ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΜΑΤΙΕΣ

 

Άγχος και νοσταλγία:συμπτώματα της σύγχρονης ελληνικής αρχιτεκτονικής

08 Αύγουστος, 2008

Άγχος και νοσταλγία:συμπτώματα της σύγχρονης ελληνικής αρχιτεκτονικής

Η ελληνική αρχιτεκτονική των τελευταίων δεκαετιών, δείχνει ότι μπορεί όπως πάντα να αφομοιώνει εύκολα ό,τι εισάγεται ως νέο: μορφές, τεχνολογικούς νεωτερισμούς, τάσεις και προβληματισμούς.

Άγχος, μία κατάσταση δυσφορίας και κυρίως αγωνίας για το αναμενόμενο.

Νοσταλγία, κατάσταση κατά την οποία κυριαρχούν οι τάσεις επιστροφής σε κάτι που έχει εκλείψει, οι αναμνήσεις γεγονότων ή καταστάσεων που ανήκουν στο παρελθόν.

Η Ιστορία διηγείται, περιγράφει, ανοίγει νέους διάλογους και εμφανίζει αναπάντητα ερωτήματα που γίνονται με τη σειρά τους αφορμές για νέους προβληματισμούς. Δεν είναι αμερόληπτη καθώς εξαρτάται πάντοτε από τις επιλογές του ιστορικού και χαρακτηρίζεται έντονα από το στοιχείο του εφήμερου. Γι’ αυτό γράφεται και ξαναγράφεται, πολλαπλασιάζοντας έτσι συνεχώς τις ευκαιρίες για αναζητήσεις, επαναπροσδιορισμούς και νέες συσχετίσεις. Κάθε ιστορία στηρίζεται στη δικιά της ανάλυση και σύνθεση των δεδομένων στοχεύοντας στην αποκάλυψη και ερμηνεία των δυνάμεων και των συνθηκών εντός των οποίων εμφανίζονται οι εκάστοτε επιλογές. Είναι συνεπώς ευνόητο ότι αυτή η ιστορία, που επιδιώκει τον προσδιορισμό των αρχών και του περιεχομένου ενός έργου σε συνδυασμό με το θεωρητικό του πλαίσιο, με τις προθέσεις του δημιουργού και με τις συνθήκες στις οποίες αυτό εντάσσεται, αναπτύσσει στενούς δεσμούς με την κριτική. Έτσι, τα αποτελέσματα της ιστορικής έρευνας δεν θα πρέπει να οδηγούν στην διαμόρφωση σχεδιαστικών λύσεων αλλά να ενισχύουν τις προσπάθειες αυτογνωσίας.

Η ελληνική αρχιτεκτονική των τελευταίων δεκαετιών, δείχνει ότι μπορεί όπως πάντα να αφομοιώνει εύκολα ό,τι εισάγεται ως νέο: μορφές, τεχνολογικούς νεωτερισμούς, τάσεις και προβληματισμούς. Συγχρόνως, επιμένει να παρουσιάζει αδυναμία στην κριτική επεξεργασία των επιλογών της. Ο διάλογος, ανάμεσα στο έργο και στα χαρακτηριστικά των κοινωνικών δομών που επιτρέπουν την υλοποίηση του, δεν ευδοκιμεί με αποτέλεσμα να μην εμφανίζεται με διαύγεια η θέση και ο ρόλος της αρχιτεκτονικής στις παραγωγικές διαδικασίες. Οι αρχιτέκτονες μεμψιμοιρούν για την αδιαφορία της κοινωνίας προς αυτούς, αλλά το έργο τους δεν συμμετέχει σ’ αυτή τη διαμαρτυρία. Προσδοκούν ότι η δημιουργία τους θα εμφανίσει τις βαθύτερες σκέψεις τους, αλλά το έργο τους συνεχίζει να μην ανταποκρίνεται. Οι αρχιτέκτονες δεν αντιδρούν και το έργο τους το αποδεικνύει. Η ελληνική αρχιτεκτονική είναι «παραθετική», αντανακλά χωρίς να εξετάζει, δεν δομεί έναν συνεκτικό και διαρκή λόγο, αλλά αρκείται σε σύντομες αναφορές και σε σχολιασμούς. Οι αρχιτεκτονικές εκφράσεις τις περισσότερες φορές αποτελούν μορφολογικούς συνδυασμούς με λειτουργικές αιτιολογήσεις. Τείνουν να απαντήσουν άμεσα και ίσως βεβιασμένα στις συγκεκριμένες απαιτήσεις των πελατών, με αποτέλεσμα να παρουσιάζουν έντονα στοιχεία ασυνέχειας και να εκδηλώνονται συνήθως ως εφήμερες και περιστασιακές λύσεις. Στην Ελλάδα η αρχιτεκτονική δεν έχει βρει ακόμα τους παραγγελιοδότες εκείνους -εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων– που θα θελήσουν να τη χρησιμοποιήσουν ως εργαλείο σύνταξης και διατύπωσης των απόψεων τους και με τους οποίους ενδεχομένως δύναται να αναπτύξει έναν εποικοδομητικό, πολύπλοκο, έντονο και επίπονο διάλογο. Η σημερινή ελληνική κοινωνία ακόμα αναζητά από την αρχιτεκτονική να μεταφέρει στοιχεία από άλλες πραγματικότητες, τα οποία μετατρέπει σε πρότυπα μίμησης για εσωτερική κατανάλωση.

Τα ίδια συμπτώματα παρουσιάζει και η ιστορία της σύγχρονης ελληνικής αρχιτεκτονικής: εμμονή στην μορφολογική περιγραφή, έμφαση στην παρουσίαση των τεχνολογικών και λειτουργικών λεπτομερειών, αδυναμία πολύπλευρης ανάλυσης των δεδομένων και συσχετισμού τους με τις παραγωγικές διαδικασίες και τις ιδεολογικές ανακατατάξεις της χώρας, ασυνέχεια, δημοσιογραφικό σχολιασμό με έλλειψη εμβάθυνσης. Σπανίως ερευνά τις δομές ή τις πολιτικές εκείνες συμμαχίες που επιτρέπουν στην αρχιτεκτονική άλλοτε να υλοποιείται και άλλοτε να παραμένει στο στάδιο της πρότασης. Μέσα από τις σελίδες της σύγχρονης ιστοριογραφίας της ελληνικής αρχιτεκτονικής είναι περισσότερο εμφανής η «ανάγκη» για πιστοποίηση των μορφολογικών παραλληλισμών της ελληνικής με τη διεθνή αρχιτεκτονική παρά η κριτική ανάλυση της σε συνδυασμό με τα δεδομένα και τις συνθήκες του τόπου και του χρόνου. Η ιστορία συχνά επιχειρεί να είναι παραγωγική και αποτελεσματική, προβάλλοντας αρχιτεκτονικές αρετές από το παρελθόν ως λύσεις στα αδιέξοδα της σύγχρονης αρχιτεκτονικής. Είναι φανερό ότι η αρχιτεκτονική διακρίνει στην ιστορία ένα σύμμαχο που θα τη βοηθήσει να καταξιωθεί και να εδραιωθεί και όχι ένα κριτή που θα υπαγορεύει τρόπους αυτοαξιολόγησης και αυτοελέγχου. Η σύγχρονη αρχιτεκτονική αποστρέφει το βλέμμα από την ιστορική ανάλυση, τον κριτικό σχολιασμό, το θεωρητικό προβληματισμό, που μπορούν να γεννηθούν από τη συνεχή επεξεργασία των ατέλειωτων γιατί. Η δημιουργική αντιπαράθεση δεν υφίσταται ως συστατικό της ελληνικής αρχιτεκτονικής σκέψης, η οποία επιλέγει να συμβιβάζεται, να κρύβει τις αδυναμίες της, αντί να τις παρουσιάζει και να τις μετατρέπει σε πηγή στοχασμού. Για παράδειγμα, η «αισθητική» του σύγχρονου αρχιτεκτονικού έργου, συνδέεται επίμονα και αποκλειστικά με την ένταξη στο περιβάλλον, τη σύνδεση του παλιού με το νέο, τη μορφολογική επιρροή του Μοντέρνου, δίχως ποτέ να προβληθούν οι πραγματικές αιτίες που συνδέουν τη σημερινή αρχιτεκτονική –και όχι μόνο– με τα στοιχεία του τοπικισμού, του ιστορικισμού και την εναγώνια σχέση με την τεχνολογική εξέλιξη. Τέτοιες ηρεμιστικές ενέσεις είναι σίγουρο ότι παρηγορούν τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία και προσφέρουν αίσθηση ασφάλειας στην αρχιτεκτονική. Ας σημειωθεί ότι στην ελληνική αρχιτεκτονική κοινότητα οι ευκαιρίες έκφρασης της ιστορικής ανάλυσης είναι ελάχιστες και ακόμα λιγότερες οι δυνατότητες αντιπαράθεσης της με την ίδια την αρχιτεκτονική.

Οι σύγχρονοι αρχιτέκτονες εμφανίζονται πιεσμένοι και γεμάτοι άγχος για την επιβίωση στο εύθραυστο κλίμα της ελληνικής κοινωνίας, πράγμα που όμως δεν τους εμποδίζει να απολαμβάνουν τα προτερήματα ενός γλυκού ύπνου που μοιάζει τελικά με λήθαργο. Σε αυτή τη σκηνή, η ιστορία απλά ονειροβατεί. Απέναντι στο αδιέξοδο σύνδεσης της αρχιτεκτονικής με την ιστορία της και με σαφή την ανικανότητα της ιστορίας να αναπτύξει κριτικό λόγο, η τελευ- ταία περιορίζεται στο ρόλο του συμβούλου στα ζητήματα διατήρησης της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, στην περι- γραφική μελέτη αρχιτεκτονικών έργων προηγούμενων εποχών και στην προσπάθεια να καταξιωθούν μέσα από αναφορές και σχολιασμούς τα νεώτερα δείγματα της σύγχρονης αρχιτεκτονικής. Άγχος και νοσταλγία είναι τα συμπτώματα που παρουσιάζει η σύγχρονη ελληνική αρχιτεκτονική και η ιστορία της. Όμως, ελπίζουμε να είναι τα συμπτώματα μιας εφηβείας, όπου δικαιολογημένα κυριαρχεί το άγχος για την εποχή που έρχεται και νοσταλγία για όλα αυτά που χάθηκαν για πάντα.

«Ότι όμως η ζωή χρειάζεται τις υπηρεσίες της ιστορικής γνώσης, πρέπει να κατανοηθεί εξίσου καθαρά όσο και η πρόταση την οποία θα προσπαθήσουμε να αποδείξουμε αργότερα, ότι δηλαδή η υπέρμετρη ιστορική γνώση βλάπτει τη ζωή. Από τρεις απόψεις ανήκει η ιστορική γνώση στον ζωντανό άνθρωπο: του ανήκει εφόσον αυτός δρα και προσπαθεί, του ανήκει εφόσον διαφυλάσσει και τιμά κάτι, του ανήκει εφόσον πάσχει κι έχει ανάγκη να λυτρωθεί. Σ’ αυτή τη τριάδα των σχέσεων αντιστοιχεί μια τριάδα ειδών της ιστορικής γνώσης – αν μας επιτρέπεται να διακρίνουμε ένα μνημειακό, ένα αρχαιολατρικό και ένα κριτικό είδος ιστορικής γνώσης». Φρειδερίκος Νίτσε, Ιστορία και ζωή, 2ος Παράκαιρος στοχασμός, εκδ. Γνώση. 66 α

Βασιλική Πετρίδου, αρχιτέκτονας, αναπλ. καθηγήτρια Πανεπιστημίου Πατρών

φωτογραφία 1-Έντβαρντ Μουνχ , Εφηβεία 1894
φωτογραφία 2-φωτορεαλιστική αναπαράσταση του ολυμπιακού χωριού στους Θρακομακεδόνες.
Περιοδικό “Αρχιτέκτονες”
(με την ευγενική παραχώρηση της συγγραφέως)

Share |
 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital