ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΜΑΤΙΕΣ

 

Αρχιτεκτονική: η κριτική της κριτικής

17 Νοέμβριος, 2009

Αρχιτεκτονική: η κριτική της κριτικής

Αυτό που φαίνεται ότι δεν έχει ακόμη ξεπεραστεί είναι οι τοπικιστικές αγκυλώσεις και περιχαράξεις που μας άφησαν ως κατάλοιπο οι δογματικές και ιδεολογικές αξιώσεις του «μεταμοντερνισμού» και του «κριτικού τοπικισμού»

Αν είναι ελάχιστα, σήμερα, τα αρχιτεκτονικά έργα στη χώρα μας, αλλά και ευρύτερα, που χρήζουν ιδιαίτερης μνείας και προβολής, η κριτική της αρχιτεκτονικής, ως μηχανισμός εμβάθυνσης και ισοδύναμης ανάλυσης που αναπληρώνει την ιδέα των έργων, είναι παντελώς ανύπαρκτη. Οι δύο εμβληματικές φιγούρες της διεθνούς αρχιτεκτονικής σκηνής, ο κριτικός του «μεταμοντερνισμού» Τσαρλ Τζενκς και ο θεωρητικός του «κριτικού τοπικισμού» Κένεθ Φράπτον, απώλεσαν την αύρα τους, καθότι τα επιχειρήματά τους παρέμειναν μετέωρα, εν όψει των νέων μορφοποιήσεων, οι οποίες φαίνεται να μην αποδέχονται ουδεμία σύμφυση με το «μεταμοντέρνο» και «τοπικιστικό» ενοχικό παρελθόν τους. Ωστόσο, η κατάρρευση των ειδώλων συμπαρέσυρε επίσης και τους ομόφρονες κριτικούς της πρώην ισχυρά προβαλλόμενης εντοπιότητας, οι οποίοι μετατέθηκαν προς τη χρήσιμη περιοχή των δημοσιογραφικών σχολίων, εγκαταλείποντας την «αρχιτεκτονική κριτική» στη τύχη της. Χωρίς κριτική και αυτοκριτική, χωρίς την διαρκή επερώτηση των ίδιων των ερωτημάτων που αμφισβητούν ακόμη και τις δικές τους κρίσεις, δεν μπορεί να συγκροτηθεί πλέον μια νέα κριτική και αδέσμευτη σκέψη. Θα πρέπει βέβαια να αναγνωρίσουμε ότι ο «κριτικός τοπικισμός», που ταλάνισε την αρχιτεκτονική στην Ελλάδα από τη δεκαετία του 1980, έμοιαζε να στοιχειοθετείται στη χώρα μας για να προβληθεί στα διεθνή αρχιτεκτονικά δρώμενα και όχι το αντίθετο, όπως πραγματικά συνέβαινε. Η δημιουργία ενός άλλοθι αυτής της μητροπολιτικής θεωρητικής κατασκευής, που με πραγματική μαεστρία συνέταξε ο Αμερικανός κριτικός, αναβαπτίζοντας πολλούς ριζοσπάστες μοντερνιστές σε τοπικιστικές, αλλά και αναγνωρίζοντας απερίφραστα την εννοιολογική διασύνδεση του «τοπικισμού» με ορισμένα εθνοτικά ή εθνικιστικά συμφραζόμενα -όπως στο παράδειγμα του Καταλανικού Εθνικιστικού Κινήματος- δεν έβαλε, παρά ταύτα, σε ουδεμία υποψία τις δεσπόζουσες κριτικές. Το στρατηγικό τέχνασμα του Αλέξανδρου Τζώνη να αποσιωπήσει τη ρήξη, το αγεφύρωτο χάσμα, ανάμεσα στον Κωνσταντινίδη και τον Πικιώνη, προβάλλοντας το έργο του γραφείου Αντωνακάκη ως ένα συγκερασμό της τοπογραφικής πορείας του Πικιώνη με τον μοντερνιστικό κάνναβο του Κωνσταντινίδη, υπήρξε καταλυτικό. Η ενσάρκωση όμως αυτού του θεωρητικού τεχνάσματος είναι το έργο του Κυριάκου Κρόκου. Βέβαια, αν στο κείμενο «Ο κάνναβος και η πορεία» (1981), είχε αντιτεθεί μια δραστικά ανατρεπτική παρέμβαση που θα προάσπιζε τον κάνναβο εναντίον της πορείας, τη κάτοψη εναντίον της σκηνογραφίας, ίσως ο μοντερνισμός στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης να ανέσυρε ορισμένα νήματα από τα ερείπια και τα ρήγματα της ανακοπής που επέβαλλε η δικτατορία. Θα πρέπει τώρα να κάνουμε - χώρο στα ελάχιστα παραδείγματα της μοντερνιστικής εμπειρίας, να τα κρίνουμε νηφάλια χωρίς τις πολώσεις του παρελθόντος, και κυρίως, χωρίς τη τροφοδοσία επιχειρημάτων από τις προθήκες του «κριτικού τοπικισμού» και του «πικιωνισμού». Το αντίθετο θα συνέβαλλε στην πλήρη σύγχυση και στην αποδοχή της «λυτρωτικής» πρότασης που προβάλλουν οι παγκοσμιοποιημένες διεθνείς αρχιτεκτονικές.

Αυτό που χαρακτηρίζει το αρχιτεκτονικό γίγνεσθαι στη χώρα μας είναι η απουσία διαγωνισμών -που θα έδιναν τη δυνατότητα στους Έλληνες αρχιτέκτονες να καταγίνουν με τη δημόσια αρχιτεκτονική και να ανασυνθέσουν τον δημόσιο αστικό χώρο- καθώς και η έλλειψη διαλόγου, ανταλλαγής κρίσεων και επιχειρημάτων μιας ριζικής κριτικής σκέψης. Τα περισσότερα αρχιτεκτονικά έργα δεν κρίνονται την χρονική περίοδο της παρουσίασης των μελετών, ενώ ορισμένα άλλα παραδίδονται ευθέως ως βορά σε προκλητικούς επικοινωνιακούς υποκειμενισμούς. Ωστόσο, οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι ορισμένες φορές διατυπώθηκαν πολύ ενδιαφέρουσες επικρίσεις των δημόσιων αρχιτεκτονικών πραγμάτων από συγγραφείς και κριτικούς της λογοτεχνίας. Αναφέρομαι κυρίως στις αναπλάσεις των κεντρικών πλατειών και των αστικών χώρων της Αθήνας.

Στο παράδειγμα, όμως, του νέου υπό ανέγερση Δημαρχείου της Θεσσαλονίκης, που απασχολεί πρόσφατα τον γραπτό Τύπο, διατυπώνονται επικρίσεις από έγκριτους κριτικούς της αρχιτεκτονικής καλλιεργώντας ένα πνεύμα αντιφάσεων και πολώσεων.

Το νεόδμητο δημόσιο κτήριο της Θεσσαλονίκης είναι το αποτέλεσμα ενός πρώτου βραβείου σε Πανελλήνιο Διαγωνισμό, μιας μελέτης που εκπόνησε το γραφείο Τ. και Δ. Μπίρη, από κοινού με μια ομάδα νέων αρχιτεκτόνων, το 1987. Η μελέτη υλοποιείται τώρα, είκοσι ένα έτη αργότερα, εξαιτίας της παθογένειας και της γραφειοκρατίας του ελληνικού Δημοσίου, της κεντρικής και περιφερειακής διοίκησης. Οι μελετητές αναθεώρησαν τμήμα της μελέτης τους, μειώνοντας το επιβαρυμένο ήδη πρόγραμμα κατά 3.500 τ.μ. και αφαιρώντας έναν όροφο. Ωστόσο, οι επικρίσεις της δημοσιογραφικής κριτικής, που έκαναν την εμφάνισή τους κατά τη διάρκεια υλοποίησης του έργου και όχι κατά την επιβράβευση του διαγωνισμού, αναφέρονται εκ των υστέρων σε μια λανθασμένη χωροθέτηση, σε μια διαταραχή του αστικού τοπίου και σε μια εκτός-κλίμακας συνθετική πρόταση. Συγκεκριμένα, ο Α. Γιακουμακάτος, αναπληρωτής καθηγητής Τμήματος Αρχιτεκτόνων Π.Σ. Α.Π.Θ., χαρακτηρίζει το κτίριο ως ένα «τείχος της Θεσσαλονίκης» που με την «μορφοπλαστική φλυαρία του» και «τον εκτός κλίμακας όγκο του» αγνοεί το Βυζαντινό Μουσείο, ενώ αξιώνει από τους μελετητές να είχαν λάβει υπόψη τους ορισμένα, θέσφατα θα λέγαμε, όπως «ο πασίγνωστος χαρακτήρας και ο τρόπος με τον οποίο είχε προσεγγίσει το θέμα ο Κυριάκος Κρόκος» (Το Βήμα, 24.02.2008). Η κριτική μπορεί άραγε, ακόμη και ως άρνηση, να καταφεύγει χωρίς ίχνος επιχειρημάτων σε μηδενιστικούς αφορισμούς, που βρίσκονται επίσης σε πλήρη αντίφαση με τις δημοσιοποιημένες ήδη απόψεις του ίδιου αναλυτή, όταν σε προγενέστερη παρουσίαση του έργου των μελετητών, εκθείαζε τη μελέτη του Δημαρχείου και την «πολύ ενδιαφέρουσα αντίληψη» των αρχιτεκτόνων για ένα κτίσμα «που δίνει μια αστική προοπτική στο χώρο επιτείνοντας τον πολύμορφο λειτουργικό του χαρακτήρα»; (Αρχιτεκτονικά θέματα, τευχ. 27, 1993). Μήπως η εν λόγω κριτική καθορίζεται ακόμη από ιδεολογήματα που εγγράφονται στη φθαρμένη και φθαρτή αντίθεση ανάμεσα στον «τοπικισμό» και τον «μοντερνισμό», ή μήπως εξαρτάται πλέον από ανομολόγητες διαπροσωπικές αντιθέσεις που εντείνονται μέσα στο πλαίσιο των ενδοπανεπιστημιακών ερίδων;

Η κριτική του Ν. Καλογήρου, προέδρου Τμήματος Αρχιτεκτόνων Π.Σ. Α.Π.Θ. (Καθημερινή, 08.11.2008), αμφισβητεί τη δεδομένη χωροθέτηση του κτηρίου, χωρίς ωστόσο να απαριθμεί τις μεταβολές που επιβάρυναν την περιοχή, αφού από το 1989 ήταν ήδη γνωστή η σημερινή πολεοδομική και κτηριακή διαμόρφωση του χώρου των δύο Μουσείων και του Δημαρχείου. Θα έπρεπε να επισημάνουμε ότι αυτό που διαφοροποιεί έναν αρχιτέκτονα από ένα τεχνίτη ή έναν απλό χρήστη είναι το γεγονός ότι ο αρχιτέκτονας γνωρίζει και προβλέπει εξυπαρχής, μέσω των σχεδίων και των μακετών, την περάτωση του έργου και του διαμορφωμένου χώρου. Οι αρχιτέκτονες, εν αντιθέσει προς το ευρύ κοινό, δεν θα πρέπει να αναμένουν την υλοποίηση των μελετών για να αποφανθούν επί των συνθετικών και πολεοδομικών θεμάτων. Άλλωστε, η «ανάγκη ανοικτών χώρων πρασίνου», όπως διατυπώνεται στην προαναφερόμενη κριτική, δεν αποτελεί μέτρο, είναι ένα αίτημα διαχρονικό που ισχύει παντού και πάντοτε.

Συνεπώς, η απαξίωση της κριτικής επέρχεται όταν τα τοπικιστικά και τοποκεντρικά ιδεολογήματα προηγούνται κάθε πραγματικής αρχιτεκτονικής εκτίμησης και κρίσης. Διότι, πώς θα μπορούσαμε να αξιολογήσουμε τη φράση τού εν λόγω αναλυτή, που διαβεβαιώνει ότι «αυτή η τυπική αθηναϊκή προσέγγιση φαίνεται ίσως ξεπερασμένη»; Είναι δυνατόν μια δημόσια κρίση που αναφέρεται στο Δημαρχείο και διεκδικεί ένα σημαίνοντα κριτικό ρόλο να διατείνεται ότι οι αρχιτεκτονικές μελέτες έχουν πατρίδα και αποκτούν τα χαρακτηριστικά της γραφής τους από τον τόπο προέλευσης των μελετητών;

Εν κατακλείδι, αυτό που φαίνεται ότι δεν έχει ακόμη ξεπεραστεί είναι οι τοπικιστικές αγκυλώσεις και περιχαράξεις που μας άφησαν ως κατάλοιπο οι δογματικές και ιδεολογικές αξιώσεις του «μεταμοντερνισμού» και του «κριτικού τοπικισμού».


Του Τάκη Κουμπή, αρχιτέκτονα
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ‘ΑΥΓΗ’ στις 18/10/2009

Share |

Σχετικές Δημοσιεύσεις:

     

    GreekArchitects Athens

    Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

    Powered by Intrigue Digital