
Οι πιο δυσδιάκριτες, αλλά και ενδιαφέρουσες, επιδράσεις του φαινομένου της παγκοσμιοποίησης στην αρχιτεκτονική είναι αυτές που αφορούν στους ίδιους τους δημιουργούς. Οι επιδράσεις αυτές απαιτούν το πέρασμα αρκετών χρόνων ώστε να διαπιστωθούν. Μέχρις ότου δηλαδή τα βιωματικά στοιχεία, οι  ακαδημαϊκές και πρώιμες επαγγελματικές εμπειρίες, μετουσιωθούν σε αρχιτεκτονικό έργο.

Μελετώντας τα έργα, τα βιογραφικά σημειώματα και το λόγο των νεώτερων αρχιτεκτόνων που παρουσιάζονται στο αφιέρωμα των «Θεμάτων Χώρου + Τεχνών», διαπιστώνουμε ότι οι αυξημένες δυνατότητες μετακίνησης, σπουδών και εργασίας ενισχύουν τη βαρύτητα των ετεροτοπικών αναφορών στην αρχιτεκτονική. Οι εξωγενείς επιδράσεις, όπως πχ από τη σκανδιναβική ή την ιαπωνική αρχιτεκτονική κουλτούρα ή οι αναφορές στο έργο σημαντικών αρχιτεκτόνων, εργοδοτών ή δασκάλων σε μεταπτυχιακά προγράμματα, είναι πολυπληθείς και καθοριστικές για τη διαμόρφωση της αισθητικής ιδεολογίας των νεώτερων αρχιτεκτόνων. Αντίστοιχα η αναδυόμενη ψηφιακή κουλτούρα του διαδικτύου πληθαίνει τις αναφορές σε πολιτισμικές εκφράσεις που δεν υπόκεινται σε γεωγραφικούς περιορισμούς[2]. Ο κινηματογράφος, η ποπ μουσική και η μόδα αποτελούν στοιχεία αναφοράς των αρχιτεκτόνων ήδη από τη δεκαετία του 1960. Στις μέρες μας έρχονται να προστεθούν οι νέες εκφραστικές δυνατότητες των ψηφιακών μέσων και των δικτύων. Ταυτόχρονα, οι ψηφιακές αναπαραστάσεις του χώρου, μέσα από προγράμματα χαρτογράφησης όπως το Google Earth ή τα συστήματα GPS, επηρεάζουν τη χωρική εμπειρία. Η αντίληψη του τόπου προκαθορίζεται από τις διαφορετικές δυνατότητες αναπαράστασης που εξοικειώνουν το χρήστη των σύγχρονων γεωγραφικών συστημάτων πληροφορικής με ένα σύνθετο πλέγμα πιθανών προορισμών.

Αντίστοιχα διαπιστώνουμε ότι η βαρύτητα των τοπικών ιδιαιτεροτήτων δεν είναι τόσο σημαντική στο έργο των νεώτερων αρχιτεκτόνων όσο στο παρελθόν. Είναι πλέον σαφές πως οι αναφορές στα ιδεολογήματα περί ελληνικότητας του 20ου αιώνα, τα οποία βασίζονταν σε μια ιδιαίτερη πρόσληψη του ελληνικού τόπου, δεν έχουν παρά ελάχιστη επίδραση στη σκέψη των αρχιτεκτόνων. Οι νεώτεροι έλληνες αρχιτέκτονες παρουσιάζουν μια διάθεση αποστασιοποίησης από τις τοπικές ιδιαιτερότητες. [3] Τα ετεροτοπικά και ατοπικά στοιχεία καταγωγής αποκτούν μεγαλύτερη βαρύτητα από τα τοπικά ή εθνικά χαρακτηριστικά που συνήθως αντιμετωπίζονται με καχυποψία. Σε μεγάλο βαθμό, η στάση αυτή οφείλεται στις εξωγενείς εμπειρίες της νέας γενιάς αρχιτεκτόνων που είχε τη δυνατότητα να απολαύσει τη θετική πλευρά του φαινομένου της παγκοσμιοποίησης.

Σήμερα, η σχέση των νεώτερων αρχιτεκτόνων με τον ελληνικό χώρο είναι κυρίως σωματική, ή για την ακρίβεια αισθητηριακή. Η σχέση αυτή αφορά κυρίως στην πρόσληψη χαρακτηριστικών φαινομένων του ελληνικού τοπίου, όπως το δυνατό φως, το νερό, ή το ανάγλυφο του εδάφους, τα οποία αποτελούν ένα διαχρονικό σύνολο αναφορών της ελληνικής αρχιτεκτονικής. Είναι ακόμη σαφές ότι η μοντέρνα παράδοση, η οποία διαμορφώθηκε καθ' όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα, παραμένει ακόμη ζωντανή και ισχυρή.[4] Η προσαρμογή των αρχών του μοντέρνου κινήματος στις ιδιαιτερότητες του ελληνικού τοπίου και των πόλεων αποτελεί μονόδρομο για την αρχιτεκτονική στην Ελλάδα καθώς συγκροτεί ένα σύνολο ουσιωδών και αποτελεσματικών απαντήσεων στους σύνθετους αισθητικούς, κατασκευαστικούς, οικονομικούς και πολεοδομικούς περιορισμούς που καθορίζουν την αρχιτεκτονική παραγωγή στη χώρα.  

Οι παραπάνω συνθήκες οδηγούν στη συγκρότηση μιας αρχιτεκτονικής έκφρασης όπου οι διαχρονικές τοπικές ιδιαιτερότητες, όπως τα χαρακτηριστικά του μεσογειακού τοπίου και η ελληνική μοντέρνα παράδοση, εμπλουτίζονται από ετεροτοπικές επιδράσεις και ατοπικά χαρακτηριστικά. Πρόκειται για μια κατάσταση εύθραυστης ισορροπίας η οποία μπορεί να οδηγήσει είτε σε μια μη αναστρέψιμη αλλοίωση της τοπικής ταυτότητας, είτε στην ανανέωση και τον εμπλουτισμό των χαρακτηριστικών της. Θα μπορούσαμε να προσεγγίσουμε αυτό το φαινόμενο δανειζόμενοι έναν όρο ο οποίος περιγράφει μια ανάλογη κρίση, αυτή της ελληνικής γλώσσας. Στους κύκλους των νέων, και ιδιαίτερα των εφήβων, που επικοινωνούν μέσω κινητών τηλεφώνων και ηλεκτρονικών υπολογιστών είναι εξαιρετικά διαδεδομένη η χρήση των Greeklish. Τα Greeklish δεν είναι, βέβαια, γλώσσα αλλά ένας ιδιόμορφος τρόπος γραφής των ελληνικών με λατινικούς χαρακτήρες και πυκνή χρήση αγγλικών λέξεων. Η εκτεταμένη χρήση των Greeklish εκφράζει την κρίση ταυτότητας που προκαλεί η παγκοσμιοποίηση. Εκφράζει όμως και τις συναρπαστικές αντιφάσεις της εποχής μας, την πολυπολιτισμικότητα και τη δυνατότητα επιλογών δίχως ιδεολογικά φορτία. Το ενδεχόμενο μιας Greeklish αρχιτεκτονικής θα μπορούσε σίγουρα να εκληφθεί ως ένα σημάδι κρίσης, ως μια ακόμη ένδειξη ιδεολογικής αδυναμίας και αποδιάρθρωσης της ελληνικής ταυτότητας. Κάτω όμως υπό ορισμένες προϋποθέσεις, θα μπορούσε να αποτελέσει και μια ισχυρή βάση για την ανακαίνιση της.

του Πάνου Δραγώνα

 

[1] Για τις αντιφατικές θεωρήσεις του αρχιτεκτονικού έργου στην Ελλάδα βλ. Π. Δραγώνας, "Στον μονόδρομο της μοντέρνας παράδοσης. Κριτική επισκόπηση της νεώτερης ελληνικής αρχιτεκτονικής, 1990-2004" στο Ο. Δουμάνης (Επιμ.), Σύγχρονη Αρχιτεκτονική στην Ελλάδα, Αθήνα: Αρχιτεκτονικά Θέματα, 2005, σσ.8-13.
[2] Το ζήτημα της καταγωγής του έργου των νεώτερων αρχιτεκτόνων εισάγεται από τον Δ. Φατούρο. Βλ. Δ. Φατούρος, Ίχνος Χρόνου. Αφηγήσεις για τη νεώτερη ελληνική αρχιτεκτονική, Αθήνα: Καστανιώτης, 2008, σσ.56-58.
[3] Το πρόβλημα ταυτότητας της νεώτερης ελληνικής αρχιτεκτονικής σκιαγραφεί σε ένα σύντομο κείμενο του ο Α. Τζώνης. Βλ. "ΔΟΜΕΣ 2010 Ελλάδα - Σύγχρονη Αρχιτεκτονική Έκδοση, έκθεση, βραβεία", ΔΟΜΕΣ 01/10 (2010), σσ.48-50.
[4] Βλ. Δραγώνας, ό.π.

 

Share |

Σχετικές Δημοσιεύσεις:

 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital