ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ

Η ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΥ

12 Φεβρουάριος, 2007

Η ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΥ

Η παρατήρηση και η καταγραφή της καθημερινότητας είναι ο στόχος του βιβλίου του Τάση Παπαϊωάννου, «Η Αρχιτεκτονική του καθημερινού», ένα σύνολο κειμένων που γράφτηκαν σε διάστημα 12 ετών.

Της Δάφνης Σουλογιάννη

«Ο συγγραφέας που κάποια στιγμή μπήκε στην αγορά,
 κοίταξε γύρω του σαν να έβλεπε ένα πανόραμα.»
Walter Benjamin

Ο Walter Benjamin, εισηγητής της σύγχρονης κριτικής σκέψης, μεγάλωσε στο Βερολίνο των αρχών του 20ού αιώνα, εξ ου και το έργο του «Η παιδική ηλικία στο Βερολίνο το χίλια εννιακόσια», ενώ μορφώθηκε στο Παρίσι του Μεσοπολέμου, εξ ου και η πραγματεία του «Σαρλ Μπωντλαίρ, ένας λυρικός στην ακμή του Μεσοπολέμου». Και στα δύο αυτά έργα, το σημείο εστίασης παραμένει στην σπουδή του καθημερινού μέσα στην πόλη, ο δε σύγχρονος άνθρωπος της πόλης περιγράφεται ως ένας «πρίγκηπας που κυκλοφορεί incognito μέσα σε αυτήν». Η παρατήρηση και η καταγραφή αυτής της καθημερινότητας είναι ο στόχος του βιβλίου του Τάση Παπαϊωάννου, «Η Αρχιτεκτονική του καθημερινού», ένα σύνολο κειμένων που γράφτηκαν σε διάστημα 12 ετών (1993-2005), και έχουν δημοσιευθεί (εκτός από τέσσερα) σε ποικιλία εντύπων από περιοδικά αρχιτεκτονικής μέχρι τον ημερήσιο τύπο.

Αποτέλεσμα είναι η θεματολογία του συγγραφέα να κυμαίνεται από ζητήματα ευρέος προβληματισμού και αυστηρής επικαιρότητας, έως έννοιες κλασσικής αξίας και ατέρμονης αναζήτησης. Δεδομένο πάντως είναι ότι το εκάστοτε θέμα που πραγματεύεται, τον απασχολεί ή τον συγκινεί βαθιά, καθώς η ανάπτυξή του γίνεται σχεδόν με μένος, με την ευαισθησία και την υπευθυνότητα ενός δασκάλου.

Γιατί ο Παπαϊωάννου είναι πρωτίστως δάσκαλος – με την στενή έννοια του καθηγητή των Αρχιτεκτονικών Συνθέσεων στην Σχολή Αρχιτεκτόνων του Ε.Μ.Π., αλλά κυρίως με την ευρύτερη, την ιδιότητα του αρχιτέκτονα που ποιεί χώρους διαβίωσης, και συνεπώς (εκών άκων) διαμορφώνει τον τρόπο ζωής μας και κατ’ επέκταση, τον τρόπο σκέψης μας. Είναι γνωστό ότι η Αρχιτεκτονική είναι ένα πεδίο στο οποίο μπορεί ο καθένας (επαΐων ή μη) να εκφέρει άποψη – είναι συνυφασμένη με την καθημερινότητά μας και (θα έπρεπε και) με την παιδεία μας. Γι’ αυτόν τον λόγο, ο Παπαϊωάννου, αρθρογραφώντας, απευθύνεται τόσο στον συνάδελφο αρχιτέκτονα όσο και στον συμπολίτη του. Με τον πρώτο ανταλλάσσει απόψεις, τον δεύτερο προσπαθεί να προσεταιριστεί και να μυήσει στον απίθανο κόσμο του δομημένου χώρου – της τέχνης της καθημερινότητάς μας. Μέσα από τα γραπτά του προκύπτει καθαρά αυτό που όλοι οι αρχιτέκτονες κατά καιρούς έχουμε σκεφτεί, έχουμε διακρίνει στις συζητήσεις μας με συναδέλφους και μη: η Αρχιτεκτονική είναι η μορφή τέχνης με την αμεσότερη επίδραση. Εκτίθεται στον δρόμο ελεύθερα χωρίς εισιτήριο, απευθύνεται με την ίδια σοβαρότητα σε γνώστες και σε πρωτάρηδες, με την ίδια ευκολία τα εκθέματα είτε εναλλάσσονται είτε παραμένουν αναλλοίωτα για πάντα, και κυρίως βιώνονται, σε συνθήκες μάλιστα που κατά καιρούς μπορεί να μεταβληθούν. Ως εκ τούτου, προσλαμβάνεται άμεσα, κρίνεται και αφομοιώνεται όσο καμία άλλη μορφή τέχνης.

Σε αυτή την διαδικασία, εντάσσονται τα θέματα που εμφανίζονται και συχνά επιστρέφουν στα κείμενα του Παπαϊωάννου: η ζωγραφική, η παράδοση, η σύγχρονη Αθήνα, οι Ολυμπιακοί Αγώνες, το κίνημα του Μοντέρνου, ο δημόσιος χώρος, τα ταξίδια του, η διδασκαλία των νέων αρχιτεκτόνων, συνθέτουν ένα σύμπαν συχνά απαισιόδοξο, αλλά πάντοτε μαχόμενο. Εργαλεία του στο κτίσιμο αυτού του κόσμου είναι δύο στοιχεία: οι εικόνες και οι αναμνήσεις.

Με τον ίδιο τρόπο που ο περιπατητής/flâneur του Benjamin στο βιβλίο «Σαρλ Μπωντλαίρ, ένας λυρικός στην ακμή του Μεσοπολέμου», κυκλοφορεί στην πόλη, συλλέγοντας, ενσυνείδητα ή μη, εικόνες της καθημερινότητας ή ενός έκτακτου γεγονότος, αποσπασματικές ή σε συνέχεια, ο λόγος του Παπαϊωάννου ρέει σαν μια βόλτα στην πόλη. Οι εικόνες που υποβάλλει, μιλούν για τα πολλαπλά είδωλα της πόλης, τις φωτεινές επιγραφές που μεταγραφούν το σύμπαν των τριών διαστάσεων σε δύο, την πληθώρα από κεραίες που αποτελεί την επαύξηση της κορυφογραμμής της πόλης, την ιστορική μνήμη, τους μεταβατικούς ημιυπαίθριους χώρους, την αποσπασματικότητα των σύγχρονων πολυμέσων, τις μεσοτοιχίες των κτηρίων και την γλυπτική εικόνα που αφήνει στην μεσοτοιχία το διπλανό κτήριο όταν κατεδαφιστεί, τα στενά οικόπεδα του Τόκυο και οι αγορές της Φεζ στο Μαρόκο, τα χωμάτινα σπίτια στην Ινδία. Κυρίως όμως οι εικόνες μιλούν με μεταφορές για εκείνος που μένουν πίσω («οι φωτογραφίες που κρέμονται στις λαμαρίνες των συνεργείων αυτοκινήτων»), τον χρωματισμό των κτηρίων και το ενδιαφέρον που μπορεί να προκαλέσει μια απόκλιση («Αυτή η ηθελημένη και ελεύθερη από κανόνες “διαρροή” του χρώματος σου δίνει την εντύπωση ενός χώρου που πάλλεται, μη στατικού, ενιαίου»), τη σοφία μιας ολόκληρης γενιάς μαστόρων σε μια κατασκευή («Μια ξύλινη κλειδαριά. Όλη ξύλινη, ακόμα και το κλειδί της ήταν ξύλινο. Μια εκπληκτική κατασκευή, που, γυρνώντας το κλειδί, ελευθέρωνε το μάνταλο στο πίσω μέρος της πόρτας. Έργο Τέχνης!»).

Μια εικόνα που κινεί τη φαντασία και φέρει πολλαπλά νοήματα, είναι η περιγραφή του κτηρίου ενώ αυτό είναι ακόμα γιαπί, η λειτουργία του ως μοντέλο για την απεικόνιση της δύναμης της βαρύτητας, αλλά και των ειδικότερων συνθετικών αρχών που τελικά διέπουν το κτήριο. Το καλούπι από ξύλο που συγκρατεί το σκυρόδεμα πριν αυτό στερεοποιηθεί, είναι η διττή ενσάρκωση τόσο της ψυχής του κτηρίου, όσο και του φυσικού μεγέθους της Ενέργειας, η οποία εγκλωβίζεται καθώς το κτήριο κτίζεται, και απελευθερώνεται όταν κατεδαφιστεί («Αποκαθίσταται έτσι με πολύ παραστατικό τρόπο η αρχή της διατήρησης της ενέργειας και είναι σαν να βλέπεις να προβάλλεται το ίδιο φιλμ, αντίστροφα αυτή τη φορά, από το τέλος προς την αρχή.»).

Παράλληλα με τις εικόνες, και ακριβώς εις επίρρωση αυτών, λειτουργούν οι αναμνήσεις. Όπως στο έργο του Benjamin «Η παιδική ηλικία στο Βερολίνο το χίλια εννιακόσια» οι αναμνήσεις του συγγραφέα φιλτράρονται και επιστρέφουν στο παρόν, ως κεκτημένα πλέον, ιδέες και γεγονότα που έχουν μεταλλαχθεί και ενταχθεί στη βάση δεδομένων του, έτσι και ο λόγος του Παπαϊωάννου περί αρχιτεκτονικής στηρίζεται μάλλον σε αναμνήσεις, βιώματα, ένστικτο, που με τον χρόνο έγιναν κτήμα, και που για τον αρχιτέκτονα είναι αυταπόδεικτα. Η αξιωματική εφαρμογή τους είναι ο γνώμονας της σύνθεσης, της θεμελιώδους αρχιτεκτονικής σκέψης, και η κυριότερη έκφανσή τους είναι τα διακείμενα. Συχνές αναφορές στον Gaston Bachelard («Η ανθρώπινη φαντασία δεν έχει εφεύρει τίποτα που να μην είναι αληθινό.»), τον Georges Braque («Πρέπει να διαλέξεις: Ένα πράγμα δεν μπορεί να είναι και αληθινό και αληθοφανές.»), τον Διονύσιο Σολωμό, τον Γιώργο Σεφέρη, τον Περικλή Γιαννόπουλο («Ο βίος εν Ελλάδι είναι υπαίθριος.»), τον Aldo Rossi («Δεν υπάρχει μετασχηματισμός της πόλης που να μη σημαίνει και ένα μετασχηματισμό της ζωής των κατοίκων της.»), τον André Breton, δημιουργούν το τοπίο μιας ολοκληρωμένης σκέψης, και όχι μιας απλώς αρχιτεκτονικής σκέψης.




Είναι βέβαιο ότι οι δυνατότερες αναμνήσεις προέρχονται από τον χωρόχρονο της παιδικής ηλικίας. Ο τρόπος που βάφονταν τα σπίτια με χρώματα σε σκόνη ανακατεμένα στον ασβέστη («Μοιάζει με ζωγραφική. Ζωγραφίζανε τα σπίτια τους, δεν τα βάφανε!»), το νερό της βροχής στους τοίχους («Όταν η βροχή πέφτει πάνω στην επιφάνειά τους, τα ξεπλένει και τα κάνει να λάμπουν καθαρά, όπως τα βράχια στις ακτές της θάλασσας μετά το κύμα.»), ο βίος στην προέκταση του σπιτιού («Γειτονιές που ζωντάνευαν από τις φωνές των παιδιών και από τους κατοίκους που έβγαιναν τ’ απογεύματα έξω στο δρόμο με τις καρέκλες τους και δια μαγείας τον μετέτρεπαν σ’ ένα υπέροχο υπαίθριο καθιστικό, σαν ανοιχτό θέατρο».), τα παλιά αθηναϊκά σπίτια («αυτά με τη στρογγυλή κολώνα στη γωνία και το πελεκημένο αρτιφισιέλ στους τοίχους.»). Ακόμα και οι ταινίες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, με την απεικόνιση τόσο της κοινωνικής διαστρωμάτωσης στην ακολουθία των ορόφων μιας πολυκατοικίας ή τον διαχωρισμό της κύριας εισόδου από την σκάλα υπηρεσίας στον ακάλυπτο, όσο και του τρόπου κατασκευής των οικοδομών, ένα σκηνικό με σκαλωσιές, δομικά υλικά και ακροβασίες σε ξύλινες ράμπες, ακολουθούν τη σκέψη του Παπαϊωάννου, και παραμονεύουν μέχρι να δοθεί η ευκαιρία να εκφραστούν σε κάποιο κτήριο ή σε κάποιο κείμενο, με την άνεση ενός βιώματος που κυκλοφορεί στο ασυνείδητο του μυαλού.

Συχνά στον λόγο του Παπαϊωάννου καταγράφονται τα τυπικά διακείμενα ενός διανοούμενου – συντάγματα όπως «η αποθέωση του περιττού, του παραφορτωμένου, του μη αυθεντικού», ή ακόμα «ώστε το παρόν να είναι η δυναμική συνισταμένη του παρελθόντος και του μέλλοντος», θα μπορούσαν να είχαν γραφεί από τον Adolf Loos και τον T.S.Elliot αντιστοίχως. Ένας δάσκαλος όμως έχει να προσφέρει την προσωπική του εμπειρία, φορτίζοντας τη λέξη με την έννοια που εκείνος θεωρεί επιβεβλημένη, και επιτρέποντας το κρυφοκοίταγμα στις αναμνήσεις του. Η ανάμνηση της πρώτης κατασκευής που έστησε ποτέ, μια καλύβα από καλάμια σε μια αλάνα της γειτονιάς του, είναι ένα πολύτιμο και γενναιόδωρο μάθημα. Όπως ακριβώς και το μάθημα στην σχολή των αρχιτεκτόνων, τα κείμενα συνοδεύονται από σκίτσα του Παπαϊωάννου, αναπαραστατικά ή φανταστικά, πρόχειρα ή περίτεχνα, με θέμα το δομημένο τοπίο υπό το βλέμμα του αρχιτέκτονα. Ένα θλιβερό τοπίο κατά τον Παπαϊωάννου, θα ήταν ένα πρώτο συμπέρασμα, που παλεύει να αντισταθεί και να μην βυθιστεί στην απαισιοδοξία. Η εντύπωση που αφήνει το βιβλίο είναι θέμα ανάγνωσης, καθώς πίσω από την προφανή εικόνα, βρίσκεται η δυναμική προσέγγιση εκείνου που αναγνωρίζει ότι η πόλη του, παρότι δεν βοηθείται, όχι μόνο επιβιώνει, αλλά ενίοτε εκπλήσσει ευχάριστα τους πολίτες της με τις δυνατότητές της. Παραμένει διακριτική σχεδόν, όπως το μπλε χρώμα στον τίτλο του εξώφυλλου του βιβλίου στις λέξεις «του καθημερινού».

Ο Τάσης Παπαϊωάννου, με τα κείμενά του, μας προσφέρει μια θέαση στον κόσμο, ένα παράθυρο, το πλαίσιο του οποίου μας υποδεικνύει μια συγκεκριμένη εικόνα, χωρίς όμως να μας κρύβει ότι υπάρχει και κάτι πέρα από αυτό. Αντιθέτως, αυτό το κάτι που διακρίνουμε να ξεφεύγει από το κάδρο και να συνεχίζεται εκτός αυτού, υπαινίσσεται ένα ολόκληρο τοπίο, υλικό ή φανταστικό, αρκεί να σκύψουμε και να το δούμε.

 

Δάφνη Σουλογιάννη
αρχιτέκτων μηχ.



Share |

Σχετικές Δημοσιεύσεις:

 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital