ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΜΑΤΙΕΣ

 

Πώς το σύγχρονο μπορεί να είναι και παραδοσιακό

16 Ιούνιος, 2010

Πώς το σύγχρονο μπορεί να είναι και παραδοσιακό

Το ζήτημα της παράδοσης στον σχεδιασμό της αρχιτεκτονικής είναι ένα εκ των θεμελίων της οικοδόμησης του δομημένου χώρου.

Του Κωνσταντίνου Γ. Πατέστου

Συνδεδεμένο συχνά με την κρίσιμη όσο και αμφιλεγόμενη έννοια του «τοπικού» αποτελεί στοιχείο αμφίπλευρου χαρακτήρα (όπως το γνωστό δίκοπο μαχαίρι): είναι ικανό να συνδράμει την ορθή μόρφωση του αρχιτεκτονικού έργου και, αντιθέτως, μπορεί να οδηγήσει στην υιοθέτηση λαϊκότροπων ιδιωματικών μορφών, οι οποίες και εκτός χρόνου είναι και σπανίως αποφεύγουν τη μετατροπή τους σε γραφικές.

Οταν μάλιστα το νέο έργο ευρίσκεται σε παραδοσιακό οικισμό, τότε οφείλει αφενός μεν να ενταχθεί με ορθό τρόπο, λαμβάνοντας υπόψη ακόμη και κάποια εμπειρική κατασκευαστική παράδοση, αφετέρου δε να μην απολέσει το εξ ορισμού στοιχείο νεωτερικότητας (ένα κτίριο ούτως ή άλλως είναι σύγχρονο της εποχής του), ερμηνεύοντας με κριτικό τρόπο το λεγόμενο «πνεύμα του τόπου». Εμπλουτίζοντας ταυτοχρόνως, ως πρόσφατη σχεδιαστική συνεισφορά, τον ίδιο τον υλικό πολιτισμό της συγκεκριμένης περιοχής, συνεπικουρώντας τη στοιχειοθέτηση, μέσω ακριβώς του οικοδομήματος, μιας σύγχρονης αρχιτεκτονικής παράδοσης του νέου.

Η κατοικία στην ορεινή Δωρίδα, την οποία μελέτησε το 1994 και υλοποίησε το 1997 η αρχιτέκτων κυρία Λένα Μάντζιου, αποτελεί επιτυχές παράδειγμα της ανωτέρω συλλογιστικής, αφού πιστεύω ότι επέλυσε το βασικό πρόβλημα το οποίο είχε θέσει στον σχεδιασμό της: τη συνταίριαξη, όπως λέει η ίδια, γνώριμων παραδοσιακών μορφών και στοιχείων μιας σύγχρονης αρχιτεκτονικής σύνθεσης.

Ο άλλος δρόμος

Η σύνθεση εδράζεται σε μια θεμέλια τυπολογική επιλογή, εκείνη της εγγεγραμμένης κάτοψης τετραγώνου σχήματος, η οποία αναπτύσσεται σε έναν πύργο σχεδόν κυβικής μορφής. Ο καθαρός αυτός οικοδομικός όγκος μορφώνεται γύρω από ένα εσωτερικό κενό (το έν τέταρτον περίπου της συνολικής επιφανείας της κάτοψης της δεύτερης στάθμης) και επιστεγάζεται, λόγω των συγκεκριμένων κλιματολογικών συνθηκών της περιοχής, με πυραμίδα ξύλινης δομής, επικαλυμμένη με μεταλλικά θερμομονωτικά πανέλα. Ηδη αυτή η επιλογή της μεταλλικής στέγης από μόνη της υπερβαίνει το ασφυκτικό πλαίσιο του δήθεν παραδοσιακού και καταρρίπτει έναν εκ των γνωστών μύθων του (κριτικού ή μη) τοπικισμού, υποδεικνύοντας τη δυνατότητα ενός άλλου δρόμου, διαφόρου εκείνου της άκριτης χρησιμοποίησης κεραμίδων, ως απολύτως απαραίτητου, υποτίθεται, παραδοσιακού στοιχείου για τη διατήρηση του «χαρακτήρα» των ελληνικών παραδοσιακών ή «παραδοσιακών» οικισμών (του θεσσαλονικού Πανοράματος περιλαμβανομένου).

Η κατοικία ευρίσκεται εντός του οικισμού σε υψόμετρο 850 μ., οικοδομείται σε διαμπερές οικόπεδο με κλίση (την οποία η σύνθεση εκμεταλλεύεται ευφυώς) και έχει θέα σε ένα από τα γνωστά καταπληκτικά τοπία της ορεινής Ελλάδας, την οροσειρά των Βαρδουσίων. Η τοποθέτηση του κτιρίου, λαμβάνοντας υπόψη αυτά τα δεδομένα καθώς και γενικά ζητήματα βιοκλιματικού σχεδιασμού, τοποθετείται στη βορειοδυτική γωνία, αφήνοντας ακάλυπτους τους χώρους προς ανατολάς και νότο (κήπος, περιβόλι).

Η καθ' ύψος ανάπτυξη της κατοικίας δημιουργεί τρεις στάθμες: η χαμηλότερη, σε επίπεδο κάτοψης, αποτελεί το ήμισυ της κεντρικής, η οποία έχει άμεση επαφή με την τρίτη, δημιουργώντας το «διώροφο» καθιστικό (το οποίο δηλαδή είναι καθ' ύψος ανοικτό). Η προσπέλαση σε αυτή τη στάθμη (υπόγειο) πραγματοποιείται απευθείας από τη βορειοανατολική αυλή μέσω ενός υποστέγου. Αυτό δημιουργείται κάτω από την πλακόστρωτη αυλή της δεύτερης στάθμης, στην οποία φθάνουμε μέσω υπαίθριας κλίμακας από την ίδια πλευρά. Αντιθέτως στην τρίτη στάθμη η προσπέλαση γίνεται μέσω μιας πολύ ενδιαφέρουσας γέφυρας, η οποία έχει τοποθετηθεί στη νότια (και υψηλότερη) πλευρά του οικοπέδου. Στην ακριβώς αντίθετη όψη του κτιρίου και διαγωνίως έχει τοποθετηθεί ο μοναδικός εξώστης, προβάλλοντας, τρόπον τινά, αυτόν τον κεντρικό ιδεατό άξονα (γέφυρα, είσοδος, καθιστικό) στο επικό τοπίο.

Χώροι με ταυτότητα

Ο εσωτερικός χώρος είναι πολυσύνθετος και το παιχνίδι των ανοικτών επιπέδων επιτρέπει τις οπτικές φυγές (μέσω κενού και κλιμακοστασίου) και τη δημιουργία χώρων με ιδιαίτερη, θα λέγαμε, ταυτότητα. Ο χαρακτήρας τους υπαγορεύεται τόσο από τον προσανατολισμό όσο και από την εκάστοτε λειτουργία, η οποία με τη σειρά της καθορίζει τις ελάχιστες διαστάσεις τους: αυτός ο ενδιαφέρον συνθετικός χειρισμός ανακαλεί το ζήτημα του Existenzminimum και μπορούμε να πούμε ότι αποτελεί λόγια επαναπρότασή του, δίχως εν τούτοις ­ ευτυχώς! ­ να οδηγεί στις αλήστου μνήμης φονξιοναλιστικές ακρότητες. Και ασφαλώς η θέα, η επιθυμία εμπλοκής του τοπίου στη διαμόρφωση ακόμη και του εσωτερικού χώρου (το άχρονο και υπερτοπικό σχεδιαστικό-φιλοσοφικό ζήτημα της σχέσης εσωτερικό-εξωτερικό), πρωταγωνιστεί στη χωροθέτησή τους.

Τα οιαδήποτε ζητήματα ηχομόνωσης, τα οποία προφανώς δημιουργεί η ανωτέρω τολμηρή επιλογή των ανοικτών χώρων, επιλύονται μέσω ελαφρών, κινητών διαχωριστικών στοιχείων, επιτρέποντας ταυτοχρόνως την αυξομείωση του κατοικήσιμου χώρου, αναλόγως των εκάστοτε αναγκών.

Η μορφή του κτιρίου είναι αυστηρή και παραπέμπει στην εγγενή τεκτονική ιδιότητα της οικοδομικής κατασκευής. Αποτελεί δημιουργική μεταγραφή των πέτρινων ορθογωνίων κτισμάτων του οικισμού, τα οποία είναι προπάντων κτίρια και ως εκ τούτου (προς απογοήτευση των ιθαγενών fashionvictim «αποδομητών») ακολουθούν αιώνιους κατασκευαστικούς κανόνες ενώ, στηριζόμενα στη στατική αρχή της κατακορύφου υπενθυμίζουν ότι, όπως θα έλεγε και ο Rafael Moneo, ο κόσμος στον οποίο ζούμε στηρίζεται στην ισομετρία και είναι κατ' εξοχήν ορθογωνικός.

Το κυρίαρχο υλικό της κατοικίας, η τοπική πέτρα, επιτρέπει τη σύναψη αμέσων σχέσεων με το φυσικό και δομημένο περιβάλλον, η ορθή κανονιστική διάταξη στην τοποθέτησή της αποδίδει αναγνώσιμο ρυθμό στην όψη, ενώ υπογραμμίζει και τη ρητή βούληση της αρχιτέκτονος για τη δημιουργία ενός λιτού εκφραστικού αρχιτεκτονικού έργου: και αυτό, επί των ημερών μας ιδιαιτέρως, δεν είναι και λίγο ούτε είναι και εύκολο. Αφού η αντίσταση στην αγοραία φαντασμαγορία συνήθως δεν «πληρώνει» και συνεπώς ταιριάζει στους ολίγους (συχνά δε και εκλεκτούς).

Η κατασκευή είναι από πελεκημένη φέρουσα λιθοδομή και η αναγκαστική παρουσία ζωνών ενίσχυσης από εμφανές σκυρόδεμα μετατρέπεται σε συνθετικό στοιχείο διαμόρφωσης της όψης. Επιβεβαιώνει δε τη δυνατότητα αρμονικής συνύπαρξης διαφορετικών υλικών, πράγμα το οποίο υπογραμμίζεται περαιτέρω και με τη χρήση του ξύλου και του μετάλλου για τη γέφυρα και τον εξώστη. Οι πλάκες είναι από εμφανές οπλισμένο σκυρόδεμα, οι εσωτερικές τοιχοποιίες επιχρισμένες και τα διπλά υαλοστάσια έχουν εξωτερικά ξύλινα παραθυρόφυλλα.

Η διαμόρφωση της όψης στηρίζεται στην με απλό τρόπο απεικόνιση της εσωτερικής πολυπλοκότητας, στην αξιοποίηση της θέας και στους κανόνες προσανατολισμού (αυτό το οποίο οι «μοντέρνοι» αποκαλούσαν «ηλιοθερμικό άξονα»). Ως εκ τούτου τα ανοίγματα είναι μεγάλα προς ανατολάς και νότο, ενώ προς βορράν και δύση οι διαστάσεις τους ελαχιστοποιούνται. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την εξασφάλιση διαμπερούς αερισμού και υποβλητικού φωτισμού.

Εξοικονόμηση ενέργειας

Αλλά και η γενική αρχιτεκτονική σύνθεση και η μέθοδος της κατασκευής έλαβαν υπόψη τέτοια ζητήματα βιοκλιματικού σχεδιασμού, αποδίδοντας μεγάλη σημασία στα συστήματα εξοικονόμησης ενεργείας, δίχως εν τούτοις να λησμονούν την προτεραιότητα ή να θέτουν σε δεύτερη μοίρα την κεντρική αρχιτεκτονική ιδέα. Ο σχεδιασμός προσαρμόζει, με άλλα λόγια, τις κρίσιμες οικολογικές ανάγκες σε εκείνες της εξίσου κρίσιμης μορφοπλασίας για την υλοποίηση μιας ορθής (και από αισθητικής άποψης) αρχιτεκτονικής, παρέχοντας την ίδια στιγμή απτή απόδειξη της δυνατότητας επιτυχούς συνδυασμού των ανωτέρω ισοβαρών αναγκών. Και επιπλέον, με την επιλογή της συγκεκριμένης μορφής και των γνωστών υλικών ίσως βοηθάει να κατανοήσουμε ότι και τα υλικά και οι τυπικές μορφές της ιστορικής αρχιτεκτονικής είναι αφεαυτού οικολογικά και βιοκλιματικά.

Πρόκειται λοιπόν για ενδιαφέρουσα αρχιτεκτονική ιδέα η οποία μάλιστα υλοποιήθηκε έτσι όπως είχε σχεδιασθεί και η οποία επιτρέπει δικαίως στη δημιουργό της να υποστηρίξει ότι «αναδεικνύει τις αρετές του καθαρού γεωμετρικού όγκου, έχει μέγεθος, ευκρίνεια, μέτρο και εντάσσεται αρμονικά στο περιβάλλον».

Ο ορθός σχεδιαστικός (συνθετικός-κατασκευαστικός) χειρισμός και η επιτυχής εφαρμογή των θεμελίων αρχών του βιοκλιματικού σχεδιασμού απέφεραν στο έργο το βραβείο «Αντώνης Τρίτσης» στον διαγωνισμό «Οικολογική Κατοικία», τον οποίο προκήρυξε το ΥΠΕΧΩΔΕ το 1999.

 Κ. Γ. Πατέστος
(με την ευγενική παραχώρηση του συγγραφέα)
tovima.gr

Share |

Σχετικές Δημοσιεύσεις:

 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital