ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ
ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
20 Απρίλιος, 2016
Θεωρία και πράξη στην προ-μοντέρνα αρχιτεκτονική
Ένα ιδιαίτερα σημαντικό βιβλίο για την Ιστορία της Αρχιτεκτονικής και της Πολεοδομίας, μιας λίγο μελετημένης εποχής: «Θεωρία και πράξη στην προ-μοντέρνα αρχιτεκτονική» του Στέφανου Σίνου.
Το βιβλίο του Στ.Σίνου, «Θεωρία και Πράξη στην Πρό-Μοντέρνα Αρχιτεκτονική», εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2011), έρχεται να καλύψει ένα μεγάλο κενό, και μάλιστα όχι ως ένα κεφάλαιο κάποιων συνοπτικών «πανεπιστημιακών σημειώσεων» αλλά ως βαθειά ανάλυση με αντικείμενο ακριβώς αυτό, την όπως εύστοχα την ονομάζει ο συγγραφέας «προ-μοντέρνα Αρχιτεκτονική».
Για την εποχή που ασχολείται το βιβλίο, δεν έχουμε παρά ελάχιστα συγγράμματα στην Ελλάδα, το μεγάλο πλήθος των εργασιών εστιάζεται είτε στην «παραδοσιακή» αρχιτεκτονική και Πολεοδομία της Οθωμανικής Περιόδου, είτε στον ελληνικό Νεοκλασικισμό είτε στο Μοντέρνο Κίνημα, όχι όμως στην προϊστορία τους, από την εποχή της Απολυταρχίας μέχρι τον Νεοκλασικισμό. Ποιές διεργασίες γινόταν όμως στον Ευρωπαϊκό χώρο στον 18ο αιώνα και πώς αυτές κατέληξαν στον Νεοκλασικισμό και στο Μοντέρνο Κίνημα, αυτό στην ελληνική βιβλιογραφία ήταν ελάχιστο έως ανύπαρκτο.
Στις 250 σελίδες του αναλύονται τρία επίπεδα: το ένα η προϊστορία, το ονομάζει «η κληρονομιά του 18ου αιώνα» και αναλύει σε τέσσερα κεφάλαια ακριβώς την μεταβατική εποχή της -ας πούμε- «απελευθέρωσης» από την μπαρόκ και ροκοκό κατάσταση, τις αναζητήσεις των αρχιτεκτόνων κυρίως στην Αγγλία και Γαλλία, τα θεωρητικά ρεύματα που αναπτύχθηκαν τότε και τις πραγματοποιήσεις τους σε κτισμένους ή διαμορφωμένους χώρους. Η ανάλυση γίνεται με πολύ προσοχή, και διαφαίνεται έντονα ή «συνέχεια» των αντιλήψεων και των μορφών : δεν βγήκε ως θεία επιφοίτηση από το κεφάλι κάποιου φωτισμένου αρχιτέκτονα «το επόμενο στάδιο» αλλά από συνεχή εξέλιξη που υπαγορεύτηκε από ένα πλήθος παραμέτρων, που αναλύονται σε βάθος.
John Wood the Younger, Royal Crescent στο Bath. 1767-1774 (σελ.. 82)
Βερολίνο, Karl Friedrich Schinkel, Altes Museum 1823-1830 (σελ. 75)
Πίσω χώρος εργατικών κατοικιών στην Αγγλία (σελ. 83), Αγγλία, Εργατικές κατοικίες εν σειρά, δίπλα στο εργοστάσιο (σελ. 84)
Το Φαμιλιστέριο της Guise, 1850. (σελ. 111)
Εργατικός οικισμός Κronenburg της βιομηχανίας του Krupp 1871 (σελ. 115)
Το δεύτερο επίπεδο που είναι και ο πυρήνας του βιβλίου, αποτελείται από 9 κεφάλαια, και αφορά μια ιδιαίτερα εξονυχιστική ανάλυση, τόσο του οικονομικού και κοινωνικού πλαισίου της Βιομηχανικής Επανάστασης, όσο και των δραματικών αλλαγών που αυτή προκάλεσε ανάμεσα στα άλλα και στην αρχιτεκτονική και την πόλη. Η ανάλυση, ξεκινά από τα οικονομικά και κοινωνικά δεδομένα, περνά στις επιδράσεις τους στην πόλη, στην τεχνική, στις επεμβάσεις, διαμορφώσεις και αναμορφώσεις των μεγάλων πολεοδομικών συγκροτημάτων και των κέντρων των πόλεων, αναλύονται τα νέα υλικά και τις επιπτώσεις τους σ' αυτήν την ίδια την Αρχιτεκτονική. Κορυφώνοντας την ανάλυσή του, φθάνει και στο επιστέγασμα, την «θεωρία» και εκθέτει αφ' ενός την ιστορική ρυθμολογία του 19ου αιώνα και τις αντιλήψεις που είχαν αναπτυχθεί, και αφ' ετέρου τις αρχές της θεωρίας της Αρχιτεκτονικής στο τέλος του 19ου αιώνα. Πρέπει να σημειωθεί ότι η συνέχεια «κοινωνικές αλλαγές-αρχιτεκτονική και πολεοδομία-θεωρίες και ιδέες» είναι χαρακτηριστική σε όλο το βιβλίο, και -τουλάχιστον για τα ελληνικά δεδομένα- δεν είναι κάτι που αναγνωρίζεται και ακολουθείται. Κάποιοι συγγραφείς βέβαια περιγράφουν ένα «ιστορικό πλαίσιο», θέτουν και μια συσχέτιση γεγονότων με το θέμα που εξετάζουν, αλλά χωρίς το «πώς» και το «γιατί».
Η σημασία που είχε η γενικώς πλέον παραδεδεγμένη «βιομηχανική επανάσταση», το γιατί αυτή πραγματοποιήθηκε, με ποιούς όρους, και τελικά τι επιπτώσεις είχε στον πολεοδομικό και αρχιτεκτονικό τομέα, ποιές οι νέες απαιτήσεις της πολεοδομίας, ποιοί οι στόχοι της και γιατί, στο βιβλίο αναλύονται σε μεγάλη έκταση. Ακόμη, μελετά την μεταβολή της πόλης, όπως αυτή προετοιμάστηκε από την κατάργηση των τειχών που δεν χρειάζοταν πλέον μετά την χρήση του πυροβολικού, και την εκρηκτική της γιγάντωση κάτω από τις συνθήκες της βιομηχανικής συσσώρευσης. Θέματα όπως τα αίτια και η ανάπτυξη της βιομηχανίας και ιδιαίτερα της κλωστοϋφαντουργίας, η συσσώρευση εργατικών κατοικιών των γνωστών μας slums, η μεταβολή της δομής και της μορφής των πόλεων, αλλά και οι προσπάθειες που γινόταν από τις κυβερνήσεις για άμβλυνση των προβλημάτων, είναι από τα βασικά σημεία των κεφαλαίων αυτών, όπου αναλύονται με συνέπεια και ιδιαίτερη σοβαρότητα.
Από κεί και πέρα, μετά από μια τέτοια ανάλυση, ο δρόμος για να μιλήσουμε για την αρχιτεκτονική και την πολεοδομία είναι πλέον ανοιχτός. Ξέρουμε τώρα το γιατί και το πώς, και η ρυθμολογία, δεν εμφανίζεται πλέον ως προϊόν ενός φωτισμένου αρχιτέκτονα, αλλά ως νομοτελειακή συνέπεια των βαθύτερων αιτίων της.
Ετσι, η συμμετρία και ο σχεδιασμός -ακτινωτός ή ορθογωνικός- έχουν συγκεκριμένα αίτια εμφάνισης και ανάπτυξης σε πλήθος πόλεων του 18ου και 19ου αιώνα από την γνωστή στην βιβλιογραφία Φιλαδέλφεια μέχρι το άγνωστο Ντητρόϊτ . Με παρόμοιους όρους αναλύεται και το σχέδιο Κλεάνθη-Σάουμπερτ για την Αθήνα στο οποίο επισημαίνει ο συγγραφέας την συμμετρικότητά του σε σχέση με αρχαίους χώρους και λειτουργίες (Ακρόπολη, Στάδιο, Κεραμεικός, λιμάνι Πειραιά ...).
Ντητρόϊτ , σχέδιο του 1807 για την επέκταση της πόλης (σελ. 90)
Ντητρόϊτ, σχέδιο κεντρικής περιοχής (σελ. 91)
Πέρα από αυτά, εισάγονται για την χώρα μας νέες γνώσεις που είτε αγνοούσαμε, είτε δεν τους δίναμε την σημασία που έχουν : για παράδειγμα το κεφάλαιο 4 που αναφέρεται στις (θεωρητικές) προτάσεις ευρωπαίων πολεοδόμων ή άλλων που σχεδίαζαν πολεοδομικά σχέδια, ξεκινώντας από τους Ουτοπιστές του 18ου αιώνα και φθάνοντας στα πραγματοποιημένα σχέδια βιομηχανικών οικισμών του 19ου αιώνα, περιλαμβάνει όχι μόνο άγνωστα ή παραμελημένα στοιχεία αλλά και ιδιαίτερη ανάλυση από διαφορετική σκοπιά π.χ. των Ουτοπιστών ή του Howard ή του Soria y Mata. Η έννοια της κηπούπολης εδώ, δεν είναι απλά μια προσπάθεια ενός ατόμου αλλά όπως εύστοχα επισημαίνει ο συγγραφέας : «...η δομή αυτή (της κηπουπόλεως) ...συμβολίζει μια γενικότερη αλλαγή στον κοινωνικό και οικονομικό τομέα, στον τρόπο ζωής......ωστόσο ο νέος τρόπος ζωής δεν δημιουργήθηκε από τον ένα ή τον άλλο οραματιστή , αλλά από την διαρκή εξέλιξη σε όλους τους πολιτιστικούς τομείς, κάτω από τις επιδράσεις της νέας διαμόρφωσης της οικονομίας, των πολιτικών και κοινωνικών δομών και των καινούργιων επιτευγμάτων της τεχνολογίας...» (σελ. 120).
Ετσι, η ανάλυση για την Αρχιτεκτονική αυτής της περιόδου δεν είναι πλέον «κεραυνός εν αιθρία» αλλά μια συνεχής ροή πραγμάτων και γεγονότων νομοτελειακά συνδεδεμένων μεταξύ τους: τα μεγάλα τεχνικά έργα, οι εκπληκτικές γέφυρες του 19ου αιώνα, οι μεγάλες θολωτές στεγάσεις (χρηματιστήριο του άνθρακα στο Λονδίνο, η βιβλιοθήκη του Βρετανικού Μουσείου, το Crystal Palace, οι les Halles, σιδηροδρομικοί σταθμοί, εργοστάσια με τεράστιες αίθουσες κ.α.) , είναι επιτεύγματα που ανταποκρίνονται σε συγκεκριμένες ανάγκες μιάς συγκεκριμένης εποχής, τα οποία πραγματοποιούνται με νέα και συγκεκριμένα υλικά, χυτοσίδηρο, χάλυβα, και αργότερα οπλισμένο σκυρόδεμα.
Γέφυρα στον πορθμό Menai του Thomas Telford, 1818-1826 (σελ. 135)
Λονδίνο, Χρηματιστήριο Ανθρακος, του James Bunstone Bunning , 1846-1849 (σελ. 136),
Παρίσι, Bibliotheque Nationale , Salle Richelieu, του Henri Labruste , 1865-1868 (σελ. 140)
Το τρίτο μέρος του βιβλίου, αφορά και αυτό μια μεταβατική εποχή, την επόμενη : το πέρασμα από τον νεοκλασικισμό στο «βραχύβιο» όπως ορθά το ονομάζει -και το αναλύει - Art Nouveau, το οποίο όπως και το ροκοκό (ή άλλη μεταβατική εποχή που είδαμε στην αρχή), «...απαιτούσαν ιδιαίτερα υψηλού επιπέδου αρχιτέκτονες-σχεδιαστές καθώς και αυξημένη οικονομική και χρονική επιβάρυνση της κατασκευής....που δεν ήταν εφικτό να πραγματοποιηθεί ευρέως σε κτήρια που ανταποκρίνονταν στις ανάγκες ενός διευρυμένου φάσματος κοινωνικών στρωμάτων...» (σελ. 232)
Βαρκελώνη, Casa Battlò, του Antonio Gaudi, 1905 (σελ. 199), Βρυξέλλες, οικία Van Eetvelde του Victor Horta 1895-1898 (σελ. 194)
Μικρό μέρος της ύλης του βιβλίου αυτού, προέρχεται από διαλέξεις και μαθήματα του συγγραφέα του στο Πολυτεχνείο της Καρλσρούης και στο Ε.Μ.Πολυτεχνείο.
Το τμήμα του βιβλίου «Θεωρία και Πράξη...» που είχε κυκλοφορήσει πολυγραφημένο ως «Μαθήματα Αρχιτεκτονικής Μορφολογίας και Ρυθμολογίας», έκδ. ΕΜΠ, Αθήνα 1974
Θα ήθελα να σημειώσω ότι όχι απλά είχαν εκδοθεί και ως πολυγραφημένες σημειώσεις, αλλά ήταν οι μοναδικές -οι πρώτες- που τυπώθηκαν σε απλή δημοτική γλώσσα, μέσα στο καθεστώς της «Ελλάδος-Ελλήνων-Χριστιανών» (αλλά και πριν και μετά), όταν όλες (και όσες) σημειώσεις κυκλοφορούσαν ήταν σε απελπιστική καθαρεύουσα ή το πολύ σε μια «μιξοβάρβαρη» απλή καθαρεύουσα.
Πρόκειται τελικά για ένα βιβλίο-σταθμό στην βιβλιογραφία της Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής, σταθμό τόσο στο αντικείμενό του, στο περιεχόμενο, όσο και στην μεθοδολογία του: η άμεση σύνδεση του αντικειμένου του με τα ιστορικά, οικονομικά και κοινωνικά συμβάντα δεν είναι κάτι στο οποίο είμαστε συνηθισμένοι όχι μόνο στην ελληνική αλλά εν πολλοίς και στη ξένη βιβλιογραφία, και δεν είναι τυχαίο ότι ήδη διδάσκεται και διανέμεται σε φοιτητές σχεδόν στο σύνολο των Αρχιτεκτονικών μας Σχολών .
Γεώργιος Μ.Σαρηγιάννης
Απρίλιος 2016