ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΜΑΤΙΕΣ
19 Αύγουστος, 2014
Όψεις της ελληνικής αρχιτεκτονικής
Επισκόπηση του έργου Αναγνώσεις της ελληνικής μεταπολεμικής αρχιτεκτονικής του Παναγιώτη Τσακόπουλου.
Η πρώτη ματιά στο βιβλίο τού αρχιτέκτονα Παναγιώτη Τσακόπουλου με έκανε να σκεφτώ ότι πρόκειται για ένα σημαντικό, ογκώδες και εντυπωσιακό ιστοριογραφικό έργο, ανάλογο -τηρουμένων των αναλογιών- μόνο με την ανυπέρβλητη Νεοελληνική Αρχιτεκτονική τού Δημήτρη Φιλιππίδη. Μια πολύ προσεγμένη έκδοση στην ελληνική και την αγγλική γλώσσα -απαραίτητη προϋπόθεση για τη συμμετοχή ενός έργου στη διεθνή αρχιτεκτονική έρευνα- που εξετάζει με κριτικό πνεύμα γεγονότα και δραστηριότητες που κατεγράφησαν στην αρχιτεκτονική πραγματικότητα τής μεταπολεμικής Ελλάδας, μέσα από το έργο 18 αρχιτεκτόνων και αρχιτεκτονικών γραφείων που δραστηριοποιήθηκαν στην Ελλάδα στο δεύτερο ήμισυ τού 20ού αιώνα και ανήκουν σε διαφορετικές γενιές και αρχιτεκτονικές τάσεις.
Αυτή ακριβώς η βαθειά διερευνητική κριτική ματιά τού συγγραφέα (αποτέλεσμα ειδικών μεταπτυχιακών σπουδών και μακρόχρονης ενασχόλησής του με το θέμα) με κάνει να πιστεύω ότι ο ελληνικός τίτλος τού βιβλίου (αναγνώσεις) κατά κάποιον τρόπο αδικεί το σημαντικό αυτό εγχείρημα, ενώ ο αγγλικός (reflections) αποδίδει καλύτερα την ουσία τού ερευνητικού έργου. Πρόκειται για αναστοχασμούς καταγεγραμμένους σ' ένα πυκνογραμμένο και πυκνά εικονογραφημένο βιβλίο που δομείται σε δυο αλληλένδετα μέρη, τα οποία, ωστόσο, θα μπορούσαν να αποτελούν και αυτόνομα δοκίμια. Πράγματι, το δεύτερο μέρος -στο οποίο εξετάζεται η σχεδιαστική ποιητική γραφή 18 αρχιτεκτόνων και αρχιτεκτονικών γραφείων- στηρίζεται σε αντίστοιχα κριτικά κείμενα (επανεπεξεργασμένα και επικαιροποιημένα) που έχει δημοσιεύσει ο συγγραφέας, από το 2007 έως σήμερα, στο πλαίσιο της δραστηριότητάς του ως διευθυντής σύνταξης τού περιοδικού Ελληνικές Κατασκευές. Το πρώτο μέρος, αντιθέτως, γράφτηκε τα τελευταία τέσσερα χρόνια ειδικά για την παρούσα έκδοση και αποτελεί κριτική επισκόπηση τής ευρύτερης μεταπολεμικής αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα, ένα απαραίτητο εγχείρημα το οποίο οικοδομεί και προτείνει ένα ιστορικό πλαίσιο που καταγράφει με διαλεκτικό τρόπο τις σχέσεις, τις «ανταποκρίσεις» που δημιουργούνται (συνειδητά ή μη, εμμέσως ή απ' ευθείας) και που επιτρέπει έτσι την ένταξη των επιμέρους έργων των 18 σε μια εθνική ή/και παγκόσμια συλλογική εμπειρία.
Δεν ξέρω αν η επιλογή τού αριθμού 18 είναι τυχαία -ανακαλώ στη μνήμη μου τα 18 Κείμενα (λογοτεχνία) ή τις 18 ιδέες για το ελληνικό Περίπτερο στη Μπιενάλε τής Βενετίας- και εν τέλει η επιλογή τού αριθμού ίσως δεν είναι και τόσο σημαντική. Όμως, τα δύο θεμέλια κριτήρια τής επιλογής των 18 που, καθώς αναφέρει ο Παναγιώτης Τσακόπουλος, είναι η μη αυτονόητη ένταξη στα κυρίαρχα ρεύματα και η περιορισμένη προβολή τους στην κριτική ιστοριογραφία, δημιουργούν και τις πρώτες ενστάσεις: Αν τα κριτήρια αυτά ισχύουν στον έναν ή στον άλλο βαθμό για περίπου δέκα περιπτώσεις, στις υπόλοιπες είναι δύσκολο να τα ανιχνεύσουμε. Αυτό το γνωρίζει πολύ καλά και ο ίδιος ο συγγραφέας, παραθέτοντας κάποιες επεξηγήσεις, προφανώς καλώς νοούμενου υποκειμενικού χαρακτήρα, οι οποίες ωστόσο δεν αναιρούν κάποιες απορίες και αντιρρήσεις μας. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι η επιλογή δεν είναι «αντικειμενική», ούτε θα μπορούσε ή θα έπρεπε να είναι, απλούστατα γιατί, παρ' όλες τις κατεστημένες διαβεβαιώσεις περί τού αντιθέτου, δεν μπορεί να υπάρξει αντικειμενική κριτική, ιστορική καταγραφή και αφήγηση. Άρα, τα κριτήρια και η συνακόλουθη επιλογή είναι κυρίως προσωπική, ενταγμένη σε αυτό που αποκαλείται «έντιμη υποκειμενικότητα».
Οι 18 περιπτώσεις αποτελούν για τον Τσακόπουλο «υποδείγματα» (αυτό που ονόμαζαν οι αρχαίοι Ρωμαίοι exempla) που του επιτρέπουν να αρθρώσει τον κριτικό του λόγο, την προσωπική του οπτική γωνία, μέσα από την οποία εξετάζει το αρχιτεκτονικό φαινόμενο στη μεταπολεμική Ελλάδα. Αυτό για μένα αρκεί, με αφήνει δηλαδή (προσωρινά τουλάχιστον) αδιάφορο γιατί εξετάζεται το έργο των συγκεκριμένων αρχιτεκτόνων και όχι κάποιων άλλων. Με ενδιαφέρει πρωτίστως ό τρόπος με τον οποίο γίνεται αυτή η κριτική και αν μας βοηθάει στην κατανόηση τής αρχιτεκτονικής εμπειρίας στην πατρίδα μας. Η απάντηση που δίνω είναι ανεπιφύλακτα καταφατική. (Εδώ να σημειώσω εν παρόδω ότι συνεχίζω να διατηρώ τις επιφυλάξεις μου σχετικά με την ύπαρξη «ελληνικής αρχιτεκτονικής» (όπως έχουμε συνηθίσει να λέμε και όπως μας διαβεβαιώνει ο τίτλος τού βιβλίου) και προτιμώ να μιλώ για «αρχιτεκτονική που υλοποιείται στην Ελλάδα». Μεγάλη συζήτηση που ξεφεύγει από τους σκοπούς αυτής τής παρουσίασης.)
Επιστρέφοντας στην ουσία αυτής τής σημαντικής μελέτης, θα ήθελα εξ αρχής να τονίσω, σχετικά με το δεύτερο μέρος, τη σημασία τής αντίληψης της Ιστορίας ως καταγραφής των ποιητικών γραφών, των μονογραφιών των πρωταγωνιστών, πρωταγωνιστών πραγματικών σε μια δεδομένη ιστορική στιγμή και πρωταγωνιστών εν δυνάμει. Κυρίως αυτών των τελευταίων, αφού, πιστεύω, βασικό επιστημονικό καθήκον ενός ιστορικού είναι η ανάδειξη των νέων φωνών, χωρίς βιασύνη και με αυστηρό κριτικό πνεύμα, η ανάδειξη, όπως λέει ο Τσακόπουλος, θραυσμάτων αρχιτεκτονικής που μέχρι σήμερα «υποφωτίζονταν».
Αποδίδοντας μεγάλη σημασία στη διαμόρφωση των αρχιτεκτόνων για τη μετέπειτα σχεδιαστική επαγγελματική δραστηριότητά τους, ο συγγραφέας αναφέρεται επί τροχάδην αλλά με ουσιαστικό τρόπο στις αρχιτεκτονικές σπουδές στην Ελλάδα, αρχικώς στο ΕΜΠ (από το 1917 έως σήμερα) και εν συνεχεία, μεταπολεμικώς (1956) και στην Πολυτεχνική τού ΑΠΘ. Δεν υπάρχει αναφορά στις τέσσερεις νέες αρχιτεκτονικές σχολές (Πάτρα, Βόλος, Ξάνθη, Χανιά) απλούστατα επειδή κανείς από τους 18 δεν έχει σπουδάσει σε αυτές. Να τονίσουμε πάντως ότι πολλοί εξ αυτών έχουν βασικές σπουδές στο εξωτερικό και ορισμένοι μεταπτυχιακές.
Για την καλύτερη διερεύνηση τού έργου των επιλεγμένων γραφείων, ο συγγραφέας τα εντάσει στην ευρύτερη εμπειρία τής μεταπολεμικής αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα, την οποία υποδιαιρεί σε τέσσερις ενότητες (συνιστώσες), προσφεύγοντας σε κριτικές κατηγορίες προερχόμενες από το παρελθόν, πολύ κοντά στους γνωστούς "ισμούς", κατηγοριοποίηση για την οποία διατηρώ τις επιφυλάξεις μου αναφορικά με τον επιστημονικό χαρακτήρα και την αποτελεσματικότητά της. Νομίζω, δηλαδή, ότι δεν υπάρχει λόγος να στριμώχνει κάποιος το έργο ενός αρχιτέκτονα σε κάποιο ρεύμα ή ομάδα ή πνευματική οικογένεια (εκτός αν ο ίδιος ο δημιουργός το επιθυμεί και το δηλώνει ευθαρσώς), αφού -μεταξύ άλλων- στο πλαίσιο τής ίδιας αρχιτεκτονικής εμπειρίας πολλοί εκ των πρωταγωνιστών, όπως παρατηρεί και ο Τσακόπουλος, αλλάζουν ρότα και πειραματίζονται σε νέους τρόπους προσέγγισης και υλοποίησης τής αρχιτεκτονικής ιδέας.
Οι συνιστώσες κατά τον συγγραφέα είναι οι εξής: 1. Ο ελληνικός φονξιοναλισμός τής περιόδου 1955-70, 2. Η ελληνική εκδοχή τού μπρουταλισμού (ή νεομπρουταλισμού, 1960-75), 3. Η άρνηση των φορμαλισμών και η αναζήτηση τού αρχέτυπου και του διαχρονικού, 4. Διαφορετικές προσεγγίσεις με στόχο την επαναδιατύπωση τού μοντερνιστικού συντακτικού. Επίσης, κατά τον συγγραφέα, υπάρχουν δύο περιπτώσεις που δεν μπορούν να ενταχθούν στις ανωτέρω 4 κατηγορίες: το έργο τού Ιωάννη Δεσποτόπουλου και εκείνο των αδελφών Μπίρη, στην ουσία τού Τάσου Μπίρη, αφού, δυστυχώς, ο Δημήτρης Μπίρης απεβίωσε το 2002.
Σε αυτό το σημείο να σημειώσω ότι είναι πολύ σημαντική (και γίνεται, νομίζω, για πρώτη φορά) η διερεύνηση και καταγραφή τής παρουσίας αυτών των 18 αρχιτεκτόνων και αρχιτεκτονικών γραφείων σε ειδικές επιστημονικές εκδόσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Μεταξύ άλλων, αυτή η παρουσία θα μπορούσε να ερμηνεύσει και να ενισχύσει την ορθότητα, a posteriori, και της συμμετοχής τους στην έρευνα που καταγράφεται στην παρούσα έκδοση. Επίσης, καλά επεξεργασμένη είναι η τεκμηρίωση των θέσεων και απόψεων τού Τσακόπουλου, και συνίσταται στην ενδελεχή μελέτη των ελληνικών επιστημονικών περιοδικών για την αρχιτεκτονική, της ελληνικής και ξένης βιβλιογραφίας αλλά και του αρχειακού, ανέκδοτου υλικού που έθεσαν στη διάθεσή του οι αρχιτέκτονες (και, στην περίπτωση των Δεσποτόπουλου και Γεωργιάδη, τα Αρχεία Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής του Μουσείου Μπενάκη) καθώς και οι συνομιλίες μαζί τους.
Θα επιχειρήσω στη συνέχεια να συνοψίσω τις βασικές συντεταγμένες αυτής τής σημαντικής μελέτης, μέσω τής σύντομης εξέτασης των επιμέρους κεφαλαίων της. Το πρώτο μέρος τού βιβλίου αποτελείται από 3 κεφάλαια, τα οποία υποδιαιρούνται σε ενότητες, που θα εξεταστούν συνολικά: 1. Η εκπαίδευση και το έργο, 2. Γενεαλογικές συσχετίσεις, 3. Οι 18 στην ελληνική βιβλιογραφία. Στο πρώτο κεφάλαιο εξετάζεται η σχέση μεταξύ εμπειρίας των σπουδών και διαμόρφωσης τής ποιητικής γραφής. Είναι ενδεικτικό ότι πολλοί από τους αρχιτέκτονες που επιλέγονται έχουν σπουδάσει στο εξωτερικό, είτε σε προπτυχιακά είτε σε μεταπτυχιακά προγράμματα. Το γεγονός αυτό τους έδωσε την ευκαιρία να έρθουν σε επαφή με τις ιδέες που αναπτύσσονταν εκείνη την εποχή, συχνά δε και με τους ίδιους τους συντελεστές τού αρχιτεκτονικού διαλόγου και των νέων σχεδιαστικών αναζητήσεων. Επίσης, η επαγγελματική εμπειρία που απέκτησαν ορισμένοι εξ αυτών (σχεδιαστική, κατασκευαστική) μεταφέρεται, άμα τη επιστροφή, και στα καθ' ημάς, προσαρμοσμένη προφανώς (τόσο ως αντίληψη όσο και ως τεχνογνωσία) στην ιδιαίτερη κατάσταση που επικρατεί στον τόπο μας.
Μόνον δύο αρχιτέκτονες (Τάσος Κωτσιόπουλος και Ρένα Σακελλαρίδου) έχουν σπουδάσει στην Αρχιτεκτονική τής Θεσσαλονίκης και στο έργο τους διακρίνονται εμφανώς οι ευρύτεροι πολιτιστικοί προσανατολισμοί που συγκροτούν την «ιδιόρρυθμη ταυτότητα» τού Τμήματος. Είναι χαρακτηριστικό ότι και οι δύο εν συνεχεία θα σταδιοδρομήσουν, παράλληλα με την έντονη επαγγελματική ενασχόληση, ως διδάσκοντες στο ΑΠΘ. Η ιδιαιτερότητα αυτή χαρακτηρίζει την πλειονότητα των επιλεγμένων αρχιτεκτόνων και δίνει οριστική απάντηση σε όσους υποστηρίζουν κάποια αντιφατική σχέση μεταξύ θεωρίας και πρακτικής.
Διαφορετική ιστορική διαδρομή θα ακολουθήσει η Σχολή Αρχιτεκτόνων τού ΕΜΠ. Ο Τσακόπουλος την εξετάζει ανά χρονικά διαστήματα (δεκαετία τού '30, δεκαετία τού '40, δεκαετίες τού '50 και '60, μεσοδιάστημα 1970-1985). Κατά την πρώτη περίοδο μόνον ένας αρχιτέκτων εκ των 18 σπουδάζει στην Αρχιτεκτονική τού ΕΜΠ, ο Σπύρος Στάικος (1929-1934). Ο χαρακτήρας της Σχολής αυτή την περίοδο είναι κυρίως τεχνοκρατικός, παρά την παρουσία «εκπροσώπων» τής αντίληψης μποζάρ (Beaux-Arts), ενώ γίνεται αποδεκτή η αρχιτεκτονική εκδοχή τής μοντέρνας κοσμοαντίληψης, πράγμα που καταγράφεται αμέσως στον κτιριακό πολιτισμό τής εποχής. Στη δεκαετία τού '40 σπουδάζουν ο Αντώνης Γεωργιάδης και ο Κωνσταντίνος Δεκαβάλλας, ο οποίος θα εξελιχθεί, πιστεύω, σε έναν από τους σημαντικότερους δασκάλους τού αρχιτεκτονικού σχεδιασμού. Την περίοδο αυτή κυριαρχεί η συχνά ισοπεδωτική αντίληψη τής σχολής Μπάουχαους (Bauhaus) και των ανιστόρητων αξιωμάτων τού διεθνούς φονξιοναλισμού. Ωστόσο, οι αμερικανικές μεταπτυχιακές σπουδές και η εμπειρία που αποκομίζει ο Δεκαβάλλας από την εκεί παραμονή του θα τον οδηγήσουν σε πιο ήπιες, ορθά ενταγμένες, κατασκευές.
Στα πρώτα χρόνια τής επόμενη εικοσαετίας, μια εποχή δύσκολη στον απόηχο τού εμφυλίου, θα σπουδάσουν άλλοι δυο, ο Βασίλης Γρηγοριάδης (1950-56) και ο Νίκος Καλογεράς (1954-58), που θα ακολουθήσει παράλληλη επιτυχή πανεπιστημιακή σταδιοδρομία η οποία θα τον οδηγήσει στην Προεδρία τού Τμήματος Αρχιτεκτόνων (η καλύτερη, πιστεύω, αφού επί της εποχής του η Σχολή θα ανοίξει τις έως τότε ερμητικά κλειστές πόρτες της στις διεθνείς αναζητήσεις, προσκαλώντας γνωστούς πρωταγωνιστές τής παγκόσμιας αρχιτεκτονικής σκηνής, όπως ο Άλντο Ρόσι). Η Σχολή, στο πρώτο ήμισυ αυτής της εικοσαετίας, χαρακτηρίζεται από αντιμοντέρνο συντηρητισμό (η απομάκρυνση τού Ι. Δεσποτόπουλου είναι εύγλωττη), ενώ, όπως συχνά συμβαίνει, στην επόμενη -που ταυτίζεται χρονολογικά με τη λεγόμενη αθηναϊκή άνοιξη τής ελληνικής αρχιτεκτονικής- θα επικρατήσουν ολοκληρωτικά (με όλες τις σημασίες τής λέξης) οι αρχές τού μοντερνισμού, δυστυχώς στη Μπαουχάους εκδοχή τους. Σε αυτή την περίοδο θα σπουδάσει μεγάλο μέρος από τους 18: Δημήτρης Κατζουράκης, Γρηγόρης Τσαμπέρης, Γιάννης Κανετάκης (1956-62), Λάζαρος Καλυβίτης, Γιώργος Λεονάρδος (1958-63), Τάσος (1961-66) και Δημήτρης Μπίρης (1962-67).
Η παρουσία στη Σχολή ως διδασκόντων τριών σημαντικών αρχιτεκτόνων και δασκάλων (Κυπριανός Μπίρης, Θουκιδίδης Βαλεντής, Ιωάννης Δεσποτόπουλος), καθώς και η πρόσκληση για διδασκαλία (1957-59) τού συνεργάτη τού ανυπέρβλητου δασκάλου Μις φαν ντερ Ρόε και καθηγητή στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο τού Ιλινόι (IIT) Τζέιμς Σπέγερ (James Speyer), θα δημιουργήσουν το κατάλληλο κλίμα για έναν νέο προοδευτικό προσανατολισμό στο απηρχαιωμένο πρόγραμμα σπουδών.
Τέλος, στο μεσοδιάστημα 1970-1985, καταγράφεται η μαζικοποίηση τής Σχολής (καμία, βεβαίως, σχέση με αντίστοιχες ευρωπαϊκές εμπειρίες, ιδίως εκείνη τής Ιταλίας), αφού, όπως λέει ο Δημήτρης Φατούρος και αναφέρει ο συγγραφέας, «από ένα σύνολο 1500 αποφοίτων τής Σχολής τής Αθήνας, αποφοίτησαν συνολικά τη δεκαετία 1962-72 τόσοι όσοι στα σαράντα πέντε προηγούμενα χρόνια (1917-62)». Κύριο χαρακτηριστικό, εν αντιθέσει προς τη Σχολή τής Θεσσαλονίκης, παραμένει η απουσία συστηματικής θεωρητικής προσέγγισης τής αρχιτεκτονικής σύνθεσης και η θεοποίηση τής κατασκευαστικής εμπειρίας. Στα πρώτο μέρος αυτής τής περιόδου, που σχεδόν συμπίπτει με τα χρόνια τής στρατιωτικής δικτατορίας, θα σπουδάσουν άλλοι δύο εκ των 18, ο Γιάννης Κίζης (1966-71) και ο Μιχάλης Μανιδάκης (1969-74), δεχόμενοι την επίδραση παλαιών δασκάλων, όπως οι Βαλεντής και Κ. Μπίρης αλλά και νεοτέρων, όπως ο Νίκος Εγγονόπουλος. Ωστόσο, λίγο μετά, η γενική ποιότητα των σπουδών, λόγω τής αποχώρησης των δασκάλων, θα βρεθεί στο ιστορικό ναδίρ και ελάχιστες εξαιρέσεις θα επιχειρήσουν να σώσουν κάπως την κατάσταση.
Μετά την πτώση τής Χούντας καταγράφεται μια γενική ανανέωση...
Μετά την πτώση τής Χούντας καταγράφεται μια γενική ανανέωση, με διεργασίες που συντελούνται χάρη στην εκ νέου παρουσία στη Σχολή τού Ιωάννη Λιάπη. Αρνητική, κατά τη γνώμη μου, η έντονη πολιτικοποίηση και η στροφή προς μια αντίληψη τής αρχιτεκτονικής που θέτει στο κέντρο της κοινωνιολογικές αναλύσεις. Η περίοδος 1973-1983, καθώς λέει ο Παναγιώτης Τσακόπουλος, «συνιστά για τη συνέχεια τής αρχιτεκτονικής εκπαίδευσης στη Σχολή τής Αθήνας ένα ρήγμα, που παρόμοιό του δεν παρήχθη ούτε στη διάρκεια τής γερμανικής κατοχής αλλά ούτε και στα μετεμφυλιοπολεμικά χρόνια». Ο λεγόμενος Νόμος-πλαίσιο (Ν. 1268/1982) θα ισοπεδώσει τα πάντα και θα οδηγήσει, τα πανεπιστήμια γενικώς, στην άθλια κατάσταση που όλοι γνωρίζουμε.
Στο δεύτερο κεφάλαιο, όπως προϊδεάζει ο τίτλος του, επιχειρείται η συσχέτιση των 18 περιπτώσεων που εξετάζονται με το πολιτιστικό συγκείμενο στο οποίο εντάσσονται, το λεγόμενο μιλιέ (milieu), τοπικό η/και διεθνικό, καθώς και πιθανές μεταξύ τους σχέσεις και «ανταποκρίσεις». Η ένταξη, εκ μέρους τού συγγραφέα- ερευνητή, των ομάδων σε πέντε, θα λέγαμε, σχολές σκέψης ή πολιτιστικές/σχεδιαστικές τάσεις ανοίγει μια μεγάλη συζήτηση. Όμως δεν είναι ο κατάλληλος χώρος για μια τέτοιου είδους κριτική αντιπαράθεση, γι' αυτό λοιπόν θα την αποφύγω. Να σημειώσω, απλώς, ότι και ο ίδιος ο συγγραφέας αναγνωρίζει, ακόμη και στο προσωπικό πλαίσιο μιας ιδιαίτερης σχεδιαστικής εμπειρίας, αλλαγές, εξελίξεις, οπισθοδρομήσεις, αυτοκριτικές. Παρατηρούμε συχνά διαφορετικού είδους αισθητικές επιλογές και καλλιτεχνικές εκφράσεις στο έργο τού ίδιου δημιουργού, που θα οδηγούσαν στην αέναη μετατόπισή του από τη μία ομάδα στην άλλη. Είχα την ευκαιρία να σημειώσω και αλλού ότι, στο σχετικά κοντινό παρελθόν, πριν μια ή δυο δεκαετίες, αυτό εθεωρείτο αρνητικό για την αξιολόγηση κάποιου αρχιτέκτονα, η έλλειψη, δηλαδή, αναγνωρίσιμου ύφους, το οποίο θα εξελισσόταν, φυσικά, μέσα στον χρόνο, δίχως, όμως, ριζικές αλλαγές πλεύσης. Ωστόσο, αυτή η οπτική γωνία δείχνει να έχει απολέσει την ισχύ της και έτσι η αρχιτεκτονική κριτική (θα έπρεπε να) προσανατολίζεται σε άλλους είδους παραμέτρους για την αξιολόγηση του συνολικού έργου των δημιουργών - κυρίως μέσω της αξιολόγησης των κάθε φορά νέων έργων τους.
Ο συγγραφέας αισθάνεται την ανάγκη να επεξηγήσει και να διευκρινίσει τη μεθοδολογική του επιλογή, που προφανώς έχει εργαλειακό χαρακτήρα: «Η απόπειρα κατάταξης τού έργου των 18 σε περιόδους και σε αντίστοιχα ρεύματα δεν έχει ως σκοπό την οριστική κατηγοριοποίησή του ή αναγκαστικά την απόδοση προθέσεων στούς δημιουργούς. Κύριος στόχος του είναι η διερεύνηση συγγενειών, οριζόντιων και κατακόρυφων, διεθνών και γηγενών, η αναζήτηση των εκπαιδευτικών καταβολών, η μεθοδική κατανόηση τού αρχιτεκτονικού έργου. (...) Οι συσχετίσεις στο έργο των 18 μπορούν να αναζητηθούν και σε επί μέρους παραμέτρους τής δουλειάς τους. (...)».
Ο Τσακόπουλος αναφέρει ως παράδειγμα αυτής της ατέρμονης εναλλαγής μορφοπλαστικών επιλογών το έργο τού Σπύρου Στάικου (μοντερνιστής, ακαδημαικός, λειτουργιστής, ιστορικιστής), αλλά, πιστεύω -όπως και ο συγγραφέας, εξάλλου- ότι δεν είναι η μοναδική περίπτωση. Μια τέτοιου είδους σχεδιαστική συμπεριφορά ούτε αντιφατική είναι ούτε αρνητική. Μάλιστα, κάποιες φορές η αλλαγή αυτή σημαίνει ανανέωση τού εκφραστικού τρόπου και, όταν είναι αυθεντική, όταν δηλαδή δεν ακολουθεί άκριτα μόδες και συρμούς, αποτελεί ένδειξη μεγαλείου τής αρχιτεκτονικής ποιητικής γραφής. Έχει μεγάλη σημασία η ανίχνευση και εν συνεχεία η καταγραφή στοιχείων που ενυπάρχουν διαχρονικά στο έργο των 18, όπως, για να χρησιμοποιήσω τον όρο τού συγγραφέα, η «κατασκευαστική αίσθηση». Ιδιαίτερη αξία έχει επίσης η παντελής απουσία, στην πλειονότητα των έργων, τής λεγομένης "ελληνικότητας", έννοια που τόσο ταλαιπώρησε την αρχιτεκτονική κριτική στην πατρίδα μας.
Η ενότητα «Γενεαλογικές συσχετίσεις» αναπτύσσεται μέσα από υποενότητες, που με τη σειρά τους συχνά υποδιαιρούνται σε αυτόνομα μέρη: 1. Όψεις τού ελληνικού φονξιοναλισμού (Τρείς αρχιτέκτονες τής ανοικοδόμησης, Κωνσταντίνος Δεκαβάλλας), 2. Η κοινωνική διάσταση τής αρχιτεκτονικής και ο μπρουταλιστικός μανιερισμός (Η κοινωνική διάσταση τής αρχιτεκτονικής, Δομική εκφραστικότητα, Μπρουταλιστικός μανιερισμός, Η τεχνολογία ως «τόπος»), 3. Η αινιγματική απουσία τού Ιωάννη Δεσποτόπουλου, 4. Η επιστροφή στην αυθεντικότητα τής καταγωγής (Η αρχιτεκτονική ως θεολογία, Η περίπτωση των Καλλιγά, Το κτίριο ως φύση), 5. Η απενοχοποίηση τής αρχιτεκτονικής μορφολογίας: τυπολογικός και μορφολογικός εκλεκτικισμός, 6. Η "συνδετήρια αχρονικότητα" ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον, 7. Η νέα εξωστρέφεια τής ελληνικής αρχιτεκτονικής (Επίλογος. Για μια αρχιτεκτονική τού νοήματος).
Παρ' όλο που κατά την εικοσαετία 1955-75 η οικοδομική δραστηριότητα (ιδιωτική και δημόσια) καθίσταται η «ατμομηχανή» τής ευρύτερης οικονομικής ανάπτυξης, εξαιρουμένων των γνωστών περιπτώσεων, όπως τονίζει ο συγγραφέας, «γνωρίζουμε ακόμη ελάχιστα για τη "λειτουργική" αρχιτεκτονική αυτής τής περιόδου». Μέσω προφανών σχηματοποιήσεων, το σύνολο των έργων αυτής τής περιόδου έχει καταταγεί στην αισθητική κατηγορία τού διεθνούς φονξιοναλισμού (λειτουργισμού). Η γνωστή αθηναϊκή πολυκατοικία τής αντιπαροχής αποτελεί το Leitmotiv αυτού τού -για να θυμίσω τα λόγια τού Αλέξανδρου Χριστοφέλλη- «μικροαστικού έπους της ελληνικής μεταπολεμικής αρχιτεκτονικής».
Εν συνεχεία αναφέρεται συνοπτικά ο ρόλος τού Κωνσταντίνου Δεκαβάλλα, το έργο τού οποίου -σύμφωνα με τον Τσακόπουλο- αποτελεί ιδιαίτερη περίπτωση που σηματοδοτεί την αρχιτεκτονική τής περιόδου.
Στη δεκαετία τού '70 (ιδιαίτερα στα χρόνια τής δικτατορίας) η ανεξέλεγκτη οικοδομική δραστηριότητα θα οδηγήσει στην ποιοτική υποβάθμιση τού αρχιτεκτονικού έργου και στον εκφυλισμό τού, έτσι κι αλλιώς προβληματικού, φονξιοναλισμού. Η επίδραση τού Λε Κορμπιζιέ στη μεταπολεμική αρχιτεκτονική που σχεδιάζεται και υλοποιείται στην Ελλάδα είναι μεγάλη, μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις είναι καθοριστική έως βαθμού ισοπέδωσης. Η συνθετική έρευνα τού γαλλοελβετού δασκάλου προσαρμόζεται εύκολα στα καθ' ημάς, ενώ συνεργεί στην ανάδειξη τού κοινωνικού ρόλου τής αρχιτεκτονικής - ό,τι και αν αντιλαμβάνεται ή υπονοεί καθένας από εμάς αναφερόμενος σε αυτόν τον όρο. Η συζήτηση είναι και εδώ μεγάλη, να αναφέρω απλώς μια από τις πολλές συγχύσεις που έχουν ταλαιπωρήσει την αρχιτεκτονική κοινότητα, δηλαδή την τεχνητή αντιπαράθεση που δημιουργείται με την υιοθέτηση μοντέρνων ποιητικών γραφών από τους Έλληνες συνθέτες, μεταξύ ενός κοινωνικά προβληματισμένου Κορμπί κι ενός αδιάφορου(;) Μις, το έργου τού οποίου -μαζί με το αντίστοιχο τού Ρίχαρντ Νόιτρα (Richard Neutra)- θεωρείται κατάλληλη μορφοπλαστική αναφορά για τον σχεδιασμό πολυτελών εξοχικών κατοικιών και τουριστικών συγκροτημάτων. Κατά συνέπεια, αυτό που αποκαλείται μπρουταλισμός ή νεομπρουταλισμός θα ταλαιπωρήσει -και συνεχίζει να ταλαιπωρεί ακόμη και σήμερα-, το αρχιτεκτονικό έργο στην Ελλάδα. Δεν ξέρω γιατί ο Τσακόπουλος, ακολουθώντας τον αμφιλεγόμενο κριτικό Ράινερ Μπάναμ (Reiner Banham) συγκαταλέγει μεταξύ των αισθητικών επιλογών τού Μπρουταλισμού «την καθαρή έκθεση τής δομής», ενώ αυτή είναι ένα εκ των κυρίων χαρακτηριστικών τής ρασιοναλιστικής αρχιτεκτονικής τού Μεσοπολέμου. Και, ασφαλώς, δεν έχει και τόσο μεγάλη σημασία. Δεν γνωρίζω, ωστόσο, αν αρχιτέκτονες όπως ο Τάσος Μπίρης ή ο Τάσης Παπαιωάννου αισθάνονται ικανοποιημένοι βλέποντας κάποια έργα τους ενταγμένα σε αυτή την ομάδα τής σύγχρονης αρχιτεκτονικής, απλώς και μόνον επειδή αναδεικνύουν τον σκελετό τού οικοδομήματος ή χρησιμοποιούν συχνά το εμφανές οπλισμένο σκυρόδεμα. Πόσω μάλλον αν λάβουμε υπ'όψιν ότι στην πατρίδα μας όσοι ακολουθούσαν αυτό το ρεύμα ουσιαστικά το απογύμνωσαν από κάθε ιδεολογικό μανδύα, καταντώντας το απλή ή/και απλοϊκή μορφοκρατική μανιέρα. Στο κλίμα αυτό, διαφοροποιούμενη, αναδεικνύεται η αρχιτεκτονική ομάδα που αποτελούν οι Νίκος Καλογεράς, Σπύρος Αμούργης, Πάνος Κουλέρμος, οι οποίοι επαναπροτείνουν το καλώς νοούμενο «τεχνοκρατικό ιδεώδες», σε άμεση σχέση με αντίστοιχες αναζητήσεις στην παγκόσμια σχεδιαστική σκηνή, ιδιαίτερα τη βρετανική.
Ιδιαίτερη μνεία γίνεται στο έργο τού Ιωάννη Δεσποτόπουλου, ο οποίος ουσιαστικά απουσιάζει από την επίσημη καταγραφή τής αρχιτεκτονικής δραστηριότητας στη δεκαετία τού '60. Αυτό μάλλον οφείλεται στην αδιαφορία τού αρχιτέκτονα για την δημοσιοποίηση τού έργου του (μεγάλου, τόσο σε έκταση όσο και διάρκεια) και στην υφολογική ιδιαιτερότητά του, παραμένοντας εκτός κυριάρχων ρευμάτων τής εποχής. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο συγγραφέας, «Ο Δεσποτόπουλος φαίνεται έτσι να παραμένει απομονωμένος από την ελληνική αρχιτεκτονική κοινότητα σε όλη τη διάρκεια της παραμονής του στην Ελλάδα, μετά το 1961». Η μελέτη του για το Πνευματικό Κέντρο τής Αθήνας αποτελεί τη γνωστή εξαίρεση τού κανόνα.
Η σχέση τής ελληνικής παραδοσιακής αρχιτεκτονικής με τις επιλογές τού μοντέρνου σχεδιασμού εξετάζονται στην αμέσως επόμενη ενότητα. Δημήτρης Πικιώνης και Άρης Κωνσταντινίδης δημιουργούν το δίπολο γύρω από το οποίο θα αναπτυχθεί η σχετική συζήτηση, με επίκεντρο κάποια υποτιθέμενη «ελληνικότητα» που η ποικιλόμορφη αναζήτησή της θα ταλαιπωρήσει ουκ ολίγους αρχιτέκτονες, ακόμη έως και το τέλος τού 20ού αιώνα.
Σε ένα άλλο τέλος, εκείνο τής δεκαετίας τού '70, αναφέρεται εν συνεχεία ο Τσακόπουλος, όπου η μοντερνιστική αρχιτεκτονική θα γνωρίσει και στην Ελλάδα την πρώτη μαζική ανοικτή αμφισβήτησή της, που στον υπόλοιπο δυτικό κόσμο κατεγράφη κατά τη διάρκεια της αμέσως προηγούμενης δεκαετίας.
Το ζήτημα τού λεγομένου μεταμοντερνισμού είναι αρκετά περίπλοκο, οι διαφόρων ειδών κριτικοί τής αρχιτεκτονικής προχωρούν σε αυθαίρετες μορφοπλαστικές κατατάξεις και ομαδοποιήσεις, στην Ελλάδα δε οποιαδήποτε αμφισβήτηση των φονξιοναλιστικών υπερβολών θεωρείται μεταμοντέρνα και ως τέτοια οδηγείται στο πυρ το εξώτερον. Αν εξετάσουμε με καθαρό μυαλό την αρχιτεκτονική παραγωγή εκείνης τής εποχής στον ελληνικό χώρο, ίσως διαπιστώσουμε ότι η παρουσία τού αυθεντικού μεταμοντέρνου στη χώρα μας είναι από ελάχιστη έως μηδενική.
Είναι γνωστό στους υποψιασμένους ότι η λόγια εκδοχή τού Μοντερνισμού δεν διέρρηξε ποτέ τη σχέση της με την Ιστορία τής αρχιτεκτονικής, ως εκ τούτου είναι εντελώς λανθασμένο να θεωρείται μεταμοντέρνα κάθε υφολογική επιλογή στην οποία τονίζεται η σχέση αυτή, ακόμη και ως χρήση παραθεμάτων ιστορικού χαρακτήρα. Έτσι, όπως συμβαίνει και με άλλες εκφάνσεις τής δημιουργικότητας, στην πατρίδα μας ο κριτικός αναστοχασμός τής μοντερνιστικής εποποιίας θα εκφυλιστεί, καθώς εύστοχα σημειώνει η κριτική ματιά τού Τσακόπουλου, «σ' έναν μαζικό εκχυδαϊσμό στις τρέχουσες κατασκευές, που συναρτάται με τη γενικότερη οπισθοδρόμηση τής ελληνικής κοινωνίας η οποία ξεκίνησε στα χρόνια τής επταετίας».
Η ελληνική αρχιτεκτονική θα ξεφύγει από τη διαρκή ομφαλοσκόπηση περί τα μέσα τού '90, δυστυχώς την εποχή που ο αστικός ιστός τής Αθήνας αρχίζει να χαλαρώνει επικίνδυνα, φθάνοντας σε σχεδόν πλήρη αποσύνθεση προς τα τέλη τής πρώτης δεκαετίας τής νέας χιλιετίας. Χαρακτηριστικό αυτής τής περιόδου, η ποικιλότροπη επιστροφή σε κάποιο μοντέρνο ύφος, που συχνά εγγίζει (ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια) τον παροξυσμό τού ακραίου ανοξείδωτου κατεψυγμένου (νεο)μινιμαλισμού.
Στο τρίτο κεφάλαιο που κλείνει το πρώτο μέρος αυτής τής σημαντικής έκδοσης, ο Τσακόπουλος καταγράφει την παρουσία ή απουσία τού έργου των 18 στην ελληνική βιβλιογραφία (συχνά και στη διεθνή), δίνοντας βάρος στην κατανόηση των λόγων που οδήγησαν σε έναν τρόπον τινά αποκλεισμό ορισμένων εξ αυτών ή σε κάποια πλημμελή παρουσίαση τού έργου τους.
Το δεύτερο μέρος τού βιβλίου αποτελεί σημαντική συμβολή στην τεκμηρίωση της ελληνικής αρχιτεκτονικής τού 20ού αιώνα και υλοποιείται μέσω των μονογραφιών των αρχιτεκτόνων που έχουν επιλεγεί. Οι 18 αυτές μονογραφίες συνιστούν, στις περισσότερες περιπτώσεις, την πρώτη συνθετική κριτική θεώρηση του έργου τους, βασισμένη κατά ένα μέρος σε αδημοσίευτο υλικό από το αρχείο των αρχιτεκτόνων, σε κείμενα, σχέδια και φωτογραφίες που παραχωρήθηκαν από τους ίδιους στον συγγραφέα και δημοσιεύονται για πρώτη φορά στην παρούσα έκδοση, καθώς και σε προσωπικές συνεντεύξεις. Οι ποιητικές γραφές κατατάσσονται σε πέντε γενικές ομάδες (επαναλαμβάνω: δεν είμαι τόσο βέβαιος ότι ήταν απαραίτητη αυτή η ταξινόμηση, αλλά μικρή σημασία έχει), που δίνουν τον τίτλο στα αντίστοιχα κεφάλαια στα οποία αρθρώνεται αυτό το μέρος τής μελέτης: 1. Όψεις τού ελληνικού φονξιοναλισμού, 2. Όψεις τού ελληνικού μπρουταλισμού, 3. Η εκφραστικότητα τής δομής, 4. Ιδιωματισμοί, 5. Η επαναφορά τού μοντέρνου.
Στο πρώτο εξετάζεται το έργο τού Σπύρου Στάικου («Από τον ακαδημαισμό στο διεθνές στυλ»), τού Αντώνη Γεωργιάδη («Η εμμονή τής κατασκευής»), τού Κωνσταντίνου Δεκαβάλλα («Αρχιτεκτονικές σταθερές») και τού Βασίλη Γρηγοριάδη («Το διεθνές και το οικείο»). Στο δεύτερο, το έργο των Νίκου Καλογερά, Σπύρου Αμούργη, Πάνου Κουλέρμου («Το ελληνικό πρόσωπο τής αρχιτεκτονικής πρωτοπορίας»), των Γιάννη Κανετάκη, Δημήτρη Κατζουράκη, Γρηγόρη Τσαμπέρη («Μπρουταλισμός, μανιερισμός και οι μεταλλαγές τού μοντέρνου») και των Λαζάρου Καλυβίτη, Γιώργου Λεονάρδου («Η αφομοίωση τού κορμπυζιανού ιδιώματος»). Στο τρίτο, τού Ιωάννη Δεσποτόπουλου («Η Αρχιτεκτονική ως μανιφέστο») και των Τάσου και Δημήτρη Μπίρη («Το αδιάκοπο feed back ενός αρχιτεκτονικού εργαστηρίου»). Στο τέταρτο, τού Γιάννη Κούκη («Συντακτικοί κώδικες»), τού Τάκη Εξαρχόπουλου («Δομικός αρχιτεκτονικός λόγος»), τού Μιχάλη Μανιδάκη («Η αρχιτεκτονική τού ουσιώδους») και των Νίκου Σκουτέλη και Φλάβιο Ζανόν («Θραύσματα μνήμης»). Στον πέμπτο, τέλος, εξετάζεται το έργο τού Ηλία Βενέρη (Στερεομετρική σύνταξη), τού Γιάννη Κίζη (Νεωτερικότητα και ιστορικός χώρος), τού γραφείου Α.Μ. Κωτσιόπουλος και συνεργάτες αρχιτέκτονες (Η στρατηγική τού δημόσιου χώρου), τού γραφείου Ποτηρόπουλος Δ+Λ αρχιτέκτονες (Η συμβολική διάσταση τής αρχιτεκτονικής), τού γραφείου sparch/Ρένα Σακελλαρίδου, Μόρφω Παπανικολάου (Διαδρομές, μεταμορφώσεις, τομές.)
Χώρος και χρόνος δεν επιτρέπουν την αναλυτική παρουσίαση τού σημαντικού δευτέρου μέρους, το οποίο καλώ να μελετήσει με προσοχή ο κάθε ενδιαφερόμενος. Ισχύουν, βεβαίως, κάποιες κριτικές παρατηρήσεις που διατύπωσα στην αρχή αυτού τού κειμένου, σχετικές πρωτίστως με την επιλογή των 18 και, κυρίως, την αιτιολόγησή της εκ μέρους τού συγγραφέα.
Καταλήγοντας, να τονίσω και πάλι ότι πρόκειται για μια πολύ σημαντική κριτική έρευνα που υλοποιείται μέσω αυτού του θαρραλέου, μνημειώδους όσο και απαραίτητου εκδοτικού εγχειρήματος, το οποίο ελπίζω να βρει την ανταπόκριση που τού αξίζει. Αν δεν είχα παραιτηθεί από την έδρα στην Αρχιτεκτονική Σχολή τής Ξάνθης, θα έκανα τα αδύνατα δυνατά ώστε να υιοθετηθεί ως θεμελιώδες ιστορικοκριτικό βοήθημα για την ορθή επιστημονική διαμόρφωση των αυριανών αρχιτεκτόνων, που οφείλουν να είναι, εκτός από καλοί τεχνικοί, εξίσου καλοί κριτικοί διανοούμενοι και συνειδητοί δημοκρατικοί πολίτες.
του Κωνσταντίνου Γ. Πατέστου
Ο Κωνσταντίνος Γ. Πατέστος είναι Καθηγητής στη Σχολή Αρχιτεκτονικής του Πολυτεχνείου του Τορίνο.
Με την ευγενική παραχώρηση του συγγραφέα.
Παραθέτουμε για το βιβλίο του Π. Τσακόπουλου και κείμενο - κριτική του καθηγητή Α. Γιακουμακάτου. Διαβάστε ΕΔΩ
Σχετικές Δημοσιεύσεις:
- ALDO ROSSI ( 00 , 2006 )
- Ενας μάγκας στον Βοτανικό ( 27 Μάρτιος, 2009 )
- Ούφο στου Μακρυγιάννη ( 23 Απρίλιος, 2009 )
- Νέο δημαρχείο Θεσσαλονίκης ( 29 Ιούλιος, 2010 )
- Ο ζωγράφος της αρχιτεκτονικής ( 25 Φεβρουάριος, 2009 )
- Πώς το σύγχρονο μπορεί να είναι και παραδοσιακό ( 16 Ιούνιος, 2010 )
- Οδός Ρέντσο Πιάνο, πρώην Φιλελλήνων ( 23 Ιούλιος, 2010 )
- Νέο Δημαρχείο Θεσσαλονίκης.Επιστολή Κ. Γ. Πατέστου ( 10 Αύγουστος, 2010 )
- Νέο Δημαρχείο Θεσσαλονίκης.Επιστολή 2 Κ. Γ. Πατέστου ( 21 Αύγουστος, 2010 )
- Απολογητές της πόλης της οικοδομικής κερδοσκοπίας (2003) ( 21 Σεπτέμβριος, 2010 )
- Από το εργαστήριο του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού ( 14 Οκτώβριος, 2010 )
- Κριτική στην κριτική του μοντέρνου ( 31 Οκτώβριος, 2010 )
- Τζόρτζιο Γκράσι ( 08 Φεβρουάριος, 2013 )
- Συνέντευξη με τον Κωνσταντίνο Πατέστο ( 16 Νοέμβριος, 2010 )
- Η επικαιρότητα της τυπολογικής προσέγγισης (Μέρος Α΄) ( 09 Ιανουάριος, 2011 )
- Η επικαιρότητα της τυπολογικής προσέγγισης (Μέρος B΄) ( 17 Ιανουάριος, 2011 )
- Η σύγχρονη αρχιτεκτονική μπορεί να ενταχθεί σε έναν παραδοσιακό οικισμό ( 22 Δεκέμβριος, 2010 )
- Η επικαιρότητα της τυπολογικής προσέγγισης (Μέρος Γ΄) ( 27 Ιανουάριος, 2011 )
- ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ Ι ( 16 Φεβρουάριος, 2011 )
- Ένας δάσκαλος νεωτερικότητας: Κάρλ Φρίντριχ Σίνκελ ( 14 Απρίλιος, 2011 )
- Όψεις της ελληνικής αρχιτεκτονικής ( 19 Αύγουστος, 2014 )
- «Μικροϊστορία» της ελληνικής αρχιτεκτονικής ( 18 Αύγουστος, 2014 )
- Παρουσίαση του βιβλίου του Pietro Maria Bardi ( 22 Μάιος, 2017 )