ΕΡΓΟ

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Ο αρχιτέκτονας Αλέξανδρος Τομπάζης

01 Φεβρουάριος, 2008

Ο αρχιτέκτονας Αλέξανδρος Τομπάζης

Ο Αλέξανδρος Τομπάζης, ο μόνος Έλληνας αρχιτέκτονας που άφησε το στίγμα του στη σύγχρονη Ευρώπη με το πρόσφατο ναό της Αγίας Τριάδας στη Fatima, στη Πορτογαλία... (Συνέντευξη)

Του Μέμου Φιλιππίδη

Του Μέμου Φιλιππίδη
Φωτογραφίες: Fernando Guerra

Σε ένα χωριό έξω από το Πόρτο, μια μικρή ομάδα από μάστορες φτιάχνουν πόρτες από χαλκό. Ακολουθούν τα σχέδια του καλλιτέχνη Pedro Calapez. Ο φωτισμός ελάχιστος, οι γήινοι τόνοι κυριαρχούν, οι μάστορες τυλιγμένοι με πανιά προστατεύονται από τις υψηλές θερμοκρασίες. Ο χρόνος (2007) μοιάζει να έχει χαθεί –η σκηνή αυτή με τις σέπια τονικότητες μπορούσε να διαδραματίζεται αιώνες παλιότερα. Δίπλα στα χώματα του εργαστηρίου, κάθε φύλλο πόρτας βάρους τριών τόνων αποκτούσε πανέμορφες μαύρες χαρακιές. Οι πόρτες αυτές είχαν ένα συγκεκριμένο προορισμό: θα αποτελούσαν την κεντρική είσοδο της νέας εκκλησίας της Φάτιμα στην Πορτογαλία. Τοποθετημένες στην τελική τους θέση, αφήνουν μεταξύ τους μια κατακόρυφη σχισμή δύο μόλις εκατοστών.
Αναρίθμητοι επισκέπτες στάθηκαν στη σχισμή αυτή να δούνε τι κρυβόταν από πίσω της, λίγο πριν τα εγκαίνια τον Οκτώβριο του 2007. Δηλαδή το εσωτερικό της νέας κυκλικής σε κάτοψη εκκλησίας που χωρά 9000 πιστούς, το μεγαλύτερο έργο που ανέλαβε ποτέ Έλληνας αρχιτέκτονας στο εξωτερικό.
 Δεν είναι μόνο η μνημειακή κλίμακα της εκκλησίας αυτής, η θέση της, η απελευθερωτική απλότητα της κυκλικής της μορφής. Αλλά και ότι αποτελεί τη σπάνια σύζευξη δύο πραγμάτων που καιρό υπήρχαν, αλλά δεν είχαν καταφέρει ως τώρα να συνομιλήσουν με αυτόν τον μοναδικό, εξισορροπητικό τρόπο… Αναφέρομαι στη συνάντηση της υψηλής τεχνολογίας με το χειροποίητο, την τέχνη. Στον διάλογο του τεχνοκρατικού με το διαισθητικό. Χρόνια τώρα η τεχνολογία και η υψηλή οργάνωση αποτελεί σήμα κατατεθέν του γραφείου και του έργου του Α. Τομπάζη, η φιλική προς το περιβάλλον αρχιτεκτονική (μεγάλης συνήθως κλίμακας) που ενσωματώνει υψηλή τεχνολογία. Και ταυτόχρονα, υπήρχε η προσωπική ενασχόληση με τα εικαστικά (μέσω των έργων του από ακουαρέλα και των φωτογραφιών) του σημαντικού αυτού αρχιτέκτονα που όταν ήταν παιδί ήθελε πάνω από όλα να γίνει ζωγράφος… 

 
Ιερό προσκύνημα της Fatima, Ναός της Αγίας Τριάδας.
Αρχιτέκτων: Αλέξανδρος Ν. Τομπάζης.
Συνεργάτες αρχιτέκτονες: Σταύρος Γυφτόπουλος και Σοφία Παρασκευοπούλου.
Σε συνεργασία για την εφαρμογή της μελέτης με την αρχιτέκτονα Paula Santos.

Συνέντευξη

Θα μπορούσατε να ξεχωρίσετε μέσα από τα ταξίδια σας κάποιον λατρευτικό χώρο που σας δημιούργησε ένα έντονο θρησκευτικό αίσθημα;

Νομίζω έχει σημασία η λιτότητα του χώρου. Στους λατρευτικούς χώρους έχει μεγάλη σημασία να είναι σχεδόν άϋλος ο χώρος. Να μπορείς να είσαι μόνος σου και την ίδια στιγμή με όποιον εσύ θες να είσαι μαζί. Ακόμα δηλαδή και αν βρίσκεσαι σε έναν βυζαντινό ή σε έναν μπαρόκ ναό, κάποια στιγμή χάνονται οι συγκεκριμένες μορφολογίες τους. Και από κει και πέρα έχει τρομερή σημασία η κλίμακα ενός χώρου. Άλλο είναι ένα παρεκκλήσι μικρό -και μου έρχονται στο νου αυτά που σχεδίασε ο Ταντάο Άντο στην Ιαπωνία- και άλλο ένας μεγάλος χώρος, για παράδειγμα ένας γοτθικός ναός. Δεν βλέπω πώς κτίρια όπως ο κρυστάλλινος καθεδρικός ναός Garden Grove του Philip Johnson του 1980 θα μπορούσε να σου δώσει κάποια κατάνυξη.

Γιατί; 

Δεν μπορεί να σου δώσει τη λιτότητα και το φως. Πιστεύω στο θέμα του φωτισμού στο κάθε κτίριο. Αλλά αν είναι κάπου που έχει σημασία, είναι ο λατρευτικός χώρος και ο εκθεσιακός χώρος. Ίσως είναι τα δύο κτίρια στην κορυφή της πυραμίδας. Είδα πρόσφατα την εκκλησία Santo Volto που έχει κάνει ο Μάριο Μπότα στο Τορίνο. Είδα και τη συμμετοχή του στη Φάτιμα. Πρέπει να πω ότι η εκκλησία του στο Τορίνο στην οποία πήγα πριν από 2 μήνες ότι είναι πολύ συζητήσιμη. Μπορεί ο φωτισμός της να είναι μελετημένος αλλά πραγματικά αυτό δεν αρκεί. Ναι μεν είπα για το φως αλλά δεν είναι το μόνο που μετράει και νομίζω αυτό το παράδειγμα με τον Μπότα είναι δυστυχώς σημαντικό. Αν πας στη Φινλανδία οι τόσο λιτοί ναοί είναι ιδιαίτεροι. Και θα αναφερόμουν όχι μόνο σε χριστιανικούς χώρους, αλλά και σε μη χριστιανικούς. Στην Ινδία για παράδειγμα υπάρχουν απίθανοι ναοί. Αναμφίβολα η εφηβική ηλικία μου ήταν η εποχή του Le Corbusier, δηλαδή η εκκλησία της Ronchamp έχει μείνει ανεξίτηλα στη μνήμη μου. Ανεξάρτητα πάντως από την τεχνοτροπία, σημασία έχει ο χώρος. Και βέβαια η ατμόσφαιρα. Αν δεν ζήσεις τη Φάτιμα, είναι δύσκολο να αντιληφθείς τη σημασία της, έχει μια ατμόσφαιρα…    

Η Ronchamp ήταν έργο-σταθμός για τον Le Corbusier με την έννοια ότι η λατρευτική της λειτουργία αποτέλεσε αφορμή να σχεδιαστεί μια «αιρετική» αρχιτεκτονική, πιο ελεύθερη, με καμπύλα στοιχεία. Ήταν αυτός ο λόγος που και εσείς στη Φάτιμα αφήσατε την κανονικότητα των ορθογωνίων κτιρίων;

Θα έλεγα όχι, ότι δηλαδή κάτι τέτοιο δεν αποτελούσε a priori πρόθεση μου. Θα έλεγα ναι, για τους εξής λόγους: Στη Φάτιμα το πρώτο καίριο θέμα ήταν η κλίμακα, το μέγεθος. Αν θες να είσαι κοντά σε ένα σημείο, ο κύκλος είναι αυτός που σου δίνει αυτή τη δυνατότητα. Δεν υπάρχει άλλο σχήμα που θα μπορούσε να χωρέσει 9000 καθήμενους και να είναι σε λιγότερα τετραγωνικά μέτρα. Και επειδή μια λειτουργία είναι και ένα θέατρο αν θέλεις, μια αναπαράσταση, έχει σημασία η απόσταση. Θα μπορούσε να το βλέπεις από μια τηλεόραση αλλά έχει τελείως άλλη αίσθηση. Σε μια λειτουργία μπορεί να είναι πέντε άτομα. Και να βρίσκεσαι στο Άγιον Όρος που έχω πάει. Και πραγματικά έχεις μια κατάνυξη. Είναι η ατμόσφαιρα τέτοια, είναι το περιβάλλον τέτοιο -είναι ίσως και η πρόθεση σου τέτοια. Αλλά όταν περάσουμε σε έναν ναό για 9000 άτομα, έχει μεγάλη σημασία να αισθάνεσαι ότι είσαι ένας από τις 9000. Αν υπήρχε μια σταυροειδής λύση ναού και το κοινό κοιτάζει σε διαφορετικές κατευθύνσεις τότε δεν βλέπεις τους άλλους. Δεν έχεις αντίληψη όλου του χώρου ταυτόχρονα. Και είναι πολύ διαφορετικό. Η λατρεία έχει αυτό το νόημα -το μαζικό αλλά και το ατομικό. Αυτός ήταν ο πρώτος ή ο δεύτερος λόγος για τον οποίο οδηγήθηκε η λύση σε αυτό το σχήμα.

 



Γυρνώντας στο θέμα της λιτότητας θα μπορούσε –όπως τα λιτά παρεκκλήσια του Αντο- να μην είχε καθόλου τέχνη η εκκλησία της Φάτιμα;

Καταρχάς δεν μπορεί να απαντήσω μόνος μου. Γιατί όπως πολλά πράγματα στην αρχιτεκτονική δημιουργία δεν είσαι ο μόνος που αποφασίζει. Ακόμα και αν υπήρχε ένας αυτοκράτορας -άλλωστε δεν πιστεύω καθόλου σε αυτή τη σκέψη. Εδώ αναμφίβολα η εκκλησία είχε σοβαρό λέγειν. Και να μην ήθελα να υπήρχε τέχνη, δεν υπήρχε περίπτωση να εφαρμοστεί. Από την άλλη μεριά νομίζω ότι υπάρχουν δύο τελείως διαφορετικοί χώροι. Ο ένας χώρος είναι ο εξωτερικός και εκεί θα μπορούσε να μην υπήρχε κανένα έργο. Τα μόνα έργα που έχουν συμβολικό περιεχόμενο είναι δύο:
Το ένα είναι της Μαρίας Λοϊζίδου το οποίο παίζει έναν ρόλο συμβολικό, δοξαστικό, της πρόσκλησης να μπεις μέσα στον χώρο. Κάτι από αυτό το έργο δεν υπήρχε καθόλου στην αρχή, στον διαγωνισμό. Αλλά είναι κάτι που ζητήθηκε αργότερα.
Το δεύτερο σημαντικό έργο στο εξωτερικό του ναού είναι ο σταυρός του Robert Schad. Θεωρώ ότι αυτό το κατακόρυφο έργο από είναι αναπόσπαστο τμήμα της όλης σύνθεσης. Αν αφαιρούσες τον σταυρό αυτό και άφηνες μόνο την εκκλησία πιστεύω θα ήταν πολύ πιο φτωχή. Και αν αυτόν τον σταυρό τον έστηνες μόνο του κάπου, χωρίς τον αντίποδα που είναι η μάζα της εκκλησίας πιστεύω πάλι ότι θα ήταν διαφορετικό. Αν θες να παίξεις ένα παιχνίδι και να πεις ποιο κέρδισε ποιο πολύ, θα έλεγα ότι πιο πολύ κέρδισε η αρχιτεκτονική από την παρουσία αυτού του τόσο σημαντικού και μεγάλης ποιότητας έργου. Η κλίμακα του, η θέση του –το βρίσκω πολύ συγκινητικό ότι αυτή η αρχιτεκτονική και η γλυπτική είναι τελείως αναπόσπαστα μέλη ενός συνόλου. Τώρα όσο αφορά το εσωτερικό, όταν το κέντρο βάρους είναι το ιερό, η σκηνή όπου διαδραματίζονται όλα τα γεγονότα, δεν μου έρχεται στο νου ούτε ένα παράδειγμα μιας εκκλησίας που να μην έχει κάποιο κέντρο εστίασης, κάτι στο ιερό. Είτε είμαστε στον Αντο -ο φωτεινός σταυρός- είτε στα φινλανδικά παραδείγματα, είτε στους γοτθικούς ναούς. Στη Φάτιμα μπορούσε να μην είναι τίποτα άλλο και να ήταν μόνο φως, κάτι πολύ πιο αφηρημένο, μια σχισμή.
Η πρώτη πρόταση μας που δεν έγινε αποδεκτή δείχνει ακριβώς αυτή τη σχέση αρχιτέκτονα και εκκλησίας. Έδειχνε τελείως σκέτο αυτόν τον μεγάλο καμπύλο τοίχο πίσω από το ιερό για λόγους ακουστικούς και λόγους εστίασης. Είχαμε δύο προτάσεις –η μία να είναι απλώς ένας επίχρυσος τοίχος για να τονίσει το κέντρο εστίασης σε ένα περιβάλλον λιτό, άσπρο εκτός από το δάπεδο.
Η άλλη πρόταση που δεν έγινε αποδεκτή ήταν ο τοίχος αυτός να είναι όλο γράμματα. Σαν τις πλάγιες πόρτες της εκκλησίας με τις επιγραφές που έκανε ο Providência, γράμματα ό,τι θέλουν –δεν θα ήμουν εγώ αυτός που θα όριζε το τι θα γραφότανε- και ακριβώς να μην είχε καμία παραστατική λειτουργία. Και οι δύο προτάσεις δεν είχαν τίποτα το παραστατικό. Γράμματα σε χρώμα μπετόν, ασημί ή χρυσό: αυτό που μου άρεσε με το αφηρημένο είναι ότι σου έδινε το μέγιστο της ελευθερίας να φανταστείς, να διαβάσεις, να σου δώσει συνειρμούς άλλους ή να σε οδηγήσει τυχών σε οποιεσδήποτε άλλες σκέψεις.
Αυτό που ζητήθηκε τελικά ήταν κάτι απόλυτα παραστατικό και πρέπει να πω ότι από όλα τα έργα τέχνης της εκκλησίας, εκείνο ήταν αυτό για το οποίο έγιναν οι πιο μεγάλες και οι πιο δύσκολες συζητήσεις. Και η προσπάθεια ήταν πώς αυτό το παραστατικό έργο του Marko Ivan Rupnik, θα μπορούσε να γίνει τονικά πιο ήπιο. Μακάρι για μένα να γινόταν ακόμα πιο ήπιο από ότι έγινε. Αλλά εκεί, στα θέματα τέχνης, ήταν το πιο δύσκολο κομμάτι της συνεργασίας. Περάσαμε πολύ περισσότερο χρόνο συζήτησης για την τέχνη της εκκλησίας παρά για την ίδια την αρχιτεκτονική της.
Θεωρώ πολύ μεγάλη ικανοποίηση όταν μετά από έναν χρόνο και μου δόθηκε η ευκαιρία από τη πλευρά του Ρέκτορα –«ότι δεν λέμε τίποτα, κάνε τις προτάσεις σου και από αυτές τις προτάσεις θα διαλέξουμε». Εκτός λοιπόν από τον Ρούπνικ που είναι στον τοίχο του ιερού και το άγαλμα της Παναγίας του Benedetto Pietrogrande που είναι στο ιερό, όλα τα υπόλοιπα έργα είναι από προτάσεις δικές μας. Αυτά τα δύο ήταν από προτάσεις του Ρέκτορα, αλλά όχι ερήμην μας.  


 

Μιας και αναφέρατε την ηπιότητα είχατε πει ότι η Φάτιμα είναι ένα έργο χαμηλού προφίλ. Δεν μπήκατε στον πειρασμό να κάνετε ένα έργο πιο κραυγαλέο, πιο κοντά σε ένα Bilbao για παράδειγμα;

Θα απαντήσω σε δύο επίπεδα. Στο πρώτο επίπεδο η απάντηση είναι όχι, επειδή πιστεύω ότι είναι ένας τόπος λατρείας πολύ σημαντικός για όλους που έχουνε σχέση με αυτόν τον τόπο ή αυτό το δόγμα –και η αλήθεια είναι ότι δεν είναι μόνο καθολικοί. Θα έλεγα ότι είναι θέμα αναλογίας: εάν κάνεις ένα πολύ πρωτοποριακό έργο το οποίο είναι πολύ καλής ποιότητας σε ένα περιβάλλον τεράστιο –έτσι για να το απλοποιήσω, ας πούμε ένα έργο σε ένα κυκλαδίτικο νησί όπου υπάρχει ένας ολόκληρος δομημένος χώρος.
Αν είναι το μόνο έργο σε όλο αυτόν τον χώρο, έχεις το θάρρος και είναι πραγματικά ποιότητας, τότε εγώ το δέχομαι. Γιατί πιστεύω ότι η επιρροή αυτού του έργου σε όλον τον οικισμό είναι πολύ μικρή. Μπορεί να βγάζει μάτι -και δεν το λέω με την κακή έννοια- αλλά είναι μικρό σε κλίμακα σε σχέση με το σύνολο. Εάν αυτό που κάνεις είναι ο μισός οικισμός να ξαναγίνει, τότε επεμβαίνεις στην ιστορία του χώρου. Μπορείς να πεις ότι δεν με ενδιαφέρει –επεμβαίνω είμαι αυτός που είμαι- αλλά διαφωνώ γιατί θεωρώ ότι ένας άνθρωπος δεν έχει το δικαίωμα να κάνει μια τέτοια ριζική επέμβαση.
Στη περίπτωση της Φάτιμα η επέμβαση είναι πολύ σημαντική. Βρίσκεται σε έναν μεγάλο ορθογώνιο χώρο που από τη μια μεριά υπάρχει η βασιλική και μια κολωνάδα που θυμίζει πάρα πολύ την Piazza San Pietro στη Ρώμη. Πρέπει να υπολογίσει κανείς ότι αυτά είναι έργα της δεκαετίας του ‘20. Δηλαδή τα εγκαίνια της νέας εκκλησίας που έγιναν τον Οκτώβριο του 2007 ήταν ακριβώς η επέτειος των 90 ετών. Και δεξιά και αριστερά υπάρχουν δύο έργα Πορτογάλων αρχιτεκτόνων τα οποία δεν είναι κακά κατά τη γνώμη μου. Με αυτά κλείνει αυτός ο χώρος. Δηλαδή η νέα εκκλησία είναι πολύ παραπάνω από το ένα τέταρτο αυτού του χώρου. Άρα δηλαδή αν έκανες κάτι τελείως κραυγαλέο, πιστεύω θα βρεθούμε στην περίπτωση του αιγαιοπελαγίτικου όπου παίρνεις πάνω σου μια τεράστια ευθύνη.
Από πρακτική επίσης άποψη το έργο αυτό είναι αποτέλεσμα διαγωνισμού.  Και με όλα τα καλά που έχει ο διαγωνισμός, αν έχει ένα μειονέκτημα αυτό είναι ότι είναι μονόλογος και όχι διάλογος -δεν μπορείς να πείσεις. Ούτως ή άλλως έχω απαντήσει όχι, άρα το δεύτερο σκέλος δεν είναι μια δικαιολογία -ότι ήθελα αλλά δεν έκανα-, είναι μια πραγματικότητα. 







Στην Ελλάδα έχουμε μια συγκεκριμένη παράδοση για το πώς κάνουμε εκκλησίες. Μετά από την Φάτιμα πιστεύετε ότι είναι εφικτό να αναθεωρήσουμε την αντίληψη αυτή;

Νομίζω ότι η δικιά μου εμπειρία δεν μπορεί να παίξει τον οποιοδήποτε ρόλο. Νομίζω ότι τα πράγματα εδώ δυστυχώς δεν είναι δημιουργικά. Νομίζω και εδώ -όπως και γενικότερα στην αρχιτεκτονική- η κλίμακα έχει τρομακτική σημασία. Γιατί νομίζω ότι και στην Ελλάδα υπάρχουν κάποια παρεκκλήσια σύγχρονα τα οποία χωράνε 10-20 ανθρώπους τα οποία μπορεί να μην είναι τα μεγαλούργημα της παγκόσμιας αρχιτεκτονικής αλλά είναι πάρα πολύ καλά έργα. Όταν φτάνει κανείς σε μεγαλύτερη κλίμακα τα πράγματα είναι πάρα πάρα πολύ δύσκολα. Αν δεν υπάρχει ένα επίπεδο συνεννόησης, αν ξεκινά ο εργοδότης -δηλαδή η εκκλησία- και ο δημιουργός από δύο πόλους τελείως αντίθετους και διαφορετικούς, δεν νομίζω ότι υπάρχει η οποιαδήποτε δυνατότητα. Ο Αλβάρο Σίζα όταν έκανε την εκκλησία Santa Maria στο Marco de Canavezes, είχε μια πολύ καλή συνεργασία με την Εκκλησία, με τον παπά της εκεί ενορίας.

Μπορείτε να μας εντοπίσετε στοιχεία βιοκλιματικής αρχιτεκτονικής στη νέα εκκλησία της Φάτιμα;

Βεβαίως. Απλά να διευκρινίσω ότι για μένα ο όρος βιοκλιματικό δεν έχει πια αξία. Δεν θα πω κάτι εδώ πρωτότυπο λέγοντας ότι η αρχιτεκτονική είναι μια. Και από το στάδιο του διαγωνισμού μας απασχόλησε το πώς το φως θα παίξει μέσα στον χώρο. Όχι μόνο γιατί θα κερδίσεις τόσες κιλοβατώρες… Αυτό το κτίριο μπορεί να λειτουργεί από το πρωί μέχρι το βράδι χωρίς τεχνητό φως -αν θέλεις σε δύο σημεία κάποια spot μπορούν να τονίσουν κάποια σημεία, το ά
γαλμα της Παναγιάς για παράδειγμα. Θα έχει μια κατανάλωση ενέργειας ιδιαίτερα χαμηλή, πολύ κάτω από το 50% ενός τυπικού κτιρίου αυτής της κλίμακας που δε θα είχε λάβει υπόψη τις ίδιες αρχές. Το κτίριο μπορεί να αεριστεί φυσικά. Και όλα αυτά αποτελούν μια φυσική ροή σχεδιασμού για τη δουλειά που κάνουμε στο γραφείο μας.  

Υπήρξε κάτι το μη προβλέψιμο στη διάρκεια κατασκευής της Φάτιμα;   

Χαμογελάω στην ερώτηση αυτή γιατί μετά τη Φάτιμα έγραψα ένα άρθρο «Το απρόοπτο στην αρχιτεκτονική». Δεν είναι κάτι το καινούριο. Αλλά μου το τόνισε ακόμη περισσότερο η Φάτιμα. Όσο και αν προσπαθήσεις να προβλέψεις, όσο και αν κάνεις αληθοφανή προοπτικά με τις σημερινές δυνατότητες της ηλεκτρονικής τεχνολογίας -απίθανα προοπτικά όπου πια είναι εύκολο να εξαπατήσεις τον εαυτό σου και τους άλλους αν αυτά τα προοπτικά είναι η πραγματικότητα ή όχι- υπάρχουν απίθανα απρόβλεπτα.
Υπάρχουν κάποιες οπτικές γωνιές, το πώς φαίνεται ο σταυρός εκείνος κάτω από το μεγάλοι στέγαστρο, ή η σκάλα με τη λίμνη. Ό,τι και να νόμισες ότι έχεις προβλέψει, δεν τα έχεις φανταστεί. Εκεί πάλι, μέγιστο ρόλο παίζει το φως. Αν προσπαθείς ως πουρίστας να προβλέψεις τα πάντα, να μην τύχει και κουνηθεί κάτι, ένα ποτήρι από τη θέση που έχεις προβλέψει –δεν είναι έτσι η ζωή. Έχεις πολλά να μάθεις από το απρόβλεπτο. Μπορεί το απρόβλεπτο να είναι και όχι θετικό. Πολλές φορές μπορεί να πλουτίσει αυτό που έχεις κάνει στο μέγιστο βαθμό. Νομίζω μάλιστα ότι τελειώνω το άρθρο εκείνο, λέγοντας ζήτω το απρόβλεπτο. Και δεν μπαίνω καθόλου στη λογική του Ρόμπερτ Βεντούρι με το βιβλίο του «Complexity and Contradiction». Αυτές οι εικόνες, να βλέπεις από μια χαραμάδα των δύο εκατοστών και να ανοίγεται όλη αυτή η προοπτική του εσωτερικού χώρου είναι κάτι που δεν σχεδιάζεται προς Θεού και είναι απρόβλεπτο…    



Ο Πορτογάλος διακεκριμένος φωτογράφος Fernando Guerra ανέλαβε την φωτογράφηση της νέας εκκλησίας αλλά και των σταδίων προετοιμασίας κάποιων από τα έργα που βρίσκονται στην εκκλησία. Δεδομένου ότι σας ενδιαφέρει ιδιαίτερα η φωτογραφία, θα μπορούσατε να αναλύσετε τι είναι εκείνο που κάνει τον F. Guerra ξεχωριστό; Φαντάζομαι τον αφήσατε ελεύθερο -δεν του λέγατε από πού να πάρει κάθε λήψη…

Ναι, πράγματι τον άφησα απόλυτα ελεύθερο. Αν του έλεγα τι να κάνει, θα του χαλούσα τη δουλειά. Πρώτα από όλα ο Γκουέρα είναι αρχιτέκτονας. Πιστεύω ότι για έναν αρχιτέκτονα είναι ίσως το πιο σημαντικό να μπορείς να σκιτσάρεις ένα κτίριο εκ των προτέρων ή εκ των υστέρων. Αλλά εξίσου σημαντικό είναι να μπορείς να φωτογραφήσεις. Διότι πιστεύω ότι αν κάπως ασχοληθείς με τη φωτογραφία, είναι μια απίθανη άσκηση σύνθεσης, αντίληψης χώρου, φωτισμού.
Δεν υπάρχει φωτογράφος που να μην είναι γνώστης φωτισμού. Θα σου πει δεν είναι η στιγμή, ή ότι δεν μπορεί από εδώ ή θα σου πει ότι χρειάζεται πρόσθετο τούτο. Λοιπόν αν ο αρχιτέκτονας μπορεί να πάρει λίγο από αυτό σαν μάθημα, το θεωρώ μεγάλο δώρο στον εαυτό του. Λοιπόν ο Γκουέρα ξεκινά σαν αρχιτέκτονας. Άρα έχει μια τρομακτική αντίληψη του χώρου και των πραγμάτων και του τι αξίζει το κάθε τι. Αυτό που τον κάνει ξεχωριστό είναι ότι δεν είναι αυτός που θα σου στήσει τη φωτογραφία και θα περιμένει να μην υπάρχει άνθρωπος στη μέση. Αυτό το «μίασμα», αυτό το δράμα που μου χάλασε τη φωτογραφία.
Είναι ο άνθρωπος που θα περιμένει ώρες ίσως, για να έρθει η κατάλληλη στιγμή και να περάσει  εκείνο το απρόβλεπτο. Ίσως σε ένα βαθμό είναι και λίγο στημένο, αλλά στη Φάτιμα σαφώς δεν είναι. Εκεί τι να πρωτοστήσεις… Αλλά και γενικά στη δουλειά του που έχω δει. Δίνει στο αρχιτεκτονικό περιβάλλον μια άλλη διάσταση. Η πλειονότητα των φωτογράφων αρχιτεκτονικής κάνουν πιο πολύ το άλλο, είτε επειδή το πιστεύουν είτε επειδή τους ζητιέται. Ο Γκουέρα σαφώς δουλεύει ανάποδα και το βρήκα αυτό αφάνταστα δημιουργικό. Ένα άλλο που θαυμάζω απεριόριστα είναι ότι δεν κάνει μια αφηγηματική απλώς παρουσίαση ενός θέματος. Και στη Φάτιμα ήταν πολύ εύκολο να τον κάνει. Πήρε φωτογραφίες από τους πιστούς που γονυπετείς διέσχιζαν τον ανοικτό χώρο στη Φάτιμα.
Μου είπε ότι «δεν ήθελα να τους φωτογραφίσω πρώτα από όλα γιατί είναι κάτι προσωπικό ή γιατί δεν ήθελα να δώσω τη χροιά της πίστης ή του ανάπηρου. Αλλά δεν άντεξα στο τέλος, πήρα και αυτό». Θέλω να πω ότι ο χώρος, η όλη ιστορία, τον συνεπήρε, δεν τον άφησε ασυγκίνητο. Επίσης ομολογώ ότι είναι φυσικό ο αρχιτέκτονας που σχεδίασε αυτό το έργο να έχει τη πιο φυσική, άμεση σχέση και γνώση του χώρου. Και όμως ο Γκουέρα πήρε φωτογραφίες και είδε πράγματα που δεν είχα ούτε καν φανταστεί. Ο τρόπος που τοποθετήθηκε, η ώρα που τοποθετήθηκε, η στιγμή, το φως. Εικόνες που στο δικό μου μάτι ή στο μάτι ενός άλλου όχι έμπειρου, θα είχαν περάσει απαρατήρητες. Νομίζω ότι αυτά είναι ωραία μαθήματα για τον αρχιτέκτονα...   

Του Μέμου Φιλιππίδη
Φωτογραφίες: Fernando Guerra 

Ιnfo plus Οι μάστορες που φτιάχνουν τις πόρτες από χαλκό στα σχέδια του καλλιτέχνη P. Calapez είναι στο: www.fernandoguerra.com/calapez

Σχετικά:
Παλαιότερη συνέντευξη του Αλέξανδρου Τομπάζη στο greekarchitects.gr και στον Α. Βανδώρο.

Share |

Σχετικές Δημοσιεύσεις:

 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital