ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΜΑΤΙΕΣ

 

Η αρχιτεκτονική ως πολιτιστικό αγαθό. Η αρχιτεκτονική πραγματικότητα στην Ελλάδα του 2008

15 Ιανουάριος, 2010

Η αρχιτεκτονική ως πολιτιστικό αγαθό. Η αρχιτεκτονική πραγματικότητα στην Ελλάδα του 2008

Το κείμενο του αρχιτέκτονα Αναστάσιου Μ. Κωτσιόπουλου, περιλαμβάνεται στην ειδική έκδοση που πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια της 'Εβδομάδας Αρχιτεκτονικής 2008 με θέμα: H Αρχιτεκτονική ως πολιτιστικό αγαθό μέσα από την αρχιτεκτονική πραγματικότητα στην Ελλάδα του 2008.

Έχει μεταλλαχθεί η Ελληνική Κοινωνία τα τελευταία χρόνια, επιζητεί ο πολίτης καλύτερη Αρχιτεκτονική ή έστω απλά Αρχιτεκτονική και όχι το σχεδιασμό της οικείας του από κάποιον Μηχανικό;
Ποιος είναι ο ρόλος του Αρχιτέκτονα στη σημερινή κατασκευαστική πραγματικότητα;
Είναι ο ρόλος του Αρχιτέκτονα καθαρά σχεδιαστικός ή οφείλει μέσα από την πολυσχιδή προσωπικότητα του να παρέμβει και να συμβάλλει καθοριστικά στην ευρύτερη παίδευση της κοινωνίας;
Σε αντίθεση με τις καθοριστικές δεκαετίες του θαύματος του ‘ΕΟΤ’ και των μοναδικών σχολικών κτιρίων ποια είναι σήμερα η παραγόμενη ‘δημόσια’ αρχιτεκτονική;
Αποτελεί η βιώσιμη Αρχιτεκτονική λύση στη διαρκώς διογκούμενη περιβαλλοντική καταστροφή και πώς μπορεί να εφαρμοστεί στην Ελλάδα;
Ο απαρχαιωμένος ΓΟΚ είναι σε θέση να διαχειριστεί τις νέες οδηγίες για την ενεργειακή ταυτότητα;
Ποια είναι η πραγματική σχεδιαστική ελευθερία του Αρχιτέκτονα μέσα σε τόσο περιορισμένους οικοδομικούς κανονισμούς και την εργολαβομηχανικίστικη νοοτροπία της πλειοψηφίας των πολιτών;
Οι αρχιτέκτονες κλήθηκαν να αναπτύξουν το θέμα κυρίως από τη σκοπιά του ελεύθερου επαγγελματία που ασκεί το επάγγελμα τις τελευταίες δεκαετίες και δευτερευόντως μέσα από τις πολύ σημαντικές παράλληλες δραστηριότητες τους στον εκπαιδευτικό, δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα.

Ακολουθεί η περίληψη της ομιλίας του Αναστάσιου Μ. Κωτσιόπουλου, αρχιτέκτονα –Καθηγητή Αρχιτεκτονικής Α.Π.Θ.

*Πρωτότυπα (και ανέκδοτα) κείμενα των υπόλοιπων ομιλητών της κεντρικής εκδήλωσης της 'Εβδομάδας Αρχιτεκτονικής 2008' υπάρχουν στην ειδική έκδοση που πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια της Εβδομάδας Αρχιτεκτονικής.  


Η αρχιτεκτονική ως πολιτιστικό αγαθό. Η αρχιτεκτονική πραγματικότητα στην Ελλάδα του 2008

Η αρχιτεκτονική ως πολιτιστικό αγαθό στη σημερινή Ελλάδα δεν είναι ένα ζήτημα που μπορεί να σχολιαστεί με ενιαίο τρόπο. Είναι άλλο πράγμα η αρχιτεκτονική στη χώρα μας ως πολιτιστικό αγαθό που παράγεται από τις προσπάθειες πρωτοπορίας νέων και παλαιοτέρων αρχιτεκτόνων, άλλο η γενική ποιότητα του κτισμένου χώρου και η παραγόμενη κτιριακή καθημερινότητα και άλλο η περί χώρου και αρχιτεκτονικής συζήτηση όπως εξελίσσεται τα τελευταία χρόνια. Το πρώτο προκαλεί αισιοδοξία, το δεύτερο προφανή απαισιοδοξία και το τρίτο συχνά αμηχανία.

Όπως με την ιδιότητα του επιμελητή σημείωσα και στο κείμενο του αντίστοιχου καταλόγου, η πρόσφατη Μπιενάλε Νέων που διοργάνωσε το Ελληνικό Ινστιτούτο Αρχιτεκτονικής αλλά και η εμπειρία από την εκπαιδευτική διαδικασία στις Σχολές Αρχιτεκτονικής δείχνουν ότι το ενδιαφέρον των νέων Ελλήνων Αρχιτεκτόνων στρέφεται προς συνθετικές προσεγγίσεις που εντάσσονται στο, συνεχώς διευρυνόμενο πλέον, παγκόσμιο forum των αρχιτεκτονικών ιδεών. Βοηθεί η αμεσότητα και η ταχύτητα ροής της πληροφορίας, αλλά και η εκ προθέσεως κινητικότητα όλων μας και ιδίως των νεωτέρων. Οι ιδέες αυτές απομακρύνονται από πλαίσια που άλλοτε εθεωρούντο δεδομένα - όπως ο λεγόμενος κριτικός τοπικισμός - προς την κατεύθυνση μιας διεθνοποιημένης και πάλι «γλώσσας», είτε μινιμαλιστικής είτε υπερεκφραστικής, στην οποία κυριαρχούν πολλά - περισσότερο ή λιγότερο νέα αλλά πάντως αξιομνημόνευτα - στοιχεία, όπως η ανανέωση του «λεξιλογίου» της αστικής πολυκατοικίας και μονοκατοικίας, το αυξανόμενο ενδιαφέρον για μιαν οργανική σχέση του κτιρίου με το έδαφος, η αισθητικοποίηση της συμπεριφοράς του κτιρίου ως φυσικού αντικειμένου και η αναζήτηση της αισθητικής των νέων «φλοιών», η αξιοποίηση της παραστατικής τεχνολογίας για την ανανέωση του αρχιτεκτονικού μορφικού ρεπερτορίου πέραν της κυριαρχίας των επιπέδων επιφανειών και της ορθογωνικότητας και η συνεχής ανανέωση του λεξιλογίου των προσωρινών ή και κινητών κατασκευών.

Όλα αυτά συμβαίνουν ενώ, δυστυχώς, η γενική ποιότητα του κτισμένου περιβάλλοντος αλλά και η μαζικά παραγόμενη καθημερινή «αρχιτεκτονική» στη χώρα μας δεν είναι αντάξια των φιλοδοξιών αυτών των νέων αρχιτεκτόνων. Η καθημερινή μας ζωή συμπιέζεται πρωτίστως από τις πρωτογενείς και κυρίως από τις δευτερογενείς επιπτώσεις που προκαλεί η δραματική αύξηση των ιδιωτικών αυτοκινήτων, δηλαδή από την πλήρη κατάληψη και υποβάθμιση του δημόσιου χώρου, την αύξηση της ρύπανσης, τη συνεχή μείωση της άνεσης και ασφάλειας στην κίνηση των πεζών αλλά και την αύξηση της κοινωνικής επιθετικότητας ως υποπροϊόντος των αδιεξόδων που παράγει στην καθημερινή μας ζωή ο υπερπληθυσμός των αυτοκινήτων. Και αυτό συμβαίνει ιδίως στις μητροπόλεις μας, που εξακολουθούν να αναπτύσσονται χωρίς να έχουν προηγηθεί σύγχρονες υποδομές και χωρίς να προβλέπονται ελκτικές δημόσιες χρήσεις, όπου τα λεγόμενα μεγάλα έργα συζητούνται περισσότερο παρά υλοποιούνται - και πάντως έρχονται πολύ καθυστερημένα - αλλά και όπου η καθημερινότητα, παρά τις αναβαθμιστικές προσπάθειες, εξακολουθεί να είναι αδυσώπητη: τα νέα κτίρια ακολουθούν κατά κύριο λόγο τα αισθητικά και λειτουργικά πρότυπα που επιβάλλουν οι βέβαιοι για την αποτελεσματικότητα της γνώσης τους εργολάβοι, τα δίκτυα της ΔΕΗ εξακολουθούν να κυριαρχούν στους αιθέρες, ο καθένας μπορεί να διαλύσει χωρίς κυρώσεις την όψη της πολυκατοικίας του με μια θηριώδη φωτεινή επιγραφή, ενώ η τακτική συντήρηση των δημοσίων χώρων και πραγμάτων είναι άγνωστη συνήθεια. Και, το χειρότερο, το περί βελτίωσης αίτημα προσκρούει πάντοτε στο φάσμα της οικονομικής κρίσης και της αδυναμίας του κράτους να πάρει στοιχειώδεις πρωτοβουλίες που να αφορούν την αισθητική της καθημερινότητας, πέραν βεβαίως των έργων βιτρίνας.

Στο τοπίο αυτό, ο μέσος καταναλωτής αναπόφευκτα οδηγείται στο life-style, στις μικρές τοπικές διεξόδους, στις νησίδες πολυτέλειας. Ο καθένας, ως αντίδοτο στη μάλλον δυσάρεστη πραγματικότητα, οικοδομεί ένα κόσμο φαντασιώσεων περιορισμένο στην έκταση του καθιστικού του. Το αντίτιμο όμως είναι επώδυνο. Το ευρείας κατανάλωσης life-style στερεί τους όρους από το περιεχόμενό τους καθώς τους εισάγει στην ευρεία κατανάλωση. Έτσι, το «μεταμοντέρνο» παλαιότερα και ο «μινιμαλισμός» σήμερα έχουν μετατραπεί σε καραμέλες έτοιμες δυστυχώς να αναλωθούν όχι μόνο από τον καθημερινό άνθρωπο αλλά – κατά εύλογη συνέπεια – και από μερίδα του επαγγελματικού χώρου και ενίοτε και της λεγόμενης πρωτοπορίας. Ιδιαίτερα αυτό το τελευταίο αποτελεί και τον πλέον επικίνδυνο μηχανισμό καταστροφής της εσωτερικής αξίας κάθε πολιτιστικού προϊόντος. Μια κοινωνία στην οποία η πρωτοπορία ορίζεται από την ταχύτητα υιοθέτησης των επιφανειακών χαρακτηριστικών της κατά καιρούς επικρατούσας στυλιστικής προτίμησης, «τρίζει» πολιτισμικά. Και στην αρχιτεκτονική, ευτυχώς, υπάρχουν πολλά ζητήματα που οφείλουν να μας απασχολούν ως κυρίαρχα και διαχρονικά, πριν αρχίσουμε τις στυλιστικές αναζητήσεις μας στο διεθνές ρεπερτόριο. Ουδείς αμφισβητεί το ρόλο και την αξία της εικόνας αλλά, δυστυχώς για τους βιαστικούς, οι μεμονωμένες εικόνες ενός σημαντικού έργου κρύβουν πολλά αιτιολογικά μυστικά που μπορεί να τα ανιχνεύσει κανείς μόνον διατρέχοντας και αναλύοντας το έργο. Ίσως, πέραν της όψης, πρέπει να ανακτήσουμε το ενδιαφέρον μας όχι μόνον για την κάτοψη και την τομή αλλά και για την χειρονακτική και όχι μόνο ψηφιακή αναπαράσταση του κτιρίου.

Η αδυναμία μας ως αρχιτεκτόνων να ασκήσουμε ουσιώδη επιρροή με τις ιδέες μας έχει να κάνει με την ασθενή παρουσία και επιρροή της αρχιτεκτονικής στην ελληνική κοινωνία. Σε ένα κόσμο που η αρχιτεκτονική έχει προ πολλού – τουλάχιστον από τη δεκαετία του ’80 – ανακτήσει την κοινωνική της βαρύτητα και το ρόλο της ως κυρίαρχης τέχνης, η ελληνική κοινωνία δείχνει αντίθετα σοβαρή έλλειψη εμπιστοσύνης στις αρχιτεκτονικές της δυνάμεις, ενώ είναι έτοιμη να αποδεχθεί a priori ό,τι εισάγεται δια του διεθνούς star-system. Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο ότι η κοινωνία μας εξακολουθεί να «χρεώνει» στους αρχιτέκτονες τα δεινά των δεκαετιών του ’60 και του ’70 και τους αρνητικούς συνειρμούς του όρου «αντιπαροχή», λησμονώντας ότι οι αρχιτέκτονες ως επαγγελματική ομάδα είχαν πολύ μικρή συμμετοχή στο φαινόμενο αυτό και λησμονώντας επίσης ότι η ίδια η κοινωνία υιοθέτησε ασμένως την αντιπαροχή και τις χωρικές επιπτώσεις της ως το κυρίαρχο αναπτυξιακό μοντέλο της μεταπολεμικής Ελλάδας. Οφείλεται επίσης και στο μικρό όγκο της σημαντικής αρχιτεκτονικής παραγωγής στην Ελλάδα του 2008, στη μικρή διεθνή της παρουσία – μια παρουσία που, αν ήταν σοβαρότερη, θα αναβάθμιζε το κύρος και την επιρροή της εγχώριας αρχιτεκτονικής στην τοπική σκηνή - αλλά και στη δυσκολία να αναπτυχθεί ένας πραγματικά εποικοδομητικός κριτικός λόγος για την πέραν του συνηθισμένου αρχιτεκτονική. Οι Έλληνες εξακολουθούν να τρομάζουν εύκολα, να παρασύρονται από συνθηματολογικές αφοριστικές διατυπώσεις του τύπου «μπετονοποίηση» ή «γυάλινος πύργος», να θεοποιούν την έννοια «πράσινο» όταν το ζήτημα κοστίζει στους άλλους και όχι στους ίδιους και να απορρίπτουν συλλήβδην και εκ των προτέρων ό,τι διαφορετικό από αυτό που έχουν συνηθίσει ή στο οποίο τους έχουν συνηθίσει.

Υπάρχει, άραγε, καλύτερη προοπτική; Τι θα απωλέσουμε και τι θα κερδίσουμε διαρκώς παγκοσμιοποιούμενοι; Θα μετατρέψουμε τις τοπικότητές μας εντελώς σε τουριστικά αγαθά και πέραν τούτου ουδέν ή θα προκύψει κάποια συλλογική ιδιαιτερότητα με διαχρονικό ενδιαφέρον; Οι ιστορικοί του μέλλοντος ασφαλώς θα τα καταγράψουν όλα. Έστω και ψηφιακά.

Αναστάσιος Μ. Κωτσιόπουλος
Καθηγητής Αρχιτεκτονικής Α.Π.Θ.
Αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών

Share |
 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital