ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΜΑΤΙΕΣ

 

Η Αθήνα στο δεύτερο ήμισυ του 20ού αιώνα

08 Ιανουάριος, 2010

Η Αθήνα στο δεύτερο ήμισυ του 20ού αιώνα

Πολεοδομική μεταμόρφωση & αρχιτεκτονική δημιουργία

Της Ελένης Φεσσά - Εμμανουήλ

Εισαγωγικά.

Στην αυγή του 21ου αιώνα το πολεοδομικό συγκρότημα της πρωτεύουσας πολύ λίγο θυμίζει την ευρωκεντρική Αθήνα του Μεσοπολέμου με τις αστικές κηπουπόλεις, τους προσφυγικούς της συνοικισμούς και τις πρώτες γειτονιές αυθαιρέτων. Αν εξαιρέσει κανείς τα λιγοστά κατάλοιπα της μακραίωνης και αδιάκοπης ιστορίας του, ο σημερινός χαοτικός και πολυπολιτισμικός σχηματισμός των τεσσάρων περίπου εκατομμυρίων κατοίκων στα λεκανοπέδια της Αττικής είναι  ουσιαστικά μια σύγχρονη "μετάπολη", η οποία διαφέρει  τόσο από τις ιστορικές πόλεις της Ευρώπης όσο και από τις νέες, σχεδιασμένες πόλεις του 20ού αιώνα.

Οι διαφορές αυτές, που χρωματίζουν και την αθηναϊκή αρχιτεκτονική, δεν οφείλονται μόνο σε κοινωνικο-οικονομικούς παράγοντες. Συνδέονται επίσης με γεωγραφικά και πολιτισμικά δεδομένα, με  βαθειά ριζωμένες νοοτροπίες και  συνήθειες.

Οι πολεοδομικές και αρχιτεκτονικές ιδιαιτερότητες της ελληνικής πρωτεύουσας στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα έχουν δύο όψεις: μια αρνητική και μια θετική. Για την πρώτη χύθηκε και εξακολουθεί να χύνεται πολύ μελάνι. Όλοι μας ειδικοί και κάτοικοι της ελληνικής πρωτεύουσας, δυσφορούμε για τις συνέπειες που είχε η ασχεδίαστη μεταμόρφωση της Αθήνας.  δηλαδή για τη ρύπανση, το συγκοινωνιακό πρόβλημα, την αισθητική και λειτουργική υποβάθμιση κ.ά. Είναι ωστόσο γεγονός ότι με την επινόηση της αντιπαροχής, την παράδοση της αυθαίρετης δόμησης και τις "εκ των υστέρων" ρυθμίσεις της πολιτείας, η μεταπολεμική Αθήνα ξανακτίστηκε σχεδόν χωρίς κεφάλαια, επεκτάθηκε σε ελάχιστο χρόνο και ήδη άρχισε να αναπλάθεται, έχοντας γλυτώσει κάποιους  κλυδωνισμούς ή άγονους πειραματισμούς των νέων πόλεων της Δύσης και του τρίτου κόσμου.

Τέλος, αντίθετα από ότι γίνεται αλλού, η αρχιτεκτονική ποιότητας ούτε ενθαρρύνεται ούτε αναγνωρίζεται από την πολιτεία. Έτσι, ο ρόλος των πολεοδόμων και αρχιτεκτόνων στη διαμόρφωση της σύγχρονης Aθήνας και τον σχεδιασμό των σημαντικών της κτιρίων υπήρξε περιθωριακός. H περιθωριοποίηση αυτή ήταν ένας από τους λόγους της άναρχης δόμησης και της αισθητικής υποβάθμισης του αστικού της τοπίου. Aπό την Aθήνα ωστόσο δεν έλλειψαν ποτέ οι ικανοί πολεοδόμοι και οι προικισμένοι αρχιτέκτονες αλλά οι προϋποθέσεις για τη δημιουργική τους δράση, προϋποθέσεις που υπάρχουν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Στη σημερινή παρουσίαση θα προσπαθήσω: (α) να σκιαγραφήσω την πολεοδομική εξέλιξη της ελληνικής πρωτεύουσας από το 1950 έως το 2004. (β) να σχολιάσω χαρακτηριστικές όψεις της αρχιτεκτονικής των διαφόρων φάσεων αυτής της εξέλιξης. και (γ) να σταθώ σε αρχιτεκτονήματα μεγάλης επιρροής ή ξεχωριστής σημασίας από ιστορική, πολιτισμική και αισθητική άποψη.

Χρειάζεται όμως να τονιστεί με έμφαση ότι η Aθήνα δεν έχει το μονοπώλιο της ποιοτικής αρχιτεκτονικής μας των ετών 1950-2004. Aναφέρω μερικά χτυπητά παραδείγματα. Τα περισσότερα μοντέρνα ξενοδοχεία Ξενία της δεκαετίας του ’60 ανοικοδομήθηκαν στην ελληνική επαρχία. Από τα 47 κατασκευασμένα έργα του Άρη Kωνσταντινίδη μόνο τα 5 βρίσκονται στο πολεοδομικό συγκρότημα της πρωτεύουσας. Tο Εργαστήρι ’66 του Δημήτρη και της Σουζάνας Αντωνακάκη πραγματοποίησε ένα μεγάλο μέρος του έργου του εκτός Aττικής. O Kωνσταντίνος Δοξιάδης και ο Γιώργος Kανδύλης με τους συνεργάτες τους εργάστηκαν και αναγνωρίστηκαν κυρίως στο εξωτερικό. Σε ολόκληρη την Eλλάδα και το εξωτερικό πραγματοποιείται επίσης το έργο του Γραφείου του Αλέξανδρου Tομπάζη.

1.  Η "αττική" οικιστική  παράδοση και η χρόνια αδυναμία για μια σχεδιασμένη πολεοδομική ανάπτυξη της νέας Αθήνας.

Ο πρώτος που θα παραλληλίσει το ελεύθερο πολεοδομικό σύστημα της αρχαιότητας -το ονομαζόμενο αττικό- με την αυθαίρετη στέγαση στην Αθήνα του '50 ήταν ο διαπρεπής αρχιτέκτονας-αρχαιολόγος Γιάννης Τραυλός. «Η συνεχιζομένη προς όλας σχεδόν τας κατευθύνσεις ανάπτυξις της πόλεως», γράφει ο Τραυλός στα 1960, «προηγήθη πολλάκις της επεκτάσεως του ρυμοτομικού σχεδίου. Κατά μήκος ή πλησίον των αρχαίων οδών, αι οποίαι ωδήγουν έξω της πόλεως, οι σημερινοί κάτοικοι, όπως και οι αρχαίοι, εξηκολούθουν να κτίζουν αυθαιρέτως και εκτός σχεδίου τας οικίας των, αττικώς, ώς είδομεν ότι εχαρακτηρίζετο κατά την αρχαιότητα το ελεύθερον τούτο πολεοδομικόν σύστημα». Το γεγονός ότι η ασχεδίαστη ανάπτυξη των ελληνικών οικισμών συνεχίστηκε και κατά τους μεσαίους χρόνους, μας επιτρέπει να κάνουμε λόγο για μια αττική παράδοση δυναμικής ή "οργανικής" οικιστικής ανάπτυξης, η οποία αποδείχτηκε ισχυρότερη από την "εκ των άνω" προσπάθεια εκσυγχρονισμού της, δηλαδή από τα δυτικού τύπου ρυθμιστικά σχέδια των πολεοδόμων και τους ανεδαφικούς οικιστικούς νόμους της πολιτείας.

Η μορφή της μεταπολεμικής Αθήνας δεν καθορίστηκε από τις γνώμες των ειδικών και  τη θέληση του νομοθέτη. Πολύ σημαντικότερος υπήρξε ο ρόλος άλλων παραγόντων: της μικροϊδιοκτησίας, των περιορισμένων οικονομικών δυνατοτήτων της πολιτείας, της μικρής κλίμακας των οικοδομικών επιχειρήσεων, αλλά και της ζωτικότητας του πληθυσμού, της κοινωνικής του κινητικότητας, των νοοτροπιών και συνηθειών του. Η μεταπολεμική Αθήνα άρχισε να ξανακτίζεται πάνω στον παλιό της ιστό και να επεκτείνεται ασχεδίαστα, στο πλαίσιο μιας ιδιότυπης καπιταλιστικής εξέλιξης, με κινητήριες δυνάμεις την εμπορευματοποίηση της κατοικίας, το οικοπεδεμπόριο, αλλά και την παράδοση της αυθαίρετης δόμησης. Αντίθετα, το έγκαιρο, τεχνοκρατικό προσκλητήριο του Κωνσταντίνου Δοξιάδη, για μια ορθολογιστική οικιστική ανάπτυξη, όχι μόνο  δεν εισακούστηκε από την πολιτική ηγεσία, αλλά τον έφερε σε ρήξη μαζί της.

2. 1949-1957. Στα δύσκολα χρόνια της Ανασυγκρότησης 

Για την Αθήνα η περίοδος της οικονομικής ανάρρωσης ξεκινά με σημαντική καθυστέρηση και πραγματοποιείται σ' ένα κλίμα, που το σκιάζουν τα σκληρά βιώματα της  γερμανικής κατοχής (1941-44) και η  τραγωδία του εμφυλίου πολέμου (1946-1949). Η απόκλιση της πολεοδομικής και αρχιτεκτονικής της πορείας από εκείνες των άλλων ευρωπαϊκών πόλεων εντείνεται κατά την περίοδο 1950-80. Το κύριο βάρος της ανοικοδόμησης της Αθήνας αφέθηκε αφενός στην ιδιωτική επιχειρηματική πρωτοβουλία η οποία απευθυνόταν κυρίως στα μεσαία στρώματα και αφετέρου στην αυθαίρετη στέγαση. Από τότε η ανοικοδόμηση κατοικιών με το σύστημα της αντιπαροχής παίζει το ρόλο κινητήριας δύναμης της οικονομίας, ενώ η κρατική και δημοτική πρωτοβουλία αυτοπεριορίζονται σε μικρής κλίμακας έργα ή σε διορθωτικές παρεμβάσεις.

Το μικρό σε όγκο έργο των αρχιτεκτόνων της δωδεκαετίας 1945-1957, η οποία έχει ένα μεταβατικό χαρακτήρα, εμφανίζει πέντε τάσεις: μια δογματικά ή αναχρονιστικά μοντέρνα, μια συντηρητική, μια "νεορομαντική", μια λαϊκότροπη, και μια νεωτεριστική.

Στα χρόνια αυτά έχομε τα πρώτα δείγματα γραφής του Νίκου Βαλσαμάκη (γ. 1924) και του Τάκη Ζενέτου (1927-1977), δύο πρωτοπόρων μοντερνιστών μεγάλου διαμετρήματος, οι οποίοι αρχίζουν να δημιουργούν στην πρωτεύουσα ιδιωτικά έργα-σταθμούς για την αρχιτεκτονική της ιστορία.



Οι πρώτες αυθεντικά  μοντέρνες πολυκατοικίες της μεταπολεμικής  Αθήνας, σχεδιασμένες από τον πρωτοπόρο  αρχιτέκτονα  Νίκο Βαλσαμάκη  (γ. 1924):η πολυκατοικία  Λούρου στην οδό Σεμιτέλου 5 (1951-1953, αριστερά) και η προαστιακή  πολυκατοικία  στο Χαλάνδρι, λεωφ. Κηφισίας 272 (δεξιά).
   



Το ριζοσπαστικά μοντέρνο εργοστάσιο Φιξ της  λεωφ. Συγγρού, μετά την ανάπλαση  του 1957 από τον δεξιοτέχνη αρχιτέκτονα Τάκη Ζενέτο (1926-1977) και τον συνεργάτη του Μαργαρίτη Αποστολίδη (1922-2006).
 
 

3. 1958-1966. Η βραχύβια αρχιτεκτονική "άνοιξη".

Ο χαρακτηρισμός της οκταετίας 1958-1966 ως αρχιτεκτονικής "άνοιξης" είναι βέβαιο πως θα ξενίσει πολλούς. Γιατί δεν είναι λίγα τα ατοπήματα της εποχής αυτής "των εργολάβων", η οποία ολοκλήρωσε τη μεταμόρφωση  της πρωτεύουσας προς το χειρότερο με την ασχεδίαστη εξάπλωση της αστικής πολυκατοικίας. Στη διάρκεια της οκταετίας εξαφανίζεται σχεδόν το ιστορικό κέντρο της Αθήνας και χάνονται πολλές ευκαιρίες για την αναβάθμιση της δημόσιας αρχιτεκτονικής μας. Αυτό οφείλεται κυρίως στην ιλιγγιώδη αύξηση του πληθυσμού της πρωτεύουσας κατά 220% από το 1950 έως το 1980 αφενός και στον περιορισμένο ρυθμιστικό ρόλο του κράτους αφ’ ετέρου. Για τα κύματα των κατοίκων της επαρχίας που κατέκλυσαν το κλεινόν άστυ και ανήκαν στα μεσαία και μικρομεσαία στρώματα, η απόκτηση ενός διαμερίσματος σε πολυκατοικία αποτελούσε κοινωνική καταξίωση. Παρά το γεγονός ότι μόνο το 2% των αθηναϊκών πολυκατοικιών ήταν σχεδιασμένες από αρχιτέκτονες «το διαμέρισμα με επιπλώσεις παντός τύπου και ρυθμού σε συνδυασμό με τον καλό γάμο έγινε το όνειρο κάθε ανύπαντρης κοπέλας», όπως εύστοχα διατυπώνεται σε διαφήμιση της εποχής. Η απουσία εγκεκριμμένου ρυθμιστικού σχεδίου ενίσχυσε τους ρυθμούς αύξησης των αυθαιρέτων κατοικιών στις παρυφές της πόλης από τους εσωτερικούς μετανάστες χαμηλών εισοδημάτων που δεν είχαν τη δυνατότητα να αποκτήσουν διαμερίσματα.

Και όμως, τότε ήταν που η αρχιτεκτονική των αρχιτεκτόνων μας παρουσίασε μια πρωτόγνωρη ζωντάνια, πολυφωνία και ετοιμότητα να συμβαδίσει με τα διεθνή ρεύματα. Θυμίζω ότι κατά τη δεκαετία του '60, η σύγχρονη Ελλάδα εμφανίζεται δυναμικά στον παγκόσμιο ορίζοντα με δύο διεθνώς κορυφαίους αρχιτέκτονες-πολεοδόμους, που είναι ουσιαστικά απόντες από την ανοικοδόμηση της πρωτεύουσας. Πρόκειται για τον Κωνσταντίνο Δοξιάδη  και τον Γιώργο Κανδύλη.

Το ρεύμα του εκσυγχρονισμού αυτών των χρόνων θα συμπαρασύρει και το αρχιτεκτονικό κατεστημένο, τα μέλη του οποίου διανύουν την πέμπτη ή έκτη δεκαετία της ζωής τους. Αρχιτέκτονες όπως ο Κιτσίκης, ο Βουρέκας, και ο Σακελλάριος ανανεώνονται με τη βοήθεια των νεότερων συνεργατών τους, δημιουργώντας βασικά αρχέτυπα της εγχώριας αρχιτεκτονικής "γοήτρου". Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν η Πρεσβεία των ΗΠΑ και το ξενοδοχείο Χίλτον τα οποία αποτελούν σύνθεση του κοσμοπολιτικού μοντερνισμού της εποχής με την αισθητική παράδοση του κλασικισμού.




Η Πρεσβεία των ΗΠΑ στην Αθήνα, 1959-1961. Ένα αξιόλογο αρχιτεκτόνημα  σχεδιασμένο στο πνεύμα του διεθνούς φορμαλισμού ή νεο-ιστορισμού, που ήταν τότε η κυρίαρχη τάση στον σχεδιασμό των κτιρίων γοήτρου. Αρχιτέκτονες  Walter Gropius - TAC.  Συνεργάτης αρχιτέκτων  Π. Σακελλάριος.



 


Το ξενοδοχείο Χίλτον της Αθήνας, 1958-1963. Ένα αξιόλογο αρχιτεκτόνημα  σχεδιασμένο στο πνεύμα του διεθνούς φορμαλισμού ή νεοιστορισμού. Αρχιτέκτονες: Μ. Βουρέκας, Π. Βασιλειάδης, Σπ. Στάϊκος. Συνεργαζόμενος αρχιτέκτων: Α. Γεωργιάδης. Σύμβουλοι-αρχιτέκτονες εσωτερικών χώρων: Warner, Burns, Joane, Winde

 


Το κτίριο επιβατών του Ανατολικού Αερολιμένα στο Ελληνικό (1959-1963) ανήκει στα κορυφαία αρχιτεκτονήματα της εποχής. Σχεδιασμένο από τον διάσημο αμερικανο-φινλανδό αρχιτέκτονα  Eero Saarinen υπερέβη τον πρακτικό  του σκοπό, λειτουργώντας και συμβολικά ως η πύλη της σύγχρονης Αθήνας και Ελλάδας.

Άλλοι καθιερωμένοι και νέοι αρχιτέκτονες εφαρμόζουν το κυρίαρχο Διεθνές Στυλ ή τον κώδικα του Le Corbusier ή προσπαθούν να εκφράσουν το πνεύμα του μεσοπολεμικού μοντέρνου κινήματος με ποικίλα αποτελεσματα.




Εσωτερικοί χώροι της Εθνικής Τράπεζας και το πρώτο κτίριο γραφείων με υαλοπέτασμα στην πλατεία Συντάγματος, αυθεντικές εκφράσεις του Διεθνούς Στυλ της εποχής, 1960-1962. Αρχιτέκτονες: Κ. Δεκαβάλλας, Α. Τζάκου,   Δ. Παπαζήσης.

 

Το ημιτελές Ωδείο Αθηνών στη γωνία των οδών Βασ. Κωνσταντίνου και Ρηγίλλης (1969-1976), ήταν το μόνο κτίριο της πολύπαθης μελέτης του Πνευματικού Κέντρου της Αθήνας (1959-1969) που υλοποιήθηκε, ύστερα από δεκαπενταετή  αγώνα του αρχιτέκτονα-καθηγητή Γιάννη Δεσποτόπουλου (1903-1992). Ο Δεσποτόπουλος υπήρξε ένας από τους βασικούς υποστηρικτές και εκφραστές του ριζοσπαστικού πνεύματος του Bauhaus στην Ελλάδα. 

 


Ηγετικές όμως μορφές της αρχιτεκτονικής «άνοιξης» του ’60 είναι ο Νίκος Βαλσαμάκης και ο Τάκης Ζενέτος.

Με τη συνέπειά του στο ιδεώδες του εκσυγχρονισμού, τα σπάνια χαρίσματα και τη μοναχική του πορεία, ο Βαλσαμάκης θα συμβάλει αποφασιστικά στον εξελληνισμό των διεθνών ρευμάτων. Το έργο του θα επιβληθεί και κοινωνικά επειδή υπήρξε προϊόν συμφιλίωσης του νέου με το παλιό, δηλαδή της εξωγενούς νεωτερικότητας με νεοελληνικές παραδόσεις. την αστική αρχικά και τη λαϊκή αργότερα. Τα αστικά του κτίρια αυτών των χρόνων, παρά τη μοντέρνα τους μορφή,  δεν αντιδικούν με τη νεοκλασική παράδοση της αθηναϊκής αρχιτεκτονικής και τις μετεξελίξεις της. Τα σημαντικότερα όμως μοντέρνα έργα του Βαλσαμάκη στην Αττική είναι μονοκατοικίες. Η εξοχική κατοικία Λαναρά στην Ανάβυσσο (1961) και το σπίτι του αρχιτέκτονα στη Φιλοθέη (1961), ανήκουν στις κορυφαίες υφολογικές επιδόσεις της ελληνικής αρχιτεκτονικής του '60, τις απολύτως συγκρίσιμες με αρχιτεκτονήματα διεθνώς αναγνωρισμένων δημιουργών, όπως είναι λ.χ. ο δανός αρχιτέκτων Arne Jacobsen.




Η μονοκατοικία  του αρχιτέκτονα  Ν. Βαλσαμάκη στη Φιλοθέη (1961), που επελέγη από άλλες 100 μονοκατοικίες  διακεκριμένων  αρχιτεκτόνων  του κόσμου για την εικονογράφηση του έξωφύλλου πρόσφατης  έκδοσης της  Taschen.

Σε διαφορετικό δρόμο κινήθηκε ο δεξιοτέχνης-οραματιστής Τάκης Ζενέτος. Αρνούμενος να δεχτεί τη μίζερη πραγματικότητα της μεταπολεμικής Αθήνας, αγωνίστηκε με πάθος για την υλοποίηση πρωτοποριακών στόχων, όπως ήταν η χρήση της προκατασκευής, η ευελιξία, ο ηλιασμός και η ηλιοπροστασία, η εξοικονόμηση ενέργειας και υλικών, η χρήση προηγμένης τεχνολογίας, και το σπάσιμο του μοντέρνου κτιριακού κύβου. Με το γερό ταλέντο και τη γόνιμη φαντασία του ο Ζενέτος δημιούργησε ορόσημα ποιοτικής αρχιτεκτονικής στη μεταπολεμική Αθήνα. Ορισμένα μάλιστα έργα του έχουν θεωρηθεί συμβολές στο κεφάλαιο της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής πρωτοπορίας του '60.

 

Πάνω:Εξοχικές κατοικίες στο Καβούρι (1959) και τη Γλυφάδα (1961). Δύο τολμηρά αρχιτεκτονήματα του δεξιοτέχνη οραματιστή  Τάκη Ζενέτου (1926-1977)). Κάτω:Το προκατασκευασμένο υπαίθριο θέατρο του Λυκαβηττού (1964-1966). Ενα καινοτόμο αρχιτεκτόνημα  του Τάκη Ζενέτου.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 πολλοί νέοι αρχιτέκτονες, αλλά και μοντερνιστές του Μεσοπολέμου, με την ομαδική δουλειά, τον θεσμό των πανελλήνιων διαγωνισμών, τη μαχητική αισιοδοξία και τη συσπείρωση γύρω από τον Σύλλογό τους, άρχισαν να επηρεάζουν την αρχιτεκτονική των δημόσιων κτιρίων της Αθήνας και, κυρίως, της επαρχίας. Οι παλιές και νέες αυτές αρχιτεκτονικές δυνάμεις ενστερνίζονται το αντιϊστορικό πνεύμα της γενιάς του '30 και δείχνουν μια σταθερή προτίμηση σε αντισυμβατικά πρότυπα ή τάσεις του καιρού τους, όπως είναι η διεθνής "νεοβάρβαρη" αρχιτεκτονική του εμφανούς σκυροδέματος (New Brutalism), που εγκαινίασε ο Le Corbusier και συνέχισαν οι επίγονοί του. Η δράση τους διέπεται από τον κοινωνικό ιδεαλισμό και το θετικιστικό πνεύμα της τότε πρωτοποριακής "Ομάδας των 10" (Team X), στην οποία ανήκε και ο Κανδύλης, κ.ά. Πρόκειται για επιλογές που αντιδικούν λίγο-πολύ με την αστική αρχιτεκτονική παράδοση της Αθήνας. Σε αυτό οφείλεται λ.χ. η ισχυρή αντίδραση που προκάλεσε η προσπάθεια της νέας αρχιτεκτονικής γενιάς να επιβάλει το ανοίκειο γλωσσάρι του Le Corbusier και των επιγόνων του στην  αρχιτεκτονική "γοήτρου" της ελληνικής πρωτεύουσας.  
 



Πάνω:Ένα από τα εντυπωσιακότερα έργα αυτής της τάσης ήταν ο επιβατικός σταθμός του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς (1961/62-1969, σήμερα Εκθεσιακό Κέντρο), ο οποίος σχεδιάστηκε από τους, βραβευμένους σε διαγωνισμό αρχιτέκτονες Γιάννη Λιάπη και Ηλία Σκρουμπέλο.
Κάτω: Η μοντέρνα Λαχαναγορά Αθηνών στου Ρέντη, 1962-63, έργο της Διεύθυνσης Πολεοδομικών Μελετών της Υπηρεσίας Οικισμού του Υπουργείου Δημοσίων Έργων (Αρχιτέκτων-πολεοδόμος Προκόπιος Βασιλειάδης. Συνεργαζόμενοι αρχιτέκτονες Γιώργος Μπόγδανος κ.ά. ). Μια από τις ελάχιστες αστικές συνθέσεις δημόσιου χαρακτήρα στην Αττική, οι οποίες συγχρονίζονται με τα νέα ρεύματα.

"Εξοστρακισμένος" από το κέντρο της Αθήνας με τις ισχυρές νεοκλασικές μνήμες, ο ριζοσπάστης αρχιτέκτων Άρης Κωνσταντινίδης αφήνει στην περιφέρειά της τη σφραγίδα της αρχιτεκτονικής του κοσμοθεωρίας. Πρόκειται για δύο έργα-αναφοράς της σύγχρονης ελληνικής αρχιτεκτονικής με διεθνή αναγνώριση: τη μονοκατοικία του τεχνοκριτικού Αλέξανδρου Ξύδη στη γωνία των οδών Αρχιμήδους & Κλειτομάχου (1961) και το θαυμαστό σπίτι διακοπών στο 48ο χλμ. της οδού Αθηνών-Σουνίου (1961-62).  Αν και ριζοσπαστικά μοντέρνα για την εποχή τους, τα δύο αυτά σπίτια άντεξαν στη φθορά του χρόνου για τρεις βασικά λόγους. Εκφράζουν βιώσιμες αρχές του κεντρoευρωπαϊκού Μοντέρνου Κινήματος σε συνδυασμό με αξίες της μακραίωνης ελληνικής παράδοσης και στέκουν μέσα στο αττικό τοπίο «σαν να βρίσκονταν ανέκαθεν εκεί».


1967-1974. Οικοδομικός γιγαντισμός και αρχιτεκτονική κρίση

Το κύριο χαρακτηριστικό της περιόδου 1967-1974 δεν είναι μόνο το ότι επιταχύνονται τα αρνητικά φαινόμενα της προηγούμενης φάσης, δηλαδή η άναρχη και ισοπεδωτική  ανάπτυξη της πρωτεύουσας, η ευτέλεια του αρχιτεκτονικού της εκμοντερνισμού, η κακοποίηση της ιστορίας της αλλά και του αττικού τοπίου. Είναι και η οριστική απώλεια του αστικού χαρακτήρα και του ευρωπαϊκού προσανατολισμού της Αθήνας. Τα 13 αυτά χρόνια η ελληνική αρχιτεκτονική δοκιμάζεται από μια κρίση σύνθετη, που την προκαλούν η διεθνής αμφισβήτηση του δογματικού μοντερνισμού  και οι τοπικές ιδιαιτερότητες.

Στα χρόνια αυτά, που χαρακτηρίστηκαν ως "άγρια καπιταλιστική μεγέθυνση" της ελληνικής οικονομίας, η ποιοτική υστέρηση της δημόσιας αρχιτεκτονικής σε σχέση με την ιδιωτική αυξάνεται ραγδαία. Αυτό συμβαίνει παρά τις ευνοϊκές νομοθετικές ρυθμίσεις που έφεραν την άνοδο της στάθμης των μελετών για τα δημόσια κτίρια.

Στη δημόσια αρχιτεκτονική της πρωτεύουσας δεν σημειώνονται ουσιώδεις αλλαγές. Η προσπάθεια του δικτατορικού καθεστώτος να σφραγίσει την Αθήνα με μνημειώδη κτίρια αποβαίνει άκαρπη. Παρά τους πολυάριθμους αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς και τις άφθονες αναθέσεις μελετών, ο απολογισμός σε κτίρια "γοήτρου", που να εκφράζουν τα τεχνοκρατικά και μικροαστικά ιδεώδη του δικτατορικού καθεστώτος, είναι πενιχρός. Οι περισσότερες βραβευμένες λύσεις αρχιτεκτονικών διαγωνισμών έμειναν στα χαρτιά. ανάμεσά τους ο περιβόητος Ναός του Σωτήρος ή "Τάμα του Έθνους", για τον οποίο έγιναν τρεις διαγωνισμοί  (1970, 1971/72, 1973). Στα έργα βιτρίνας της δικτατορίας ανήκουν το κλασικίζον συγκρότημα του Δικαστικού Μεγάρου της Αθήνας στη λεωφόρο Αλεξάνδρας  (διαγωνισμός 1968-69. γενικοί αρχιτέκτονες Ι. Ρίζος, Δ. Καταρόπουλος). Ένα από τα αξιολογότερα έργα αυτών των χρόνων, τα οποία προέκυψαν από αρχιτεκτονικό διαγωνισμό, ήταν το μνημείο του Βενιζέλου στη λεωφόρο Βασ. Σοφίας (1969). Τον ορειχάλκινο ανδριάντα του μεγάλου πολιτικού φιλοτέχνησε ο γλύπτης και ακαδημαϊκός Γιάννης Παππάς, και τη διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου τη σχεδίασε ο αρχιτέκτων Παναγιώτης Βοκοτόπουλος.

Άλλα αξιόλογα κτίρια του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, που ανήκουν στις υφολογικές κατακτήσεις της ελληνικής αρχιτεκτονικής του εμφανούς μπετόν, είναι: το κτίριο γραφείων και σταθμός διανομής ΔΕΗ (Γ΄ Σεπτεμβρίου 111 και Ρίζου, 1973-77. αρχιτέκτων Κλέων Κραντονέλλης). ο κεντρικός σταθμός αυτοκινήτων του ΟΤΕ στην Καλλιθέα (Αγνώστου Στρατιώτου, Δοϊράνης, Σωκράτους και Πριάμου, 1969-71. αρχιτέκτονες Ν. Δεσύλλας, Δ. Κονταργύρης, Α. Λαμπάκις και Π. Λουκάκης),. το Γυμνάσιο & Λύκειο Αγ. Δημητρίου στο Μπραχάμι, (1970-1976, αρχιτέκτων Τ. Χ. Ζενέτος). κ.ά.

Η οικονομική άνοδος ώς την πετρελαϊκή κρίση του 1973 και η δημιουργία του θεσμικού πλαισίου για μια έντονα κερδοσκοπική ανοικοδόμηση, με τις κοινωνικές, πολιτισμικές και πολεοδομικές τους συνέπειες, εκφράστηκαν κυρίως στην εμπορική αρχιτεκτονική, τις τουριστικές εγκαταστάσεις και τις πολυτελείς μονοκατοικίες.

Ο αμφιλεγόμενος "αθηναϊκός ουρανοξύστης" αποτελεί τη  θεαματικότερη εξέλιξη αυτών των χρόνων. Πρόκειται για τους πύργους γραφείων, διαμερισμάτων και ξενοδοχείων, που με τη μοναχική τους υπεροψία λειτουργούν ως σημεία αναφοράς στον πολεοδομικό ιστό. Εδώ ανήκουν οι γυάλινοι "ουρανοξύστες" γραφείων-καταστημάτων του αρχιτέκτονα Γιάννη Βικέλα και των συνεργατών του, οι οποίοι αποτελούν μορφοκρατικές αλλά καλαίσθητες μιμήσεις αμερικανικών και ευρωπαϊκών προτύπων. Πρόκειται για τον "Πύργο των Αθηνών" (1968-73, αρχιτέκτονες Ι. Βικέλας και Ι. Κυμπρίτης), τον οποίο θ' ακολουθήσουν και άλλοι, όπως π.χ. ο πύργος "Αtrina" στο Μαρούσι (μ. 1975-76, αρχιτέκτων Ι. Βικέλας). Ο γυάλινος ουρανοξύστης όμως υπήρξε ένα βραχύβιο πείραμα της εμπορικής αρχιτεκτονικής στην πρωτεύουσα. Αντίθετα, η χρήση του γυαλιού στον σχεδιασμό κτιρίων γραφείων, η οποία έχει αρχίσει δέκα χρόνια πριν, συνεχίζεται μέχρι σήμερα είτε με την αμιγή μορφή του υαλοπετάσματος είτε σε πιο στιβαρές κατασκευές οπλισμένου σκυροδέματος -εμφανούς ή επενδεδυμένου.

 


Οι πύργοι κατοικιών, παρά την εξελιγμένη δομική και ηλεκτρομηχανολογική τους τεχνολογία, δεν ήταν συνήθως παρά απλές μεγεθύνσεις της αθηναϊκής πολυκατοικίας του '60. Στις εξαιρέσεις ανήκει το συγκρότημα Δίφρος στην Αγία Βαρβάρα από εμφανές μπετόν  (μ. 1971, αρχιτέκτων Α. Τομπάζης. συνεργάτης αρχιτέκτων Δ. Διαμαντόπουλος). Το συγκρότημα αυτό,  καρπός μιας έντονα πλαστικής διάθεσης και μιας δημιουργικής αφομοίωσης ιαπωνικών επιδράσεων, προκύπτει από την αντισυμβατική κάτοψη και ενσωματώνει πρωτοπόρες τεχνολογικές λύσεις για την ελληνική οικοδομική πρακτική.  Όμως ο "αθηναϊκός ουρανοξύστης" και το σύστημα της προκατασκευής, που δοκιμάστηκε πειραματικά από μεγάλες κατασκευαστικές εταιρίες σε συγκροτήματα προαστιακών κατοικιών, δεν είχε μέλλον στην ανοικοδόμηση της πρωτεύουσας, γιατί ξεπερνούσε τις δυνατότητες της εγχώριας αγοράς.

Άλλες χαρακτηριστικές εκδηλώσεις του τεχνοκρατικού και λαϊκιστικού κλίματος της επταετίας 1967-74 ήταν: (α) ο γιγαντισμός των τουριστικών συγκροτημάτων και ξενοδοχείων που θα κατακλύσουν τον ελληνικό χώρο, αφανίζοντας τοπία μοναδικής ομορφιάς. β) τα τεράστια εκπαιδευτικά συγκροτήματα όλων των βαθμίδων στα λεκανοπέδια της Αττικής, με την απάνθρωπη μονοτονία και τη σκληρή, μπετονένια  μορφή τους.. (γ) η δυνατότητα νομιμοποίησης των αυθαιρέτων, η οποία παρέχεται από τον Αναγκαστικό Νόμο 410/1968 και αποτελεί ένα λαϊκιστικό άνοιγμα της δικτατορίας προς τους κατοίκους της περιφέρειας της Αθήνας αλλά και τους οικιστές παραθεριστικών  περιοχών της Αττικής . και (δ) οι επαύλεις της ανανεωμένης ηγετικής τάξης του '70 με την καινοφανή όψη, την αστραφτερή πολυτέλεια, τις εκκεντρικότητες ή την "αρχοντολαϊκή" τους γραφικότητα, οι οποίες ήταν έργα του παλιού και νέου αρχιτεκτονικού κατεστημένου.



Σας δείχνω ένα μεγάλο συγκρότημα της Πανεπιστημιούπολης Ζωγράφου, το οποίο σχεδιάστηκε το 1970-1976 από τους αρχιτέκτονες – επιμελητές του Πολυτεχνείου Λ. Καλυβίτη και Γ. Λεονάρδο, ύστερα από βράβευσή τους σε πανελλήνιο αρχιτεκτονικό διαγωνισμό. Πρόκειται για τη  Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, μία από τις χαρακτηριστικότερες εφαρμογές του “νεο-βάρβαρου” κώδικα του Le Corbusier (new brutalistm) και της πολεοδομικής προσέγγισης της «Ομάδας των 10».

Αρχιτεκτονική ποιότητας θα συνεχίσει να παράγεται στο περιθώριο των κυρίαρχων αυτών τάσεων τόσο από τους παλαιότερους όσο και από τους νέους δημιουργούς.

Δημιουργικό και μεγάλης επιρροής υπήρξε το αποτέλεσμα της αντίδρασης δύο νέων αρχιτεκτόνων στον βαλτωμένο τύπο της αστικής πολυκατοικίας του κέντρου της Αθήνας. Πρόκειται για τον Δημήτρη και τη Σουζάνα Αντωνακάκη, οι οποίοι, με την καινοτόμο πολυκατοικία τους στην οδό Εμμ. Μπενάκη 118, αξιοποιούν ευφάνταστα τη δυσμενή νομοθεσία και εξαντλούν σχεδόν τα περιθώρια εξέλιξης του κτιριακού αυτού είδους από πλευράς τυπολογίας, μορφής και εναλλακτικών τρόπων παραγωγής. Υιοθετώντας τους προβληματισμούς των φίλων τους-μελών του διεθνούς Τeam Χ, οι οποίοι αντιμετώπισαν την αρχιτεκτονική ως σύνθετο φαινόμενο –πολεοδομικό, κοινωνικό, πολιτισμικό, τεχνικό, οικονομικό–, αλλά και τις υποθήκες του Δημήτρη Πικιώνη σε συνδυασμό με βιωμένες μνήμες τους από την  ελληνική λαϊκή παράδοση, οι δύο αρχιτέκτονες εισάγουν μια διαφορετική άποψη για την πολυκατοικία. Βασικά γνωρίσματα αυτής της άποψης είναι η ελεύθερη οργάνωση του εσωτερικού χώρου με τη βοήθεια μιας πολύπλοκης πορείας/κίνησης, οι πολυσήμαντες σχέσεις ιδιωτικότητας και κοινωνικών/οικογενειακών λειτουργιών, κλειστού και υπαίθριου χώρου, κτίσματος και πόλης, η γραφικότητα των υλικών και λεπτομερειών στα πολυεπίπεδα διαμερίσματα και τα έντονά τους χρώματα.


Οι δεκαετίες του 1980 και 1990.
Αστικές αναπλάσεις, εξιδανίκευση της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, περιθωριοποίηση των αρχιτεκτόνων και αποδομητικές τάσεις.

Η δημογραφική σταθερότητα των δεκαετιών του 1980 και ’90 και οι ευνοϊκότερες συγκυρίες θα διαφοροποιήσουν αρκετά την κατάσταση. Μια θετική εξέλιξη, η οποία συμβαδίζει με τις διεθνείς τάσεις, είναι η αναβάθμιση του ιστορικού κέντρου, οι αστικές αναπλάσεις, η αποκατάσταση και αξιοποίηση ιστορικών κτιρίων. Αντίθετα, η μαζική φυγή των νεφόπληκτων Αθηναίων από τις υποβαθμισμένες συνοικίες του κέντρου προς την περιφέρεια και τις ακτές θα επιδεινώσουν την άναρχη αστικοποίηση και την περιβαλλοντική υποβάθμιση των λεκανοπεδίων της Αττικής.

Επί πλέον, οι μόδες του μεταμοντερνισμού και της αποδόμησης οδήγησαν την ελληνική αρχιτεκτονική σε ανυποληψία καθώς επιδείνωσαν τις χρόνιες αδυναμίες της: σύγχυση, βιασύνη, αυθαιρεσία, μεροληψία, γκρίνια, ομφαλοσκοπία κ.ά.


Βλέπετε το χαοτικό τοπίο της Αθήνας του 1980 με την έλλειψη πρασίνου, τη γκριζόλευκη ανωνυμία των πολυκατοικιών και την αμήχανη μορφή των ελάχιστων υψηλών της κτιρίων. Είναι η σκληρή, πυκνοκατοικημένη αλλά ζωντανή πόλη με τις μεικτές χρήσεις που θα γοητεύσει αρκετούς διανοούμενους, καλλιτέχνες αλλά και επικέπτες  προερχόμενους από πιό όμορφες και οργανωμένες πόλεις. Ο πρόωρα χαμένος αρχιτέκτων Άλκης Χριστοφέλλης χαρακτήρισε τον ριζικό αυτό μετασχηματισμό της ελληνικής πρωτεύουσας με βάση την πολυκατοικία ως «το μικροαστικό έπος» της ελληνικής πολεοδομίας-αρχιτεκτονικής. Ο γερμανός αρχιτέκτων-καθηγητής Richard Woditch θα εντυπωσιαστεί από την τυπολογική πρωτοτυπία της αθηναϊκής πολυκατοικίας ως μέσον επίλυσης προβλημάτων κατοίκησης αλλά και αποφυγής του διαχωρισμού της κατοικίας από τις άλλες χρήσεις, όπως γίνεται σε πολλές ευρωπαϊκές ή αμερικανικές πόλεις (Ελευθεροτυπία, 4.10.2009). 

Είναι δύσκολο να μιλήσει κανείς συνοπτικά για την περιπετειώδη διαδρομή της Αθήνας από το όραμα της αλλαγής του '80 στην εφιαλτική αβεβαιότητα του μεταψυχροπολεμικού κόσμου και της παγκοσμιοποίησης.  Θυμίζω μόνο κάποιους εξωγενείς παράγοντες που επηρέασαν αυτή τη διαδρομή. H έμφαση στην οπτική και εφήμερη πλευρά της αρχιτεκτονικής, η οποία γίνεται λίγο-πολύ σε βάρος των άλλων διαστάσεών της, δηλαδή της λειτουργικής, της κοινωνικής και της πολιτισμικής, αποτελεί την κυρίαρχη ροπή του τελευταίου τέταρτου του 20ού αιώνα. Τα ταχύτατα εναλλασσόμενα ρεύματα στη διεθνή και την αθηναϊκή αρχιτεκτονική της τελευταίας εικοσιπενταετίας -ο μεταμοντερνισμός, ο υστερομοντερνισμός, η αποδόμηση και το νεομοντέρνο- είναι συνέπεια των κοινωνικών και πολιτισμικών αλλαγών του ύστερου καπιταλισμού.  Ανταποκρίνονται δηλαδή στις ανάγκες των υπερκαταναλωτικών, ατομοκεντρικών, ηδονιστικών και "νεοσυντηρητικών" κοινωνιών αυτής της εποχής. Πρόκειται για "ανάγκες" που διαμορφώνουν τα ελεγχόμενα μέσα μαζικής επικοινωνίας με τη δύναμη της πληροφόρησης ή παραπληροφόρησης και τη σαγήνη της διαφήμισης. ΄Ετσι, στις μεταμοντέρνες κοινωνίες ευδοκιμούν το εφήμερο, το επιφανειακό, το ευχάριστο, το "διονυσιακό", η άρνηση σταθερών προτύπων και σταθερών αξιών, η λογική του γρήγορου κέρδους και της ήσσονος προσπάθειας, και η υποκατάσταση της δημιουργίας από τον συνδυασμό ετοιμοπαράδοτων πραγμάτων ή ιδεών.

Στα πολεοδομικά πράγματα της πρωτεύουσας για πρώτη φορά οι εξελίξεις δεν είναι ολοσδιόλου αρνητικές. Δεσπόζουσα τάση της 25ετίας υπήρξε βέβαια ο αφανισμός του αττικού τοπίου με την ασυνάρτητη και κακόμορφη ανοικοδόμηση προαστίων, ακτών, αγρών και δασών. Αυτή οδήγησε την "γκριζόλευκη ανωνυμία" της Αθήνας του '50 και '60 στη σημερινή, παρδαλλή πανσπερμία μορφών της ευρύτερης περιοχής της. Η κατάρρευση της κομμουνιστικής κυριαρχίας στη Ν.Α. Ευρώπη, θα επιβαρύνει την πρωτεύουσα με άλλα δύο σοβαρότατα προβλήματα: την εγκατάσταση των εισερχόμενων αλλοδαπών και ομογενών προσφύγων στις  παλιές, υποβαθμισμένες συνοικίες της Αθήνας (Μεταξουργείο, Κάτω Πατήσια, Κυψέλη, κ.ά.) και τις σχέσεις τους με τον τοπικό πληθυσμό. Αντίθετα, η  κατάσταση στο ιστορικό κέντρο και σε αποβιομηχανοποιημένες περιοχές της πρωτεύουσας, όπως είναι π.χ. το Λαύριο, το "Γκάζι" και η οδός Πειραιώς, εμφανίζεται αισθητά βελτιωμένη. Η εξέλιξη αυτή συμβαδίζει με τα διεθνή  ρεύματα της αναβάθμισης του κέντρου των πόλεων και της προστασίας της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς. Υπήρξε αποτέλεσμα μιας εντατικής και συντονισμένης προσπάθειας ειδικών και πολιτείας, με προδρόμους  τις μελέτες «παλαιάς πόλεως Αθηνών» (1973-75, Αρχιτέκτων- Καθηγητής Δ. Α. Ζήβας) και «αντιμετωπίσεως προβλημάτων Πλάκας » (1978, Αρχιτέκτων- Καθηγητής  Δ. Α. Ζήβας. Συνεργάτες Αρχιτέκτονες Ι. Μιχαήλ, Κ. Ιωάννου, Μ. Γραφάκου, Ε. Μαϊστρου, Α. Παρασκευοπούλου και Ε. Μεθενίτου. κυκλιοφορολόγοι Γ. Γιαννόπουλος & Κ. Ζέκος), η οποία βραβεύτηκε με μετάλλιο της Europa Nostra.

Θα υλοποιηθούν ακόμη, παρά τις αντιδράσεις και καθυστερήσεις, σημαντικά έργα βελτίωσης της ποιότητας ζωής στην Αθήνα. Οι πολεοδομικές μεταρρυθμίσεις αρχίζουν το 1979, με πρωτοβουλία του υπουργού Δημοσίων Έργων Στέφανου Μάνου (πρώτος αθηναϊκός πεζόδρομος στη Βουκουρεστίου, νέο Ρυθμιστικό Σχέδιο του 1979, Οικιστικός Νόμος 947/1979, κ.ά.), για να επιταχυνθούν από τον  αρχιτέκτονα-πολεοδόμο και υπουργό ΠΕΧΩΔΕ Αντώνη Τρίτση (πεζοδρομήσεις αθηναϊκών δρόμων, προστασία και μελέτες αναπλάσεων παλιών συνοικιών της πρωτεύουσας, κ.ά.).




Απόψεις   του  κέντρου   της  Αθήνας   μετά  τις  αστικές   αναπλάσεις    των  δεκαετιών του 1980 και 1990.  Το νεοκλασικό  Πανεπιστήμιο  (1839-1864,  αρχιτέκτων   C. Hansen), πεζόδρομος στο Μοναστηράκι  και ο Εθνικός Κήπος  με το νεοκλασικό μέγαρο του Κοινοβουλίου  (1836-1840,  αρχιτέκτων  Fr. Von Gärtner) σε πρώτο πλάνο και το Παναθηναϊκό Στάδιο στο βάθος.

Αντίθετα, στα χαρτιά θα μείνουν πολλές αξιόλογες προτάσεις πολεοδομικής και αρχιτεκτονικής ανάπλασης των προαστίων-υπνουπόλεων της Αττικής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η πρόταση του αρχιτέκτονα Αλέξανδρου Τριποδάκη για την διαμόρφωση της κεντρικής περιοχής των Θρακομακεδόνων, η οποία κέρδισε το α’ βράβειο πανελλήνιου αρχιτεκτονικού διαγωνισμού (1988). Πρόκειται για τον κεντρικό πυρήνα κοινόχρηστων λειτουργιών αυτού του προαστίου και την τεχνικοοικονομική μελέτη των εγκαταστάσεων διοίκησης, εμπορίου, εκπαίδευσης, άθλησης και αναψυχής του.
 
Στα αρχιτεκτονικά πράγματα της πρωτεύουσας θα υπάρξει επιδείνωση των αρνητικών φαινομένων του παρελθόντος. Οι σχέσεις λ.χ. ανάμεσα στην κρατική γραφειοκρατία και την τέχνη της αρχιτεκτονικής, οι οποίες ήταν πάντα προβληματικές, θα χειροτερεύσουν. Αυτό οφείλεται εν μέρει στη διεύρυνση του δημόσιου τομέα, αλλά περισσότερο στη νοοτροπία των ιθυνόντων. Το ίδιο ισχύει και με την αρχιτεκτονική αξιώσεων του ιδιωτικού τομέα. Έτσι, ενώ η πολιτεία, το ιδιωτικό κεφάλαιο και ο τύπος δείχνουν να ενδιαφέρονται ζωηρά για τα αρχιτεκτονικά ζητήματα, στην πράξη λειτουργούν μικροπολιτικά και κοντόφθαλμα. Επιλέγουν ή προβάλλουν συνήθως τους αρχιτέκτονες αναξιοκρατικά, υποβαθμίζοντας τον κοινωνικό τους ρόλο και ευτελίζοντας τους θεσμούς τους (π.χ. τους αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς και τη νομοθεσία αναθέσεως μελετών του δημοσίου).  Στα δημόσια και ιδιωτικά κτίρια γοήτρου υιοθετείται πλέον το διαβλητό και ισοπεδωτικό σύστημα της "μελετοκατασκευής", στο οποίο οι αρχιτέκτονες-μελετητές είναι υπάλληλοι του κατασκευαστή ή άμεσα εξαρτημένοι από αυτόν. Συνέπεια όλων αυτών είναι η ποιοτική και συμβολική υποβάθμιση του δημόσιου χώρου και των νέων κτιρίων γοήτρου.

Αντίθετα, σημαντική πρόοδος υπάρχει στις αστικές αναπλάσεις και στις αξιοποιήσεις παλιών κτιρίων για τη στέγαση τραπεζών, κρατικών και δημοτικών υπηρεσιών της πρωτεύουσας. Οι πρώτες αξιόλογες, και μεγάλης επιρροής, αποκαταστάσεις έγιναν σε δύο έργα του του Ε. Ziller. Πρόκειται για  το ξενοδοχείο Εξέλσιορ στην πλατεία Ομονοίας, το οποίο διασκευάστηκε εσωτερικά σε υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας (μελέτη 1977-80, τεχνική υπηρεσία Ε.Τ.Ε, αρχιτέκτων Γρ. Τσιβεριώτης), και για την επαναφορά του μεγάρου Όθωνος Σταθάτου (1887) στην αρχική του μορφή από τον αρχιτέκτονα Παύλο Καλλιγά (1975-76). ΄Εκτοτε, οι Τράπεζες και η ιδιωτική πρωτοβουλία θα πρωταγωνιστήσουν στην ανάδειξη των ιστορικών κτιρίων της πρωτεύουσας

Η πλειοψηφία όμως των δημιουργικών αναπλάσεων αφορά κοινά κτίρια (π.χ. παλιά σπίτια, αποθήκες) ή χώρους με ειδικές μνήμες, όπως ένα εγκαταλειμένο εργοστάσιο ή ένας ιστορικός τόπος, που μπορούν να ξαναζωντανέψουν, αποκτώντας νέα χρήση. Σημαντικές περιπτώσεις τέτοιων αναπλάσεων είναι τέσσερα θέατρα και δύο γκαλερί: (α) της οδού Κυκλάδων (1981-82), έργο του Κυριάκου Κρόκου (1941-1998).  (β) του Καρόλου Κουν, στην οδό Φρυνίχου (1984-85), έργο του διεθνώς βραβευμένου αρχιτέκτονα Μάνου Περράκη (γ. 1937).


Η Τεχνόπολη του Δήμου Αθηναίων. Διασκευή του παλιού  εργοστασίου Γκαζιού σε πολιτιστικό κέντρο από τις Τεχνικές Υπηρεσίες του Δήμου σε συνεργασία με ιδιώτες μελετητές, 1988-2000.


Γεγονός ωστόσο είναι ότι το χάσμα μεταξύ των πρωταγωνιστών της αθηναϊκής ανοικοδόμησης και των αληθινών δημιουργών διευρύνεται. Το νέο πρόσωπο της πρωτεύουσας το διαμορφώνει η κραυγαλέα εμπορική αρχιτεκτονική, η οποία ωθεί την αρχιτεκτονική ποιότητας  στο περιθώριο ή εκτός Αττικής. Σε πολυσύχναστα περάσματα και στις αρτηρίες μεγάλης κυκλοφορίας - Κηφισίας, Βουλιαγμένης, Συγγρού- εμπορικά κτίρια και συγκροτήματα από γυαλί,γυαλί-καθρέφτη, ατσάλι, γρανίτη και μάρμαρο επιβάλλουν τον όγκο και τη μεταμοντέρνα ή υστερομοντέρνα αισθητική τους στους περαστικούς. Με την σκληρή τους γραμμή, την προηγμένη τεχνολογία, το εφήμερο διακοσμητικό τους ύφος και τη φανταχτερή τους πολυτέλεια, τα κτίρια γοήτρου αυτής της εποχής, αλλά και οι κατοικίες, αναδεικνύονται σε "σκηνικά" του λαμπερού τρόπου ζωής των νέων ηγετικών τάξεων. Στολισμένα άλλοτε με  απομιμήσεις αετωμάτων και κιόνων -ενίοτε ακρωτηριασμένων- και άλλοτε με εκκεντρικά κολλάζ στοιχείων που παραπέμπουν  σε παρελθόν και μέλλον γίνονται τα κατεξοχήν κτίρια "γοήτρου" της πρωτεύουσας.


Χαρακτηριστικά δείγματα αρχιτεκτονικής προβολής επιχειρήσεων παρουσιάστηκαν στο  αφιέρωμα του περιοδικού της Ελευθεροτυπίας «Έψιλον», στις 12.5.1996  με τίτλο ¨Σκηνογράφοι  της μοντέρνας πόλης».

Υπάρχει όμως και γυάλινη αρχιτεκτονική που δεν φωνάζει, δεν είναι αλαζονική ή εχθρική προς το περιβάλλον -φυσικό ή ανθρωπογενές- και ξεφεύγει από τις κοινότοπες εξισώσεις του τύπου: γρανίτης ή μάρμαρο + γυαλί + αέτωμα = "ποιότητα".

Share |

Σχετικές Δημοσιεύσεις:

 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital