ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΜΑΤΙΕΣ

 

Το σπίτι ως «δοχείο ζωής»

06 Μάιος, 2006

Το σπίτι ως «δοχείο ζωής»

Ο αρχιτέκτονας όταν σχεδιάζει ένα νέο κτίριο, δεν μπορεί παρά να έχει στο μυαλό του την πόλη που πρόκειται να το υποδεχτεί. Το συνολικό όραμα για την πόλη είναι οργανικό κομμάτι του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού.

Του Τάση Παπαϊωάννου
Ακόμη και η πιο τολμηρή φαντασία τού πλέον ευφάνταστου δημιουργού εγγράφεται στα όρια που η ίδια η πραγματικότητα, κυρίως η αστική, καθορίζει.

Αλλωστε, πώς είναι δυνατόν να φανταστείς ότι ένα κτίριο «εντάσσεται» στο κενό;

Το κτίριο δεν ξεκινάει από το μηδέν. Οπως κάθε άνθρωπος γεννιέται σε μια ήδη οργανωμένη κοινωνία, έτσι και το νέο κτίριο βρίσκεται δίπλα σε άλλα κτίρια που προϋπήρχαν, αλλά ενδεχομένως προσδοκά και αυτά που θα κτιστούν αργότερα. Σαν ένα νέο κύτταρο που ενσωματώνεται φυσιολογικά και δυναμικά σ' έναν ζωντανό οργανισμό, το κτίριο εξελίσσεται στη διάρκεια του χρόνου. Πρόκειται γι' αυτή τη συνύπαρξη, την αναγκαστική ποσοτική και ποιοτική συμπλοκή του νέου με το παλιό, που ολοκληρώνει τη συνολική εικόνα και το σώμα της πόλης. Οι εποχές, η μία δίπλα στην άλλη, η μία πάνω στην άλλη, η μία μέσα στην άλλη.

Οι συνεχόμενες όψεις των σπιτιών σχηματίζουν τα μέτωπα των δρόμων και οργανώνουν τα οικοδομικά τετράγωνα που χαρακτηρίζουν με το μέγεθος και τη μορφή τους τη δομή της νεοελληνικής πόλης. Και έτσι, όπως το ένα σπίτι στέκεται δίπλα ή απέναντι από το άλλο, είναι σαν να συνομιλούν με μια γλώσσα ύλης και χρήσης κοινή. Είναι αυτά τα χαρακτηριστικά αρχιτεκτονικά στοιχεία που επαναλαμβάνονται από σπίτι σε σπίτι που συγκροτούν το μέτρο, έτσι ώστε να επιτυγχάνεται με τρόπο αυτονόητο η αναγκαία μετάβαση από τη μονάδα στο σύνολο.

Παλαιότερα, οι κατοικίες βασίζονταν σ' ένα, δύο το πολύ βασικούς τύπους που επαναλαμβάνονταν με μικρές παραλλαγές, οι οποίες τις διαφοροποιούσαν μεταξύ τους και τους προσέδιδαν την ιδιαίτερή τους ταυτότητα, σαν πολύτιμο διακριτικό σημάδι. Γιατί τα ιδιωτικά σπίτια δεν μπορεί παρά να περιέχουν και κοινά στοιχεία, που δεν είναι τίποτε άλλο από τη χωρική έκφραση του κοινού βίου των ανθρώπων που τα έκτισαν. Το σπίτι είναι ένας χώρος-κατάλυμα, ένας χώρος προστατευμένος, ασφαλής και οικείος, ένα «δοχείο ζωής», όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο Αρης Κωνσταντινίδης. Εκεί γεννιέσαι, μεγαλώνεις, γερνάς. Εκεί ζεις, εξελίσσεσαι και εκεί πεθαίνεις!

Σήμερα όμως πώς κτίζουμε τα σπίτια μας;

Αυτό που κατά κόρον προβάλλεται δεν είναι το «κοινό και το κύριο», αλλά τουναντίον η πάση θυσία διαφοροποίηση, η οποία όμως είναι επιδερμική και τις περισσότερες φορές φανερώνει τον επηρμένο και ματαιόδοξο ιδιοκτήτη, που προσπαθεί ενοχλητικά να επιδειχθεί για την κοινωνική του ανέλιξη ή την οικονομική του ευρωστία. Σήμερα, οι νεόδμητες περιοχές στην περιφέρεια των πόλεών μας εκφράζουν δυστυχώς την άκρατη ατομικότητα που μας χαρακτηρίζει, αλλά και τον ατελεύτητο ναρκισσισμό μας. Μάντρες ψηλές σαν οχυρωματικά τείχη περικυκλώνουν τις κατοικίες, για να μη βλέπουμε κανέναν και να μη μας βλέπει κανείς, κατοικίες αμυντικές, που διώχνουν παρά προσκαλούν τον επισκέπτη. Είναι «γειτονιές» κατ' όνομα μόνον, καθώς απουσιάζει κάθε είδος συλλογικότητας, η θεμελιώδης, δηλαδή, συνθήκη που τις πραγματώνει.

Τα κτίρια που τις συγκροτούν μοιάζουν μ' ένα απέραντο συνονθύλευμα ανόμοιων, αταίριαστων και φανταχτερών μπιχλιμπιδιών που συναγωνίζονται ποιο θα προκαλέσει περισσότερο. Ενα παράταιρο μωσαϊκό χρωμάτων, υλικών, μορφών, μια αφόρητη επανάληψη εξεζητημένων χωρικών νεοπλασιών, που αναγορεύουν το περιττό σε υπέρτατο αγαθό. Σπίτια με κάθε λογής υλικό να επικάθεται ως ανούσια και κακόγουστη διακόσμηση στις όψεις τους, ένα αφύσικο μασκάρεμα που κρύβει την εσωτερική νομοτέλεια της κατασκευής. Ας μη μας παραξενεύουν, λοιπόν, τα πομπώδη κτίρια με τα άχρηστα «στολίδια» που ξεφυτρώνουν παντού γύρω μας, αφού η ανάδειξη του περιττού σε αναμφισβήτητη αναγκαιότητα χαρακτηρίζει πλέον κάθε έκφανση της μίζερης πραγματικότητάς μας.

Αυτό που ενοχλεί περισσότερο στο κέντρο της Αθήνας είναι όχι τόσο η ομοιομορφία των εργολαβικών πολυκατοικιών όσο η ομοιομορφία των γειτονιών της. Χάθηκε η ταυτότητα της Κυψέλης, του Παγκρατίου, των Εξαρχείων... Η πόλη δομείται μέσα από ασυνέχειες ασύνδετων θραυσμάτων του παλαιού της ιστού. Οι δρόμοι, τα ύψη των κτιρίων, ο ασφυκτικός αστικός ιστός και κυρίως η ανυπαρξία δημόσιου χώρου είναι πλέον κοινό γνώρισμα κάθε κομματιού της πόλης, έτσι που στο τέλος να συνθλίβεσαι μέσα στην αδιάφορη, ομοιογενή και ισοπαχή αστική μάζα. Είναι, πραγματικά, αβάσταχτη η πλήξη που σου μεταδίδουν.

Το κτίριο αντιμετωπίζεται σαν καταναλωτικό προϊόν, υπακούοντας σε επίπλαστες ή προκατασκευασμένες ανάγκες με περιορισμένη διάρκεια ζωής, όπως πολλά από τα σημερινά τεχνολογικά προϊόντα του πολιτισμού μας. Οταν η κατοικία παρουσιάζεται περισσότερο ως «αισθητικό αντικείμενο» και εργαλείο αυτοπροβολής παρά ως χώρος ζωής, τότε χάνεται κάτι πολύ σημαντικό, η «συνέχεια της ζωής». Χάνεται η σημαντική εκείνη βιωματική διάσταση του χώρου, η διάσταση, δηλαδή, του χρόνου! Διαλύεται η μνήμη που ένας χώρος κουβαλάει μαζί του, ακυρώνεται μ' άλλα λόγια η αμφίδρομη σχέση που υπάρχει ανάμεσα σ' ένα ιστορικό γεγονός και στο χώρο. Αν από το κτίριο αφαιρέσεις τη μνήμη που αυτό εμπεριέχει, το αποσυνδέσεις δηλαδή από την ιστορία των ανθρώπινων βιωμάτων, τότε αυτό θα στέκει αποστεωμένο, νεκρό, χωρίς νόημα. Τι θα απομείνει σ' ένα σπίτι αν λείψει η «παρουσία» των ανθρώπων που το έζησαν και τώρα δεν υπάρχουν πια; Οταν ξεθωριάσουν μ' άλλα λόγια οι αναμνήσεις που το συντροφεύουν;

Γιατί ο χώρος δεν μπορεί να «εξηγηθεί» μόνο με όρους ενός ψυχρού ορθολογισμού, αλλά όταν ανοίγεται πέρα απ' αυτόν το πεδίο του ονείρου και της φαντασίας. Μήπως όμως η ουσιαστική ερμηνεία τού «κατοικώ» εμπεριέχει αυτήν ακριβώς την ταύτιση του «Είναι» μας με το χώρο;

Είχε δίκιο, λοιπόν, ο Αρης Κωνσταντινίδης όταν έλεγε: «Πες μου πώς κτίζεις, να σου πω ποιος είσαι».

Σήμερα, ολοένα και περισσότερο απομακρυνόμαστε από την αρχιτεκτονική εκείνη που δεν κραυγάζει, που δεν εντυπωσιάζει, αλλά αντιθέτως θέλει να μιλήσει σε μιαν άλλη γλώσσα, που τη μιλάει κανείς πια σπάνια, τη γλώσσα της καρδιάς, δηλαδή του σφύζοντος και δρώντος σώματος. Γιατί η σιωπή μπορεί να «λέει» πολύ περισσότερα από την ακατάσχετη φλυαρία. Να είναι, δηλαδή, η «εκκωφαντική» αυτή σιωπή μια δυνατή κραυγή απόγνωσης και διαμαρτυρίας, που θέλει να ταράξει τον εφησυχασμό και την εικονική ευδαιμονία μας.

Αντί να συγκλίνουμε σε μια απλότητα και ειλικρίνεια που ουσιώνει την ανάγκη, βυθιζόμαστε ολοένα και περισσότερο σε μια απλοϊκή στο βάθος της πολυπλοκότητα, που μυθοποιεί τον άκρατο φορμαλισμό και στερείται ιδεολογικού περιεχομένου. Απέναντι στην εισαγόμενη και εγχώρια στιλπνή αρχιτεκτονική τού «star-system» και των μεγάλων έργων, πρέπει να αντιτάξουμε την αρχιτεκτονική της καθημερινότητάς μας, που υπηρετεί και εκφράζει τις πραγματικές και διαρκείς ανάγκες με τρόπο άμεσο και ουσιώδη. Αυτό που είναι δύσκολο, δεν είναι να προτείνουμε κάτι που θα προκαλεί και θα «ξεχωρίζει», αλλά πώς θα καταφέρουμε να εκφράσουμε ποιοτικά το απλό καθημερινό πρόβλημα, μετουσιώνοντάς το σε χώρο ζωής.

Αυτό που μοιάζει αυτονόητο, δυστυχώς είναι ζητούμενο.

Του ΤΑΣΗ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ - Καθηγητή Αρχιτεκτονικής ΕΜΠ
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 26/01/2006
Share |

Σχετικές Δημοσιεύσεις:

 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital