ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΜΑΤΙΕΣ
29 Μάρτιος, 2007
Δώστε ευκαιρίες σε τολμηρούς αρχιτέκτονες
Η Δανέζα αρχιτέκτων Κάριν Σκούσμπελ μιλάει για το ελληνικό αστικό τοπίο με αφορμή το βιβλίο της «Greek Architecture Now»
(Συνέντευξη στον Νικο Βατοπουλο)
Για μία Δανέζα, όπως η Κάριν Σκούσμπελ (Karin Skousboell), η επαφή με την Ελλάδα μπορεί να ξεκινάει από την κλασική αρχαιότητα αλλά καταλήγει στο σύγχρονο αστικό τοπίο. Αρχιτέκτων με βάση την Κοπεγχάγη, η Κάριν Σκούσμπελ, καθηγήτρια Αρχιτεκτονικής στη Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών της Δανίας, έχει παρακολουθήσει την αρχιτεκτονική να ιεραρχεί, μία και δύο και τρεις φορές, τις προτεραιότητές της, από τη δεκαετία του 1960 ώς τώρα και να διαμορφώνει διαφορετικές ατζέντες και κατευθύνσεις. Η Ελλάδα τράβηξε τη ματιά της ως μία αρχαία νέα χώρα με μία –όπως απέδειξε η έρευνά της– αυτόχθονη εκδοχή του μοντερνισμού. Το βιβλίο της «Greek Architecture Now», που κυκλοφορεί στην ελληνική αγορά από τις εκδόσεις Studio Art Bookshop (Τσακάλωφ 32), είναι στην ουσία μία μελέτη της αστικής εξέλιξης στην Ελλάδα από τον 19ο αιώνα και δίνει έμφαση στις τελευταίες δεκαετίες. Η Κάριν Σκούσμπελ, με τη ματιά του «άλλου», εντοπίζει πολλά ταλέντα στην ελληνική αρχιτεκτονική αλλά δεν διστάζει να πει και τις αλήθειες.
— Πώς άρχισε η εμπλοκή σας με την αρχιτεκτονική σκηνή στην Ελλάδα;
— Στα τέλη της δεκαετίας του ’60 ως φοιτήτρια είχα πάρει μέρος στην έρευνα του αρχιτέκτονα Eivind Lorenzen για το βιβλίο του «Along the line where columns are set», που κυκλοφόρησε το 1970. Είχε να κάνει με τη χάρη και τη συνέπεια των Ελλήνων και των Αιγυπτίων στις αναλογίες, το μέτρο και τα συστήματα. Είχα εντυπωσιαστεί βαθιά από το ελληνικό πνεύμα που είχα γνωρίσει και από τον Χένρι Μίλερ – χωρίς να επιχειρώ συγκρίσεις. Μετά δούλεψα για μια περίοδο στο γραφείο του Γ. Ανδριωτάκη στη Ρόδο και ταξίδεψα πολύ στην Ελλάδα. Το 2000 και το 2002 στις Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής της Αθήνας ανακάλυψα πολλά νέα ταλέντα στην ελληνική σκηνή και αναρωτήθηκα γιατί δεν μπορούσε εύκολα να βρει κάτι γι’ αυτούς στα διεθνή περιοδικά. Πρόβλεψα τότε ότι ο κόσμος θα άρχιζε να προσέχει την ελληνική αρχιτεκτονική και λόγω των Ολυμπιακών του 2004.
Θετικά και αρνητικά
— Οταν αρχίσατε να μελετάτε την ελληνική αρχιτεκτονική άλλαξαν οι αρχικές απόψεις σας;
— Ναι· βέβαια η εικόνα που σχημάτισα στη διάρκεια της έρευνας ήταν διαφορετική από πολλές απόψεις. Και θετικές και αρνητικές! Είχα μία βασική ιδέα για τις τοπικές ιδιαιτερότητες σε σχέση με την έκφραση, τα υλικά ή το χρώμα. Αλλά βρήκα συναρπαστικό ότι ορισμένα από αυτά τα στοιχεία επανεισάγονταν στη σύγχρονη αρχιτεκτονική με ένα πολύ φρέσκο τρόπο και ότι η μεγάλη στιγμή του μοντερνισμού επιβίωνε σε μία πολύ ελληνική εκδοχή. Επιπλέον, ήταν μία ιδιαιτέρως θετική έκπληξη να δω τόσες γυναίκες να αρχιτεκτονούν στην Ελλάδα και να καθορίζουν εν πολλοίς τη σκηνή. Και τώρα τα αρνητικά: η φθηνή αρχιτεκτονική και το επιδεικτικό κιτς στυλ από την μετα-μοντέρνα εποχή ώς σήμερα ήταν η άλλη πλευρά της ελληνικής σκηνής – μία «ύβρις»!
— Ανήκει η ελληνική αρχιτεκτονική στην ευρύτερη οικογένεια της Μεσογείου;
— Εχω κάνει έρευνα και έχω εργαστεί στη νότια Γαλλία και στην Ιταλία και γνωρίζω ότι το μεσογειακό στυλ έχει ασφαλώς πολλά κοινά χαρακτηριστικά. Αλλά για μένα η ιδρυτική σχέση ανάμεσα στο κτίριο και το τοπίο είναι το έμβλημα και η κατεξοχήν αρετή της ελληνικής αρχιτεκτονικής τόσο στην αρχαιότητα όσο και στον 20ό αιώνα (1930 - 1960 και 1990 έως τώρα). Η ελληνική αρχιτεκτονική στις ευτυχείς στιγμές της έχει μία πολύ ιδιαίτερη αίσθηση «υπαίθρου» και διαύγειας. Θυμίζει τον εκφραστικό και κομψό διάλογο που επιχειρούν τα κλασικά οικοδομήματα.
— Θα τοποθετούσατε την Ελλάδα στα Βαλκάνια; Είδατε διαφορές ανάμεσα στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη;
— Αν εξετάσει κανείς την ελληνική ιστορία και όχι μόνο την ποικιλία στο φυσικό περιβάλλον, θα δει ότι δεν είναι εύκολο να τοποθετήσει την Ελλάδα ούτε στα Βαλκάνια ούτε αποκλειστικά στη σφαίρα της Μεσογείου. Είναι η πρόσμειξη των πολιτισμικών επιρροών αυτή που δίνει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα στον τρόπο ζωής αλλά και στην αρχιτεκτονική, την κουζίνα, το φως και τα χρώματα. Και ενώ η Αθήνα έχει ένα πολύ ξεκάθαρο, κλασικό ευρωπαϊκό αέρα, η Θεσσαλονίκη έχει ένα ελκυστικό άγγιγμα ανατολίτικου χάους, γοητείας και αυθορμητισμού. Η τοπιογραφία της Αθήνα είναι βασικά ένα λοφώδες κύρτωμα, ενώ η Θεσσαλονίκη έχει την κοιλότητα μιας λεκάνης που χύνεται στη θάλασσα, που με τη σειρά της δίνει μία εντελώς διαφορετική αίσθηση πυκνότητας και αστικής σκηνογραφίας.
— Ποια είναι η βασική διαφορά ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Δανία με όρους νεωτερικού τοπίου;
— Αν δούμε το περιβάλλον πρώτα, έχω να παρατηρήσω ότι η Δανία είναι μία χώρα μικρής κλίμακας με ένα γενικά ήπιο τοπίο με πολύ λιγότερες δραματικές εντάσεις από την Ελλάδα! Αυτό επηρεάζει προφανώς και την αρχιτεκτονική. Αλλά πέρα από τις διαφορές μοιραζόμαστε την ειδική σχέση με τη θάλασσα. Λίγοι Δανοί ζουν σε απόσταση μεγαλύτερη της μιας ώρας από την ακτή, οπότε θα έλεγα ότι η θάλασσα και ο ουρανός επιδρούν σημαντικά στο μυαλό και τη σύλληψη της αρχιτεκτονικής και στις δύο χώρες. Αν δούμε τώρα το αστικό τοπίο, ο σχεδιασμός στη Δανία θωρακίζεται από το 1900 με αυστηρό έλεγχο για να εξασφαλιστούν ο νόμος και η τάξη στην κατασκευή και στην αστική ανάπτυξη – ό,τι δηλαδή δεν συμβαίνει στην Ελλάδα. Παρόλα αυτά με έχει εντυπωσιάσει ο τρόπος με τον οποίο το σύστημα της πολυκατοικίας στην Ελλάδα –και όχι μόνο στην Αθήνα– επέτυχε (με όλα στα στραβά του) να εξελιχθεί σε αυτόνομη έκφραση κουλτούρας και ταυτότητας του αστικού τοπίου. Υπάρχουν βέβαια μεγάλες διαφορές ανάμεσα στη Δανία και την Ελλάδα, κυρίως σε ό,τι έχει να κάνει με τον δημόσιο χώρο. Στη Δανία είναι ένα σημαντικό ζήτημα, στην Ελλάδα ήταν απόν έως πολύ πρόσφατα.
— Υπάρχει διάλογος ανάμεσα στα δύο άκρα της Ευρώπης, το Αιγαίο και τα σκανδιναβικά τοπία;
— Τα σκανδιναβικά τοπία μας δίνουν ενδιαφέρουσες αντιστοιχίες με το ελληνικό αρχιπέλαγος. Αν δει κανείς τα βουνά της Νορβηγίας ή τα ηφαίστεια της Ισλανδίας ή τα βραχώδη νησιά της Σουηδίας, θα διαπιστώσει ότι υπάρχουν πολλά κοινά στη Φύση και στην ατμόσφαιρα.
Προτεραιότητες της Αθήνας
— Ποια θα λέγατε ότι είναι η πρώτη προτεραιότητα για την Αθήνα;
— Η πρώτη προτεραιότητα θα ήταν η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αξιοποίηση των δημοσίων χώρων και ο εξωραϊσμός του αστικού τοπίου όπως ξεκίνησε στη δεκαετία του 1990. Φυσικά και η συνεχιζόμενη βελτίωση των υποδομών και ο αγώνας κατά της ρύπανσης που είναι πολύ σημαντικές παράμετροι. Επίσης, θα περίμενε κανείς να υπάρχει μεγαλύτερη εκτίμηση για τον ρόλο των αρχιτεκτόνων. Η πόλη θα έπρεπε να δώσει στους τολμηρούς αρχιτέκτονες καλύτερες ευκαιρίες για να ξεδιπλώσουν το ταλέντο τους με μεγαλύτερη ελευθερία.
— Τι χαρακτηρίζει σύμφωνα με την άποψή σας τη νέα γενιά των Ελλήνων αρχιτεκτόνων;
— Στις καλύτερες στιγμές τους, οι νέοι Ελληνες αρχιτέκτονες έχουν την ικανότητα να συνδυάζουν την έμπνευση με την επίγνωση των κληροδοτημένων αξιών όπως και τους δασκάλους του ένδοξου μοντερνισμού με τη νέα ερμηνείο του τόπου. Και όλα αυτά σε μία προσωπική ανάγνωση του χώρου. Οι καλύτεροι Ελληνες αρχιτέκτονες είναι ακόμη μοναδικοί στο να ζυγίζουν τη σχέση ανάμεσα στο κτίριο και το τοπίο και συνδυάζουν τον ουρανό, το νερό και τη φύση στον χώρο με ένα τρόπο εντελώς ελληνικό. Πολλές σύγχρονες βίλες έχουν δείξει πώς αυτές οι αξίες μπορούν να ανθοφορούν. Ελάχιστα όμως δημόσια κτίρια αξιοποιούν τα πολλά ταλέντα της Ελλάδας...
Νίκος Βατόπουλος
(με την ευγενική παραχώρηση του συγγραφέα)