ΜΟΝΙΜΕΣ ΣΤΗΛΕΣ
ΓΑΙΑΣ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ
Μέρος Β
(Δείτε Μέρος Α)
Η κρίση του ανθρώπου και η απώλεια του τόπου
«Οι άνθρωποι, που έρχονται, είναι οι τιμωροί.
Θ' αντιστρέψουν το νόημα των πραγμάτων,
θα καταργήσουν το μέγεθός μας,
θ' αγνοήσουν τη δόξα μας.
Δε θα ξέρουν, τι εσήμαινε κάποτε ο πόνος τούτης της γης.
Τι εσήμαινε κάποτε η επιθυμία τούτης της γης.
Τι εσήμαινε κάποτε η πείνα κι η δίψα τούτης της γης.
Έτσι θ' αρχίσει η ιστορία των αστερισμών,
η ιστορία του άλλου κόσμου»
(«Το παράθυρο του κόσμου», Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος)
Ο άνθρωπος σήμερα, ιδία ο Έλληνας -ας τον στοχοποιήσουμε, όχι άδικα νομίζω...-, ως ολίγιστος και κακουργός υποβάλλει το σύστημα του κόσμου του στην ισορροπία της ευτέλειας, υποβαθμίζοντάς το συνεχώς, χωρίς να διατηρεί τις θεμελιώδεις αξίες και ποιότητές του, και χωρίς, ως πλαστουργός και κτίστης, να δημιουργεί βάσει αυτών, διατηρώντας τες ή και ανάγοντάς τες, δίνοντας έτσι νόημα και προοπτική σε κείνο που προσδιορίζουμε ως ουσία της ύπαρξης12. Ο «Αρμαγγεδώνας» της εξέλιξής μας, είναι η βιωτή της ευτέλειας, που κάμει τον άνθρωπο μικρόν, εν άθυρμα. παρόλα αυτά, εξουσιαστικό!.. Η κρίση του ανθρώπου ως οντότητα, επιφέρει απώλεια του τόπου, δηλαδή της κατοικίας με την ευρύτερη έννοια (όπου ο άνθρωπος δραστηριοποιείται κι εκφράζεται) -εξ ου κι ανέστιος όποιος αναίσθητα λειτουργεί...-, οδηγώντας σε περιβαλλοντική κρίση. Διότι, τόποι που προσβάλλουν το φυσικό οικοδόμημα, είναι μετέωροι/ξένοι στο γίγνεσθαι, και σβήνονται θνησιγενώς...
Ιστορικά αν το δούμε, διαπιστώνουμε ότι, αρχικά η πρόοδος του ανθρώπου στηριζόταν στην εξέλιξη του πολιτισμού (δηλαδή των υλικών και άυλων υλικών). Ειδικά στα χρόνια του διαφωτισμού υπήρχε προσπάθεια για την τήρηση των ισορροπιών μεταξύ υλικού και άυλου, κάτι που σημαίνει ότι λειτουργούσε το κριτήριο στη λήψη των αποφάσεων -που σήμερα μόλις, ω τι τραγικό, επιχειρείται να επανεισαχθεί, με τη βιώσιμη ανάπτυξη, για τη συνεξέλιξη πολιτισμού και φύσης! Στα κατοπινά χρόνια όμως, το υλικό υπερίσχυσε, για να φτάσουμε στις μέρες μας, η πρόοδος της ανθρωπότητας να νοείται ως αυστηρά οικονομική.
Φωτ. Ο φοβισμένος, τραγικός σύγχρονος άνθρωπος...
Ο άνθρωπος έτσι, αν και παρών, δε συμμετέχει, δεν αισθάνεται, απέχει. Λειτουργεί μηχανικά σ' ένα τεχνοκρατικό σύστημα παραγωγής εικόνων κι εντυπώσεων, ανέσεων και απολαύσεων, ύλης και μάζας. Σε αυτό αισθάνεται κυρίαρχος, αλλά κατά βάσιν είναι αδύναμος κι απροστάτευτος. Είναι μικρός και τραγικός διότι δε λογίζεται ως οντότητα, αλλά ως στοιχείο παραγωγής -υπάρχει (δηλαδή «εμφανίζεται», «πράττει») αλλά δε ζει (δηλαδή δε «βoιεί», δεν «ακμάζει»)... [οι επεξηγήσεις επί των παρενθέσεων προέρχονται από το «Νεότατον λεξικόν όλων των ρημάτων της αρχαίας ελληνικής γλώσσης» του Κωνσταντίνου Παπανικολάου, εκδ. Κένταυρος, τρίτη έκδοση, Αθήνα 1971, στ' αντίστοιχα λήμματα]. Αποτέλεσμα τούτου είναι, να μη συναισθάνεται τα γύρα, να μην αισθάνεται τους γύρω, ν' αγνοεί την ουσία των πραγμάτων. Η κουλτούρα του (με την έννοια της απόκτησης σχετικής παιδείας) δεν του επιτρέπει να δει πέρα από κείνα που φαίνονται, τα ορατά. Αγνοεί όμως τα αισθητά, για τα οποία δε νιώθει υποβολή, δε νιώθει δέος. Το βιοπεριβάλλον τού είναι ξένο, περιττό. δεν έχει λοιπόν κανέναν ενδοιασμό να το θίξει! Οι κινήσεις του αποτελούν προϊόν αντίδρασης κι όχι αίσθησης των υπαρκτών, οι πράξεις του αποτελούν απόρροια σκοπιμοτήτων (για την εξυπηρέτησή του) κι όχι δημιουργικής αντίληψης του κόσμου. Ο τόπος, ο ανθρωπογενής χώρος, δε βιώνεται και λειτουργικά γίνεται αντιληπτός, με φονξιοναλιστικά κριτήρια και μόνον, κι όχι διαισθητικά, όπως συνέβαινε παλαιότερα, όταν ζούνταν. Αυτή, εξάλλου, είναι και η ουσιώδης διαφορά του χθες με το σήμερα, ως προς την εννόηση και βίωση του τόπου, που οδηγεί τελικά στην απώλειά του.
Η κατάρα του έκπτωτου λες, κάμει τον άνθρωπο ξένο στον κόσμο του, τον κάμει ανέστιο σε αυτόν. «Αμαρτάνει», μη σεβόμενος το κοσμολογικό δημιούργημα, καταστρατηγώντας τις αρχές και του κανόνες της κατοίκησης, «εκπίπτοντας» από τη δημιουργία. Διότι, όπως λέγει ο Γερμανός φιλόσοφος Μάρτιν Χάιντεγκερ: «το θεμελιώδες χαρακτηριστικό του κατοικείν, είναι το φείδεσθαι» (Heidegger M., «Κτίζειν, κατοικείν, σκέπτεσθαι», επιμέλεια-μετάφραση: Ξηροπαϊδης Γιώργος, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα 2008, σελ. 35). Η ερμηνεία του φείδεσθαι μάς προσανατολίζει σε οικονομία πόρων, δηλαδή σε οικονομία δυνάμεων -αφού η δυνατότητα του ανθρώπου να παράξει, είναι δυνατή σε μεγάλο βαθμό. Όμως, πρωτίστως πρέπει να σκεφτούμε το δημιούργημα, τους δυνάμενους πόρους του, τη δυνατότητά του δηλαδή ν' αντεπεξέρχεται στην ενέργεια του ανθρώπου χωρίς να υποβαθμίζεται. Πρέπει το όριό του να λογιάζουμε (δηλαδή να σκεφτόμαστε, όχι να υπολογίζουμε, διότι τότε -λειτουργώντας αυστηρά τεχνοκρατικά- μετρούμε τις αντοχές του για να μην εξαντληθεί!..), πρέπει να το «μετρούμε», με τον τρόπο που στο προηγούμενο κεφάλαιο αναλύσαμε, για να συνεχίζει το δημιούργημα να υφίσταται διατηρώντας τις αξίες του.
Φωτ. Καρτ ποστάλ της καταστροφής (έτος 1954) -ναι, υπήρχαν και τέτοια επιστολικά δελτάρια κάποτε!.. Σχόλιο του φωτογράφου: «Ότι απέμεινε μετά την λεηλασίαν του δάσους»
Είναι χαρακτηριστική, σε σχέση με τα παραπάνω, η σκέψη (πάλι) του Μάρτιν Χάιντεγκερ, ο οποίος λέγει: «Να είναι κανείς άνθρωπος σημαίνει να είναι πάνω στη γη ως θνητός: σημαίνει να κατοικεί». Το κτίζειν, δε, ως κατοικείν «εκδιπλώνεται προς την κατεύθυνση του κτίζειν το οποίο καλλιεργεί, συγκεκριμένα την ανάπτυξη -και προς την κατεύθυνση του κτίζειν το οποίο ανεγείρει κτίρια». Και το νόημα της κατοίκησης απορρέει από τη διαπίστωση ότι, «...κάθε κτίζειν είναι εν εαυτώ κατοικείν. Δεν κατοικούμε επειδή έχουμε κτίσει, αλλά κτίζουμε και έχουμε κτίσει, καθόσον κατοικούμε, δηλαδή είμαστε ως οι κατοικούντες. (...) Οι θνητοί κατοικούν, καθώς σώζουν τη γη (...) που σημαίνει: αφήνω κάτι ελεύθερο να εισέλθει στην καθαυτό (ιδιάζουσα, προσίδια) ουσία του» (Heidegger M., «Κτίζειν, κατοικείν, σκέπτεσθαι», επιμέλεια-μετάφραση: Ξηροπαϊδης Γιώργος, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα 2008, σελ. 29, 33 & 39 αντίστοιχα).
Αποτέλεσμα της «αποστασιοποίησης» του ανθρώπου από τον περιβάλλοντα κόσμο του, είναι να μην αισθάνεται το περιβάλλον στο οποίο ζει, να μην «κατοικεί» (σ)τη φύση, να μη δημιουργεί «εστίες» στο άστυ, να μην «ανήκει» κάπου... Διότι, έχει χαθεί η επαφή με τη γη, με τη φύση, με το περιβάλλον του. Λες κι ασύνδετα υπάρχει, λες κι ασύνδετα λειτουργεί, σε κοινωνίες ανάγκης, ασυνείδητες, χωρίς ταυτότητα, φτιάχνοντας ασυνάρτητα κόσμους εφήμερους, εγωιστικούς. Η κρίση του κατοικείν, είναι κρίση του δημιουργείν, που οδηγεί στην απώλεια του τόπου, κι οφείλεται στην κρίση του ανθρώπου, που έπαψε να σκέπτεται και να ενεργεί ως δημιουργός -αντίστροφα αν προσδιορίζαμε τη συνθήκη, θα μιλούσαμε για «"γέννηση" του τόπου διά του "κτίζειν"...»
Λέγει ως προς τούτα ο Christian Norman-Schulz: «Η περιβαλλοντική κρίση, σημαίνει κρίση της ανθρώπινης υπόστασης». Καθότι: «...η διαμόρφωση της ανθρώπινης ταυτότητας, γενικά εξαρτάται από την ανατροφή μας μέσα σ' ένα περιβάλλον με τα ιδιαίτερα "χαρακτηριστικά" του γνωρίσματα». Καταλήγει δε σ' αυτό, έχοντας πριν αναγνωρίσει την απώλεια του τόπου, που οδηγεί στη περιβαλλοντική κρίση: «Χάθηκε ο οικισμός ως ένας τόπος στη φύση, χάθηκαν οι "εστίες" της πόλης ως τόποι κοινωνικής ζωής, χάθηκε το κτήριο ως ένας μικρότερος τόπος με νόημα... (...) Τα περισσότερα σύγχρονα κτήρια μοιάζουν να υπάρχουν μέσα στο "πουθενά". Δε σχετίζονται με το τοπίο, ούτε με ένα συνεκτικό αστικό σύνολο, αλλά ζουν την αφηρημένη ζωή τους σ' ένα είδος μαθηματικού-τεχνολογικού χώρου, όπου η διάκριση μεταξύ πάνω και κάτω (γης και ουρανού), είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Η ίδια αίσθηση, του "πουθενά", συναντάται και στα εσωτερικά των κατοικιών. Μια ουδέτερη, επίπεδη επιφάνεια έχει υποκαταστήσει τις αρθρωμένες οροφές του παρελθόντος, και το παράθυρο περιορίζεται σε μια τυποποιημένη συσκευή, που αφήνει να περάσει μια μετρήσιμη ποσότητα αέρα και φωτός13. (...) Γενικά, χάνονται όλες οι ποιότητες, και μπορούμε να όντως να μιλάμε για μια "περιβαλλοντική κρίση"» (Norman-Schulz Chr., «Genius loci: Το Πνεύμα του Τόπου. Για μια Φαινομενολογία της Αρχιτεκτονικής», επιστημονική επιμέλεια: Αναστασία Πεχλιβαδίνου-Λιακατά, μετάφραση: Μίλτος Φραγκόπουλος, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Ε.Μ.Π., Αθήνα 2009, σελ. 205).
Φωτ. Άροτρα εκχερσωτικά, της καταστροφής της φύσης... (διαφήμιση στη δεκαετία του ΄60)
Δέστε τι κατά βάσιν συμβαίνει: Ο άνθρωπος, με τα τεχνικά έργα του και τις ενέργειες διοργανισμού του φυσικού «άμορφου» χώρου, διαμορφώνει την τάξη που νομίζει ότι αρμόζει, και που τον εξυπηρετεί στη ζωή του. Η τάξη αυτή, αποτελεί την αρνητική εντροπία του συστήματος, αφού τούτο υπόκειται σε έντονες και μη αναστρέψιμες διεργασίες, που, για να μπορεί ως φυσικό σύστημα να τις δεχτεί, θα πρέπει ν' ακολουθούν τους νόμους της φύσης, εναρμονιζόμενες σε μια φυσική νομοτέλεια. Οι αλλαγές που επέρχονται λόγω της ανθρώπινης παρουσίας -ότι προσδιορίζουμε ως νέα φύση, ως μεταλλαγή κ.ά.-, γίνονται αποδεκτές εάν δημιουργούν ολότητες (με την ακριβή σημασία της έννοιας, που εμπερικλείει την πληρότητα και την ισορροπία), εάν δημιουργούν/συντηρούν τόπους και δεν προσβάλλουν την ουσία του φυσικού οικοδομήματος και δεν ανατρέπουν τη νομοτέλειά του.
Η διά του χρόνου συνεχής κι επαυξανόμενη τοιούτη αταξία, που εκλαμβάνεται ως ασκήμια, ως υπερβολή, ως αναρχία ή χάος, δημιουργεί αστάθεια και τελικά κατάρρευση του ανθρώπινου οικοδομήματος -και του φυσικού εννοείται, στη γενικότερη θεώρησή του, με τον άνθρωπο εν αυτού-, λόγω της μη εναρμόνισής του με τους αεναείς φυσικούς νόμους και κανόνες, που θα του έδιδαν τη δυνατότητα (τη δυναμική) της προσαρμογής, της θεραπείας και της αποκατάστασης. Από την άλλη πλευρά, η φυσική τάξη στο χώρο, που ως «άμορφο» εκλαμβάνεται και προκύπτει από την εγγενή (τη θετική) εντροπία του συστήματος, εξυπηρετεί την αναγέννηση και τη συνέχειά του, όμως τού λείπει η δυναμική της έξωθεν επέμβασης, που εναλλαγή, πολυποικιλότητα κι ανανέωση χαρίζει, και δημιουργεί ιδιαίτερη εξέλιξη. Τούτο δίδει στο σύστημα (χωρίς, βέβαια, κάτι τέτοιο να ισχύει στην πραγματικότητα) χαρακτηριστικά στασιμότητας, που κατ' ουσίαν είναι οικολογική σταθερότητα, ακριβώς επειδή η δυναμική του ακολουθεί τους κανόνες της προκαθορισμένης βραδείας φυσικής εξέλιξής του.
Ο άνθρωπος συνεπώς, για χάρη του εφικτού που δεν προσβάλλει και της δυνατότητας να δημιουργεί ισορροπίες, εκμεταλλευόμενος τα θετικά της εντροπίας που διαμορφώνεται, οφείλει να δημιουργεί φύση όταν απόλλυται, ή να τη συντηρεί, να τη βελτιώνει και να την αυξάνει, κατ' απομίμηση της δυναμικότητάς της, προσαρμόζοντας τα έργα του στη λογική της φυσικότητας, που θέλει τον άνθρωπο -καθότι ον της φύσης- να δρα στο φυσικό χώρο, χωρίς να χαλνά και ν' ασκημεύει -και πάντως, όταν συμβαίνει αυτό, να έχει το εύρος, ευφυώς και ταπεινώς, να θεραπεύει14.
Γιατί ξεράθηκε το πεύκο (στην πάνω φωτ.); Διότι κάποιος που δεν ήθελε να «ανταγωνίζεται» σε ύψος το καμπαναριό (!), το χάραξε στη βάση του... (βλέπε κάτω φωτ.)
Από την άλλη πλευρά, η φύση δεν πρέπει να πιέζεται να «παράγει ύπαιθρο», δηλαδή ανθρωπογενή φύση, διατηρούμενη τεχνητά, όταν ο άνθρωπος απουσιάζει από αυτήν, έχοντας επιλέξει να μετακινηθεί σε άλλους τόπους, σε άλλα πεδία (π.χ., στ' αστικά κέντρα). Καθότι, μια «μουσειακή αντίληψη» διατήρησης της φύσης, ισοδυναμεί με καταδυνάστευσή της. Ο κανόνας της φυσικότητας που χαρακτηρίζει το τοπίο της υπαίθρου, προϋποθέτει τον άνθρωπο εν αυτής, ειδάλλως δεν έχει λόγο ύπαρξης ως τέτοιο. Στην περίπτωση αυτή, η φύση πρέπει ν' αφεθεί στη φυσικότητά της, για να πάρει την πορεία της, μετατρεπόμενη σε «άγρια». Έτσι θα μπορέσει να εξελιχθεί αποδεσμευμένη από την ουτοπική, και συνάμα εγωιστική, αντίληψη της διατήρησης. Διότι, μια τέτοια αντιμετώπιση μάς πάγει σε κείνο που εξαρχής θέσαμε ως αρνητικό όταν προκαθορίσαμε ότι, ο τόπος πρέπει ν' αναζητεί τη δυναμικότητά του, το δικό του genius loci, άλλως, ως σταθερός καθίσταται «άχρηστος»15. Εν προκειμένω, με την αντιμετώπιση της διατήρησης του τόπου απόντος του ανθρώπου, αυτός δεν εκφράζεται, δεν είναι τόπος, και το genius loci του, που πλέον δεν είναι το ίδιο με κείνο που ίσχυε όταν ο άνθρωπος δραστηριοποιούνταν σε αυτόν, παραμένει δεσμευμένο, μη δυνάμενο να εκφραστεί ελεύθερα. Βέβαια, η απουσία του ανθρώπου δηλοί μη προσοικείωση του υπαρκτού, όμως η κατανόησή του, με την προστασία του ως φυσικό σύστημα, δεικνύει σεβασμό στο δημιούργημα και νοιάξη για τη συνέχειά του.
Ας δούμε, ως κατακλείδα, πώς ο στοχαστής της ελληνικής φύσης Περικλής Γιαννόπουλος, εννοούσε το φυσικό χώρο και πώς προσδιόριζε την αξία του, κι ας «υψωθούμε» μαζί του: «Είναι τόσον ωραία, τόσον ηδονικά να κάθεται κανείς εις το μητρικόν χώμα και να θωπεύει τα χόρτα και τα ωραία πετράδια, με τα οποία τόσον γρήγορα γίνεται ένα. Καθήσατε χωρίς καμμίαν σκέψιν, χωρίς κανένα σκοπόν, αφήσατε την ψυχήν σας ελευθέραν να τέρπεται από τα ορώμενα αθύρματα και τον εγκέφαλόν σας να φωτογραφεί εις τον σκοτεινόν του θάλαμον λόφους, βουνά, ακτάς, νερά, καπνούς, χρώματα, ότι φαίνεται. Τι βλέπετε; Ένα ολόκληρον κόσμον. (...) Παρατηρήσατε τα ορατότερα, τα πλησίον σας πετράδια, χορτάρια. Κάθε πετράδι, λιθάρι, χορτάρι, καθήμενον ωραία, διαγραφόμενων διαυγέστατα, προβάλλον την φυσιογνωμία του σαν άτομον, σαν άνθρωπος. (...) Όσον κι αν εκτείνετε το βλέμμα σας, διακρίνετε παντού, έναν ασφοδελόν, παντού έχετε την αίσθησιν τού μεταξύ των διαστήματος, αέρος, φωτός...[η έμφαση δική μας]» (Γιαννόπουλου Π., «Η ελληνική γραμμή», πρώτη δημοσίευση: Μάρτιος 1903, εκδ. Γαλαξίας, Αθήνα 1961, σελ. 75, 76)16.
Το Κράτος ως Πολιτεία και η πολιτεία του κράτους
(μικρές Πολιτείες, μεγάλοι άνθρωποι...)
«Δεν έχουμε πατρίδα ν' αγαπάμε»
(«Ξερίζωμα», Ελένη Χατζημιχελάκη)
Το κράτος είναι ο θεσμός διά του οποίου εκπροσωπούνται οι πολίτες στην άσκηση των κοινών. Το κράτος ως σύστημα, στα πλαίσια της ευρύτερης θεσμικής οργάνωσης της κοινωνίας, έχει υποχρέωση να εξυπηρετεί τον (κάθε) πολίτη, το σύνολο της κοινωνίας, με βάση την αξία της δικαιοσύνης. Όταν τούτη η συνθήκη τηρείται, το κράτος λειτουργεί ως πολιτεία17, αποτελεί κράτος δικαίου, στο οποίο ο πολίτης εκπροσωπείται ικανά κι άξια. Σ' έναν τέτοιο θεσμό, η κατανόηση, η αφομοίωση και η εφαρμογή των κανόνων της δικαιοσύνης, προϋποθέτει την εφαρμογή ηθικών κανόνων και κανόνων τάξης, κάτι απαραίτητο για τη συγκρότηση ενός υγιούς κοινωνικού συστήματος, που δημιουργεί -πέραν, φυσικά, των υποχρεώσεων του πολίτη ως συμμέτοχου, λειτουργού και κοινωνού στο σύστημα18-υποχρεώσεις από μέρους του κράτους για την προστασία και διατήρηση των στοιχείων (των πόρων) του συστήματος, που το καθιερώνουν και το εδραιώνουν σε σχέση με τα δομικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά του. Οι αξίες στις οποίες θα στηριχθεί το σύστημα, σε συνδυασμό με τη γνώση και την κατάλληλη κοινωνική δομή και οργάνωση, θα κάμει το κράτος Πολιτεία, κάτι απαραίτητο για την ομαλή και ορθή λειτουργία του.
Φωτ. Παίδευση παιδίου στης φύσης το πεδίο!.. (γελοιογραφία του Κώστα Μητρόπουλου, από το «Πατρίδα, Γειά!», εκδ. Ποτάμος, Αθήνα 2005)
Τα παραπάνω είχαν κατανοηθεί στην Αρχαία Ελλάδα, στο φιλοσοφικό σύστημα της οποίας, η γνώση προϋπέθετε τάξη ιδεών, και περαιτέρω, η σπουδή της, αποδοχή αξιών κι αξιωμάτων, για να κατοχυρωθεί και να γίνει πράξη. Το αξιακό σύστημα λοιπόν, αποτελούσε την απαρχή της οργάνωσης του κοινωνικού συστήματος, στο οποίο ο πολίτης όφειλε να διάγει βίο πολιτικό κι όχι τακτικό. Οι αξίες αναδείκνυαν τη γνώση κι αυτή λειτουργούσε ως αγαθό υπέρ της κοινωνίας, για την παροχή προσφοράς. Η ιδανική πόλη ήταν η Πολιτεία που το κράτος επεδίωκε, με την παροχή των αξιακών, γνωσιολογικών, δικαιϊκών κ.ά. εχέγγυων, ώστε αυτό να περιβάλλεται με τα κριτήρια μιας -κατά το μάλλον ή ήττον- ιδανικότητας. Μια τέτοια πόλη, ήταν κατ' αρχήν πολιτική, όπερ και σημαίνει, συμμετοχή των πολιτών στη διαμόρφωσή της. συμμετοχή, δηλαδή, των πολιτών στη διαμόρφωση των κοινών.
Ο πολίτης στην Αρχαία Ελλάδα όφειλε/απαιτούνταν να είναι ενεργός, και η δομή λειτουργίας του κοινωνικού του συστήματος, ήταν προσανατολισμένη προς αυτό: ο πολίτης να παρέχει σημαντικό χρόνο της ζωής του στη διαμόρφωση/διαχείρηση «του κοινού της πόλεως αγαθού». Τούτο βέβαια μπορούσε να πραγματωθεί μέσα από τη δυνατότητα που του έδιδε το ίδιο το σύστημα, για να λειτουργεί παραγωγικά, αφού η φιλοσοφία της συνδιαχείρισης των κοινών, εδραιωνόταν στην αντίληψη περί «σχολάζοντα πολίτη», δηλαδή πολίτη απαλλαγμένου από τα βάρη του φορτικού βίου, στον οποίο αναλώνεται κατατριβόμενος με καθημερινά της επιβίωσής του ζητήματα. Απαλλαγμένος λοιπόν από αυτά, τα βαριά του βίου του, μπορούσε απεφθώς να βλέπει μπροστά, να παράγει σκέψη και πράξη για τα κοινά, έχοντας συνειδητοποιήσει ότι το όφελος υπέρ του εαυτού του, ήταν κατά πρώτον όφελος της κοινωνίας. Και αντίστοιχα, η Πολιτεία, ως σύστημα διοίκησης κι ως φορέας οργάνωσης της ανθρώπινης δραστηριότητας, αποτελούσε έκφραση των ατομικοτήτων στα πλαίσια της συλλογικότητας, έτσι που τελικά, σύστημα και πολίτες να λειτουργούν υπέρ της ομαλότητας και της συνέχειας. Τα σύντονα του βίου κατέτειναν προς όφελος του κοινωνικού συστήματος, δηλαδή προς όφελος της πόλης. Η Πολιτεία και ο πολίτης συνεπώς, είχαν άμεση, στενή κι αμφίδρομη σχέση, δεν ήταν αποστασιοποιημένοι, δεν είχαν σχέση τυπική -πολύ δε περισσότερο, δεν είχαν σχέση δυσπιστίας ή και φοβική, όπως συμβαίνει σήμερα, που ο πολίτης αντιλαμβάνεται το σύστημα (την Πολιτεία) ως την «α(δι)όρατη» δύναμη που τον καταδιώκει, ή χειρότερα, δεν είχαν σχέση συνδιαλλαγής (ως είθισται στους καιρούς μας), για την εξυπηρέτηση παρανομιών του!..
Φωτ. Φαινόμενο ελληνικό: εντός του δάσους, ένας παράνομος οικισμός!.. (οικισμός «Βλητικός Σταθμός» στο δάσος του Υμηττού στην Καισαριανή)
Ιδού πώς προσδιόριζε τη σχέση αυτή ο Γάλλος διανοούμενος Σατωμπριάν, αναφερόμενος στους αρχαίους Αθηναίους, στο οδοιπορικό του στην Ελλάδα, το 1806: «Υπάρχει ένας λαός, λέγαν στους Σπαρτιάτες οι πρέσβεις των Κορινθίων, ένας λαός που είναι νεωτεριστής, τόσο στις επινοήσεις του, όσο και στην εκτέλεση των αποφάσεών του. (...) Οι Αθηναίοι θυσιάζουν το σώμα τους για χάρη της πόλης, αν και ολότελα ξένο προς αυτήν, κι αφιερώνουν το πνεύμα τους στην εξυπηρέτησή της, αν και το πνεύμα τους είναι κάτι που ολότελα τούς ανήκει. Αν επινοήσουν κάτι και δεν το πραγματοποιήσουν, νομίζουν πως χάσαν παλαιό κτήμα τους, κι αν επιδιώξουν κάτι και τ' αποκτήσουν, θεωρούν τ' αποτέλεσμα ασήμαντο προς τις μελλοντικές τους επιτυχίες. (...) Και σα γιορτή θεωρούν την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Και γι' αυτούς είναι συμφορά η αμέριμνη απραξία, πολύ περισσότερο από την επίπονη εργασία» (Chateaubriand F., «Σατωμπριάν, Οδοιπορικό - Η Ελλάδα του 1806», πρόλογος-μετάφραση: Αντρέας Καραντώνης, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα 1979, σελ. 180, 181).
Για να ισχύουν όμως τα παραπάνω, δύο προϋποθέσεις υφίσταντο: το χρήμα, η αγορά, η οικονομία, ν' αποτελούν εργαλείο/μέσο για την ανέλιξη της κοινωνίας κι όχι (ατομικό ή συλλογικό) αυτοσκοπό19, ενώ παράλληλα να υπάρχει συνειδητοποίηση ότι οι πόροι που η κοινωνία εκμεταλλεύεται για τη συνέχεια και την εξέλιξή της, είναι πεπερασμένοι. απαιτείτο κατά συνέπεια η με λογική και μέτρο χρήση τους και σύμφωνα με την αρχή της αειφορίας20. Η διοργάνωση της ιδανικής κοινωνίας, κάπως έτσι ξεκινούσε, ...αν και -ω, τι απατηλό-, ως ιδανική, μια τέτοια κοινωνία φάνταζε ουτοπική!..
Είναι χαρακτηριστική η θεώρηση της Πολιτείας στο πλαίσιο του ιδανικού από τον θεμελιωτή της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας, τον Πλάτωνα. Αυτός, εγκαθιδρύει ένα πολιτειακό σύστημα όπου το αγαθό του ωραίου κυριαρχεί, πλαισιωμένο -προστατευμένο και κατοχυρωμένο- από τις αρετές της δικαιοσύνης, της σοφίας του νου, της σωφροσύνης του σώματος, της ανδρείας της ψυχής. Τα πάντα στην ιδανική πολιτεία εκκινούν από μία βασική αρχή: τη διαφύλαξη του αγαθού. Τούτο επιτυγχάνεται πρωτίστως, με την ύπαρξη δικαιοσύνης (κεντρική αρετή), η οποία δεν εφαρμόζεται δεσμευτικά/κατασταλτικά, αλλά ως πρόνοια, που επιτυγχάνεται με την παιδεία και την αυτογνωσία του ανθρώπου. Η παιδεία θα προωθήσει τη γνώση του αγαθού και την παραγωγή ποιοτήτων, κατάλληλων για την υποστήριξή του. Στην ιδανική πολιτεία του Πλάτωνα, το πάσχειν προάγεται γιατί παιδεύει, ενώ το απέχειν απορρίπτεται γιατί μολεύει. Ότι οφελεί είναι καλό κι όχι ότι αρέσει...21
Παρόλα ταύτα, συγκρίνοντας τη λειτουργία της κοινωνίας στην Αρχαία Ελλάδα σε σχέση με τη σύγχρονη, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι τότε, μία -κατά το μάλλον ή ήττον- κατάσταση ιδανικότητας -σ' ότι αφορά στη διαχείριση των κοινών, στην πρόταξη των κοινωνικών σκοπών και στόχων, και στην υλοποίησή τους- είχε επέλθει, αφού η κοινωνία λειτουργούσε με τις αρχές και τους κανόνες του συστήματος που επεδίωκε την αρμονία, την ευγένεια, την ποιότητα, στηριζόμενο στην αειφορία των πόρων του και στο σεβασμό τους. Κάτι που, αλί!, δε συμβαίνει στις μέρες μας, αφού, ως κυρίαρχοι του μικρού ανούσιου κόσμου μας δεν υπολογίζουμε την αξία των κοινών, τα οποία υποβαθμίζουμε ή και εξαφανίζουμε, στην «εναγώνια» προσπάθειά μας για την πλήρη εκμετάλλευσή τους...
Τούτο καταδεικνύει την εγγενή παθογένεια του συστήματος λειτουργίας της σύγχρονης κοινωνίας, η οποία, κάθε άλλο παρά ρεαλιστικά αντιμετωπίζει το μέλλον της, ζώντας πυρετικά το παρόν -παρά το ότι ισχυρίζεται πως, «ζει τον ρεαλισμό της»! Αγνοεί τις επιπτώσεις της ασυλλόγιστης ζωής που προάγεται, μιας ζωής που η υλική πρόοδος, που μετράται με την οικονομική μεγέθυνση, ανάγεται ως άπαν. Υπό αυτό το πρίσμα θεώρησης του ζειν, κάθε αξία της ζωής αναιρείται, αφού μοιραία η ανάδειξή της αποτελεί ενέργεια που αντιστρατεύεται -ως μη εναρμονιζόμενη με τα καθιερωμένα- το όλον του σαθρού τούτου (σύγχρονου) οικοδομήματος που ονομάζεται «ανθρώπινη πρόοδος». Το κράτος, ως εγγυητής του «μοιραίου» που επάγεται, φροντίζει για την πραγμάτωσή του, εδραιώνοντας, με την αποχή του από τα κοινά και έχοντας μεθοδεύσει την εναρμόνισή τους με τους κανόνες της αγοράς, τη συνέχεια και την προοπτική της ανοίκειας -με τα ουσιαστικά της ζήσης- τούτης προόδου. Ο ρόλος του ως πυλωρός, υλωρός, διδάχος η καθοδηγητής, μετά την υποκατάστασή του στο έργο του από την αγορά -που παραδίδει στην επιχειρηματική πρωτοβουλία ότι τον άνθρωπο πορίζει-, είναι εντέλει υποκριτικός και δεν ανταποκρίνεται στη θεσμική του υποχρέωση: να είναι εγγυητής της τάξης και της δημιουργίας. Διότι, παύει να λειτουργεί ως αρωγός, ως πάροχος, ως χορηγός, παύει να είναι Πολιτεία. Στην περίπτωση αυτή, ο πολίτης δεν εκπροσωπείται, δεν αντιπροσωπεύεται στο κοινωνικό σύστημα, δεν έχει ενεργό ρόλο, αφού το σύστημα, ως μηχανή λογίζεται, υπολογιστικά λειτουργεί και λογιστικά αξιολογείται!
Φωτ. Οικοδομώντας στη φύση: Η τραγική περίπτωση του Αγίου Στεφάνου στην Αττική...
Σ' ένα κράτος που δεν είναι Πολιτεία, η έλλειψη παροχών και δράσεων υπέρ του πολίτη -τις οποίες η αδιάλειπτη και πάντα γρηγορούσα δικαιοσύνη θα κατοχύρωνε, αλλά λείπει (ή επιφαινομένως υφίσταται) ως αρχή λειτουργίας του συστήματος- δεικνύει την απαξία κι εντέλει την τυχαιότητα με την οποία αυτός αντιμετωπίζεται στα πλαίσια των κοινών. Η ανάδειξη του ατόμου ως καθοριστική μονάδα του κοινωνικού συστήματος -αντί του πολίτη-κοινωνού-, καλλιεργεί το εγώτατον ως κυρίαρχο στοιχείο για την προαγωγή και τη συνέχεια, στα πλαίσια της παραγωγής και της κατανάλωσης, που όμως βρίσκεται μακράν της αντίληψης περί δημιουργίας, όπως εννοήθηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο, που απαιτεί ολότητες για να ευδοκιμήσει. Η διαλυτική προς τούτο επικράτηση του υλικού έναντι του αξιακού, ξεπερνά «προσκόμματα» συνειδησιακής ή ηθικής φύσεως, αφού η προσφορά και η απολαβή προσδιορίζουν τη συνέχεια, ικανοποιώντας την πληρότητα του εφήμερου. Ότι συνεπώς δεν αποτελεί ανταμείψιμη ύλη αγνοείται. κι αν τυχόν δημιουργεί προβλήματα στον «ξαγορασμό» φτονείται και καταστέλλεται. Το φυσικό περιβάλλον, συμμετέχοντας στο συστημικό πρότυπο της σύγχρονης κοινωνικής δομής ως υποσύστημα σε κρίση22, αποτελεί ύλη «ανάρμοστη», αδιάφορη και ουτιδανή, αποτελεί αξία ανάξια να ειδωθεί πρωτίστως, ακριβώς επειδή δεν παράγει, δεν είναι «ανταποδοτικό» (σύμφωνα με τους κανόνες της αγοράς), αντιστρατευόμενο μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις -με τις «ανάγκες του»- την παραγωγή!
Το κράτος έτσι, δε βλέπει τη φύση παρά ως παρεπόμενο (του σκοπού της αγοράς). Έπεται η προστασία της των πρωτοβουλιών της αγοράς και βιώνεται -ότι απομείνει από αυτήν, υποβαθμισμένη και παράταιρη- κατόπιν των ενεργειών της. Το κράτος τούτο, ως εκπρόσωπος της αντίληψης των δογματικών της ζήσης, απέχει από τα φυσικά, από τα γύρω του, τ' αγνοεί και τ' αποδιώχνει, φροντίζοντας για τα υλικά, τα «στέρεα», που πολύτιμα τού είναι! Κείνα όμως, της φύσης τα όμορφα, δίδουν ποιότητα, δίδουν προοπτική, γιατί φτιάχτηκαν πρωτογενώς για να πάγουν και να άγουν23. Η αγνόησή τους σημαίνει αγνόηση της ίδιας της ζωής, κάτι που οδηγεί σε καταδίκη τον άνθρωπο, οδηγεί σε μικρούς -της ζήσης καθημερινούς- ανεξήγητους (για το συρμικό νου) θανάτους.
Ο μικρός άνθρωπος, απατηλά ζει, ξοδευτικά, αφού με τα πλέρια δεν ευτυχεί -δεν τα επιδιώκει και μακριά τους στέκει-, θεωρώντας ανάξια κείνα που αξίες τα λέμε! Έτσι, ζεστά δεν ημπορεί να συλλογιστεί, δεν ημπορεί να πράξει θαλερά/θαρρετά. Απέχει λοιπόν, από τα όνειρα, από τα συναισθήματα, από τα οράματα, από τα μεθυστικά της ζωής, από την ελπίδα. Ότι ως αξία λογίζεται, δεν τον συγκινεί. Το περιβάλλον του, ο κόσμος του -τι πιο σημαντικό για ν' αξιωθεί!-, παράταιρος στέκει, ακριβώς επειδή ατομικά λειτουργεί και το συμφέρον του προτάσσει. Το κράτος, ως καθρέπτης των «ανύπαρκτων» ανθρώπων, της αδιάφορης ζωής, ίδια λειτουργεί: απέχει απ' ότι συγκινεί και προάγει!
Σιωπηλά, ανύποπτα, «κουρσεύεται» η πλαγιά: έτσι γινόταν οι εκχερσώσεις κάποτε (το έτος 1943)... (πάνω φωτ.). Κι... έτσι γίνονται σήμερα... (κάτω φωτ.)
Παρά τούτα, ευ!, στην αυτοκτονική, σημερινή ανήλιαγη ζωή, υπάρχουν άνθρωποι που δεν εθελόδουλα ενεργούν, που δεν ασυνειδώς αυτοκτονούν. Υπάρχουν άνθρωποι π' αποζητούν την ομορφιά και φτιάχνουν μικρές κιβωτούς, παραδείσους της ψυχής -όχι καταφύγια, μα θώκους ζωής, κιβωτούς/οίκους-, για να σωθούν οι ίδιοι κι όσοι το επιθυμούν. Αυτοί οι άνθρωποι, όντας μακριά από την κρατούσα, μονότροπη αντίληψη του κράτους σε σχέση με τη διαχείριση των κοινών, που θέλει τους πολίτες να έπονται των προσφορών της αγοράς, κατά παράβαση ηθικών θεμελιακών κανόνων κι αξιών, ενεργούν αυτοβούλως, με το ορμέφυτο της δημιουργίας, χωρίς τις πρωτοβουλίες ή τις παροχές του κράτους -που κανονικά θα έπρεπε, ως έχει υποχρέωση, να τις αναλαμβάνει-, δημιουργώντας/δίνοντας ζωή. Υποκαθιστούν δηλαδή το στρεβλό και τραγικό κράτος στις υποχρεώσεις του για τα κοινά24, το οποίο με «χάβδα και φατριασμό» (που έλεγε και ο θυμόσοφος στρατηγός Μακρυγιάννης) φροντίζει για την πόρεψή του, χωρίς φρόνιμα και στοχαστικά να ενεργεί. Είναι οι δημιουργοί άνθρωποι, οι διαφορετικοί, που με λογισμό κι όνειρο (έκφραση του Διονύσιου Σολωμού) βάρη κατανικούν, προάγοντας, στο μέτρο του δυνατού -και στον μικρόκοσμό τους, αν έτσι το νομίζετε, ω εσείς κατάδικοι της πλησμονής!- τους αγνοημένους κανόνες.
Υπό αυτή την έννοια, την αυτορρύθμιση που πραγματοποιούν στο φυσικό χώρο, ουδείς θα ηδύνατο να την επικρίνει. Αλλά, ω τι παράδοξο, τι οδυνηρό! Για τη στάση τους αυτή καταδικάζονται!.. Σέρνονται στην παραισθησία της διαβολής και της υποψίας, γιατί τολμούν να υψωθούν. Γιατί θαρρετά και με ανάστημα πλαταίνουν το φάσμα τους, μακραίνουν τη σκιά τους, ξανοίγουν το βλέμμα τους.
Δέστε τους..., να φυτεύουν ελπίδες στους κήπους των ανθρώπων, να σπέρνουν κόπους στα άκαρπα χωράφια της άρνησης. Δέστε τους..., 'κει στους λόφους, στα πλάγια, στα λεπτά σε γη βουνά, να γίνονται ένα με τη γη, συμμετέχοντας στη σύλληψη της ζωής, με τη φύτεψη του νιού δεντρού στα χώματα τα ορφανά, τα βεβαρημένα, τ' αδικημένα. Δέστε τους..., και νιώστε την ανάταση, νιώστε τη δημιουργία π' ακτινοβολούν. Για τούτο το καλό τους, δόλιοι και βλαπτικοί θεωρούνται, γραφικοί κι ανάρμοστοι φαίνονται, ...από το κράτος το σκληρωτικό, ...από μικρότατους ανθρώπους, αβάσταχτα τραγικούς!...25
Φωτ. Αναδημιουργώντας τη φύση: αναδασώσεις στη δεκαετία του '60
Αυτοδιαχειριζόμενη φύση
(Το περβόλι σου, η δημόσια γη...)
«Παιδί, το περιβόλι μου που θα κληρονομήσεις,
όπως το βρεις κι όπως το δεις να μην το παρατήσεις.
Σκάψε το ακόμα πιο βαθειά και φράξε το πιο στέρεα
και πλούτισε τη χλώρη του και πλάτηνε τη γη του,
κι ακλάδευτο όπου μπλέκεται να το βεργολογήσεις,
και να του φέρνεις το νερό το αγνό της βρυσομάνας...»
(«Οι πατέρες», Κωστής Παλαμάς)
Μ' ένα νέο όρο μιλούμε: Αυτοδιαχειριζόμενη φύση. Που σημαίνει: ανάληψη της ζωής του από τον άνθρωπο. Που απαιτεί: ανάσκαψή του, συντάραξή του, τυραγνισμό του. Που προϋποθέτει: συνειδητοποίηση του ποιείν κι ενάσκησή του. Που θέλει: τον πολίτη ποιητή...
Με το κοινωνείν ο πολίτης ζει το είναι του. Η συλλογικότητα αποτελεί έκφραση του εαυτού του μέσα σε μια ολότητα, δια του ποιείν. Ο πολίτης, οφείλει να συνλειτουργεί με τους γύρω και να επικοινωνεί τα γύρα, για το «συλλογικό καλό», που είναι αποτέλεσμα συνειδητοποίησης της ύπαρξης. Το ζειν ενεργείται από το όλον, που εκφράζει μια πληρότητα προσωπική και συντελείται σε μια ολότητα, που κοινωνία τη λέμε. Όταν στο σχεδίασμα τούτο, οι υφάνσεις ξεφτούν, όταν χαλαρές κι αδύναμες γίνονται και το αποσυναρτούν, όταν κουρέλι το κάμνουν -εν ξέσχυσμα-, τότε η κοινωνία παραδρομεί, πάσχει, απέχει, οπισθοδρομεί στην εικονική πρόοδό της. Δεν αποτελεί πια ολότητα, παρά ενότητα ανθρώπων, που, κάτω από την «κατάρα του πρωτόπλαστου», «βαστούν» βίο και μηχανικά λειτουργούν.
Ο παγιωμός όμως, δε φέρνει συμμέθεξη, και η ησυχία δε σημαίνει αρμονία. Διότι, δυσπεπτικός είν' ο βίος της παρέκκλισης, και τέναγος η ζήση, όταν σε παχεία λάσπη ακινητεί η ζωή και σε χάσματα 'ξολοθρεύεται. Μιαν παρέκβαση σε τούτα, εν αντάρτημα εσωτερικό, μιαν ορμή στην κάθεξη, είν' ικανά για να δηλωθεί η ύπαρξη και να ζηλωθεί η ζωή. Τόσο απλά... Όσο απλή είναι και η ύπαρξη...26 Μιαν αληθινότης έτσι, μπορεί ν' αναφανεί, μιαν υγιότης να υπάρξει, από πράξεις απλές, του ορμέφυτου. Και, η ένστιχτη προσπάθεια, η κρατημένη και θυλακωμένη στον πάγιο βίο, μπορεί να 'λευθερωθεί και να 'κδικήσει τους καιρούς του βάρους
Φωτ. Αυτοδιαχειριζόμενο είναι το πάρκο στη συμβολή των οδών Κύπρου & Πατησίων στα Πατήσια, από κατοίκους της περιοχής (πάνω φωτ.), που το αναδημιούργησαν όταν το Γενάρη του 2009 ο Δήμος Αθηναίων έκοψε το πράσινό του για να κατασκευάσει ιδιώτης επιχειρηματίας εκεί (κατόπιν συμφωνίας) υπόγειο parking. Οι πολίτες αυτοδιαχειρίζονται τη φύση τους, μην εμπιστευόμενοι τους φορείς που έχουν αυτό το θεσμικό ρόλο, τον οποίον δεν ασκούν σωστά ή τον παραβλέπουν για την εξυπηρέτηση άλλων ωφελειών -σημειώνεται ότι, η άδεια δόμησης του υπογείου parking ακυρώθηκε με απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, κι αυτό αποτελεί μια δικαίωση του αγώνα των κατοίκων (βλέπε στην κάτω φωτ. την κατάσταση μετά την κοπή και μετά την αναδημιουργία του πάρκου, από το www.kiproukaipatision.blogspot.com)
Έγερση, συνεπώς, είναι το ξεσήκωμα της ψυχής του ανθρώπου, η συντάραξη τού είναι του, για την ανάκτηση των ριζικών και την επανάκαμψη των συναισθημάτων: για να υπάρξει ευεργέτημα, για να υπάρξει δημιούργημα. Φυσικά, τούτα απαιτούν ήθος, αγωγή, ανάστημα, για τη «λευθέρωση»... Όμορφα απέδωσε την έγερση ο Διονύσιος Σολωμός, προτρέποντας να κινηθούμε «με λογισμό και μ' όνειρο», δηλαδή συνετά και ποιητικά-δημιουργικά. Για να επικυρώσει ο Φρήντιχ Χέλντερλιν λέγοντας: «Ποιητικά κατοικεί ο άνθρωπος...» Το «ποίημα», το δημιούργημα του ανθρώπου, είναι έδραιο, όταν είναι διανοημένο. Που σημαίνει ότι, θα είναι φιλοσοφημένο ως ενέργεια, όχι φυσικά στα πλαίσια του περισπούδαστου και βαριού συλλοϊκού, όχι στα πλαίσια του στείρου ακαδημαϊσμού και του πολυσύνθετου λογισμού, αλλά ως αληθινότητα, προκύπτουσα εκ του φυσικού τού βίου, που κάμει τον άνθρωπο σοφό στα ενεργήματά του -εξ ου και η λαϊκή σοφία, που πολλά μάς δίδαξε... Έλεγε ως προς τούτο ο σοφός γέροντας στον πολίτη που διαμαρτύρετο γιατί ο δήμος δεν τον εξυπηρετούσε σε αίτημά του που αφορούσε στη διαχείριση του κοινόχρηστου χώρου: Κι εσύ δήμος είσαι. γιατί λοιπόν δεν κάμεις κείνο που απαιτείς μόνος σου; Γι' αυτό και ο Κωστής Παλαμάς, δίνοντας στο ποιητικό του έργο τoν τίτλο «Η Ασάλευτη Ζωή», εννοούσε όχι την ακίνητη, την τελματωμένη ζωή, μα την ισόρροπη, τη στέρεα, που δεν παλινδρομεί και δεν παραπαίει, έχοντας έδραια φιλοσοφία, αφού θα είναι σε θέση να κρατά τις αξίες, να δέχεται τα ερεθίσματα, τις νέες ιδέες, και να προχωρά, χωρίς όμως να χάνει τα κέντρα αναφοράς της, επαναπροσδιοριζόμενη στο φυσικό κόσμο. Τούτο ήτο δυνατό μέσα από τη δημιουργική πράξη και τη μνήμη -τη συλλογική μνήμη, διά της οποίας διδάσκεται και κραταιώνεται το παρόν, και προσδιορίζεται το μέλλον.
Το φυσικό όμως, το προκύπτον, αλί..., στους καιρούς μας αγνοείται, ακριβώς γιατί το δημιούργημα είναι εικονικό, δεν έχει δύναμη, αλήθεια, είναι κατασκευή! Αλήθεια του πράγματος, είναι το συναίσθημα του δημιουργού εν αυτώ, ο κόπος του στο δημιούργημα. Η φύση συνεπώς του πράγματος, είναι η αλήθεια του δημιουργήματος. Και το μεγαλειώδες της δημιουργίας φανερώνεται στην ικανοποίηση του δημιουργού, όταν ανακαλύπτει στο δημιούργημα την ουσία της (κάθε) ύπαρξης (αλλά και της δικής του).
Η ανακάλυψη τούτη, είναι η αποκάλυψη του δημιουργού. Αυτός, δημιουργώντας «γυμνώνεται», φανερώνει την ψυχή του. Και μια τέτοια αποκάλυψη, είναι η ποίηση του ανθρώπου, όταν τη φύση του πράγματος ανακαλύπτει, φτιάχνοντας φυσικά (με το αξιακό σύστημα της φύσης) τον κόσμο του. Ε!, τούτη τη φύση οφείλει να την αυτοδιαχειριστεί, να μην την αφήσει σε χέρια άλλων, να την προστατέψει, να έχει την έγνοια της, αφού είναι το περιβόλι του... Να μην την εμπιστευτεί στην «αδιόρατη» κοινωνία, οπού το παραποιείν και το μεταποιείν των πολλών, την αποσυνθέτει και την κάμει ανάξια του ρόλου της! Στο δε κράτος (την κοινωνία ως διοίκηση), ν' αφήσει το προνόμιο να διοικεί, χωρίς να εκχωρήσει το δικαίωμά του -που είναι και υποχρέωσή του, πολύ δε περισσότερο, όταν το κράτος δεν είναι Πολιτεία- να «καλλιεργεί το περιβόλι του». Νάναι φύλακας της φύσης του, μα και καλλιεργητής της...
Σπάζοντας τα «φράγματα» του πολιτισμού μας, φτιάχνουμε φύση στην πόλη: δημιουργία με «αντάρτημα» του πάρκου στη Ναυαρίνου & Ζωοδόχου Πηγής στα Εξάρχεια [από anonymous, στο http://www.parkingparko.blogspot.com/]. Για την ιστορία, η έκταση του πάρκου ανήκε στο ΤΕΕ, που την πρόσφερε το 1990 στο Δήμο Αθηναίων, με την προϋπόθεση να μεταφέρει το συντελεστή δόμησής της σε άλλη έκταση ιδιοκτησίας του. Με την αλλαγή του πολεοδομικού κώδικα, η ανταλλαγή δε συντελέστηκε και η έκταση παρέμεινε μισθωμένη μέχρι το 2008 σε επιχειρηματία για parking. Με τη λήξη της μίσθωσης, ζητήθηκε από τους κατοίκους των Εξαρχείων (που το πράσινο στην περιοχή τους «αναζητείται με μεγεθυντικό φακό»!), η μετατροπή της σε πάρκο. Μπρος στην άρνηση (ή την αδιαφορία...) που υπήρξε, και μπρος στον κίνδυνο δόμησής της, η έκταση μετετράπη σε πάρκο από πολίτες στις 7 Μαρτίου του 2009, το οποίο προστατεύεται και συντηρείται από αυτούς
Πρέπει δε να διακρίνουμε ότι, άλλο «ευαισθητοποίηση», δηλαδή «συγκίνηση» για το περιβάλλον, κι άλλο «συνειδητοποίηση» γι' αυτό. Διότι το πρώτο αναφέρεται στο συναίσθημα για την κατάστασή του, λόγω της έγερσης του ορμέφυτου, που ελεήμονα αντίληψη εμπεριέχει, μα και μιαν απόσταση δηλοί από το φυσικό αγαθό, από τη «γνώση του». κάτι που σημαίνει, μη συναίσθηση του δημιουργήματος -η οποία υφίσταται ακόμα κι αν απερρίπτετο ο προηγούμενος ισχυρισμός μας (περί ελεήμονος αντίληψης για τη φύση). Ενώ το δεύτερο προϋποθέτει την ύπαρξη παιδείας για το περιβάλλον, αγωγής ως προς την αντιμετώπισή του, εννόησης του δημιουργήματος κι αντίληψης για το γίγνεσθαι, κάτι που, όπως προείπαμε, απορρέει από τη συνείδηση για τη γη, που επιτυγχάνεται διά της συνειδητοποίησης της ύπαρξης κι ενασκείται διά του δημιουργείν, που είναι ο λόγος του ζειν. Τούτο μάς πάγει στην έννοια του φυτευτή της γης, του καλλιεργητή αυτής, ο οποίος δικαιωματικά αξιώνει να διαχειριστεί τη γη του -δηλαδή τον κοινόχρηστο πόρο, το φυσικό αγαθό. Όχι απλά να το απολαμβάνει, αλλά να το «καλλιεργεί»...
Φωτ. Η διεκδίκηση της φύσης από τον πολίτη (αφίσα για το πάρκο στην Κύπρου και Πατησίων)
Η νοιάξη της γης, που στον πρόλογο του δοκιμίου τούτου θέσαμε ως ζητούμενο και προαπαιτούμενο για τη συνέχειά της -για το ζειν-, δεν προτρέπει στο συναίσθημα του θεωρού, αλλά στη συνείδηση γι' αυτήν, κάτι που προϋποθέτει εντρύφηση, καλλιέργεια, παιδεία. Ο Χέλντερλιν συγκινήθηκε ευρισκόμενος στον Αγγελόκηπο (όπως στο σχετικό κεφάλαιο περιγράψαμε), όχι επειδή λυπήθηκε, θορυβήθηκε, ανησύχησε για το μέλλον του, ή επειδή το ρομαντικό του συναίσθημα εγέρθηκε, αλλά γιατί αισθάνθηκε τη φύση, την ένιωσε. κάτι που είναι πολύ βαθύτερο της έγερσης, είναι βίωση27. Ποιητικά βλέποντάς την, με ξεσηκωμένο ψυχισμό, γίνεται μύστης, γίνεται δημιουργός, γίνεται εργάτης του ποιείν. Αυτή η παιδεία μάς λείπει σήμερα: η καλλιέργεια για να ποιούμε. Γι' αυτό κι αδιάφοροι και συγκυριακοί για το περιβάλλον είμαστε, ως προς τα συναισθήματα και τις αντιδράσεις μας γι' αυτό -πέραν, φυσικά, των αλαζόνων και δολίων «συνελλήνων», που αποτελούν την εξουσιαστική ομάδα της κοινωνίας μας, οι οποίοι το καταστρέφουν με τις πολιτικές, τις αποφάσεις και τις πράξεις τους.
Κι εδώ έγκειται η λανθασμένη τακτική (πολιτική, αν θέλετε...) του κράτους (που δεν είναι Πολιτεία) για το περιβάλλον, όταν προσπαθεί με συνθήματα κι «εκστρατείες» να «ευαισθητοποιήσει» τον «απαίδευτο» νεοέλληνα, αποσκοπώντας στο ορμέφυτό του, ενώ δεν προσπαθεί να τον «μορφώσει», ώστε να αισθανθεί το δημιούργημα και ν' αποκτήσει αγωγή... Το κράτος φαίνεται να έχει «επαναπαυθεί» στο συναίσθημα υπέρ της φύσης των πολιτών, συντηρώντας μιαν κατάσταση από την οποία κατ' ουσίαν απέχει: της συμμετοχής στο πράττειν. Όμως τούτο είναι κάτι εντελώς διαφορετικό τού δημιουργείν, που προϋποθέτει παιδεία και παίδευση για το δημιούργημα...
Η αποστασιοποίηση του ανθρώπου από το δημιούργημα, η μη εννόησή του -ως θα έπρεπε- στα πλαίσια μιας ολότητας, η μη συνείδηση για τη γη, διαμορφώνουν συμπεριφορές όπως αυτές που αποδίδονται στο σύνδρομο NIMBY (not in my backyard) -πέραν φυσικά των συμπεριφορών γενικής αδιαφορίας/απάθειας ή αλαζονείας που επιδεικνύονται για το περιβάλλον, και που παραπάνω αναφέρθηκαν. Οι συμπεριφορές τύπου NIMBY, θα λέγαμε με μια πρώτη ματιά ότι αποσκοπούν στη διεκδίκηση του τόπου, κάτι που θα κρίναμε θετικά. Είναι όμως έτσι; Η διεκδίκηση είναι του τόπου ή του χώρου;
Φωτ. NIMBY: Η διεκδίκηση του χώρου...
Το πρόβλημα δε θα ήταν πρόβλημα, και η αντιμετώπιση θα ήταν σύμφωνη με τις προηγούμενες θεωρήσεις μας, εάν δεν υπήρχε το κτητικό (my) στη διεκδίκηση, το οποίο αλλάζει άρδην το νόημα της προσπάθειας. Διότι έτσι, το προσωπικό προτάσσεται έναντι του συλλογικού, το τοπικό έναντι του γενικού, καθώς η διεκδίκηση του τόπου ιδιαιτεροποιείται ως προσπάθεια και αυτοτελώς ενεργείται, περιοριζόμενη χωρικά. Εάν το κτητικό έλειπε, τότε το ζήτημα θα ετίθετο στην ευρύτερη βάση του, σε επίπεδο κοινωνίας: όχι δηλαδή η δράση στην πίσω αυλή τού καθενός, με την έννοια ότι θ' απεκλείετο η «διάβρωση» του δημιουργήματος, με την «κρυφία» υποβάθμισή του, που θα ενεργείτο στην πίσω αυλή -τη μη φανερή! Το γεγονός αυτό είναι που προσδίδει στο NIMBY την έννοια του συνδρόμου (ως συνόλου αντιδράσεων μιας κοινωνικής ομάδας), παρά του φαινομένου (ως διεργασία που συντελείται διά των αντιδράσεων), κάτι που σημαίνει ότι το NIMBY δε φτάνει να γίνει φαινόμενο -μένει στο επίπεδο της αντίδρασης28.
Με το NIMBY, οι -συνήθως εφησυχασμένες- τοπικές κοινωνίες, εξεγείρονται όταν διαπιστώσουν ότι ένα πρόβλημα τούς αγγίζει, ότι είναι στη γειτονιά τους, στην αυλή τους, και προσπαθούν να το αποδιώξουν, «σκουπίζοντάς το» προς άλλες αυλές. Αντιδρούν, όχι γιατί συνειδητοποιούν το «πρόβλημα», αλλά γιατί αντιλαμβάνονται το βάρος του πάνω τους. Τους απασχολεί η ακεραιότητα του χώρου τους, κι όχι του κόσμου τους (με την ευρύτητα που η έννοια αυτή έχει). Η διαφύλαξη του πλαισίου, του δεδομένου τους, είναι η πάλη για τη διατήρηση του περίκλειστου, του τοπικού, που εν αυτώ διεκδικείται η αρμονία. γι' αυτό και η μη νοιάξη για το παραπέρα, για το ευρύτερο, από το οποίο, το τοπικό «αποστασιοποιείται». Μια τέτοια όμως αντιμετώπιση, αφήνει «κενά», δημιουργεί «χάσματα» στην επιδιωκόμενη ολότητα -που έτσι δεν επιτυγχάνεται-, με την «αρπαγή» του (κάθε) τοπικού και τη διεκδίκησή του ως ιδιαίτερου. κάτι όμως που κατ' ουσίαν αντιποιείται το συλλογικό, αφού το κάθε τοπικό, στο πλαίσιο της ολότητας πρέπει ν' αξιολογείται. Διαμορφώνεται έτσι ένα αντιποιείν, που ερμηνεύεται από τους «κατήγορους» (τους οπαδούς της «ανάπτυξης») ως άρνηση στο παράγειν, που εντέλει υποσκάπτει τη δημιουργία ως σύνολη και πλήρη ενέργεια.
Φωτ. NIMBY: Όχι στην αυλή μου, ναι στου άλλου;...
Δε λέγουμε βέβαια, αναίσθητοι δε θάναι οι άνθρωποι με τον τόπο τους. Δε θ' απέχουν από αυτόν, δε θάναι μακριά του όταν οι άλλοι τον θίγουν ή όταν σχεδιάζεται/επιχειρείται η άλωσή του. Όμως, ο ξυπνός άνθρωπος βλέπει τον τόπο παραπέρα από την αυλή του: βλέπει τον περίγυρο, κι αντιμετωπίζει τον τόπο ως ολότητα. Δε βλέπει, π.χ., τη γειτονιά παλεύοντας γι' αυτήν, αλλά την πόλη στην οποία κατοικεί. Δε δημιουργεί έτσι καταφύγια ζωής, αλλά θώκους, δηλαδή πηγές ζωής, που τις διαφυλάσσει29. Η συνείδηση της γης, μας πάγει σε κάτι βαθύτερο κι ουσιαστικότερο από την «εξάρτηση» από τον τόπο, από το «δέσιμο» με τα γύρα. Μας πάγει στη νοιάξη του γύρω, στην αντίληψη της γης ως ιδέα ποιητική, δηλαδή δημιουργική (εκ του ποιείν), κάτι που ο λαϊκός άνθρωπος είχε καλλιεργημένο από τη βίωσή του με τη γη -αντίθετα δε, σήμερα οι άνθρωποι, τόσον της επαρχίας, όσον και του άστυ, λιγοστά ποιούν, ακριβώς επειδή είναι αποστασιοποιημένοι από τη γη!..
Ο ορίζοντας, η γη, ο ουρανός, η κορυφογραμμή, ο κάμπος κ.ά. -τα στοιχεία της φύσης γενικότερα-, δεν έχουν τέρμα, δεν έχουν όριο, για να τα προσδιορίσεις τοπικά και ιδιαίτερα να τα δεις και να τα προστατέψεις30. Η αντίληψη για το «πλάτος (βάθος) της γης» είναι το αποτέλεσμα της σπουδής της, και τούτο λείπει σήμερα. Γι' αυτό και ποιητές δεν αισθανόμαστε...
Σημειώσεις
12 Η στάση ζωής του σύγχρονου Έλληνα προς το περιβάλλον του, θ' απογοήτευε τον ειλικρινή φιλέλληνα Πάτρικ Λη Φέρμορ, που το 1966 υποστήριζε: «Το τελευταίο από τα πανελλήνια χαρακτηριστικά, είναι ένας προσανατολισμός προς την αρετή, που μπορεί να έχει τις ρίζες του στα προτερήματα που εκτιμούσαν οι Αρχαίοι, είτε στην χριστιανική ηθική» [Fermor L. P., «Ρούμελη. Οδοιπορικό στη Βόρεια Ελλάδα», μετάφραση: Λίνα Κάσδαγλη, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2009 (πρώτη έκδοση εις την αγγλικήν το έτος 1966), σελ. 193]. Δυστυχώς, ως σύγχρονοι απογοητεύουμε ακόμη κι εκείνους που καλόγνωμα μάς βλέπουν, κι επιζητούν στη χώρα μας το φως που λείπει στην Εσπερία!.. Τα ίδια, πάνω-κάτω, με τον Φέρμορ πίστευε και ο Αμερικανός συγγραφέας Χένρυ Μίλλερ, όταν έλεγε στον «Κολοσσό του Μαρουσιού»: «Η ελληνική γη ανοίγει μπρος μου σα βιβλίο της Αποκάλυψης. Δεν τόξερα πως η γη έχει τόσα πολλά, περπατούσα με δεμένα τα μάτια, με διστακτικά, τρεμουλιάρικα βήματα, ήμουν περήφανος κι απόκοτος, μου έφτανε πως ζούσα μια ψεύτικια, περιορισμένη ζωή μέσα στην πόλη. Το φως στην Ελλάδα μού άνοιξε τα μάτια, μπήκε μέσα στους πόρους μου, ελευθέρωσε όλο μου το είναι. Γύρισα πίσω στον κόσμο, έχοντας βρει το πραγματικό κέντρο και το αληθινό νόημα της επανάστασης», όπως και ο Λε Κορμπιζιέ: «Γιατί ξοδεύει κανείς το χρόνο, το χρήμα, τις δυνάμεις τού ενθουσιασμού του, εξερευνώντας το έργο τόσων πανέμορφων επαρχιών μας, που δεν είναι παρά οι συνέπειες της πρωταρχικής αιτίας, και να αγνοεί την Ελλάδα; Υποστηρίζω ότι, κάθε άνθρωπος που αγαπά τη ζωή και αγωνιά για το αργό ναυάγιο της συνείδησης μέσα στη θύελλα της πρώτης μηχανοκρατίας, πρέπει να επιβιβάζεται στο πλοίο από τη Μασσαλία και να βάζει πλώρη για την Ελλάδα. Εκεί βρίσκεται η αφετηρία της Δύσης μας» («Point de Depart», Charles Edouard Jeanneret - Le Corbusier).
13 Το δωμάτιο ως τόπος, προκύπτει από την αύρα του ανθρώπου σε αυτό, κατά τη διαδικασία του κατοικείν. Τα στοιχεία του αποπνέουν ζωή, όταν λειτουργούν. Και τούτο συμβαίνει όταν ο άνθρωπος εκφράζεται εν αυτώ, καθώς κι όταν τα στοιχεία της φύσης αυτενεργούν και «συνομιλούν». Δέστε το τούτο στα λόγια του Χάιντεγκερ, ο οποίος αναφέρεται σ' έναν ελληνικό ναό: «Το στίλβωμα και η λάμψη της πέτρας, αν και αυτή φαινομενικά αστράφτει μόνο χάρη στον ήλιο, αποκαλύπτει ωστόσο πρώτη στο φως, το φως της ημέρας, το εύρος του ουρανού, το σκοτάδι της νύχτας»
14 Δέστε τα έργα των προγόνων, με τις προσαρμογές στο φυσικό τοπίο και την εναρμόνιση των ενέργειών τους με τους νόμους και τους κανόνες της φύσης (π.χ., ξερολίθινοι αναβαθμοί για την καλλιέργεια επικλινών εδαφών, κτίσματα προσαρμοσμένα στο φυσικό ανάγλυφο, κατασκευές με φυσικά υλικά, που δεν πρόσβαλαν την αισθητική και αφομοιώνονταν στο φυσικό περιβάλλον κ.ά.) Βέβαια, ο έπαινος τούτος δεν τους απαλλάσσει από τις ευθύνες αιώνων, που έκαμαν τη φύση να καταπέσει και τους ανάγκασαν, για να επιβιώσουν, ν' ακολουθήσουν πρακτικές προσαρμογής και συμπόρευσης με τους φυσικούς κανόνες -που, τελικά, διαμόρφωσε τον έπαινο που τους δίδουμε!..
15 Εξάλλου, αυτή ακριβώς είναι και η σημασία του τόπου, προσδιορισμένη από την παρουσία του ανθρώπου. άλλως είναι χώρος...
16 Ο Περικλής Γιαννόπουλος, όντας πολύ μπροστά από την εποχή του, παρουσίασε μια οικολογική αντίληψη της ζωής, την οποία υποστήριξε θεωρητικά (με το, μικρό σε όγκο, αλλά πολύ σημαντικό, συγγραφικό έργο του -που θα ήταν πολύ μεγαλύτερο αν δεν το κατέστρεφε λίγο πριν την αυτοκτονία του) και πρακτικά (με τον τρόπο ζωής του). Ο Γιαννόπουλος διακήρυττε ότι η ανθρώπινη δράση και δημιουργία, η πολιτική και η τέχνη, πρέπει ν' αποτελούν εποικοδόμημα της φύσης και των φυσικών δεδομένων κάθε τόπου. Την ποιότητα δε της ελληνικής τέχνης, τη συνέδεε με την ιδιαιτερότητα του ελληνικού τοπίου. Ο ίδιος περνούσε μεγάλο μέρος της ζωής του στην ύπαιθρο, βιώνοντας τη φύση, νιώθοντας την ως μέρος του υπαρκτού, στο οποίο έδιδε λόγο, βήμα κι αξία.
17 Πολιτεία είναι (λεξικογραφικός ορισμός): το κράτος και η πολιτική του, με την έννοια της πρακτικής της διακυβέρνησης, δηλαδή της (ορθής και δίκαιης) οργάνωσης, διεύθυνσης και διοίκησης των ανθρώπινων κοινωνιών (βλέπε λήμμα «Πολιτεία» στο «Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής» του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών-Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη, Αριστοτέλειο Πανεσπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1998).
18 ...και, πέραν των διακαιωμάτων που απολαμβάνει ο πολίτης ως υπήκοος του κράτους.
19 Ο απεριόριστος πλουτισμός στην Αρχαία Ελλάδα ήταν καταφρονητέος.
20 Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι, αυτό που σήμερα γίνεται, που στα πλαίσια της αειφορίας ως αρχής διαχείρισης των φυσικών πόρων, λαμβάνονται μέτρα και διαμορφώνονται πολιτικές εφαρμογής της, έχοντας -κατά το μάλλον ή ήττον- συνειδητοποιηθεί ή έστω αναδειχθεί η σημασία της, στην Αρχαία Ελλάδα εφαρμοζόταν ήδη στην πράξη, μέσα από τη συνειδητότητα που το σύστημα διαχείρισης των κοινών πρόσφερε.
21 Το αγαθό στην ιδανική πολιτεία, ας το εννοήσουμε ως πόρο, και ας δούμε πώς σήμερα τον αντιμετωπίζει ο άνθρωπος: υπερεκμεταλλεύεται για την ικανοποίηση του ατομικού του συμφέροντος ότι φυσικά τού προσφέρεται, χωρίς, ως επί το πλείστον, να προνοεί για τη συνέχειά του, αφού η ασύνετη διαχείρισή του οδηγεί στην υποβάθμιση ή και την έλλειψή του. Ο κοινόχρηστος πόρος, μη λογιζόμενος ως φυσικό αγαθό απάγεται, όντας αγνοημένος στο φαύλο κύκλο της παραγωγής και της κατανάλωσης, οπού η νοιάξη για το κοινό παρέλκει!..
22 Το συστημικό πρότυπο της σύγχρονης κοινωνικής δομής, περιλαμβάνει τα εξής συστήματα: Σύστημα Αξιών - Σύστημα Κοινωνικής Δομής - Γνωσιολογικό Σύστημα - Κυβερνητικό Σύστημα (Κράτος) - Σύστημα Επιστασίας Περιβάλλοντος - Σύστημα Πρωτογενών Ομάδων - Σύστημα Προσώπου (βλέπε σχετικά: Καραμανώφ Μ., «Βιώσιμο κράτος και δημόσια κτήση. Τα όρια των ιδιωτικοποιήσεων», εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2010, σελ. 41).
23 «Όταν δεν υπάρχει φύσις, δεν υπάρχει ποίησις, δεν υπάρχει ζωή», είχε σοφά πει ο λυρικός (και ταυτόχρονα δραματικός -ως συνήθως συμβαίνει...) ποιητής και πεζογράφος Γεώργιος Βιζυηνός.
24 Η εξουσία του κράτους αφορά στην παροχή των εγγυήσεων -για τη διασφάλιση των οποίων απαιτείται είτε προληπτική, είτε κατασταλτική δράση- της δίκαιης, υγιούς κι ασφαλούς ζωής στους πολίτες του, κάτι που συνεπάγεται ρόλο πατερικό και διαπαιδαγωγικό. Το σημερινό κράτος όμως, παραδρομώντας, έχει κύρια ρόλο εγγυητή των συμφερόντων της αγοράς, αφού οι προσφορές αυτής έχουν αναχθεί σε άπαν για την πρόοδο και τη συνέχεια της κοινωνίας μας.
25 Βεβαίως, αυτοί οι άνθρωποι, από έλλειψη γνώσεων προφανώς, κι όχι περιβαλλοντικής αγωγής -που πλήρεις είναι...-, υποπίπτουν σε λάθη, λάθη που αφορούν στον τρόπο που (αυτο)διαχειρίζονται το φυσικό χώρο. Είναι τα λάθη της αυθορμησίας και της υπακοής στο ορμέφυτο, όπως εμείς τα χαρακτηρίζουμε. Έτσι βλέπουμε να πραγματοποιούνται λανθασμένες [μη επιστημονικές, αποκαλούνται από τους (επι)κριτές της προσπάθειας] αναδασώσεις, με φυτά μη ενδεδειγμένα για το οικείο περιβάλλον, να καταστρέφεται υπάρχουσα φυσική βλάστηση, καθώς και σπόροι της γης που περιμένουν την ώρα του για να «ξυπνήσουν», να φυτεύονται με κακό τρόπο τα φυτά, να μην υπολογίζονται τα στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος (κορυφογραμμές, υδρορέματα, τοπίο κ.ά.), να «αναστατώνεται» γενικώς ο φυσικός χώρος. Καλώς λέγονται αυτά και κακώς συμβαίνουν, όμως, ...ας αναρωτηθούμε: μην είναι προτιμότερα τούτα της (κρατικής, κοινωνικής, μα κι επιστημονικής) απραξίας;
26 ...που, σύνθετη την κάναμε!.. -και..., καταπώς έλεγε ο Γιάννης Σκαρίμπας: «...έχουμε πάψει να είμαστε απλοέλληνες»!
27 Νοιάξη για τη γη δηλοί και τούτη η «από καρδιάς» αντίδραση του ποιητή:
«Κι έτσι νάναι να μην τρέμει κι η καρδιά μας μ' αγωνία
η καρδιά μας πούναι Θε μου τόσο αδύναμη κι αγνή.
Πούναι τόσο, που θα μπόρειε για μι' ασήμαντη ιστορία,
για το θάνατο ενός ρόδου με μι' αβάσταχτη πικρία,
όλη μέρα να αιμοστάζει κι όλη νύχτα να θρηνεί»
(«Γαλήνη», Ορέστης Λάσκος)
28 Το αντίθετο του NIMBY, είναι το YIMBY (yes in my backyard), που δηλοί εμπιστοσύνη στον developer (ας πούμε έτσι τον ενεργούντα, δηλαδή τον κατασκευαστή, τον επενδυτή κ.ά.), κι αποδοχή του ενεργήματος, αφού αναμένονται οφέλη από αυτό, δηλαδή να προκύψει ευεργέτημα, κάτι που σε συνειδητοποιημένες κοινωνίες (που δεν έχουν άγνοια του προκειμένου), θα λέγαμε ότι αποτελεί την ιδανική κατάσταση.
29 Στα κινήματα των γειτονιών, βλέπουμε μια τέτοια αντίληψη, όπως και σε ορισμένες μη κυβερνητικές οργανώσεις -όχι σε όλες!..
30 «Μόνον άφρακτη φύση» έλεγε ο Henry D. Thoreau στο κλασικό (για την οικολογική σκέψη) έργο του «Walden» (βλέπε σχετικά: Thoreau H. D., «Walden. Η ζωή στο δάσος», μετάφραση: Βασίλης Αθανασιάδης, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2007, σελ. 184).
Πηγές
1. Βλάχου Α., «Φύση, κεφάλαιο και κοινωνία», εκδ. Κριτική, Αθήνα 2007.
2. Βουρβέρης Κ., «Πλάτων και Αθήναι», ιδιωτική έκδοση, Αθήναι 1950.
3. Γεωργόπουλος Αλ., «Περιβαλλοντική ηθική», εκδ. Gutenberg, Αθήνα 2002.
4. Γιαννόπουλος Π., «Η ελληνική γραμμή», πρώτη δημοσίευση: Μάρτιος 1903, εκδ. Γαλαξίας, Αθήνα 1961.
5. Carter F., «The education of little tree», Eleanor Friede Books, New York 1976.
6. Chateaubriand F., «Σατωμπριάν, Οδοιπορικό-Η Ελλάδα του 1806», πρόλογος-μετάφραση: Αντρέας Καραντώνης, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα 1979.
7. Ελευθεριάδης Ν., «Αισθητική του τοπίου», εκδ. Photo/Graphs Studio, Δράμα 2006.
8. Θεοδωρακόπουλος Ι. Ν., «Εισαγωγή στον Πλάτωνα», εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, έκδοση δεύτερη, Αθήνα 1947.
9. Fermor L. P., «Ρούμελη. Οδοιπορικό στη Βόρεια Ελλάδα», μετάφραση: Λίνα Κάσδαγλη, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2009.
10. Heidegger M., «Ποιητικά κατοικεί ο άνθρωπος», επιμέλεια: Ξηροπαϊδης Γιώργος, μετάφραση: Αβραμίδου Ιωάννα, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα 2008.
11. Heidegger M., «Κτίζειν, κατοικείν, σκέπτεσθαι», επιμέλεια-μετάφραση: Ξηροπαϊδης Γιώργος, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα 2008.
12. Καραμανώφ Μ., «Βιώσιμο κράτος και δημόσια κτήση. Τα όρια των ιδιωτικοποιήσεων», εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2010.
13. Le Corbusier, «Κείμενα για την Ελλάδα. Φωτογραφίες και σχέδια», μετάφραση: Λήδα Παλλαντίου, εισαγωγή - επιμέλεια: Γιώργος Σημαιοφορίδης, εκδ. Άγρα, Α΄ ανατύπωση, Αθήνα 1987.
14. Marcuse H., «One-dimensional Man: studies in the ideology of advanced industrial societies», MA. Beacon Press, Boston 1964.
15. Μαυρόπουλος Θ. κ.ά., «Πλάτων», εκδ. Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2006.
16. Μελετόπουλος Μ., «Περικλής Γιαννόπουλος: Βίος, έργο και αυτοκτονία», περιοδ. «Νέα Κοινωνιολογία», τ. 39, Φθινόπωρο 2004.
17. Μίλλερ X., «Ο κολοσσός του Μαρουσιού», τίτλος πρωτοτύπου: The Colossus of Maroussi (Νέα Υόρκη 1941), μετάφραση: Ανδρέας Καραντώνης, εκδ. Γαλαξίας, Αθήνα 1965.
18. Norman-Schulz Chr., «Genius loci: Το Πνεύμα του Τόπου. Για μια Φαινομενολογία της Αρχιτεκτονικής», επιστημονική επιμέλεια: Αναστασία Πεχλιβαδίνου-Λιακατά, μετάφραση: Μίλτος Φραγκόπουλος, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Ε.Μ.Π., Αθήνα 2009.
19. O' Neil J., «Ecology, Policy and Politics: Human Well-Being and the Natural World», Rout ledge, London 1993.
20. Rifkin J., «Η οικονομία του Υδρογόνου», μετάφραση: Χ. Καψάλης, εκδ. Λιβάνης, Αθήνα 2003.
21. Skolimowski H., «Eco-philosophy, Designing New Tactics for Living», London 1981.
22. Σταυρακάκης Γ. (επιμ.), «Φύση, κοινωνία, πολιτική», εκδ. Νήσος, Αθήνα 1996.
23. Στεφάνου Ι. & Ι., «Η φυσιογνωμία της ελληνικής πόλης», από το συλλογικό έργο «Το ελληνικό τοπίο. Μελέτες ιστορικής γεωγραφίας και πρόσληψης του τοπίου», εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2005.
24. Taylor P. W., «Respect for Nature: a theory of environmental ethics», Princeton University Press, Princeton 1986.
25. Thoreau H. D., «Walden. Η ζωή στο δάσος», μετάφραση: Βασίλης Αθανασιάδης, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2007.
26. Tompkins P. & Bird Chr., «Η μυστική ζωή των φυτών», τίτλος πρωτοτύπου: The secret life of plants, μετάφραση: Γιούρι Κοβαλένκο, εκδ. Χατζηνικολή, Αθήνα 1976.
27. Τσάτσος Κ., «Διάλογοι σε μοναστήρι», Οι εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα 1974.
28. Χαϊντενράιχ Ε., Χτούρης Σ., Ίψεν Ντ., «Αθήνα. Η κοινωνική δημιουργία μιας μεσογειακής μητρόπολης», μετάφραση: Γιώργος Σαγκριώτης, πρώτη έκδοση εις τη γερμανικήν το έτος 1993, εκδ. Κριτική, Αθήνα 2007.
29. Χέλντερλιν Φρ., «Πάμε έξω, στη χλωρασιά. Υπερίων ή ο ερημίτης στην Ελλάδα», μετάφραση: Λαυρέντιος Γκέμερεϋ, εκδ. Ηριδανός, Αθήνα 1982.
30. Vrieslander K., Καΐμη Τζ., «Το σπίτι του Ροδάκη στην Αίγινα», προλογικό σημείωμα: Άρης Κωνσταντινίδης, εισαγωγή: Δημήτρης Φιλιππίδης, επίμετρο - επιμέλεια: Μισέλ Φάις, πρώτη έκδοση 1934, δεύτερη έκδοση 1997, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1997