ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΜΑΤΙΕΣ

 

Η μετα-φυσική του τεχνητού στη σύλληψη της υλικότητας

05 Αύγουστος, 2009

Η μετα-φυσική του τεχνητού στη σύλληψη της υλικότητας

Το φυσικό και η υλικότητα της αρχιτεκτονικής. Ένα παπούτσι είναι λιγότερο τεχνητό από έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή; Αυτό το ερώτημα θέτει ο Antoine Picon στην προσπάθειά του να διερευνήσει τα χαρακτηριστικά του σύγχρονου τεχνολογικού τοπίου που μας περιβάλλει.

Με τον τρόπο αυτό μας ξαναθυμίζει την απουσία ενός διακεκριμένου ορίου ανάμεσα στο φυσικό και το τεχνητό και κατ' επέκταση μας επισημαίνει την πρακτική μας δυσκολία να διαμορφώσουμε μια κλίμακα μετάβασης από το φυσικό στο τεχνητό. Σήμερα περισσότερο από ποτέ άλλοτε, οι κατηγορίες του φυσικού και του τεχνητού εμφανίζονται πλήρως συγκεχυμένες.

Ένα κομμάτι μάρμαρο είναι λιγότερο τεχνητό από έναν υαλοπίνακα που με σχεδιασμένες επεμβάσεις στη μοριακή του δομή έχει αποκτήσει νέες ιδιότητες και ικανότητες αυτόματης προσαρμογής στο φυσικό περιβάλλον; Ένα πανέλο από MDF είναι λιγότερο τεχνητό από ένα ειδικά επεξεργασμένο γυάλινο πανέλο που χάνει τη διαφάνειά του μόλις οι ειδικά διαμορφωμένοι κρύσταλλοί του αλλάξουν διάταξη λόγω αλλαγής του ηλεκτρικού πεδίου που τους ελέγχει;

Αν ακολουθούσαμε τις παραδοσιακές ταξινομήσεις στην κλίμακα φυσικού τεχνητού τότε εύκολα θα λέγαμε ότι τα πρώτα υλικά είναι σαφώς λιγότερο τεχνητά από τα δεύτερα καθώς με μεγαλύτερη ευκολία θα ξαναγυρνούσαν μετά από χρόνο στην αρχική, φυσική τους κατάσταση. Αν όμως υιοθετούσαμε μια άλλη οπτική που όλο και περισσότερο μας γίνεται οικεία, μέσα από την οποία η φύση κατανοείται με όρους ροής πληροφορίας, διαδικασιών, σχέσεων μεταξύ διακεκριμένων ενοτήτων, γενετικών κωδίκων και αποκωδικοποιήσεων τότε θα εκλαμβάναμε ως περισσότερο 'φυσικά' τα δεύτερα υλικά και όχι τα πρώτα, όπως ακριβώς θα βλέπαμε ως περισσότερο 'τεχνητό' ένα γενετικά τροποποιημένο οργανισμό. Θα μπορούσαμε να πούμε πως δεν υπάρχουν θεμελιώδεις διαφοροποιήσεις ανάμεσα στον κόσμο των τεχνημάτων και το φυσικό κόσμο καθώς ο πρώτος τείνει να διαμορφώνεται ως μια ιδιαίτερη εκδοχή του δεύτερου.
Με την ίδια λογική θα μπορούσαμε να πούμε ότι η αρχιτεκτονική ως τέχνη που συνθέτει τον πολιτισμό με το συναίσθημα και που για αυτήν τη σύνθεση χρησιμοποιεί τα δομικά υλικά και την τεχνική ως διαμεσολάβηση, διαμορφώνει την υλικότητά της, δηλαδή τη συγκρότησή της διαμέσου των υλικών, μέσα από αξίες που έχουν πάντα να κάνουν με τον τρόπο που κάθε εποχή αντιλαμβάνεται το φυσικό. Αν, όπως λέει ο Marc Mimram, οι αρχιτέκτονες "δε δουλεύουν πάνω στη μορφή αλλά στο νόημα της μορφής", δηλαδή στην ιδέα, τότε αυτή η ιδέα από τη μια αποτυπώνει, μεταξύ άλλων, ένα συγκεκριμένο τρόπο κατανόησης του 'φυσικού' και από την άλλη βρίσκεται πίσω από την επιλογή και τον τρόπο διαχείρισης του 'τεχνητού'.

 

Η υλικότητα της αρχιτεκτονικής στο Μοντερνισμό

Στην ορθολογική προσέγγιση του μοντερνισμού, για την κατανόηση και περιγραφή της πολυπλοκότητας του φυσικού χρησιμοποιήθηκαν έννοιες όπως η λειτουργία, η τυπολογία, και αργότερα το σύστημα, μέσα από τις οποίες διαμορφώθηκαν συγκεκριμένοι τρόποι κατανόησης του κτιρίου ως τεχνήματος και αναδύθηκαν αξίες και ιδέες που καθόρισαν την επιλογή και τον τρόπο χρήσης των δομικών υλικών. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι οι έννοιες του σκελετού και της πλήρωσης αποτέλεσαν έναν ιδιαίτερο τρόπο κατανόησης του κτιρίου κατ' αναλογία του ζωντανού (φυσικού) και προσανατόλισαν την κατασκευή σε εκείνα τα υλικά που θα μπορούσαν μέσω των ιδιοτήτων τους να ανταποκριθούν στις εκφραστικές απαιτήσεις αυτής σύλληψης.

Η τυπολογική ταξινόμηση των υλικών σε φέροντα υλικά και υλικά πλήρωσης διαμόρφωσε ένα συγκεκριμένο συνθετικό ύφος και ήθος.

Το κατασκευαστικό υλικό, ως τυποποιημένο προϊόν της βιομηχανικής παραγωγής, είναι σε θέση να καταλάβει συγκεκριμένες θέσεις στο σύστημα κατασκευής.

Στη διαδικασία του σχεδιασμού η μορφή συλλαμβάνεται ως μορφή με φέροντα 'οργανισμό' και πλήρωση όπου ο αρχιτέκτων συν-θέτει δομικά υλικά που προσφέρει η βιομηχανία έτσι ώστε να εξασφαλίσει τις συνθετικές αρχές και τους περιορισμούς του κτιρίου. Η επιλογή ενός υλικού στην κατάλληλη θέση θεωρείται ότι μπορεί να αποδώσει αξίες όπως η καθαρότητα, η εντιμότητα, η ειλικρίνεια, που αποτελούσαν θεμελιώδεις συνθετικές αρχές ακριβώς επειδή εξέφραζαν ποιότητες της φύσης και απέδιδαν το φυσικό. Η ανάδειξη της φύσης του υλικού, ως προβολή της φυσικής διάστασης του τεχνήματος ή ως αποκάλυψη του τρόπου διάχυσης του φυσικού μέσα στο τεχνητό, ή ως καταγραφή της διεργασίας με την οποία το φυσικό γίνεται τεχνητό, αποτελούσε μια θεμελιώδη ιδέα στη διαχείριση της υλικότητας του κτιρίου.

Από το Viollet-le-Duc μέχρι το Louis Kahn, από τον Gotffried Semper μέχρι το Le Corbusier και τον Jοrn Utzon η 'εντιμότητα' της κατασκευής προβάλλεται ως σταθερή αξία της αρχιτεκτονικής. Ο Kahn αισθανόταν το τούβλο ως ζωντανό όταν δήλωνε πως αυτό 'θέλει' να σχηματίσει μια αψίδα και καταλάβαινε ως υποτίμηση της φύσης του τη χρήση του ως επένδυση ή ως διακόσμηση. Η ανάδειξη της φύσης των υλικών και της υφής τους καθώς και η μαρτυρία των κατασκευαστικών μεθόδων και η ανάδειξη του ίχνους της κατασκευής ως πηγή ευχαρίστησης είναι κυρίαρχη στο Μοντέρνο κίνημα: από τους ξυλότυπους του Le Corbusier και τις συνδέσεις των δομικών υλικών του Carlo Scarpa, ως τα επιτηδευμένα εμφανή σημάδια της σβούρας στην πέτρα και τις οπές των καρφιών στις πόρτες Jοrn Utzon.

Η υλικότητα της αρχιτεκτονικής μετά το Μοντέρνο

Στη σύγχρονη αρχιτεκτονική πρωτοπορία διαπιστώνουμε διαρκώς μια εντελώς διαφορετική αντίληψη στον τρόπο διαχείρισης της υλικότητας της αρχιτεκτονικής. Η αντίληψη αυτή αντανακλά ένα συνολικό μετασχηματισμό του τρόπου κατανόησης της αρχιτεκτονικής που συμβαδίζει με τον αντίστοιχο μετασχηματισμό της σχέσης του φυσικού με το τεχνητό. Η αντίληψη του φυσικού ως ενός πλαισίου διαχείρισης γενετικής πληροφορίας και κωδίκων αντικαθιστά την εικόνα του ζωντανού οργανισμού σε κατάσταση λειτουργικής ισορροπίας που ο μοντερνισμός είχε ως πρότυπο στη δημιουργία του τεχνητού. Η ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών, δίνει τη δυνατότητα στο τεχνητό να αποκτά ιδιότητες του φυσικού, την ίδια στιγμή που το φυσικό, διαμέσου της ίδιας τεχνολογίας, είναι σε θέση να αποκτά ιδιότητες του τεχνητού. Η έννοια του υβριδίου καταλαμβάνει μια κεντρική θέση στον προβληματισμό των αρχιτεκτόνων ενώ το in-between προβάλλεται ως συστατικό της αρχιτεκτονικής θεωρίας.

Το κτίριο δεν συλλαμβάνεται πλέον ως μηχανή που τα λειτουργικά-μηχανικά της μέρη μιμούνται τα όργανα του ζωντανού, αλλά σαν μια τεχνητή προέκταση του ανθρώπινου σώματος, ένα τεχνητό δέρμα με φυσικές ιδιότητες που με επεμβάσεις στο γενετικό του κώδικα, αποκτά τη δυνατότητα να μετασχηματίζεται, να μεταλλάσσεται, να προσαρμόζεται, να αλλάζει Μέσα σ' αυτό το νέο περιβάλλον μπορούμε να διακρίνουμε τρία βασικά χαρακτηριστικά του τρόπου με τον οποίο προσεγγίζεται η διαχείριση της υλικότητας του κτιρίου. Το πρώτο αφορά την υποβάθμιση της σημασίας της διάκρισης των υλικών και των δομικών στοιχείων σε φέροντα και πλήρωσης . Με την αξιοποίηση των ηλεκτρονικών τεχνολογιών στο σχεδιασμό και την κατασκευή, σύνθετοι δομικοί φορείς καθιστούν όλο και περισσότερο δυσδιάκριτους τους παραδοσιακούς ρόλους των δομικών στοιχείων.

Το δεύτερο χαρακτηριστικό αφορά την ενσωμάτωση στη σχεδιαστική διαδικασία της ίδιας της δημιουργίας του υλικού. Ο πειραματισμός για τη γένεση της ιδέας γίνεται ένας ταυτόχρονος και ταυτόσημος πειραματισμός για το υλικό, όχι μόνο για να εκφράσει καλύτερα την ιδέα, αλλά για να είναι ένα αξεχώριστο και αδιάσπαστο κομμάτι της. Καθώς το υλικό γεννιέται μαζί με τη μορφή, τόσο η διαδικασία παραγωγής του όσο και η κατασκευαστική διαδικασία αποτελούν μέρος του συνθετικού προβλήματος. Στα σύγχρονα αρχιτεκτονικά παραδείγματα (π.χ. του Peter Eisenman, Greg Lynn, UN Studio) παρατηρούμε συχνά μια μετατόπιση της έμφασης από το σχεδιασμό αρχιτεκτονικών μορφών στο σχεδιασμό αρχιτεκτονικών ιδιοτήτων οι οποίες ευθύνονται πλέον για τη γέννηση των μορφών και κατ' επέκταση την επιλογή των υλικών.

Ενώ λίγα χρόνια πριν, η κατασκευή κατ' αποκλειστικότητα ενός δομικού στοιχείου ή μέλους του, ήταν αδύνατη λόγω του κόστους που αυτή συνεπαγόταν και μόνο καταξιωμένοι αρχιτέκτονες μπορούσαν να το σκέφτονται ως δυνατότητα, σήμερα εταιρείες παραλαμβάνουν σε ηλεκτρονική μορφή το μέλος, το κοστολογούν ταχύτατα και μετά τη συμφωνία στην τιμή κατασκευάζουν το καλούπι του ή το ίδιο το μέλος  και το αποστέλλουν μέσα σε μερικές μόνον ημέρες.

Το τρίτο χαρακτηριστικό, που προκύπτει από το δεύτερο, είναι η αυξημένη χρήση νέων υλικών τα οποία παράγονται μέσα από νέες ψηφιακές τεχνολογίες παραγωγής που δίνουν τη δυνατότητα στον αρχιτέκτονα να προσδώσει χρήσεις σε μια νέα παλέτα υλικών, καθώς και να φανταστεί νέες και άγνωστες μέχρι τώρα ιδιότητές τους. Σε αντίθεση με την τρέχουσα πρακτική, όπου τα δομικά υλικά παράγονται από τη βιομηχανία με συγκεκριμένες διαστάσεις και προδιαγραφές υλικών μετατοπίζοντας το συνθετικό ενδιαφέρον κυρίως στον τρόπο συνδυασμού και συναρμολόγησής τους, η νέα προσέγγιση ζητά κατά το σχεδιασμό να προσδιορίζονται τα επιθυμητά χαρακτηριστικά και οι ιδιότητες και να διερευνάται εξαρχής το υλικό που θα μπορέσει καλύτερα να τα εξασφαλίσει.

Η υλικότητα της αρχιτεκτονικής ως μετα-φυσική του τεχνητού

Νέα υλικά με μεταβαλλόμενες ιδιότητες, με διαφορετικούς βαθμούς διαφάνειας, ημιδιαφανή, θολά, απαστράπτοντα, διπλωμένα , συμπιεσμένα ή κινητά που συχνά 'τήκονται' δια μέσου του φωτός και των συστημάτων πληροφορίας κάνουν την εμφάνισή τους μαζί με κάθε νέα αρχιτεκτονική πρόταση. Με επεμβάσεις στη μοριακή δομή τους και τη βοήθεια της νανοτεχνολογίας  αφρώδη ή συμπαγή συνθετικά υλικά , βαφές και άλλα επιχρίσματα, μεταβάλλουν την εμφάνισή τους , τις μονωτικές τους δυνατότητες ακόμα και τη στατική τους αντοχή. Υλικά που διαχειρίζονται με ιδιαίτερους τρόπους το φως , τη θερμότητα , την υγρασία, τον ήχο, χρησιμοποιούνται σε συνδυασμό με άυλα υλικά όπως το φως, οι υδρατμοί , ο ήχος και οι οσμές για να συνθέσουν μορφές που προκαλούν τις αισθήσεις αποδίδοντας στο κτίριο τις ιδιότητες ενός τεχνητού περιβλήματος που διεκδικεί την ευφυΐα του φυσικού αλλά και την αισθητική της υψηλής τεχνολογίας. 

Το μεγάλο φάσμα των νέων δομικών υλικών που διατίθεται σήμερα στην αρχιτεκτονική πρακτική απελευθερώνει την έρευνα νέων αρχιτεκτονικών μορφών και χώρων με ιδιότητες που δε θα μπορούσαμε να φανταστούμε πριν από λίγα χρόνια. Όσο περισσότερο ο προσδιορισμός των ιδιοτήτων των δομικών υλικών γίνεται μέρος της σχεδιαστικής διαδικασίας, τόσο οι απαιτήσεις υποκινούν την έρευνα για νέες τεχνολογικές εφαρμογές και προϊόντα. Νέα δομικά υλικά που με επεμβάσεις στη μοριακή τους δομή έχουν αποκτήσει μορφές συμπεριφορές και ιδιότητες μοναδικές, διαμορφώνουν σταδιακά μια νέα αισθητική, νέες προτιμήσεις αλλά και ένα νέο λεξιλόγιο μέσα από το οποίο αναδύεται το νέο ήθος της σύγχρονης αρχιτεκτονικής.

Ένα ήθος, στο εννοιολογικό περιβάλλον του οποίου το άυλο, το υβριδικό, το συνθετικό, το μεταλλάξιμο, δεν αποτελούν σήμερα μόνο ποιότητες που διαφημίζουν ορισμένα δομικά υλικά. Αντίθετα, εγγράφονται και ως αξίες μέσα στον ίδιο το θεωρητικό της λόγο ακριβώς επειδή μέσα από αυτές το κτίριο, ως τεχνητό υποδηλώνει τη σχέση του αλλά και το θαυμασμό του προς το φυσικό, το έμβιο, το ζωντανό. Η μετατόπιση ενός μεγάλου μέρους του ενδιαφέροντας της διαδικασία του σχεδιασμού στο σχεδιασμό του "γενετικού υλικού" της μορφής και στη συνέχεια στο σχεδιασμό του δομικού υλικού που θα την υλοποιήσει, καταγράφει τη σύγχρονη εκδοχή της θεώρησης του αρχιτεκτονικού τεχνήματος ως ζωντανού οργανισμού. Μιας ευρύτερης θεώρησης που διαπερνά την ιστορία της αρχιτεκτονικής και που συνιστά τη μεταφυσική θεμελίωση της αρχιτεκτονικής πρακτικής.

Μαρία Βογιατζάκη Δρ. Αρχιτέκτων, Επίκουρη Καθηγήτρια Τμήματος Αρχιτεκτόνων Α.Π.Θ.  
(απο το περιοδικό του Σ.Α.Θ-τεύχος 9)

Share |
 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital