ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΜΑΤΙΕΣ

 

Η ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΟΛΗΣ ΣΤΟΝ 20Ο ΑΙΩΝΑ.

19 Απρίλιος, 2008

Η ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΟΛΗΣ ΣΤΟΝ 20Ο ΑΙΩΝΑ.

Η πόλη είναι, όπως όλα τα ενιαία σύνολα που ενέχουν τη συμβίωση και τη διάδραση ζώντων οργανισμών, ένα οικοσύστημα με μόνη διαφοροποίηση το γεγονός ότι νοσεί. Πάσχει εκ γενετής και εξ ορισμού. Το επικρατές στοιχείο του οικοσυστήματος αυτού, ο πολίτης – άνθρωπος με λίγα λόγια, οφείλει να το προστατέψει με στόχο να προστατέψει τον ίδιο του τον εαυτό.

Στο σύνολό του ο 20ος αιώνας ήταν για την Ελλάδα μια περίοδος σφοδρών κοινωνικών και πολιτικών αντιθέσεων. Η αυγή του αιώνα βρίσκει τη χώρα ηττημένη στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, ακολουθούν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι στα 1912-13, η εγκατάλειψη της Μεγάλης Ιδέας και η μικρασιατική καταστροφή, δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, μια σκληρή δικτατορία, ο Εμφύλιος, η Χούντα, η είσοδος στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τέλος η Νομισματική Ένωση.
Είναι ευνόητο, μέσα από την παραπάνω σύντομη παράθεση των σημαντικότερων γεγονότων που έλαβαν χώρα στην Ελλάδα του 20ου αιώνα, ότι το σύνολο της περιόδου στην οποία αναφερόμαστε χαρακτηρίζεται από πολιτική, κοινωνική και οικονομική αστάθεια. Η προσφυγιά, η εξορία, η ξενιτιά, η φτώχεια και η εξαθλίωση ταλανίζουν μεγάλη μερίδα του πληθυσμού της χώρας για δεκαετίες ολόκληρες.
Απόρροια της παραπάνω κατάστασης ήταν οι έλληνες να γίνουν συγχρόνως θύματα και δήμιοι των πόλεων που δημιούργησαν  με τα καταφανή αποτελέσματα. Η συνολική κατάσταση της χώρας καθοδήγησε τη χωρική συμπεριφορά των Ελλήνων. Τα κοινωνικοπολιτικά και κυρίως τα οικονομικά δεδομένα άφηναν το αποτύπωμά τους στους πολίτες, οι οποίοι με τη σειρά τους το μετέφραζαν σε χωρική δράση – συμπεριφορά. Πότε άλλωστε δεν άφησαν οι κοινωνίες και οι συνθήκες ωρίμανσης αυτών το σημάδι τους στο φυσικό τους πλαίσιο; «Ένα κεραμίδι πάνω απ’ την κεφαλή μας» ήταν ο αυτοσκοπός για πολλές δεκαετίες για την πλειονότητα των Ελλήνων. Ποιος μπορεί να τους κατηγορήσει γι’ αυτό λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις συνθήκες;

Στις περισσότερες περιφερειακές πόλεις της χώρας σημαντικότατη μερίδα του πληθυσμού είναι είτε πρώτης είτε δεύτερης γενιάς εσωτερικοί μετανάστες, άνθρωποι που άφησαν τα χωριά τους για τις καλύτερες ευκαιρίες που παρουσιάζονταν στην εκάστοτε «Χώρα», αφού η ενασχόληση με τον πρωτογενή τομέα παραγωγής δεν απέφερε πλέον τα ελάχιστα απαιτούμενα για αξιοπρεπή διαβίωση.
Οι Έλληνες, με μηδενική «αστική» περιουσία, περνώντας από το προκαπιταλιστικό χωρικό μοντέλο της ελληνικής υπαίθρου στο αστικό, παραβλέποντας τις ενδιάμεσες διεργασίες μέσα από τις οποίες θα ωρίμαζαν οι χωρικές συμπεριφορές, κατέκλυσαν τα μεγάλα αστικά κέντρα. Εκτός από την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη και άλλες πόλεις της χώρας είδαν τον πληθυσμό τους να εκρήγνυται με την αυγή της δεκαετίας του 1960. Η Πάτρα, η Λάρισα, τα Ιωάννινα και το Ηράκλειο τριπλασίασαν σχεδόν τους πληθυσμούς τους σε διάστημα μικρότερο των 50 χρόνων.
Για την απόδοση του φαινομένου που περιγράφουμε χρησιμοποιείται ο όρος «αστυφιλία», ο οποίος παρ’ όλα αυτά δεν αφορά στο σύνολο των αναγκών του πληθυσμού και στις αλλαγές που συντελέστηκαν στη βάση της ελληνικής κοινωνίας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και συνεπώς είναι νοηματικά ανεπαρκής. Μιλάμε για μια γενικευμένη τάση εσωτερικής μετανάστευσης με κίνητρα καθαρά οικονομικά, βάσει των οποίων διαμορφώθηκε η λειτουργία και η υπόσταση των μεταναστών στον αστικό χώρο παίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τον σημαντικότερο ανάμεσα στους ρόλους που διαμόρφωσαν τη σύγχρονη ελληνική πολεοδομική πραγματικότητα.

Γρήγορες, φτηνές κι απρόσωπες κατασκευές μπορούσαν μόνο να καλύψουν τις ανάγκες στέγασης του νέου πληθυσμιακού δυναμικού των ελληνικών πόλεων. Λίγοι είχαν τη δυνατότητα, πολυτέλεια για τα δεδομένα της εποχής, να αναζητήσουν ποιότητα αισθητική ή κατασκευαστική σ’ αυτό το διάστημα των έντονων ανακατατάξεων στη χώρα. Θα αναρωτηθεί κανείς γιατί δεν έγινε προσπάθεια να δοθεί λύση μέσω της κεντρικής εξουσίας.
Το μόνο σίγουρο, μέσα στο πολιτικό σκηνικό της περιόδου 1955 – 1974 με τις αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις, την αδυναμία σχηματισμού κυβερνήσεων, τους «Ανένδοτους Αγώνες» μεταξύ των μεγάλων κομμάτων του πολιτικού στερεώματος της χώρας και τέλος με την καταπιεστική δικτατορία του δεύτερου μισού της περιόδου αυτής, είναι ότι η ανάληψη πρωτοβουλιών στην κατεύθυνση της βάσει σχεδίου χωρικής κατανομής των μετακινούμενων πληθυσμών δεν ήταν στις προτεραιότητες της κεντρικής εξουσίας.
Οι κάτοικοι των υπαρχόντων αστικών κέντρων είδαν ξαφνικά τ’ αμπελοχώραφά τους να αυξάνουν την αντικειμενική τους αξία με γεωμετρική πρόοδο. Οι αξίες γης στις εσχατιές των οικιστικών συνόλων εκτοξεύθηκαν στα ύψη μετά τον βίαιο κορεσμό των ιστορικών κέντρων των πόλεων στην πρώτη μεταπολεμική περίοδο και  η οικοδομική δραστηριότητα πήρε ανεξέλεγκτες διαστάσεις.

Στις μέρες μας, οι συνθήκες είναι εντελώς διαφορετικές και η εκ του ασφαλούς απαξίωση και οι αφορισμοί της νεοελληνικής πόλης και του μεταπολεμικού μοντέλου ανάπτυξής της δεν προωθεί την αναζήτηση λύσεων. Έχουμε πλέον στη χώρα μια εκτεταμένη μεσαία αστική τάξη, δυναμική στον οικονομικό τομέα, η οποία παρ’ όλα αυτά συνεχίζει να επαναλαμβάνει λάθη του παρελθόντος.
Η μόνη διαφορά είναι ότι στις μέρες μας τα λάθη δεν τα επιτάσσει η ανάγκη αλλά η αδιαφορία και το αδυσώπητο κυνήγι του κέρδους, στο βωμό του οποίου συνεχίζουν να θυσιάζονται οι ελληνικές πόλεις. Πλέον, η Ιστορία οφείλει να δικαιολογήσει την ανικανότητα της μεταπολεμικής ελληνικής πόλης να ορθοποδήσει και να αναπτυχθεί με υγιή τρόπο. Οι κοινωνίες δρουν με καθολικό αυθορμητισμό μέσα στο χωρικό και πολιτικό τους πλαίσιο και με αυτόν ακριβώς τον τρόπο συμπεριφέρθηκε και η ελληνική. Έχουμε πάψει όμως εδώ και δύο δεκαετίες τουλάχιστον να διανύουμε «μεταπολεμική» περίοδο, ολοκληρώσαμε μάλιστα με το τέλος του εικοστού αιώνα και την«μεταενταξιακή». Παρ’ όλα αυτά, ακόμα και σήμερα την ίδια στιγμή που εκθειάζονται οι ρυθμοί ανάπτυξής της χώρας, η «αντιπαροχή» γίνεται ο αποδιοπομπαίος τράγος στη θέση της αδυναμίας της κεντρικής εξουσίας να μεταφράσει τα δεδομένα σε στρατηγικές για την ανάπτυξη ενός χωρικού πλαισίου ικανού να φιλοξενήσει το κοινωνικό περιεχόμενο των σύγχρονων ελληνικών πόλεων και να δώσει λύσεις στις ανισότητες που αναπτύσσονται στο εσωτερικό τους.

Χωροταξικός σχεδιασμός θύμα μικροπολιτικών συμφερόντων, πολεοδομικός σχεδιασμός που ακολουθεί με διαφορά φάσης ολόκληρων δεκαετιών τις υπάρχουσες τάσεις επέκτασης των οικισμών και χαρακτηριστική έλλειψη γενναιότητας στις επεμβάσεις στο εσωτερικό των συνεκτικών ιστών.
Το αποτέλεσμα: η μείωση του επιπέδου βιωσιμότητας των οικισμών, η αυθόρμητη διάχυση πληθυσμού προς τα προάστια των πόλεων και η συνεπαγόμενη περεταίρω υποβάθμιση των κέντρων την ίδια στιγμή που οι νέες επεκτάσεις στερούνται σημαντικών κοινωνικών και άλλων υποδομών και οδηγούν στην οργανική γιγάντωση των πόλεων χωρίς να μπορούν παράλληλα να υποστηρίξουν τη δυναμική τους.

Μέσα σε αυτό το πολεοποιητικό σκηνικό, το «πανταχόθεν ελεύθερο» από κεντρική διαχείριση και συνολική πολιτική, οι πολίτες επιδεινώνουν την κατάσταση στην κυριολεξία όσο περισσότερο μπορούν. Μήπως είναι ψέματα ότι έξω από την οικοδομική γραμμή του οικοπέδου στο οποίο ζούμε τίποτα δε μας αφορά; Δεν ισχύει ότι αντιλαμβανόμαστε ως «σπίτι» μας μόνο το χώρο στον οποίο γυρνάμε το βράδυ για να κοιμηθούμε; Αρνούμαστε πεισματικά να παραδεχτούμε ότι σπίτι μας είναι πια η θέση του οδηγού στο αυτοκίνητό μας ή ο χώρος εργασίας μας.
Συγκεκριμένα, σα να μην έφτανε η γενικευμένη έλλειψη ελεύθερων χώρων και χώρων πρασίνου στην ελληνική πόλη, καθημερινά γινόμαστε μάρτυρες της καταπάτησης των, σε πολλές περιπτώσεις κακορίζικων, υπαρχόντων. «Εγώ δεν ήμουν που άφησα το αυτοκίνητό μου προχτές στην παιδική χαρά της γειτονιάς μου;», « Εσύ δεν ήσουν που κατέβαζες τα σκουπίδια σου κατά τη διάρκεια των απεργιακών κινητοποιήσεων των εργαζομένων στην καθαριότητα (όταν οι σωροί μεγαλώνουν ώρα με την ώρα άντε ν’ αποδείξεις πως δεν είσαι ελέφαντας…);», « Προχτές δε μου ‘λεγες για ένα γνωστό σου που ‘χει εξοχικό στην Εύβοια κυριολεκτικά πάνω στο κύμα;».
Θα μπορούσα να συνεχίσω για πολύ ακόμα αλλά δεν έχει νόημα εφόσον θεωρώ ότι αρκετοί αναγνωρίσαμε τον εαυτό μας σε κάποιο από τα παραδείγματα. Δεν είναι δα και τόσο εξωπραγματικά.
Η πόλη είναι, όπως όλα τα ενιαία σύνολα που ενέχουν τη συμβίωση και τη διάδραση ζώντων οργανισμών, ένα οικοσύστημα με μόνη διαφοροποίηση το γεγονός ότι νοσεί. Πάσχει εκ γενετής και εξ ορισμού. Το επικρατές στοιχείο του οικοσυστήματος αυτού, ο πολίτης – άνθρωπος με λίγα λόγια, οφείλει να το προστατέψει με στόχο να προστατέψει τον ίδιο του τον εαυτό. Σπίτι του σύγχρονου αστού δεν είναι η κατοικία του αλλά ο χώρος της πόλης στον οποίο κινείται και ζει την καθημερινότητά του. Η παραδοσιακή έννοια της κατοικίας τείνει να λάβει αποκλειστική χρήση υπνοδωματίου στο εκτεταμένο «σπίτι – πόλη» του καθενός αφού μόνο ως τέτοιο λειτουργεί στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, ως υπνωτήριο.



Αναφερόμενος στην Ακρόπολη των Αθηνών έναν αιώνα και πλέον πριν ο Camillo Sitte λέει τα εξής: «Οι ναοί και τα μνημεία του εσωτερικού χώρου είναι ο μύθος του ελληνικού λαού μεταπλασμένος σε πέτρα. Η πιο έξοχη ποίηση και σκέψη βρήκε σ’ αυτόν τον καθαγιασμένο τόπο τη χωρική της προσωποποίηση. Αυτό είναι στ’ αλήθεια το κέντρο μιας σημαντικής πόλης, η αισθητοποίηση της κοσμοθεωρίας ενός μεγάλου λαού» (1). Ας αναρωτηθούμε λοιπόν πώς στις μέρες μας αισθητοποιείται η κοσμοθεωρία του ελληνικού λαού; Πώς μεταβολίζεται η ύπαρξή μας στο τώρα σε χωρική δράση και τι αποτέλεσμα δίνει; 

Χαχλάκης Κωστής

(1) Camillo Sitte (1889): «Η πολεοδομία σύμφωνα με τις καλλιτεχνικές της αρχές», μετάφραση Κ. Σερράου, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Τμήμα Αρχιτεκτόνων, Τομέας Πολεοδομίας και Χωροταξίας, Αθήνα 1992.

Share |

Σχετικές Δημοσιεύσεις:

 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital