ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΜΑΤΙΕΣ
15 Μάρτιος, 2010
Πρόσωπα και Πράγματα
Μια έκθεση που επαναπροσδιορίζει τη σχέση εκθέματος επισκέπτη διευρύνοντας τη συμμετοχή και σε άτομα με οπτική αναπηρία.
Εισαγωγή
Δεν είναι τυχαίο ότι οι περισσότεροι που σχεδιάζουν το δομημένο περιβάλλον στο οποίο ζούμε, δυσανασχετούν κάθε φορά, όταν σκέφτονται ότι αυτό που σχεδιάζουν οφείλει να είναι προσβάσιμο για άτομα με αναπηρίες. Βλέπουν την προσβασιμότητα ως ένα ακόμα πρόβλημα, ένα ακόμα ενοχλητικό νομοθετικό εμπόδιο που θα καταστρέψει την «μεγαλειώδη» αρχιτεκτονική τους δημιουργία. Σε μια κοινωνία που το εγώ κάθε μέρα διογκώνεται έναντι του εμείς, είναι αναμενόμενο η προσωπική έκφραση να αποτελεί τον αυτοσκοπό στην αρχιτεκτονική πράξη και οτιδήποτε την θίγει, να είναι κατακριτέο.
Στον αντίποδα αυτής της σκέψης, υπάρχει μια άλλη μερίδα ανθρώπων που δεν συναντούν το πρόβλημα στο δρόμο, αλλά ξεκινάνε με αυτό από την αρχή. Είναι αυτοί που βλέπουν κάθε πρόβλημα ως πρόκληση και κανένα εγώ δεν χωράει σε ζητήματα κοινωνικής και πολιτιστικής συμμετοχής. Με τις αρχιτεκτονικές τους λύσεις αποδεικνύουν ότι η εμπνευσμένη δημιουργική διαδικασία δεν έχει όρια και δύναται να παράγει υψηλής ποιότητας αρχιτεκτονική στην οποία συμμετέχουν ισότιμα και άτομα με αναπηρίες, επαναπροσδιορίζοντας γενικότερα τον τρόπο σκέψης και δράσης στο χώρο για όλους μας.
Η νέα πρόκληση των μουσειακών διαδρομών
Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιων λύσεων είναι μουσειακές ή εκθετικές διαδρομές που προτρέπουν στην απτική κατανόηση των μηνυμάτων τους. Στα πλαίσια της διεύρυνσης της πολιτιστικής προσβασιμότητας, τα μουσεία σήμερα αντιμετωπίζουν μια νέα πρόκληση: την διαδραστική σχέση του επισκέπτη με τα εκθέματα.
Η διαδραστική σχέση μέσω της αφής φαίνεται όχι μόνο να εξασφαλίζει ισάξια πολιτιστική συμμετοχή σε ιδιαίτερες κοινωνικές ομάδες με αναπηρίες, όπως τα άτομα μειωμένης όρασης εν προκειμένω, αλλά ταυτόχρονα να βελτιώνει την επικοινωνία μεταξύ εκθέματος και επισκέπτη, ακόμα και σε αυτούς που διαθέτουν επαρκή όραση, παρέχοντας μια πληρέστερη πολυαισθητηριακή εμπειρία.
Η εμπειρία της μουσειακής επίσκεψης μέσω πολλών και διαφορετικών αισθήσεων ενισχύει την κατανόηση και εξυπηρετεί τον εκπαιδευτικό ρόλο του μουσείου, σε αντίθεση με την συνηθισμένη οπτική επικοινωνία εκθέματος – επισκέπτη, που την περιορίζει σε ένα επίπεδο παθητικής θέασης.
Αν η διαδραστική σχέση που περιγράφεται παραπάνω ακούγεται σαν σενάριο επιστημονικής φαντασίας στον αναγνώστη, αρκεί να αναφέρουμε ότι δεν πρόκειται για μια νέα ανακάλυψη αλλά για ένα πεδίο εφαρμογής που διερευνάται και εμπλουτίζεται σταδιακά τις τελευταίες δεκαετίες ακόμα και στη χώρα μας.
«Πρόσωπα και Πράγματα»
Σε αυτό το πεδίο διακρίθηκε πρόσφατα και ένα ελληνικό έργο για μια προσωρινή μουσειακή έκθεση αποσπώντας το χρυσό μετάλλιο στη κατηγορία του Interior Design στη Biennale νέων αρχιτεκτόνων στο Μινσκ της Λευκορωσίας, το Σεπτέμβριο του 2009.
Η έκθεση με τίτλο «πρόσωπα & πράγματα» διοργανώθηκε από τον Πολιτιστικό Οργανισμό του Δήμου Αθηναίων το 2007 και διήρκησε σχεδόν δύο χρόνια, με την ευκαιρία της δωρεάς της προσωπικής συλλογής του Δημήτριου Μίτση από αντικείμενα λαϊκής τέχνης. Η έκθεση στεγάστηκε στο κέντρο Λαϊκής τέχνης και παράδοσης Αγγελική Χατζημιχάλη στην Πλάκα. Την έκθεση σχεδίασε και επιμελήθηκε η δημιουργική ομάδα Χαράλαμπος Χάιτας και Αναστασία Κάλου “Get Inspired” design studio.
Το κτήριο που φιλοξένησε την έκθεση αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα ελληνικά έργα της δεκαετίας του ’30 του αρχιτέκτονα Αριστοτέλη Ζάχου. Γενικό χαρακτηριστικό του κτηρίου αποτελεί η επιδίωξη του αρχιτέκτονα να συγκεράσει παραδοσιακά στοιχεία της βυζαντινής παράδοσης και της μεταβυζαντινής τέχνης [1] με τη σύγχρονη αντίληψη του μοντέρνου κινήματος που αναδύεται εκείνη την εποχή. Ο εσωτερικός διάκοσμος της οικίας που μας ενδιαφέρει εν προκειμένω, συνίσταται από ξύλινες επενδύσεις σύμφωνα με τη μακεδονική παράδοση.
Το θέμα της έκθεσης επικεντρώνεται στην ιστορία μιας οικογένειας από τη δεκαετία του ‘30 έως του ’50 στην Ήπειρο και την μεταστέγαση τους στην Αθήνα, μέσα από χρηστικά αντικείμενα της καθημερινότητας εκείνης της εποχής. Σκοπός της έκθεσης δεν ήταν τόσο η παρουσίαση των αντικείμενων καθαυτών, όσο να δώσει έμφαση σε ιστορίες ζωής των ανθρώπων που τα κατείχαν, μέσα από τη χρηστικότητα τους.
Βασική προϋπόθεση της έκθεσης αποτελούσε και η δυνατότητα να είναι προσβάσιμη και σε άτομα με μερική ή ολική απώλεια όρασης. Οι δύο βασικές αρχές που ακολουθήθηκαν κατά τους σχεδιαστές ήταν αφενός η έκθεση να είναι μεταφερόμενη, για να μην θίξει το εσωτερικό κέλυφος του κτηρίου και αφετέρου το αισθητικό αποτέλεσμα να είναι ελκυστικό τόσο για τους βλέποντες όσο και για τους μη βλέποντες.
Ο χώρος της έκθεσης οργανώνεται μέσα από τέσσερεις διαδοχικές νοηματικές ενότητες. Η πρώτη αναφέρεται στα μέλη της οικογένειας, θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να περιγράψει αρχικά τους πρωταγωνιστές της υπόθεσης, τα πρόσωπα. Στην συνέχεια οι ενότητες που ακολουθούν αφηγούνται μικρές ιστορίες μέσα από την σχέση των πρόσωπων με αντικείμενα της εποχής, μέσα δηλαδή από τη σχέση τους με τα πράγματα. Πρόκειται για ενότητες όπως η καθημερινότητα ως το γενικότερο υπόβαθρο της ζωής αλλά και αντιφατικών εκφάνσεων της, όπως η γιορτή και η ξενιτιά.
Ο επισκέπτης μπορεί να περιηγηθεί στο χώρο της έκθεσης ανάμεσα από τα αντικείμενα, να τα ψηλαφήσει, να νιώσει τη υλικότητα τους, τον ήχο και τις οσμές που παράγουν, ώστε να αντιληφθεί εν τέλει την χρηστικότητα τους και κατά συνέπεια τον τρόπο ζωής των προκατόχων τους. Επιπρόσθετα μπορεί να διαβάσει σύντομες ιστορικές περιγραφές αναφορικά με αυτά, μέσα από ένα σύστημα πληροφοριακών πανέλων.
Οι αρχιτέκτονες του έργου μέσα από τη διαρκή επικοινωνία με άτομα μειωμένης όρασης δημιούργησαν ένα μονοπάτι με διαβάθμιση μαλακού και σκληρού υλικού για την κίνηση και την στάση, που διατρέχει τις ενότητες και προσεγγίζει υπό γωνία 90ο τα πανέλα πληροφορίας και τα εκθέματα [2]. Τα πανέλα φέρουν λεκτική πληροφορία στα ελληνικά στα αγγλικά και φυσικά σε γραφή Braille και έχουν τέτοια εργονομία ώστε ο μη βλέπων να τοποθετείται στην ιδανική θέση ανάγνωσης και να μην εμποδίζει τους βλέποντες να διαβάσουν από μακρινή απόσταση.
Εισερχόμενος στον πρώτο χώρο ‐ ενότητα, ο επισκέπτης συναντά ειδικά διαμορφωμένα φωτεινά βάθρα. Πάνω σε κάθε βάθρο, που αντιπροσωπεύει το εκάστοτε μέλος της οικογένειας, βρίσκεται και ένα σχετικό χρηστικό αντικείμενο. Τα αντικείμενα ‐ εκθέματα εδράζονται σε μια φωτεινή πλάκα η οποία προβάλλει τη σκιά τους στην οροφή. Καθώς ο επισκέπτης ψηλαφίζει το αντικείμενο ούτως ώστε να το αντιληφθεί, προβάλλεται στην οροφή η συμμετοχή των χεριών του με αυτό, μια σύντομη «κινηματογραφική» παρουσίαση της χρηστικότητας του αντικειμένου.
Ο χώρος που ακολουθεί έχει ως θέμα την καθημερινότητα των γονέων, και τον τρόπο με τον οποίο εξασφάλιζαν τα απαραίτητα για την διαβίωση της οικογένειας, εξασκώντας και οι δύο χειρονακτικά επαγγέλματα. Κατά την είσοδο, μια κινούμενη διάταξη στο δάπεδο παράγει ήχους από ένα μελλοντικά προσβάσιμο έκθεμα, την φιγούρα του πατέρα. Ακολουθεί το πανέλο πληροφορίας της ενότητας και αμέσως μετά ένας αργαλειός της εποχής. Στην συνέχεια ο επισκέπτης προσεγγίζει την φιγούρα του πατέρα και ανακαλεί στη μνήμη του την ηχητικό συμβάν που τον προανήγγειλε ενώ δίπλα του κρέμονται κοχύλια για να περιγράψουν ένα ξόρκι που είχαν για τις καλές σοδιές. Πριν την έξοδο από την ενότητα, βρίσκονται στη γωνία του δωματίου αποξηραμένα μυρωδικά φυτά που με το έντονο άρωμά τους ενεργοποιούν την όσφρηση και δημιουργούν μια ανάμνηση.
Ο τρίτος κατά σειρά χώρος αναφέρεται στην γιορτή. Μετά το πανέλο πληροφόρησης της ενότητας, ο επισκέπτης πλησιάζει σε ένα κλειστό παράθυρο, στο πρεβάζι του οποίου υπάρχουν παιδικές φιγούρες. Ο μη βλέπων αντιλαμβάνεται εύκολα τα δύο παιδιά που βρίσκονται πλησιέστερα και μετά εξερευνά με τα χέρια του και εντοπίζει το τρίτο παιδί και τα παιχνίδια. Στην συνέχεια της διαδρομής βρίσκεται το τραπέζι της κουζίνας και η φιγούρα της μητέρας που στέκεται όρθια δίπλα στον πάγκο με τα διάφορα σκεύη γύρω της. Ο επισκέπτης έχει την δυνατότητα να τα επεξεργαστεί με τα χέρια του και να βρει τις λαβές τους και τον τρόπο χρήσης τους. Στο τέλος της ενότητας βρίσκεται το τζάκι και μια αντρική φιγούρα που κάθεται δίπλα για να ζεσταθεί.
Την γιορτή διαδέχεται η τελευταία ενότητα της ξενιτιάς. Στην ενότητα αυτή υπάρχει ένα έκθεμα που συμπεριλαμβάνει ένα μικρό πάγκο και τη φιγούρα ενός ατόμου που κοιμάται, αναπαριστώντας τους εσωτερικούς μετανάστες της δεκαετίας του ’50 στην Αθήνα. Το έκθεμα δίνει τη δυνατότητα στον επισκέπτη να νιώσει την υφή της βελέντζας στα χέρια του, το μέγεθος του πάγκου και τη στάση του σώματος του ανθρώπου. Ο διάδρομος αυτός αποτελεί και το τελευταίο μέρος της έκθεσης. Το μονοπάτι συνεχίζει και καταλήγει στο αρχικό σημείο της έκθεσης.
Συμπεράσματα
Είναι σημαντικό μετά από την σύντομη παρουσίαση της έκθεσης «πρόσωπα και πράγματα» να σταθούμε σε κάποιες συμπερασματικές παρατηρήσεις.
Η συνθετική συγκρότηση της μουσειακής διαδρομής πραγματοποιείται μέσα από την σύνδεση διακριτών διαδοχικών ενοτήτων που αρθρώνονται κυρίως με δύο τρόπους: την συνέχεια του νοήματος και την απτική συνέχεια του πέλματος στα ειδικά μονοπάτια καθώς ο ένας συνδέει τον επισκέπτη με αυτό που προηγήθηκε και ο άλλος με αυτό που ακολουθεί. Για τους βλέποντες τα μονοπάτια ενισχύουν αυτή την συνέχεια καθώς αποτελούν και οπτικό οδηγό. Είναι χαρακτηριστικό λοιπόν, ότι ακόμα και σε επίπεδο αρχικής σύλληψης η συνολική οργάνωση της μουσειακής διαδρομής μπορεί να γίνει αντιληπτή από τα άτομα μειωμένης όρασης.
Η απτική σχέση με τα αντικείμενα, αποτελεί το κυρίαρχο χαρακτηριστικό της διαδρομής καθώς υπερβαίνει το επίπεδο της λεκτικής και της οπτικής πληροφορίας των εκθεμάτων. Η διαδραστική σχέση με τα αντικείμενα [3] τείνει από μια απλή και άμεση πληροφόρηση προς μια συνολικότερη εμπειρία με χρονική διάρκεια και ποιότητα. Η συγκινησιακή φόρτιση της επαφής με ένα αντικείμενο παλαιότερης χρηστικότητας, δημιουργεί ένα πολύ δυνατό σύνδεσμο με το ιστορικό παρελθόν. Συντελείται όχι μόνο μια απλή νοητική κατανόηση αλλά και μια πλεονάζουσα αποθήκευση σωματικής πληροφορίας του αντικειμένου εκπληρώνοντας στο μέγιστο τον εκπαιδευτικό ρόλο του μουσείου.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει ακόμα και ο καθοριστικός ρόλο που παίζουν οι ανθρώπινες φιγούρες στον επαναπροσδιορισμό του εκθέματος, ως αντικείμενο που υφίσταται αναφορικά με ένα υποκείμενο – χρήστη και όχι ως αντικείμενο αυθύπαρκτης αξίας. Κατά την παρατήρηση και κυρίως την ψηλάφηση τόσο του αντικειμένου όσο και της φιγούρας συντελείται κυρίως για τα άτομα μειωμένης όρασης μια συνολικότερη αντίληψη της σχέσης της σωματικότητας με τον χώρο των αντικειμένων.
Τέλος αξίζει να αναφέρουμε, ότι η ίδια υλική υπόσταση της έκθεσης που χρησιμοποιεί ως κύριο υλικό της το ξύλο, φαίνεται να συνομιλεί σε ένα βαθμό με το εσωτερικό κέλυφος του κτηρίου καθώς συγκροτείται ως προέκταση αυτού αφ’ ενός και συνδέεται με την παραδοσιακή πρακτική επεξεργασίας του ξύλου αφετέρου. Στη πρακτική αυτή ο άρρηκτος σύνδεσμος ανάμεσα στο χρήστη και στον υλικό χώρο είναι κατά κύριο λόγο η έντεχνη διαμόρφωση του από το ανθρώπινο χέρι.
Είναι φανερό λοιπόν ότι σπουδαιότητα των απτικών διαδρομών δεν έγκειται μόνο στο γεγονός ότι προσφέρουν πολιτιστική συμμετοχή σε μεγαλύτερο εύρος κοινωνικών ομάδων. Είναι εξίσου σημαντική η δυνατότητα που δίνουν σε όλους να ανακαλύψουν τον τρόπο με τον οποίο αγγίζουν τα πράγματα, να εκπαιδεύσουν την αφή τους [4]. Μέσα από αρχιτεκτονικές λύσεις όπως αυτή που παρουσιάσαμε, ή και από άλλες που θα εξετάσουμε μελλοντικά, μπορούμε με ασφάλεια να υποστηρίξουμε ότι η δημιουργική διαδικασία ούτε όρια βρίσκει, ούτε εμπόδια. Παρά μόνο βλέπει το πρόβλημα κατάματα και το επιλύει επαναπροσδιορίζοντας ταυτόχρονα την ίδια της υπόσταση. Ίσως γιατί οι λύσεις έχουν νόημα μόνο όταν τίθεται σωστά το ερώτημα εξ’ αρχής.
Τσαμπίκος Πετράς, Αρχιτέκτων μηχανικός Ε.Μ.Π.
Ασχολείται με θέματα προσβασιμότητας, καθώς και με τη διερεύνηση του τρόπου συμμετοχής των αισθήσεων στην αντίληψη του αρχιτεκτονικού χώρου.
[1]. Νικόλαος Χολέβας, «Η αρχιτεκτονική του μεσοπολέμου στα Βαλκάνια», Εκδόσεις Φιλιππότη, 1994, σελ.189
[2]. Τα άτομα μειωμένης όρασης προτιμούν τις καθετότητες κατά την κίνηση, καθώς η προσέγγιση υπό άλλες γωνίες τους αποπροσανατολίζει και τους δημιουργεί αίσθημα ανασφάλειας, Από προσωπική συνέντευξη με το Χάρη Χάιτα.
[3]. Παρατηρώντας την διαδρομή στο σχέδιο της κάτοψης διαπιστώνουμε ότι η απτική σχέση με αντικείμενα μεγαλύτερης κλίμακας όπως ο αργαλειός ή το τραπέζι είναι εφικτός εφόσον ο επισκέπτης μπορεί να κινηθεί περιμετρικά και να τα ψηλαφήσει κατά τουλάχιστον τις δύο γωνίες του.
[4]. Η οπτική εμμονή και η διεύρυνση της πολιτιστικής προσβασιμότητας: Μουσειακοί χώροι για άτομα μειωμένης όρασης, Πετράς Τσαμπίκος - Φάρκωνας Ιωάννης, Σχολή αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ, 2008, σελ. 64
Oι εικόνες παραχωρήθηκαν από το αρχείο του “Get Inspired” design studio, εκτός από το σχέδιο της κάτοψης που βρίσκεται στη βιβλιογραφική αναφορά της υποσημείωσης [4].
Σχετικές Δημοσιεύσεις:
- Εσύ; τι ακτίνα στροφής έχεις; ( 05 Ιούλιος, 2011 )
- Τυφλός, «τυφλόν» οδηγεί.. ( 05 Ιούνιος, 2009 )
- Για μια Αρχιτεκτονική των Αισθήσεων: Δημήτρης Πικιώνης ( 09 Φεβρουάριος, 2011 )
- 1ο Βραβείο για τη Δημοτική Αγορά και το Δημοτικό Χώρο στάθμευσης στη Λάρνακα ( 29 Ιούλιος, 2011 )
- 40under40. Ένας Έλληνας ανάμεσα στους 40 ( 22 Σεπτέμβριος, 2011 )
- Εξέδρα στην παραλιακή ζώνη της Πειραϊκής σε επαφή με τον αρχαιολογικό χώρο του Κόνωνος ( 12 Νοέμβριος, 2011 )
- Η αντήχηση του βλέμματος ( 09 Απρίλιος, 2013 )
- Χώρος πλήρης ανθρώπου κενού ύπαρξης ( 14 Οκτώβριος, 2013 )