ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΜΑΤΙΕΣ
24 Δεκέμβριος, 2009
Αρχιτεκτονική Αγωγή και Παραγωγή στην σύγχρονη Ελλάδα:
Η χωρική αχρειότητα ως τρόπος πολιτισμού.
Για να σχολιάσουμε την αρχιτεκτονική ως πολιτιστικό αγαθό στην σημερινή Ελλάδα, οφείλουμε πρώτα να την δούμε στην ευρύτερη διάσταση της ως κτιστή χωρική πραγματικότητα και παραγωγή, και κατ’ επέκταση ως κοινωνική/χωρική αγωγή, όπου o τρόπος της καθημερινής χρήσης και βίωσης, και παιδείας παίζει καθοριστικό προτασιακό ρόλο. (Σ1)
Θα χρειαστεί ακόμα να αποσυνδέσουμε την αρχιτεκτονική από την τρέχουσα φαντασίωση του καλώς και ‘ηπίως’ κατοικείν (‘περνάμε καλά’), και να εστιάσουμε στην ολοένα διογκούμενη κρίση που εκφράζεται μέσα από μία παγιωμένη πλέον στην χώρα μας συνθήκη χωρικής αχρειό-τητας: δυσχρηστίας, χωρικής πενίας και απαξίωσης, σε μικρή και μεγάλη κλίμακα.
Αναπόφευκτα θα βρεθούμε αντιμέτωποι με καθημερινές καταστάσεις που συνήθως θεωρούνται ως δεδομένες ή και αναγκαστικές, και γενικά δεν εμπίπτουν στα πλαίσια του επίσημου αρχιτεκτονικού λόγου και αναλύσεων, των έργων προβολής κλπ. Και εδώ έχει ιδιαίτερη σημασία να σχολιάσει κανείς αυτό που καλείται ‘αστικός’ ή ‘δημόσιος’ χώρος, όχι γιατί αυτός είναι ευρύτερος του ‘ιδιωτικού’, ούτε γιατί αποτελεί απλή προέκτασή του, αλλά κύρια γιατί σε αυτόν καταγράφεται καθαρά ο τρόπος ιδιοποίησης του χώρου και γενικότερα του περιβάλλοντος από τους σύγχρονους Έλληνες. Και αυτή είναι μια παράδοξη ιδιοποίηση όπου η οικειοποίηση και η λειτουργική έκφραση συνυπάρχουν με - και προκαλούν - την αποξένωση και την αχρήστευση, σε ένα φαινόμενο που φαίνεται να έχει δομική σημασία για την σύγχρονη Ελληνική πολιτιστική πραγματικότητα και οπωσδήποτε χρήζει ιδιαίτερης και λεπτομερέστερης ανάλυσης. Χαρακτηριστικό της δυσχρηστίας είναι η επικράτηση της ατομοκεντρικής ωφελιμιστικής ιδιοποίησης του χώρου, μίας μικρο-αστικής μονότροπης λειτουργικότητας, κοινώς: μιάς λειτουργικής σκοπιμότητας και έκφρασης ατομικών αναγκών, που συνήθως εκδηλώνεται εδαφοκυριαρχικά και βίαια με την μορφή διεκδίκησης ‘δικαιώματος στο χώρο’ και ταυτόχρονα ‘αποδέσμευσης’ (βλ αποξένωσης) από αυτόν, κάτι που ακυρώνει την ίδια την υλικότητα της χρήσης και την ετερότροπη, κοινωνική και χωρική, διαλεκτική της (Σ2,3).
Αξίζει να σημειωθεί ωστόσο, οτι συμπτωματικά προς την επικρατούσα αυτή κρίση, και ως επιστροφή του απωθημένου πλέον, συνυπάρχει και ένα κοινωνικό αίτημα για περισσότερη συμμετοχή στην παραγωγή και διαχείριση του χώρου, αίτημα για περισσότερη αρχιτεκτονική, μία αρχιτεκτονική που εδώ προτάσσεται όχι ως πολιτιστικό πρόσθετο αλλά ως πράξη διαλεκτική, ταυτόσημη του πολιτισμού και της πολιτικής βούλησης. Στην περίπτωση αυτή, και αντίθετα προς την εγώτροπη λειτουργικότητα, ανακαλύπτουμε την δράση ενός διευρυμένου αρχιτεκτονικού υποκείμενου, ενός υποκειμένου που ενεργοποιείται σε εστίες συμπτωματικών κοινωνικών ομάδων (φοιτητές, μέτοικοι, επισκέπτες…), σε περιστασιακές ή απρόβλεπτες συγκεντρώσεις και κοινωνικότητες (από λαϊκές αγορές μέχρι νοσοκομεία), ή ακόμα σε συνθήκες καθημερινής επαναληπτικής χρήσης, συνθήκες γειτονίας, φιλοξενίας, οικιακής φροντίδας κλπ.
Πρόκειται θα λέγαμε για συμπτωματικά υποκείμενα, κοινό γνώρισμα των οποίων είναι η συνθήκη της ετερότητας στην οποία εμπλέκονται, άρα και η επιθυμία για σχέση με τον Άλλο, ακριβώς μέσα από την εμπλοκή τους με τον χώρο. Συνθήκη που άλλωστε είναι ήδη γνώριμη σε όσους κατοίκους των μεγαλουπόλεων συνειδητοποιούν την αστική αποξένωση και προσπαθούν, ως ξένοι και αυτοί, να επανοικειοποιηθούν με διάφορους τρόπους την ίδια τους την πόλη, φαινόμενο αρκετά συχνό στις μέρες μας. Χαρακτηριστικό των υποκειμένων αυτών είναι το γεγονός ότι η κοινωνική και πολιτιστική συνοχή τους δεν ‘εκφράζεται’ ούτε επικάθεται στον χώρο που χρησιμοποιούν, αλλά συντίθεται με και από αυτόν, και οτι τελικά τα ίδια προκύπτουν ως υποκείμενα μέσα από την δοκιμασία με το χώρο. Δεν ιδιοποιούνται τον υπάρχοντα ‘διαθεσιμο΄ χώρο αλλά προτείνουν χώρο, επανεισάγοντας την χωρική δυναμική του χρήστη, που είναι τόσο απαραίτητη, όσο και παρεξηγημένη, στην συνθετική εργασία του αρχιτέκτονα. Και αυτό έχει πρωτεύουσα θεωρητική και πρακτική σημασία, ικανή να υποστηρίξει την κεντρική προβληματική της παρούσας κριτικής.
Τα παραδείγματα δυσχρηστίας ειναι πολλά. Ας σκεφτούμε…
Την βάναυση ελαχιστοποίηση του χώρου των ηττημένων πλέον πεζών. Την καταληψη των πεζοδρομίων από τραπεζοκαθίσματα, ναϋλον προεκτάσεις εστιατορίων bar και περιπτέρων, καθώς και από παντός είδους τροχοφόρα, σκουπίδια, περιττώματα κλπ.
Την ‘ήπια κυκλοφορια’ (sic) των μοτοσυκλετών στους πεζόδρομους, που ως άλλες ιερές αγελάδες, υπεράνω γήινων νόμων, απαιτούν τον δέος και την λατρεία των παλιμπαιδιζόντων νεοελλήνων (με την ανοχή των μανάδων τους φυσικά), και την πλήρη υποταγή όλων μας στην ρυπογόνα βρυχόμενη ρώμη τους (βλ. βαρβατίλα) και στη λογική του ‘ποιός θα φτάσει πρώτος’. (Λέγεται πως τα δικυκλα ‘διευκολύνουν την κυκλοφορία’ (!) αφου καταλαμβάνουν λιγότερο χώρο από τα αυτοκίνητα, αλλα στην ουσία δρούν προσθετικά και καταλαμβάνουν και αυτόν τον, ελάχιστο, εναπομείναντα ελεύθερο χώρο των πεζών όπως πλατείες, πεζοδρόμια, διαβάσεις κλπ).
Την προτίμηση στα ιδιωτικά παρά στα δημόσια μέσα μεταφοράς. Την αντίληψη ότι ο καθένας θα τα βγάλη πέρα μόνος του, κάτι που συνάδει και με την γενικότερη αδιαφορία κράτους και πολιτών για τους δημόσιους χώρους. Το εθιμικό δικαίωμα του ‘απαγορευμένου parking’ όπου εδαφοκυριαρχικά καρεκλάκια, καφάσια, γλάστρες, μπάζα και σκουπίδια επιστρατεύονται γιά να αποτρέψουν την στάθμευση στο άβατο του τμήματος του δημόσιου δρόμου μπροστά από ψιλικατζήδικα, περιπτέρα, κέντρα διασκέδασης, και άλλες ευαίσθητες και προστατευόμενες, ανταγωνιστικές επιχειρήσεις, προκαλώντας έτσι διαθέσεις αυτοδικίας σε οδηγούς και διαβάτες. Την ατμοσφαιρική, ακουστική, οπτική, αστική… ρύπανση.
Το (εικ)αστικό ενεργό δρώμενο των εκατομμυρίων πατημένων τσιχλών που κοσμούν τα πεζοδρόμια των (ερωτικών) Ελληνικών πόλεων. Την μετατροπή (βλ. αχρήστευση) των σημάτων της τροχαίας σε ‘έξυπνα’ διαφημιστικά πανώ με αυτοκόλητα ποδοσφαιρικών ομάδων, κλειδαράδων, ντεντέκτιβ, πορνείων και άλλων χρήσιμων υπηρεσιών με διεύθυνση και τηλέφωνο. Τις κυριολεκτικά θανατηφόρες διαφημιστικές πινακίδες στα πλέον ακατάλληλα σημεία σε δρόμους και λεωφόρους. Την άθλια κατάσταση των λεωφόρων και την μετατροπή τους σε αγωνιστικές πίστες τα τριήμερα από λογιών λογιών ‘κάνγκουρες’. Τις απανταχού καταπατήσεις της δημόσιας γης, θάλασσας και αέρα. Τα καμένα δάση, την τοποθέτηση ομπρελλών και αυθαίρετων κατασκευών στις πιό ειδυλλιακες παραλίες.
Την αυθαίρετη δόμηση, τον ‘ημιυπαίθριο’, την ‘ήπια τουριστική ανάπτυξη’ (sic) στα καμένα της Ηλείας, στους αιγιαλούς κλπ. Τα αφρόντιστα αστικά πάρκα που πλέον μόνο μετανάστες και τοξικομανείς χρησιμοποιούν, και την γενικώτερη υποβάθμιση των κοινόχρηστων χώρων. Τήν με ανάλογο τρόπο περιθωριοποίηση του κέντρου της πρωτεύουσας (γνωστή και ως ‘αναβάθμιση’ της πλατείας Ομονοίας και των γύρω περιοχών).
Τον ρατσιστικό αποκλεισμό των ηλικιωμένων και των ατόμων με ειδικές ανάγκες απο τους δημόσιους χώρους. Την νεορρεαλιστική ‘ανάπτυξη’ μοδίτικων γκέτο διασκέδασης στον υποβαθμισμένο αστικό ιστό της Αθήνας όπου πανάκριβα εστιατόρια συνυπάρχουν με το αφόρητα ρυπαρό περιβάλλον (με θέα όμως την Ακρόπολη!)… πιθανή αναβίωση του ‘πρωκτικού σταδίου’ (Freud) όπου κανείς αρέσκεται στην κατακράτηση των περιττωμάτων του και στη συμβίωση με αυτά;! … Kαι τέλος τον ‘ήπιο’ τρόπο που κτίρια (κατά προτίμηση εκπαιδευτικά) και πόλεις καίγονται έτσι.., χωρίς αντίσταση.., ως αυθόρμητη έκφραση διαμαρτυρίας παντός τύπου.
Στις συνθήκες δυσχρηστίας το υποκείμενο πάυει πλέον να δρά ως παραγωγός χώρου (και φυσικά ως υποκείμενο), και αυτό σημαίνει την παύση μίας παραγωγής που εξελίχθηκε αδιάκοπα από την αρχαιότητα μέχρι και τα μέσα του 20 αιώνα, και απεδείχθει θεμελιώδης για την διαμόρφωση του Ελληνικού πολιτισμού στο σύνολό του. Στην δυσχρηστία το υποκείμενο από δημιουργός χώρου μεταπίπτει σε αποδέκτη και καταναλωτή ‘τόπων’ (ήδη στα μ.μ.ε. η έννοια του πολίτη έχει αντικατασταθεί από αυτή του καταναλωτή), και από κοινωνικός χρήστης μετατρέπεται σε άτομο με ‘ελεύθερη έκφραση΄ (βλ. φιλελεύθερη και ουσιαστικά ανελεύθερη) ιδεοτύπων και αφηρημένων αναγκών.
Από υποκείμενο που σκέφτεται με τον χώρο εξασκεί και υπόκειται σε αυτόν, μετατρέπεται σε άτομο που σκέφτεται ‘για’ τον χώρο, κυριαρχεί επάνω του και τον ορίζει, διεκδικώντας και προτάσσοντας τα ‘δικαιώματά του στο χώρο’ πριν μάθει να ασκείται με αυτόν, και πριν καν αποκτήσει τη στοιχειώδη χωρική παιδεία και αγωγή.
Το άτομο μετέχει σε μία ναρκισσιστική λειτουργικότητα, αποδοχής και απόρριψης, ιδιοποίησης και αποκλεισμού, ταυτόχρονα (θέλω το δάσος αλλά για να το έχω το καίω), και δρα εδαφοκυριαρχικά απαιτώντας έναν απροσπέλαστο ιδιωτικό τόπο όπου πλέον η κοινωνικότητα νοείται ως παραθετική συνάθροιση ατόμων, ‘αναγκών’, και αντιστοίχων ιδιωτικών μικροτόπων. Κάτι που οδηγεί σε μια στρεβλή αίσθηση πολυλειτουργικότητας όπου ο καθενας κάνει ότι θέλει προκειμένου να καλύψει τις ‘ανάγκες’ του.
Η κοινωνική συμβίωση στον ίδιο χώρο καταντά αδύνατη, αφού ο χώρος κατακερματίζεται και ουσιαστικά αχρηστεύεται, χάνοντας την θεμελιώδη ιδιότητά του ως χώρος του ‘Αλλου, δηλαδή ως τρόπος/υλικό σχέσης και ετερότητας, και συνεπώς σύνθεσης. Έτσι ο καθένας θέλει να είναι ιδιοκτήτης ενός κομματιού δάσους, παραλίας, πεζοδρόμου, θέας κλπ, και φυσικα ενος ατομικού μεταφορικού μέσου με ιδιωτικούς (!) κανόνες κυκλοφορίας, καταστρέφοντας δάσος, παραλία, πεζόδρομο, θέα και κυκλοφορία.
Ο σημερινός Έλληνας λοιπόν καταστρέφει το περιβάλλον και το αποστερεί από την χωρική του ιδιότητα, ακριβώς επειδή δεν ξέρει να το χρησιμοποιεί, αφού ο μόνος τρόπος που ξέρει είναι να το ιδιοποιείται και να το απορρίπτει. Τα δάση καίγονται, οι παραλίες καταστρέφονται, οι πόλεις ρυπαίνονται, γιατί ακριβώς δεν ξέρουμε πως να τα χρησιμοποιούμε.
Ως φυσική συνέπεια, το παραληρηματικό, δύσχωρο και δύσχρηστο κτιστό περιβάλλον στην σύγχρονη Ελλάδα παράγεται από διαδικασίες που χαρακτηρίζονται από την προτεραιότητα της κατασκευής και τον υποβιβασμό ή και αποκλεισμό της μελέτης. Εδώ τα έργα πρώτα κατασκευάζονται και μετά σχεδιάζονται (παγκόσμια πρωτοτυπία!).
Το παραληρηματικό ασχεδίαστο είναι πλήρης αποκλεισμός του σχεδιασμού και όχι ριζοσπαστικός σχεδιασμός. Απαντάται σε πλήθος περιπτώσεων υποβαθμισμένου δημόσιου και ιδιωτικού χώρου και ο ρεαλισμός του δεν έχει απολύτως κανένα ενδιαφέρον. Επί πλέον, δεν έχει καμμία σχέση με την, αναλυτική και συνθετική, δομή της λαϊκής αρχιτεκτονικής, σύγχρονης ή παραδοσιακής, που βασίζεται στο χωρικό εθιμικό δίκαιο και σε μηχανισμούς εκχώρησης και μεταβίβασης (του ιδιωτικού στο δημόσιο και αντίστροφα). Η γενικευμένη εργολαβική συνθήκη, οι μελετοκατασκευές, η αυθαιρεσία και αδιαφορία κράτους/πολιτών, η έλλειψη κριτικού και επιστημονικού λόγου, αποτελούν κινητήριους μηχανισμούς, τα δε μεγάλα έργα – ‘εργολαβίες’ (sic) προκύπτουν συνήθως από εξωαρχιτεκτονικές αποφάσεις και όχι από αρχιτεκτονική/πολεοδομική έρευνα ή μελέτη.
Στις μέρες μας η Ελληνική αρχιτεκτονική παθητικά καταναλώνει εισαγόμενα μητροπολητικά πρότυπα, συχνά ξεπερασμένα, και ουσιαστικά ακυρώνεται μπροστά στα εγκάθετα ιδεολογήματα (αισθητικά, λειτουργικά..) της παγκοσμιοποίησης. Η διάκριση μητρόπολη-περιφέρεια κυριαρχεί, και η επιβολή ξένων αρχιτεκτόνων αποτελεί πλέον προαπαίτηση με σαφή νεοαποικιακό τρόπο (βλ. Μουσείο Ακρόπολης, Αεροδρόμιο Σπάτων, Ολυμπιακά έργα…). Στον τομέα της (αξιοκρατούμενης) παιδείας και κριτικής, η βαθμιαία υποκατάσταση της επιστημονικής γνώσης απο την επιλεκτική δημοσιογραφική ‘ενημέρωση’, και φυσικά σκοπιμότητα, σε συνδυασμό με την ταυτόχρονη αναβίωση του λογιοτατισμού, των θεωρητισμών και των προεμπειρικών (βλ. φιλοσοφικών) προσεγγίσεων, συντελούν στον αποκλεισμό του ελληνικού αρχιτεκτονικού γνωστικού αντικειμένου και των συγκεκριμένων πραγματικών βιωματικών συνθηκών του όπως η σχέση με τη φύση, το τοπίο, τα υλικά, τους τρόπους κοινωνικότητας κλπ..
Δεν είναι τυχαίο οτι η υπερπροβολή συγκεκριμένων ξένων αρχιτεκτόνων από τα μ.μ.ε. συνοδεύεται από, ή μάλλον απαιτεί, την απουσία επιστημονικού και κριτικού λόγου, και σκόπιμα ανάγει την αρχιτεκτονική σε προσωπική έκφραση του ‘ιδιοφυούς’ αρχιτέκτονα, ή στο ‘πνεύμα των καιρών’, κάτι που εξ’ άλλου αποτέλεσε και τη βασική συνθήκη μέσα στην οποία εξελίχθηκαν όλοι σχεδόν οι σημερινοί star-architects (και star-curators) των οποίων την αύρα απολαμβάνει ο πλανήτης γη (…συχνά, μεγαλοπρεπείς και εκνευριστικά περιγραφικές παρουσιάσεις και ανούσια αφιερώματα συνοδεύονται απο απλοϊκούς προβληματισμούς που συνήθως ‘εγείρουν’ εξ’ ίσου απλοϊκές ερωτήσεις από το ακροατήριο ή τους αναγνώστες). Επί της ουσίας, η έλλειψη αρχιτεκτονικής θεωρίας και μεθόδου έχει άμεσες επιπτώσεις σε πρακτικό επίπεδο (βλ. υποβάθμιση και αναξιοπιστία του επαγγέλματος) αλλά και στην ποιότητα της καθημερινότητας (βλ παντελή έλλειψη χωρικής αγωγής). ‘Οταν ένα επάγγελμα στερείται επιστημονικού πλαίσιου, γίνεται έρμαιο στην τρέχουσα ιδεολογία (εργολαβική, δημοσιογραφική, life-style κλπ) και υποτελές σε άλλα πιο συγκροτημένα γνωστικά πεδία, των οποίων την θεωρία και τεχνική είναι υποχρεωμένο να δανείζεται, χωρίς φυσικά να τις κατέχει.
Δείγμα της υποβάθμισης του αρχιτεκτονικού επαγγέλματος, κοινωνικά και εργασιακά, αποτελεί ο τεράστιος όγκος απλήρωτης εργασίας που ο αρχιτέκτονας υποχρεώνεται, ‘ήπια’ και αυτός, να προσφέρει δωρεάν πριν και ανεξάρτητα από το αν αναλάβει το έργο. Από τις απλήρωτες πολύωρες συναντήσεις με τον πελάτη και τις επί τόπου επισκέψεις, την προετοιμασία λεπτομερειακών προσφορών, τα δοκιμαστικά προσχέδια, τις εξευτελιστικές εκπτώσεις προς εργολάβους και πελάτες, την σύνταξη ‘πακέτων συμμετοχής’ για την ανάληψη δημόσιων έργων, την απίστευτη ψυχαναγκαστική διαδικασία του κολαστήριου της ‘πολεοδομίας’ (sic).., μέχρι τους (αδιάβλητους) αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς ‘ιδεών’ που συχνά απαιτούν και κατασκευαστικές επιλύσεις (!), οι αρχιτέκτονες παράγουν έργο το οποίο δεν έχει καμμία οικονομική αναγνώριση.
Η αρχιτεκτονική είναι ίσως το μόνο επάγγελμα στην αγορά, όπου οι έννοιες του διαγωνισμού, της ‘προσφοράς’ κλπ δεν βασίζονται απλά και μόνο σε οικονομικά κριτήρια αλλά προϋποθέτουν και την κατάθεση μελέτης! Είναι ίσως το μόνο επάγγελμα στο οποίο είθισται να εκπονούνται πολλές επιλύσεις με την αμοιβή μίας (ή καμμίας!), κάτι που εκτός των άλλων εντείνει τις ήδη προβληματικές σχέσεις με τους άλλους τεχνικούς κλάδους, από μηχανικούς μέχρι και συνεργεία, των οποίων η μελέτη και το έργο έχουν καταντήσει μονόδρομα και τυποποιημένα, και στους οποίους ο αρχιτέκτονας που θέλει να δοκιμάσει περισσότερες της μίας ιδέες γίνεται συχνά περίγελος (…γνωστός πολιτικός μηχανικός όταν του ζητήθηκε να επεξεργαστεί μία εναλλακτική λύση με σκοπό την μείωση διατομών στο σχεδιασμό μεγάλου κτιρίου δημόσιας χρήσης αρνήθηκε λέγοντας: ‘θα αστειεύεστε, το γραφείο μας έχει πτυχίο ‘Ε’ και δεν συμφέρει να κανουμε τέτοια’ !!)
Το αρχιτεκτονικό πολιτιστικό αγαθό έχει λοιπόν να κάνει περισσότερο με το καθημερινό χωρικό ήθος, αγωγή και παραγωγή, και τον τρόπο που αυτά διαμορφώνονται, και λιγότερο με την ρεαλιστική θεώρησή του. Η (εκ των υστέρων) αποδοχή, περιγραφή, ή και ανάδειξη της κατάστασης ‘όπως είναι’ δεν συνιστά συνθήκη ανάλυσης, μα ούτε και αλλαγής. Αποδεικνύεται συνέχεια ότι η αρχιτεκτονική πραγματικότητα είναι ζήτημα καθημερινής υποκειμενικής συνθήκης και πρακτικής με ένα διπλό τρόπο. Από την μία πλευρά τροφοδοτείται και παράγεται συνεχώς από το ενεργό χωρικό βίωμα του υποκειμένου, και από την άλλη επιστρέφει, πάντα με τρόπο ανεπίκαιρο, ως αγωγή και τρόπος πολιτισμού που μορφώνει και παραδειγματίζει το υποκείμενο σε τρέχουσα καθημερινή βάση. Η καθημερινή χρηστική χωρική πράξη δεν είναι καταναλωτική αποδοχή της πραγματικότητας, αλλά κριτική ανάλυση και πρακτική αλλαγής, επί πλέον δε, μας αποκαλύπτει την ύπαρξη ενός δομικού εργαλειακού χωρικού ψυχισμού όπου η σύσταση της κοινωνικότητας συντελείται μέσα απο τον σχεδιασμένο χώρο, κάτι που άλλωστε είναι κοινός τόπος, στην επαγγελματική αρχιτεκτονική πρακτική.
Την θεωρητική και πρακτική σημασία αυτού του ψυχισμού, η επίσημη αρχιτεκτονική παιδεία αδυνατεί να κατανοήσει, ενώ στην καλύτερη περίπτωση τον υποβιβάζει σε ψυχολογική συμπεριφορική συνθήκη. Όμως η αρχιτεκτονική παράδοση στην Ελλάδα έχει δείξει πως η μορφική διαλεκτική του τοπίου συνιστά ένα τέτοιο διαχρονικό υλικό ψυχικής και κοινωνικής δομής, που λειτουργεί ως βουλητική, αναλυτική και σχεδιαστική διαδικασία, και φυσικά ως κατασκευαστική έμπνευση, κατι που θα μπορούσε να αποτελέσει σίγουρη βάση για την ανάπτυξη ενός σύγχρονου αρχιτεκτονικού προβληματισμού.
Δεν είναι τυχαίο πως οι ‘νέες αρχιτεκτονικες τασεις’ προέρχονται από χώρες με χαμηλό τοπιακό ενδιαφέρον όπως η Αγγλία, η Ολλανδία κλπ (στην δεύτερη ως γνωστό η διαφορά μεταξύ πόλης και υπαίθρου καταργείται με γοργούς ρυθμούς), όπου θα λέγαμε οτι το στοιχείο του ενδιαφέροντος μετατοπίζεται από τη σφαίρα του μορφικού συγκεκριμμένου σε αυτήν του κωδικού και αφηρημένα λειτουργικού ή μορφολογικού. Και αυτό δεν μπορούμε παρά να το δούμε κριτικά από την πλευρά του πλούσιου Ελληνικού τοπίου που φέρει ήδη μέσα του την διαλεκτική πραγματικού και οράματος, κτιστού και άκτιστου, τεχνητού και φυσικού, και που με πολλούς τρόπους υπαγορεύει μορφικά το που και πως πρέπει (η δεν πρέπει) να κτίσει κανείς.
Αυτό το τοπίο, μέχρι και τα μέσα του 20 αιώνα, υπήρξε βασικός πυρήνας ανάπτυξης της ηδυ-ετερότητας του Ελληνικου κτιστού, και όχι μόνο, πολιτισμου, και αυτό είναι ένα σπάνιο προνόμιο/εφόδιο, ιδιαίτερα για εμάς τους αρχιτέκτονες που συχνά το παραβλέπουμε και οδηγούμαστε σε μη αναστρέψιμες, καταστροφικές αποφάσεις και επεμβάσεις σε μικρή και μεγάλη κλίμακα.
Το χειρότερο είναι οτι σήμερα αγνοούμε τον απίστευτο πλούτο του Ελληνικού τοπίου και την τεράστια συνθετική-εργαλειακή σημασία που αυτό έχει ως πραγματική πηγή σχεδιαστικής έμπνευσης διεθνούς σημασίας. Και αντί να μαθαίνουμε να δουλεύουμε με αυτό, συχνά καταφεύγουμε σε εισαγόμενα lifestyle ή και ψευδο-ουτοπικά πρότυπα και αντίστοιχες παιδαριώδεις ιδέες (βλ κρεμαστούς κήπους, πράσινους ουρανοξύστες, και διάφορες άλλες ‘έξυπνες’, κουτιαστές και ‘corporate’ α(υτο)νόητες προτάσεις για όλα τα γούστα σαν κι αυτές που αφθονούν στην πακετοποιημένη αρχιτεκτονική διαφόρων σύγχρονων μεγαλοαρχιτεκτόνων, Ολλανδών και άλλων). Σίγουρα, τα παραπάνω πρότυπα είναι απόλυτα εφαρμόσιμα και ευπώλητα, υποσχόμενα τεχνητούς παραδείσους, πανέξυπνες οικολογικές επιλύσεις πλανητικού και γαλαξιακού βεληνεκούς, αέρα κοπανηστό, και όλα τα σχετικά, σε χώρες αναλόγου φυσικού/τοπιακού ενδιαφέροντος όπως για παράδειγμα τα Αραβικά Εμιράτα. Άλλωστε η εφαρμοσιμότητα τους είναι εξασφαλισμένη σε όλον τον πλανήτη, μιάς και η νέα παγκοσμιοποιημένη (μη-)αρχιτεκτονική θεωρεί ότι μπροστά στην ‘ανάπτυξη’ όλοι οι τόποι είναι ίδιοι, χωρίς χωρικές/τοπιακές ιδιαιτερότητες, διαφορές, δεσμεύσεις ή αντιστάσεις. Και φυσικά ένα τέτοιο ‘αναπτυξιακό’ σχέδιο υποστηρίζεται από τους μηχανισμούς αναπαραγωγής οπως τα μ.μ.ε. και την σημερινή παιδεία (που τελούν πλέον υπό συγχώνευση) όπου μαθητευόμενοι και νέοι αρχιτέκτονες καλούνται, ως fashion-victims και με κριτήρια θεατή/καταναλωτή, να ανακυκλώσουν όχι μόνο τηλεοπτικές πραγματικότητες και ιδέες-πακέτα, αλλά και συνθετικές (ελλείψει πραγματικών;!) δυνητικές τοπολογίες, συστημικά τοπία, και αφηρημένες γλυπτικές προθέσεις του σχεδιαστηρίου (όχι ευχαριστώ, προτιμώ το Σαρακίνικο της Μήλου!), πίσω από τα οποία δεν κρύβεται τίποτε άλλο παρά ο φόβος και η αμηχανία μπροστά στο παραγματικό (εύγλωτη είναι η περίπτωση όπου αναφορικά με το διεθνές αρχιτεκτονικό/εικαστικό δρώμενο Snow Show, Φινλανδία 2004, το μεγαλύτερο ίσως δημοσιογραφικό συγκρότημα στην Ελλάδα επέλεξε να προβάλλει περισσότερο την αφηρημένη και ανεφάρμοστη, γλυπτική σύλληψη μεγαλόσχημης αρχιτέκτονος του εξωτερικού, και λιγότερο το έργο του Ελληνικού γραφείου που συμμετείχε και διακρίθηκε ιδιαίτερα στο δρώμενο αυτό με πρόταση εμπνευσμένη από το Ελληνικό τοπίο και τη μορφή του αρχαίου θεάτρου, δεδομένου μάλιστα οτι οι Έλληνες αρχιτέκτονες ήταν και αυτοί που έφεραν την πρώτη είδηση για το συγκεκριμένο δρώμενο στο εν λόγω συγκρότημα!).
Υπάρχει βέβαια και η άποψη οτι το ελληνικό τοπίο έγινε αρκετά βαρετό στον Νεοέλληνα…, και πλέον ήρθε η ώρα για μία (όχι και τόσο) συμβολική καταστροφή (πχ. ‘Destroy Athens’, sic!!) και φυσικά για μία τηλεοπτική, εγκάθετη και πακεταρισμένη αρχιτεκτονική (πακέτα ψηλά, χαμηλά, φωτεινά, σκοτεινά, παιγνιώδη, αυστηρά, μεταλλικά, γυάλινα, πλαστικά, μαλλιαρά, αέρινα, πακέτα δυό/τρία σ’ ένα). Όμως η απόλαυση της σύνθεσης του πραγματικού επιμένει έστω και συμπτωματικά, όχι μονο στην Ελλάδα αλλά και στον ευρύτερο διεθνή χώρο και δεν φαίνεται να μπορεί να αντικατασταθεί εύκολα από την συνθετική και αυτοερωτική ηδονή της ετοιματζίδικης αρχιτεκτονικής. Κάτι τέτοιο στις μέρες μας δυστυχώς αποτελεί είδος προς ανακάλυψη, μα όσο γρηγορότερα το εντοπίσουμε και το κατανοήσουμε τόσο πιό γρήγορα θα απαλλαγούμε από ιδεοληψίες, αλλά και προκαταλήψεις, και θα μπορέσουμε να προxωρήσουμε σε πραγματικά νέα αρχιτεκτονικά έργα και τεχνικές.
Η καθημερινή λοιπόν βίωση του βίαιου και δύσχρηστου ελληνικού δημόσιου και ιδιωτικού χώρου, οδηγεί στην ανάγκη ενός επαναπροσδιορισμού του αρχιτεκτονικού προβληματισμού, και της αρχιτεκτονικής ως επιστήμης του δέοντος πλέον, πέρα από τα ‘επώνυμα’ έργα, τις φαντασιώσεις των αρχιτεκτόνων και των πελατών τους. Πέρα από την ‘αναβολική’, χωρίς πραγματικό χωρικό αντίκρυσμα, χωρίς χωρική αντίσταση, ντοπαρισμένη υπεραρχιτεκτονική των star-architects, καθώς και την επιλεκτική προβολή τους στα μ.μ.ε.. Πέρα απο τον περιγραφικό και απολίτικο διανοουμενισμό των νεορρεαλιστικών ιδεολογιών που αποδέχονται την πραγματικότητα ‘όπως είναι’ και την επανεισάγουν ωραιοποιημένη ως ‘θεωρητική άποψη’ (βλ Ελληνικές εκπροσωπήσεις στις Biennale της Βενετίας: ‘απόλυτος ρεαλισμός’, ‘παραδείγματα’, ‘αιγαίο διάσπαρτη πόλη’, ‘άυλη ηχητική Αθήνα’) και φυσικά ως life-style (βλ. κρυπτοκοσμοπολίτικες δωρεάν εφημερίδες πόλης κλπ). Πέρα από τις λογοτεχνικές, εικαστικές και απεικονιστικές αναγωγές και τους αντίστοιχους, χωρικά ανέρειστους, θεωρητισμούς – φαινόμενο αρκετά συχνό στην σύγχρονη αρχιτεκτονική παιδεία αλλά και στους κύκλους λογοτεχνών, εικαστικών και κινηματογραφιστών των οποίων οι απόψεις για τον χώρο, την πόλη κλπ, έχουν σαφώς μεγαλύτερη εμβέλεια και κύρος από αυτές των αρχιτεκτόνων και πολεοδόμων (!).
Πέρα από τα εγχειρήματα της ‘παρεμβατικής’, ‘διευρυμένης πολυμεσικής’, ‘δυνητικής’, ‘δικτυακής’, ‘πεδιακής’, ΄κινητικής΄, ‘διαδραστικής’, ‘εφήμερης’, ‘οθονικής΄, ‘εικονικής΄, ‘ακουστικής’, ‘άϋλης’…, φαντασιωτικής και ουσιαστικά ανύπαρκτης αρχιτεκτονικής των αντίστοιχων ‘αστικών δρώμενων’. Και φυσικά πέρα από τις αντίστοιχες θεωρήσεις που διακυρήσσουν και βασίζονται στον αυτοματισμό (έναν αυτοματισμό στρεβλό και ξένο προς κάθε έννοια συνειρμικού αυτόματου) και προϋποθέτουν ένα χώρο ‘users-friendly’, χωρίς αντίσταση και άνευ όρων διαθέσιμο στην ναρκισσιστική, ή και αυτοαναιρετική, έκφραση μονοδιάστατων ατόμων, ατόμων μονικής αίσθησης, μονον όρασης, μόνον ακοής.., ή και εντελώς ασωμάτων.
Δεν είναι τυχαίο ότι στην πλειονότητα τους οι παραπάνω προσεγγίσεις βρίσκονται σε αμήχανη και παθητική απόσταση απο τη συνθετότητα του πραγματικού αρχιτεκτονικού γίγνεσθαι, και αναπόφευκτα αποδέχονται και επιβραβεύουν τον παραληρηματικό και ασχεδίαστο Ελληνικό χώρο και τελικά την καταστροφή της κτιστής, τεχνητής και φυσικής, πολιτιστικής κληρονομιάς, τηρώντας μία στάση σιωπηλής συνενοχής.
Δεν είναι τυχαίο επίσης ότι το φαινόμενο της αυτομόρφωσης στις σχολές είναι πλέον κοινός τόπος, και ότι κάθε χρόνο αποφοιτούν όλο και λιγότερο καταρτισμένοι νέοι αρχιτέκτονες που αποτελούν φθηνή εργατική δύναμη σε μια αγορά με αυξανόμενες απαιτήσεις.
Τέλος δεν είναι τυχαίο πως όλα αυτά συμβαίνουν την στιγμή που η αρχιτεκτονική στην πράξη εξελίσσεται σε ένα πολύπλοκο και αρκετά δύσκολο επάγγελμα όπου η μορφική συνθετική επεξεργασία δεν έπεται αλλα καλείται να διαχειρισθεί το ολοένα αυξανόμενο πλήθος πληροφοριών, παραμέτρων και δεδομένων από ένα ευρύ περιβάλλον ειδικοτήτων. Και το θετικό μήνυμα εδώ είναι το ότι ένας τέτοιος διαχειριστικός ρόλος της μορφής υπενθυμίζει και επαναφέρει την ενεργή και διαχρονική χωρική διαλεκτική δομή της αρχιτεκτονικής και επί πλέον επισημαίνει το τέλος του εκφρασιασμού, όπως αυτός ανδρώθηκε μέσα από απλοϊκές αντιστοιχήσεις της αρχιτεκτονικής με διάφορες λειτουργιστικές (φανξιοναλισμός), αισθητικές, φιλοσοφικές, βιολογικές, κοινωνικές κλπ ιδεολογίες, τους τεχνολογικούς νεωτερισμούς κάθε εποχής, το ιδιαίτερο σχεδιαστικό ύφος του αρχιτέκτονα, τα στερεότυπα των μ.μ.ε. κλπ κλπ. Και σίγουρα ένα τέτοιο μήνυμα χρειάζεται αξιοποίηση και επεξεργασία.
Στην σημερινή Ελληνική πραγματικότητα των σοβαρών περιβαλλοντικών και χωρικών καταστροφών, αλλά και απαιτήσεων, είναι τουλάχιστον σαρκαστικό η αρχιτεκτονική να διδάσκεται μέσα από ιδεολογικά τεχνάσματα όπως το ‘άυλο’, το ‘άκτιστο’, οι ‘εφήμερες’ κατασκευές, η ‘δυνητική’, ‘εκθετική’, τοπολογία, η ‘ποίηση’, το ‘πέρα απο το κτίριο’…, που όχι μόνο δεν συνιστούν θεωρία αλλά οδηγούν τους νέους αρχιτέκτονες όλο και μακρύτερα από τις αποφάσεις, τον σχεδιασμό και την παραγωγή του πραγματικού έργου. Αλήθεια, ποιοί νάναι αυτοί που θα ασχοληθούν με το υλικό, το κτιστό, τις μόνιμες μεγάλες κατασκευές, τον θετικό, τον συγκεκριμένο και υλο-ποιημένο τόπο, το κτίριο..., και τελικά θα αναλάβουν τα εργα; ποιοί άλλοι εκτός από το αρχιτεκτονικό (εγ)κατεστημένο, τους star-architects και τον εργολάβερ;!
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(Σ1)
Το άρθρο αυτό αποτελεί τροποποιημένη και εκτενέστερη μορφή του άρθρου του Νίκου Γεωργιάδη: “Αρχιτεκτονική Αγωγή και Παραγωγή: Η ‘ήπια’ κτιστή πραγματικότητα ως τρόπος πολιτισμού στην σύγχρονη Ελλάδα” που γράφτηκε με αφορμή το θέμα “Η Αρχιτεκτονική ως πολιτιστικό αγαθό. Η αρχιτεκτονική πραγματικότητα στην Ελλάδα του 2008” όπως τέθηκε από την οργανωτική επιτροπή της Εβδομάδας Αρχιτεκτονικής 28/9-5/10 2008, (οργάνωση: GreekArchitects.gr σε συνεργασία με το Τμήμα Αρχιτεκτόνων Α.Π.Θ) και δημοσιεύτηκε στον αντίστοιχο κατάλογο της εκδήλωσης.
(Σ2)
Ο διαχωρισμός μεταξύ χρήσης και λειτουργίας (όπως εισάγεται από τον γράφοντα) είναι ένα αναλυτικό εργαλείο που μπορεί να εξηγήσει μιά σειρά χωρικών φαινομένων, πέρα από την φαινομενική καταγραφή, τόσο σε πρακτικό όσο και σε θεωρητικό επίπεδο, και η εμβάθυνση σε αυτό δεν θα μπορούσε να εξαντληθεί στα όρια αυτού του άρθρου.
(Σ3)
Η χρήση της έννοιας του μονότροπου στο παρόν άρθρο είναι αρκετά συγγενής με αυτή που κάνει ο Χρήστος Γιανναράς σε γραπτά του. Ωστόσο εδώ, και με βάση την θεωρία της αναμόρφωσης (Νίκος Γεωργιάδης), η κριτική στο ‘μονότροπο’ κινείται πέρα από τα πλαίσια της οντολογίας και αποκτά συγκεκριμένη ψυχαναλυτική-χωρική σημασία. Ήδη η έννοια αυτή θεμελιώνεται στις ψυχαναλυτικές έννοιες του ‘εγώ’ και του ‘αντικειμένου’ (Freud-Lacan) και αυτές του εγώτροπου και αντικειμενότροπου. Έτσι στο παρόν άρθρο, η κριτική προς το ‘μονότροπο’ ασκείται από την πλευρά της χωρικής διαλεκτικής, θεμελιώδες συστατικό της συνθήκης της ετερότητας (Άλλος).
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
Οι δύο φωτογραφίες είναι από την Νότια Κρήτη (2003).
Φωτογράφος: Νίκος Γεωργιάδης.
Νίκος Γεωργιάδης
Αρχιτεκτων, Ανεξάρτητος Ερευνητής στην Ψυχαναλυτική Θεωρία, Ιδρυτικό Μέλος του Γραφείου Anamorphosis
Σχετικές Δημοσιεύσεις:
- Η Αναμόρφωσις ως αρχιτεκτονική προβληματική ( 24 Ιούνιος, 2011 )
- Συνέντευξη με τον Νίκο Γεωργιάδη ( 16 Αύγουστος, 2013 )
- Συγκρότημα κινηματογράφων ‘ΤΕΧΝΟΠΟΛΙΣ’ στο Ηράκλειο Κρήτης ( 28 Μάιος, 2010 )
- ΜΟΥΣΕΙΑ ΤΟΥ 21ου ΑΙΩΝΑ, ART-CENTRE BASEL ( 15 Νοέμβριος, 2008 )
- Αναμόρφωσις ( 01 Ιανουάριος, 2006 )