ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΜΑΤΙΕΣ

 

Αρχιτεκτονική και απουσία

25 Μάρτιος, 2015

Αρχιτεκτονική και απουσία

Στη μνήμη του καλού μας φίλου Κωστή Παπαγιώργη.

Του Τάση Παπαϊωάννου

Ο αρχιτεκτονικός χώρος δεν είναι ποτέ ουδέτερος, αδιάφορος, κενός. Είναι πλημμυρισμένος από ανθρώπινες παρουσίες μα, για έναν ανεξήγητο λόγο, πιο πολύ από απουσίες. Ζωντανεύει με τις παρουσίες, και στοιχειώνει με τις απουσίες, σαν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Αλλωστε ποια παρουσία σήμερα δεν θα 'ναι -η ίδια- αύριο μια απουσία πικρή; Ο χώρος έτσι, ενώ ζωογονείται στο παρόν, φορτίζεται ταυτόχρονα από μελλοντική θνητότητα. Αυτός που απουσιάζει και έχει χαθεί για πάντα ως βιολογική οντότητα, είναι ωσεί παρών. Σαν ο χώρος να έχει πάρει παραδόξως σχήμα και μορφή από την παρουσία του. Σαν να έχουν αφήσει όλοι όσοι έχουν φύγει το δικό τους ανεξίτηλο σημάδι πάνω σε τοίχους, πόρτες, έπιπλα, βιβλία. Ιχνη μιας ζωής που έσβησε και ανήκει πια στο παρελθόν.

Ο αρχιτεκτονικός χώρος έχει μνήμη και ταυτίζεται αναπόφευκτα με τους ανθρώπους που τον έζησαν. Αυτοί είναι κυρίως που τον νοηματοδοτούν και τον μετουσιώνουν από απλό γεωμετρικό μέγεθος σε «δοχείο ζωής». Ταυτίζεται με γεγονότα, χρωματίζεται από καθημερινά συμβάντα που όταν τα ζούμε δεν τους δίνουμε ιδιαίτερη σημασία και τις περισσότερες φορές τα θεωρούμε ανούσια. Η απουσία του εκλιπόντος είναι αυτή που τα ξεθάβει μέσα από την πρόσκαιρη λήθη και τα μετατρέπει σε εκείνες τις σπάνιες στιγμές με τις οποίες θα είμαστε για πάντα δεμένοι, στιγμές που καθορίζουν τελικά και εμάς τους ίδιους.

Δύσκολα μπορεί κανείς να συμφιλιωθεί με τον θάνατο, τον αέναο κύκλο της ζωής και του θανάτου, με την παντοτινή απουσία ενός αγαπημένου προσώπου, ενός φίλου. Η ζωή από τη φύση της δεν τα επιτρέπει αυτά, τα ξεπερνάει θέλεις δε θέλεις. Ενώ ξέρεις ότι δεν πρόκειται να ξαναδείς τον φίλο που έφυγε για πάντα, αυτός παρ'όλα αυτά βρίσκεται εκεί, απέναντί σου. Να σε κοιτάει αινιγματικά. «Ο τεθνεώς έχει τον τρόπο του να παραμένει άταφος»[1]. Γιατί αυτό που υπάρχει και δύσκολα χάνεται είναι η ζωντανή ανάμνησή του. Σαν αυτός που λείπει να 'χει ριζώσει για τα καλά βαθιά στο μυαλό σου και κάθε τόσο να εμφανίζεται ξαφνικά μπροστά σου. Νιώθεις την ανάγκη να μιλήσεις, να μοιραστείς ένα γεγονός, να ακούσεις τη γνώμη του, να τον συμβουλευτείς. Σαν τίποτε να μην έχει αλλάξει κι αυτός να είναι εκεί, όπως άλλοτε, να σε περιμένει πιστός στο ραντεβού του.

Ο πλήρης και ολοκληρωτικός αφανισμός του φίλου δεν συντελείται κατά κανέναν τρόπο εντός μας. Τι εκφράζει άλλωστε η γνωστή ρήση «να τον θυμόμαστε»; Να υπάρχει κάποιος ζωντανός στη μνήμη μας, να μην αφήσουμε ποτέ στη λησμοσύνη να τον πάρει οριστικά και αμετάκλητα μακριά μας. Πασχίζουμε να κρατήσουμε άσβηστη τη θύμηση που αχνοσβήνει, μαζεύοντας από κάτω μία μία τις σκόρπιες αναμνήσεις, όλα αυτά που ζήσαμε και ρημάζουν κάτω από το ανελέητο σφυροκόπημα της λήθης. Η απουσία γίνεται παρουσία μέσω της μνήμης. Ο φίλος ενώ έχει χαθεί για πάντα από κοντά μας, εντούτοις υπάρχει ολοζώντανος μέσα στις ανεξιχνίαστες πτυχές του εγκεφάλου μας. Εκεί κατοικεί πλέον μόνιμα. Γιατί τι άλλο είναι η ζωή, από ένα διαρκές ταξίδι με συνεπιβάτες «ζώντες και τεθνεώτες»;

Οι θραυσματικές εικόνες στιγμών του παρελθόντος, ενώ έρχονται αποσπασματικά στον νου μας, αναφέρονται κάθε φορά σε συγκεκριμένους, γνώριμους τόπους. Ενα τοπίο, ένα σημείο του δρόμου, το τραπέζι σε μια ταβέρνα, η βιβλιοθήκη σ' ένα δωμάτιο. Τα λόγια, οι έντονες συζητήσεις, τα γέλια, οι στιγμιαίες σιωπές, μπερδεύονται -στον νου- με τα χρώματα, τους ήχους, τις μυρωδιές, τις ανταύγειες του φωτός. Κάθε Πέμπτη που μαζευόμαστε με την παρέα στην ταβέρνα του Οικονόμου, αναπόφευκτα ξανάρχονται στον νου, σαν σε σιωπηλό προσκλητήριο, ο Κωστής και ο Πέτρος, οι απόντες φίλοι μας. Λες και βρίσκονται εκεί, ανάμεσά μας, για πάντα δεμένοι άνθρωποι, γεγονότα, χώροι, σε μια αδιάσπαστη ενότητα, με δεσμά που δεν πρόκειται ποτέ να λυθούν.

Κι αν όλα αυτά αναφέρονται στην προσωπική μας μνήμη για τον φίλο, τι συμβαίνει όταν αυτός αφήνει μετά τον θάνατό του ένα σπουδαίο λογοτεχνικό έργο; Οταν μας κληροδοτεί, μ' άλλα λόγια, τις ιδέες του, τις μύχιες σκέψεις του, τα βιβλία του;

«Το στίγμα του συγγραφέα δεν είναι τίποτα περισσότερο από τη μοναδικότητα της απουσίας του∙ πρέπει να αναλάβει τον ρόλο του νεκρού κατά το παιχνίδι της γραφής»[2] σημειώνει ο Μισέλ Φουκό. Και αν αυτό πράγματι συμβαίνει ενόσω ο συγγραφέας είναι ζωντανός αναλαμβάνοντας αυτόν τον ρόλο, τι γίνεται όταν πεθάνει, μετοικήσει για πάντα στο επέκεινα; Τότε δεν συμβαίνει μία τελεσίδικη αντιστροφή; Δεν μετενσαρκώνεται τότε σε συγγραφέα «ζώντα» μέσα από τα κείμενά του; Αυτά μιλούν πλέον εξ ονόματός του, αυτά είναι αυτός. Ετσι, με τον τρόπο αυτό, μέσω της γραφής, περνά από τη θνητότητα του παρόντος στην αθανασία του μέλλοντος, ανήκοντας οριστικά στην Ιστορία.

...«το ίδιο τα λόγια /φυλάγουν τη μορφή του ανθρώπου / κι ο άνθρωπος έφυγε, δεν είναι εκεί».[3]

Η βαθύτερη λειτουργία της ανθρώπινης σκέψης όταν καταγράφεται και παριστάνεται μέσω της τέχνης, αυτή είναι· η αντίσταση στη λήθη, η αντίσταση στον θάνατο. Αυτός που γράφει, ζωγραφίζει, κτίζει, αφήνει τη δική του πνευματική κληρονομιά στους επόμενους, το δικό του διακριτικό σημάδι μέσα στην αέναη διαδοχή του χρόνου. Το λογοτεχνικό ή το εικαστικό έργο αιχμαλωτίζει και αποκρυσταλλώνει κάθε φορά το παρόν, εκείνη την πολύ προσωπική και μοναδική στιγμή του δημιουργού, καθιστώντας την για πάντα παρούσα. Από τη στιγμή που δημιουργεί το έργο, το κοινοποιεί, το μοιράζεται, άρα ανήκει αναπόφευκτα και σε όλους τους άλλους. Είναι σαν να στέλνει ένα μπουκάλι με ένα σημείωμα που ταξιδεύει στο πέλαγος, για να το διαβάσουν οι γενιές που έρχονται. Ολες οι γενιές των ανθρώπων ζούμε με την πνευματική παρακαταθήκη αυτών που έζησαν στο παρελθόν και δημιούργησαν πριν από εμάς, εν τέλει όμως για εμάς. Για το μέλλον. Πάντα η τέχνη, η αρχιτεκτονική, η λογοτεχνία, ενώ δημιουργούνται στο παρόν, αναφέρονται στο μέλλον. Οι αποδέκτες του έργου θα βρίσκονται διαρκώς εκεί, στο αύριο.

Να γιατί όταν σχεδιάζει ο αρχιτέκτονας, εκείνη την ώρα ανάμεσα στις γραμμές που χαράζει πάνω στο λευκό χαρτί περικλείει ολόκληρες ζωές, καταστάσεις και γεγονότα που θα λάβουν χώρα εκεί, εν αγνοία του. Γιατί πάντοτε ο αρχιτεκτονικός χώρος είναι γεμάτος από ανθρώπινα βιώματα, μικρές ανθρώπινες ιστορίες, αυτές τον δικαιώνουν και τον κάνουν να υπάρχει. Αυτές και τον στοιχειώνουν στη διαρκή εναλλαγή της ζωής και του θανάτου.

 

του Τάση Παπαϊωάννου
Αρχιτέκτων-Καθηγητής Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ

Με την ευγενική παραχώρηση του συγγραφέα.
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών

 

Παραπομπές
[1] Κωστής Παπαγιώργης, «Ζώντες και τεθνεώτες», εκδ. Καστανιώτης, 1991
[2] Μισέλ Φουκό, «Επιλογή από τα Dits et Ecrits», εκδ. Στιγμή, 2011
[3] Γιώργος Σεφέρης, «Τα τρία κρυφά Ποιήματα», εκδ. Ικαρος

Share |

Σχετικές Δημοσιεύσεις:

 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital