ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΜΑΤΙΕΣ

 

Η επαγγελματική αναβάθμιση των αρχιτεκτόνων και ο ρόλος της ιστορίας

14 Ιούλιος, 2015

Η επαγγελματική αναβάθμιση των αρχιτεκτόνων και ο ρόλος της ιστορίας

H απαξίωση του επαγγέλματος «αρχιτέκτων» στην Ελλάδα είναι μια δυσάρεστη αλήθεια που όλοι μας γνωρίζουμε.

Της Ελένης Φεσσά - Εμμανουήλ

H απαξίωση του επαγγέλματος «αρχιτέκτων» στην Ελλάδα είναι μια δυσάρεστη αλήθεια που όλοι μας γνωρίζουμε. Tόνοι μελάνης χύθηκαν και χύνονται για τα αίτια και τις συνέπειες αυτού του φαινομένου, στο οποίο όλο και λιγότεροι αντιστεκόμαστε με το κτισμένο ή γραπτό μας έργο. Μεγάλο μερίδιο της ευθύνης για την κοινωνική και επαγγελματική μας περιθωριοποίηση, το έχουμε εμείς οι ίδιοι, τα ιδρύματα στα οποία εκπαιδευόμαστε και οι συλλογικοί μας φορείς. Aποδεχθήκαμε, και συνεχίζουμε να αποδεχόμαστε μοιρολατρικά, τον εγκλωβισμό της άσκησης του επαγγέλματός μας σε θεσμικό πλαίσιο ηγεμονευόμενο από τους πολιτικούς μηχανικούς. Δεν είναι, λοιπόν, περίεργο που η κοινή γνώμη στην Eλλάδα μπέρδευε και συνεχίζει να μπερδεύει τον αρχιτέκτονα με τον πολιτικό μηχανικό, θεωρώντας τον πρώτο περιττή πολυτέλεια. Η απαξίωση του επαγγέλματος «αρχιτέκτων» επιδεινώθηκε τα τελευταία σαράντα χρόνια που απλωθήκαμε αυτόκλητα σε χώρους άλλων και σε θέματα που δεν κατέχουμε -κοινωνιολογία, πολιτική, ψυχολογία, φιλοσοφία, δημοσιογραφία, μιντιακό χώρο κ.ά.- απομακρυνόμενοι από τους κύριους ρόλους μας: τη μελέτη και επίβλεψη κτιρίων, κτιριακών συγκροτημάτων και εσωτερικών χώρων, τον αστικό και πολεοδομικό σχεδιασμό, τις αναπλάσεις ιστορικών κτιρίων και συνόλων, την ιστορία και θεωρία της αρχιτεκτονικής κ.ά. Όλα αυτά ήταν φυσικό να επιδεινώσουν την κρίση επαγγελματικής ταυτότητας των αρχιτεκτόνων στην ελληνική κοινωνία. Aντίθετα, οι άλλοτε περιθωριακοί εικαστικοί καλλιτέχνες απέκτησαν, και μέσα από τη θεσμική τους αυτοτέλεια, ένα πολύ σαφέστερο επαγγελματικό προφίλ στη χώρα μας.

Το ζημιογόνο μπέρδεμα του αρχιτέκτονα με τον μηχανικό, καταγγέλθηκε συχνά από παλιότερους αρχιτέκτονες. Σ' αυτούς ανήκουν ο Άρης Κωνσταντινίδης (1913-1993), ο φλογερός κήρυκας της αρχιτεκτονημένης ανοικοδόμησης, αλλά και καθηγητές του Πολυτεχνείου, όπως ο Βασίλειος Κουρεμένος (1875-1957) που το 1942, αρνούμενος τιμητική θέση στο ΤΕΕ, έγραφε στον πρόεδρό του τα εξής: «Έχω την γνώμην ότι το Τεχνικόν Επιμελητήριον οφείλει να καθορίσει την ειδικότητα του Αρχιτέκτονος και του Μηχανικού διά την κανονικήν προαγωγήν του επαγγέλματος αυτών, καθόσον η διαφορά είναι μεγίστη». Παρόμοιες ήσαν και οι απόψεις του Διοικητικού Συμβουλίου του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων Διπλωματούχων Ανωτάτων Σχολών (ΣΑΔΑΣ) αμέσως μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως προκύπτει από το εισαγωγικό άρθρο του προέδρου του Άγγελου Σιάγα (1900-1987), δημοσιευμένο τον Οκτώβριο του 1948 στον Αρχιτέκτονα, το πρώτο Δελτίο του Συλλόγου μας. Σ' αυτό θίγονται κάποια προβλήματα που παραμένουν δυστυχώς επίκαιρα. «O καθείς μας», γράφει ο Σιάγας, «έζησεν περιχαρακωμένος εντός των ατομικών επιδιώξεων καί αντιλήψεών του, εις τρόπον ώστε àπό απόψεως πνευματικών δεσμών, καί ψυχικής προσεγγίσεως να παρουσιάζομεν την μεγαλυτέραν καθυστέρησιν από οιονδήποτε άλλο επιστημονικόν και χειρωνακτικόν επάγγελμα». Και αφού επισημάνει ότι το νόημα της αρχιτεκτονικής και οι αντίξοες συνθήκες άσκησής της στη μεταπολεμική Ελλάδα επιβάλλουν αποφασιστική καί συλλογική δράση, ο Σιάγας ψέγει τη Διοίκηση καί τή Νομοθεσία, οι οποίες εδραίωσαν στο ευρύ κοινό την αντίληψη ότι «ζήτημα αρχιτεκτονικής αρτιότητας δεν υφίσταται καί ότι ο οιοσσδήποτε, ανεξαρτήτως σπουδών καί ειδικότητος, δύναται νά είναι και αρχιτέκτων εφ' όσον διαθέτει (Σ.Σ. χρήμα), πολιτικήν δύναμιν και φιλίαν». Το άρθρο κλείνει με τη διαπίστωση ότι απαιτείται πολλή προσπάθεια από πλευράς αρχιτεκτόνων, με έργα και με λόγια, ώστε να πεισθούν οι ιθύνοντες και η κοινή γνώμη για την ανάγκη αλλαγής αυτής της αντίληψης. Όμως το βαρύ μετεμφυλιοπολεμικό κλίμα στάθηκε εμπόδιο στη συσπείρωση των αρχιτεκτονικών δυνάμεων. Γύρω από τον ΣΑΔΑΣ θα συγκεντρωθεί κυρίως η αρχιτεκτονική γενιά του 1960, η οποία έφερε τον εκσυγχρονισμό και την ποιοτική αναβάθμιση της δημόσιας αρχιτεκτονικής, με τις βραβευμένες προτάσεις της στους σημαντικούς αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς της δεκαετίας 1957-1967. Την ελπιδοφόρα αυτή εξέλιξη θα ανακόψει η επιβολή της επτάχρονης δικτατορίας. Το που βρισκόμαστε σήμερα και το ποιοί ρυθμίζουν το χρηματιστήριο των αρχιτεκτονικών αξιών, είναι θέματα γνωστά και πολυσυζητημένα.

Η εισήγησή μου είναι ένας ακόμη αντίλογος στη σκηνοθετημένη μοίρα της απαξίωσης του «επαγγέλματος. αρχιτέκτων».  Υποστηρίζει ότι η προσπάθεια για μια ουσιαστικότερη παρουσία μας στα αρχιτεκτονικά και πολεοδομικά πράγματα του 21ου αιώνα προϋποθέτει αυτογνωσία και αυτοπεποίθηση. Η αυτογνωσία περνά μέσα από την ιστορική γνώση των προσώπων και πραγμάτων της νεότερης αρχιτεκτονικής μας και από την εποικοδομητική κριτική τους. Η ανάδειξη του έργου των παλαιότερων αρχιτεκτόνων, που αγωνίστηκαν για την τιμή του επαγγέλματος ως άνθρωποι της πράξης ή ως ιστορικοί και θεωρητικοί της αρχιτεκτονικής, αποτελεί αναγκαία συνθήκη για την αυτοπεποίθηση των νεότερων αρχιτεκτόνων. Η θετική απάντηση στο υπαρξιακό για το επάγγελμα ερώτημα αν η χώρα μας έχει καλούς αρχιτέκτονες, όπως έχει καλούς ποιητές, μουσικούς, γιατρούς κλ.π., αποτελεί, πιστεύω, ένα υπολογίσιμο εφόδιο για την κοινωνική και επαγγελματική μας αποπεριθωριοποίηση.

Η ανιδιοτελής προβολή των επιτευγμάτων της νέας αρχιτεκτονικής γενιάς και η τιμητική αναγνώριση της προσφοράς των δόκιμων αρχιτεκτόνων, αλλά και των αρχιτεκτόνων που δεν βρίσκονται στη ζωή αποτελούν βασικές προϋποθέσεις για την αυτοεκτίμηση που χρειάζεται, προκειμένου να αναμετρηθούμε αποτελεσματικά με τα κακώς κείμενα του αστικού σχεδιασμού και της δημόσιας αρχιτεκτονικής. Για την ενθάρρυνση και την προβολή των νέων αρχιτεκτονικών δυνάμεων έχουν γίνει αρκετά τα τελευταία χρόνια με εθνικούς και διεθνείς διαγωνισμούς και με εκθέσεις αρχιτεκτονικού έργου διοργανωμένες από Συλλόγους Αρχιτεκτόνων της επαρχίας, δημοτικούς και ιδιωτικούς φορείς. Σημαντικό ρόλο εδώ παίζουν τα μέσα μαζικής επικοινωνίας του ιδιωτικού τομέα -περιοδικά, γκαλερί, ιδιωτικά σωματεία κ.ά.-, αφού η προβολή των νέων επιχορηγείται και πουλάει περισσότερο από την αναγνώριση των παλαιών και το νεανικό κοινό αποτελεί την καλύτερη πελατεία των νέων τεχνολογιών.

Αντίθετα, η τιμητική αναγνώριση των δόκιμων αρχιτεκτόνων και των αρχιτεκτόνων που δεν βρίσκονται στη ζωή δεν έχει απασχολήσει σοβαρά τους αρμόδιους φορείς (ΣΑΔΑΣ-ΠEA, Υπουργείο Πολιτισμού, Αρχιτεκτονικές Σχολές). Το κύριο βάρος αυτής της προσπάθειας δεν μπορεί να το σηκώσει ο ιδιωτικός τομέας για δύο βασικούς λόγους. Η τεκμηρίωση της προσφοράς των παλαιών προϋποθέτει επίπονη και χρονοβόρο έρευνα και επιπλέον η αντικειμενική αναγνώριση αυτής της προσφοράς δεν αποφέρει εύκολα ή άμεσα κέρδη. Επομένως δεν συγκινεί τους χορηγούς εκδόσεων, εκθέσεων κ.ά. μέσων προβολής του αρχιτεκτονικού έργου. Στη μηντιακή εποχή μας οι παλαιοί χρησιμοποιούνται συνήθως ωφελιμιστικά, δηλαδή ως μέσον επιβολής νέων ιδεών και προσώπων. Mια τέτοια τακτική έχει βέβαια προηγούμενο. Από το 1950 τουλάχιστον, κάθε νέα αρχιτεκτονική γενιά στον τόπο μας διέγραφε λίγο-πολύ τις προηγούμενες και πετούσε στον κάλαθο των αχρήστων την εμπειρία τους, με στόχο ένα αδιάκοπα καινούργιο ή καινοφανές ξεκίνημα. Και -πολύ φυσικά- καθετί που γίνεται από την αρχή ή για πρώτη φορά, δεν μπορεί να είναι τέλειο. Μας έχει δυστυχώς γίνει έξη να αρχίζουμε και να ξαναρχίζουμε. Ύστερα από καιρό πάλι τα ίδια. Και βρισκόμαστε πάντα στην αρχή. Όμως ο πρόσφατος διεθνής κλονισμός αυτής της νεωτερικής ιδεολογίας ή παράδοσης καθιστά επίκαιρες κάποιες φιλοσοφικές ρήσεις. «Η εμπειρία λοιπόν συντελεί, ώστε η ζωή μας να πορεύεται σύμφωνα με την τέχνη, ενώ η απειρία σύμφωνα με την τύχη», έλεγε ο Πλάτων στον Γοργία. Kαι ο Lichtenberg: «Ό,τι είναι καινούργιο δεν είναι πάντα αληθινό κι ό,τι είναι αληθινό δεν είναι πάντοτε καινούργιο».

Είναι, πιστεύω, χρέος των Αρχιτεκτονικών μας Σχολών να τιμήσουν τους δασκάλους και την ιστορία τους, όπως συμβαίνει σε άλλες χώρες, όπου ο ρόλος των αρχιτεκτόνων στον αστικό σχεδιασμό και τη δημόσια αρχιτεκτονική είναι λιγότερο περιθωριακός. Η τιμητική αναγνώριση του έργου των δόκιμων και απόντων συναδέλφων μας του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα ανήκει στα καθήκοντα του Συλλόγου των Ελλήνων Αρχιτεκτόνων. Στις περιπτώσεις αυτές η ιστοριογραφία μπορεί να προσφέρει ανεκτίμητες υπηρεσίες, αναζητώντας χωρίς βιασύνη ή μεροληψία τους αρχιτέκτονες και θεωρητικούς που μόχθησαν για έκφραση εντός και εκτός ελληνικών συνόρων. Ο χρόνος δυστυχώς δεν μου επιτρέπει να αναπτύξω την αξία της ιστορίας και της ιστορικής μνήμης για τη μαχόμενη αρχιτεκτονική. Το πως δηλαδή η γνώση του παρελθόντος μπορεί να υπηρετήσει το παρόν και το μέλλον της αρχιτεκτονικής.   Θα περιοριστώ σε δύο ρήσεις   με τις οποίες συμφωνώ επί της ουσίας. Η πρώτη είναι του αρχαίου Έλληνα φιλοσόφου Διονύσιου από την Αλικαρνασσό, για τον οποίο η ιστορία είναι «φιλοσοφία εκ παραδειγμάτων».  Η δεύτερη ρήση είναι του Σπένσερ ο οποίος πίστευε ότι «Η διδασκαλία με τα παραδείγματα είναι περισσότερο επωφελής από τη διδασκαλία με τους κανόνες (ή τις θεωρίες)».

Σε όσους αμφιβάλλουν για τον ρόλο της ιστορίας στην επαγγελματική αναβάθμιση των αρχιτεκτόνων θα ήθελα να θυμίσω ένα απόφθεγμα του Αντώνη Τρίτση (1937-1992), παραφράζοντάς το ως εξής: «Tο μέλλον ενός επαγγελματικού κλάδου φθάνει τόσο μακρυά όσο και η ιστορική του μνήμη».

 

της Ελένης Φεσσά-Εμμανουήλ
Ιστορικού της αρχιτεκτονικής, ομ. καθηγήτριας Πανεπιστημίου Αθηνών

Share |

Σχετικές Δημοσιεύσεις:

 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital