ΜΟΝΙΜΕΣ ΣΤΗΛΕΣ

ΓΑΙΑΣ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ

Το ιδιωτικό στη φύση

07 Ιούλιος, 2015

Το ιδιωτικό στη φύση

Κτήση ή κτίση της φύσης; (5ο από το 5ο)

Του Αντώνιου Β. Καπετάνιου

Δημόσια ή ιδιωτική η φύση στην Ελλάδα;

«-Τι χρειαζόμαστε το μάθημα αυτό;
-Για να μετρούμε τη γη.
-Μα την κάθε γη;
-Βεβαιότατα.
-Ε, τότε θαυμάσια, αξίζει να μάθει κανείς γεωμετρία,
αφού όλος ο κόσμος χρειάζεται μοιρασιά».

(«Νεφέλες», Αριστοφάνης)

Το ζήτημα της κυριότητας των φυσικών πραγμάτων, που πρέπουν στην ολότητα και οφείλουν να διατίθενται για την απόλαυσή τους από αυτήν, έχει αντιμετωπιστεί στην Ελλάδα κατά το πνεύμα της καθολικότητας και της κοινοχρησίας, έτσι που, για να εξυπηρετείται αυτός ο σκοπός, το μέγιστο των φυσικών αγαθών ανήκει στο Ελληνικό Δημόσιο. Βέβαια, υπάρχει το ζήτημα της ιδιωτικοποίησης πολλών εξ αυτών, με τη διάθεση της γης του φυσικού αγαθού για λόγους δημοσίου συμφέροντος -το οποίο συνεχώς διευρύνεται και λαστιχοποιείται!-, που συνεπάγεται αντίστοιχα την (εντέλει) απώλεια του φυσικού αγαθού, καθώς και την κατοχή μέρους των φυσικών αγαθών από ιδιώτες, οι οποίοι επιδιώκουν και πιέζουν για την αξιοποίηση της «περιουσίας τους» -που συνεπάγεται επίσης την απώλεια του φυσικού αγαθού. Η απαίτηση  γι' απόδοση της δασικής, της χορτολιβαδικής, της παραλιακής κ.ά. γης σε ιδιώτες, είναι διαρκής κι έντονη, ώστε ως ιδιωτική περιουσία να τύχει καλλίτερης προστασίας και εκμετάλλευσης (αξιοποίηση, αντί αυτής, είναι η καινοφανής έννοια που καθιερώνεται, προς μετριασμό των αντιδράσεων και για να δειχτεί μια νέα αντίληψη στις ανθρώπινες πρακτικές). Είναι μια απαίτηση που απορρέει -κατά τους υποστηριχτές τούτης της θέσης- από τη δυσλειτουργία του κρατικού μηχανισμού και την εν γένει αδυναμία του να προστατεύσει επαρκώς τη δημόσια περιουσία. η οποία, επιπροσθέτως, για τους ίδιους λόγους, μένει αναξιοποίητη!

 


Καταπάτηση της ακτής και ιδιοποίησή της!

 

Τούτα τα ζητήματα αναδεικνύονται μέσα από νεωτεριστικές απόψεις/θέσεις περί της δημόσιας περιουσίας και της δυνατότητας αυτή να μετέλθει σε ιδιωτικά χέρια, για να καταστεί αξιοποιήσιμη. Ποιος ο λόγος, λέγουν οι υποστηριχτές τούτων των απόψεων, να στέκει νεκρή η δημόσια γη που συντηρεί φύση και απλά να «φυλάσσεται», με την κατ' οικονομίαν διαχείρισή της από το Δημόσιο, χωρίς όφελος (οικονομικό) για την κοινωνία. ενώ μέσα από την αξιοποίησή της θα οφεληθεί (η κοινωνία) πολλαπλώς; Τι είναι προτιμότερο: η κοινωνία ν' απολαμβάνει (αύλως) ή να οφελείται (υλικώς); Απόψεις βαθιά τεχνοκρατικές, στενού ρεαλισμού αυτές, ενάντιες στο πνεύμα της περιβαλλοντικής διαχείρισης του φυσικού αγαθού, που όμως βρίσκουν πρόσφορο έδαφος στην κοινωνία κι απήχηση στους πολίτες, καθώς τις υποστηρίζουν πέρα από τους τεχνοκράτες και (κάποιοι) κοινωνιστές. Και τούτο συμβαίνει διότι, οι εν λόγω απόψεις επενδύονται και με κοινωνικά κριτήρια, πέραν των οικονομικών -εξάλλου, είναι πλέον καθιερωμένο η οικονομία να βάζει μπροστά την κοινωνία για να επιτύχει τους στόχους της!-, κι αποκτούν κοινωνικό προσωπείο, καθώς θεωρείται ότι με τον τρόπο αυτό δύναται ν' αντιμετωπιστούν σοβαρά κοινωνικά προβλήματα, όπως της ανεργίας, της επιχειρηματικότητας, της οικονομικής ρευστότητας κ.ά. Καθίσταται έτσι απαραίτητη και μη αμφισβητήσιμη η εφαρμογή ενός μοντέλου ανάπτυξης της χώρας που θα στηρίζεται στην αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας, μιας και το απόθεμα δημόσιας γης που μπορεί να διατεθεί για το σκοπό αυτό είναι πολύ μεγάλο.

Ας δούμε, σε σχέση με το θέμα, την άποψη του καθηγητή της Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Κωνσταντίνου Τσουκαλά (και καθηγητή μου το 1984 στο μάθημα της «Κοινωνιολογίας της υπαίθρου» όταν δίδασκε στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης), η οποία διατυπώθηκε το 1998 (στην εφημερίδα «Το Βήμα», φύλλο 27ης-9-1998), την οποία ο καθηγητής παρουσίασε ως ρηξικέλευθη και που όντως συντάραξε, σόκαρε θα λέγαμε, ακριβώς διότι διατυπώθηκε από έναν κοινωνιολόγο και φιλόσοφο, κι όχι από έναν οικονομολόγο και τεχνοκράτη. Λέγει ο καθηγητής ότι η φύση δεν πρέπει ν' αφήνεται στα αποδεδειγμένα ανίκανα χέρια της κρατικής εξουσίας, καθότι, στο μέτρο που η ανθρώπινη παρέμβαση στο περιβάλλον μπορεί να συμβάλει στη δημιουργία κέρδους και στην ανάπτυξη, τότε δε νομιμοποιεί την κατ' οικονομίαν κρατική εξουσία στο να εμμένει στο μονοπώλειο της εκμετάλλευσης και της δήθεν «προστασίας» της. Και αντιπροτείνει σε αυτό το «κακό» την «καθολική ιδιωτικοποίηση της φύσης, ως μόνη μέθοδο που θα μας σώσει από το αδιέξοδο». Σημειώνει τα εξής ο καθηγητης: «Είναι πια καιρός να συνειδητοποιήσουμε πως η φύση, η θάλασσα, τα νερά και τα δάση δεν αποτελούν αυτό που κάκιστα και καταχρηστικά έχουμε συνηθίσει να ονομάζουμε "δημόσια αγαθά". Αυτά δηλαδή που υποτίθεται ότι "ανήκουν" σε όλους από κοινού. αλήθεια, ποιος τους τα έδωσε και τι θα πει "όλοι"; -και αυτά τα οποία κατ' επέκτασιν γεννούν στον καθένα το κακώς νοούμενο "δικαίωμα" να απολαμβάνει ελευθέρως και κατά βούλησιν δίχως να δίνει λογαριασμό σε κανέναν άλλο. Πέραν του εγγενώς παραλόγου αυτής της άποψης που αναμασά παρωχημένες σοσιαλίζουσες ανοησίες, οι εφαρμογές της είναι εντελώς αντιπαραγωγικές. Η πείρα των τελευταίων δεκαετιών αλλά και η απλή λογική μάς λένε ότι για να εκτιμηθεί ένα οποιοδήποτε αγαθό, και για να υπάρχουν κίνητρα για την ορθή και οικονομική του χρήση, η πρόσβαση σε αυτό θα πρέπει να εξαρτάται από κάποια θυσία του ατόμου, έστω από μια οικονομική αντικαταβολή. Όποιος θέλει να απολαμβάνει τη βόλτα στο δάσος, να αναπνέει τον καθαρό αέρα των δρυμών ή να κάνει μπάνιο στο διάφανο νερό της θάλασσας δεν θα πρέπει να έχει αντίρρηση να πληρώνει ένα συμβολικό ποσό για να εξασφαλίζει την ευχαρίστησή του, αλλά και για να μπορεί να γνωρίζει ότι και όσοι "άλλοι" επιλέξουν παρόμοιες μορφές ηδονής, χαράς και αναψυχής επιδεικνύουν την ίδια ορθολογική στάση και σέβονται επομένως το αγαθό που απολαμβάνουν. Η κοινότητα των φυσιολατρών θα είναι πολύ πιο συνειδητή αν συγκροτείται από τα επιλεγμένα άτομα που "αγοράζουν" το αντικείμενο της επιθυμίας τους. Πρέπει να καταλάβουμε ότι η απόλαυση είναι σαν την ψυχανάλυση: όποιος δεν πληρώσει, καταστρέφει τη διαδικασία στην οποία εισέρχεται».

Περαιτέρω αναφέρεται στην ορθολογικότερη εκμετάλλευση και αξιοποίηση της φύσης, η οποία επιτυγχάνεται διά του ιδιωτικού τομέα, ενώ θέτει και τον οικονομικό παράγοντα, με την απαλλαγή του κράτους από έξοδα συντήρησης ενός πολυέξοδου μηχανισμού (υπηρεσιών και μέσων) προστασίας και διαχείρισης του φυσικού αγαθού. Όμως προχωρά και περισσότερο, μιλώντας για κοινωνική δικαιοσύνη στη συμμετοχή της προστασίας του φυσικού πόρου, καθώς δεν μπορεί το κράτος να υποχρεώνει τον πολίτη που δεν το επιθυμεί ή που έχει μη οικολογική νοοτροπία να πληρώνει για την προστασία του! Τέλος μιλά για την «κυρίαρχη βούληση», που ζητά γη και τούτη δεν πρέπει να την αγνοήσουμε -οι οικοπεδοφάγοι υπάρχουν διότι το κράτος αρνείται τη γη στους ανθρώπους για να την αξιοποιήσουν! Καταλήγει λοπόν ότι για το καλό της κοινωνίας και της λογικής πρέπει ν' απελευθερώσουμε την ιδιωτική πρωτοβουλία στη φύση, αφήνοντας την ανθρώπινη εφευρετικότητα να κινηθεί «δίχως ηλίθιους και ανεδαφικούς περιορισμούς», καθώς σε λίγο δε θα αναγνωρίζουμε αυτό που «οι άφρονες οικολόγοι ονομάζουν "περιβάλλον"», αντιλαμβανόμενοι -επιτέλους!- την ορθολογική αντιμετώπιση της αξιοποιημένης φύσης.

 


Όχι φραγμένη, αλλά άφραχτη φύση!

 

Απόψεις τέτοιες αποτελούν την επιτομή άρνησης της φύσης στα πλαίσια της κοινοχρησίας, θεωρώντας το φυσικό αγαθό υπό ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, δηλαδή εκμεταλλεύσιμο/αξιοποιήσιμο, ενώ και ο προσδιορισμός του γίγνεσθαι πραγματοποιείται με οικονομικά κριτήρια. Το έτσι θεωρούμενο φυσικό αγαθό δεν ημπορεί να μείνει άφθαρτο, αλλά θα τύχει της επιτήδευσης (για να γίνει ελκυστικό), της μεταλλαγής (για να γίνει προσιτό) ή και της απώλειάς του (για λόγους «δημοσίας ωφελείας») από τον εκμεταλλευτή του. Η «άφραχτη φύση», το motto του σημαντικού Αμερικανού περιβαλλοντιστή φιλοσόφου Henry D. Thoreau, θεωρείται εν προκειμένω λόγος άπληρος, έννοια αστοιχείωτη, αφού κινείται στα πλαίσια ενός ρομαντισμού, που οι σημερινοί σκληροί οικονομικοί κανόνες τον απορρίπτουν. Η φύση πρέπει να φράσσεται λοιπόν, ν' ανήκει κάπου. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ήδη από το έτος 1999 πάρει θέση υπέρ μιας τέτοιας κατεύθυνσης, υποστηρίζοντας την ιδιωτικοποίηση των ευρωπαϊκών δασών. Αναφέρει σχετική γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής: «Η Κοινότητα θα πρέπει να στηρίξει την ιδιωτικοποίηση των δασών για την αξιοποίησή τους και τη βελτίωση της απασχόλησης» [ΝΑΤ/034, «Δασική Στρατηγική» (πρόσθετη γνωμοδότηση πρωτοβουλίας), Βρυξέλλες 9-12-1999].

Η αρχή τού «πληρώνω για ν' απολαμβάνω», συνεπαγόμενη το κέρδος του εκμεταλλευτή -αφού δεν είναι δυνατό αυτός να επενδύει χωρίς να οφελείται οικονομικά-, αποτελεί μιαν εκβιαστική κι εντέλει καταβιβαστική πρακτική του economicus ανθρώπου, ο οποίος καταμετρά την προσφορά με την τιμή και το κέρδος κι όχι με την αξία, με την ανταλλαγή κι όχι με την ηθική, με το ανάλογον κι όχι με το πρέπον. Για το λόγο αυτό ζητά η εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» το 2005 (φύλλο 2ας-8-2005), με άρθρο του εμβληματικού δημοσιογράφου της Βίκτωρα Νέτα, και αντίθετα με τη στάση των «νεοκοινωνιστών», όλα τα ιδιωτικά ελληνικά δάση να γίνουν δημόσια, διότι «κανένας ιδιώτης δε θα συντηρούσε δάσος χωρίς να έχει έσοδα από αυτό, και ειδικά για την Αττική, κανένας δε θα διατηρούσε το δάσος ως πνεύμονα πρασίνου, παραμερίζοντας την πρόκληση της οικοπεδοποίησης, όταν, μάλιστα, γειτονικές εκτάσεις πωλούνται σε απίθανα υψηλές τιμές!» Ο κοινωνικός άνθρωπος, ως προέχων σε σχέση με τον οικονομικό, οφείλει μπροστά να σταθεί και να μετρηθεί σύμφωνα με τις ευθύνες του, κι όχι ν' αφεθεί στην απολαβή μιας «προσφερόμενης» προσφοράς, η οποία μάλιστα μπορεί να τον απατήσει ή να τον παραπλανήσει ως προς το νόημά της. Τούτος ο άνθρωπος δεν είναι ο προτεινόμενος από τους υπέρμαχους της ιδιωτικής φύσης κοινωνιστές, αφού αυτοί «ντύνουν» με κοινωνικό προσωπείο τον οικονομικό άνθρωπο και τον βάζουν να προηγείται, αφού θεωρούν ότι η κοινωνία στέκει διά της οικονομίας.

 


Το μεγαλείο της Ελλάδας: η απλότητά της -προς θεού, μην τη χαλάσουμε κάμοντάς την σύνθετη!..(«Μπονάτσα στο Τρίκκερι», δεκαετία του 1960, του βολιώτη φωτογράφου Ζήμερη).

 

Το σημαντικότερο όμως τούτων είναι ότι ο άνθρωπος αποστασιοποιείται από την ιδέα της φύσης, δεν εξασκείται και δεν απολυτρώνεται εν (και διά) αυτής, απο-ευθυνοποιείται της προσφοράς. Απολαμβάνει, στο βαθμό που το επιδιώκει και το μπορεί, αμέτοχος! Διότι, η συμμετοχή στο γίγνεσθαι είναι άσκηση ζωής, που εμπερικλείει και την ευθύνη στην προσφορά, από άτομα ενεργά στο όλον της δημιουργίας. Ο πολίτης είναι κοινωνός στη φύση κι όχι εκμεταλλευτής αυτής. Η αποστασιοποίηση του ανθρώπου από το φυσικό όλον, τον καθιστά «καταναλωτή φύσης» κι όχι παραγωγό εν αυτής, όχι συμμέτοχο στο γίγνεσθαι. Ούτε η τυχόν επιτηδευμένη, «κονσερβοποιημένη» συμμετοχή, μέσα από το σύστημα της ιδιωτικής φύσης -π.χ. με προγράμματα ευαισθητοποίησης του κοινού ή με φιλοπεριβαλλοντικές δράσεις-, ούτε ακόμη η σημερινή ασφαλής επιβεβαίωση, που βεβαίως «βολεύει», της αποστασιοποίησης του ανθρώπου από τη φύση και από την ευθύνη του στα πλαίσια της κοινοχρησίας, αποτελούν λόγους για να οδηγηθούμε υπέρ της ιδιωτικής φύσης. Το φυσικό αγαθό είναι εκ των πραγμάτων δημόσιο, αφού οι οφέλειές του κι αντίστοιχα η απόλαυσή του αφορούν στο σύνολο των ανθρώπων, ανεξαρτήτως της επιθυμίας συμμετοχής στην προστασία του ή της αποστασιοποίησης που υπάρχει από αυτό. Η φύση πρέπει να εννοείται κοινή, να θεωρείται στην ολότητα, αφού φύσει η φύση ανήκει στο όλον, λόγω των πάγκοινων προσφορών της, και πρέπει να διαχειρίζεται από την έκφραση της ολότητας, που είναι το (ελληνικό) Δημόσιο, δηλαδή η δημόσια διοίκηση. Εάν τώρα αυτή πάσχει, εάν δυσλειτουργεί, εάν υπολειτουργεί ή παρά φύσιν λειτουργεί, χρέος μας είναι να τη «γιατρέψουμε» ή να την επαναφέρουμε, κι όχι επωφελούμενοι από την παθογένειά της, βρίσκοντας λόγο στο γεγονός αυτό, να παραδώσουμε το φυσικό και δημόσιο αγαθό σε ιδιωτικά χέρια, δηλαδή στην αξιοποίηση σύμφωνα με τους κανόνες της ελεύθερης αγοράς (αποφεύγουμε, για λόγους ευγενείας, την έκφραση «ιδιωτικοί όνυχες», αν και στην πραγματικότητα τέτοιοι είναι!) Και τούτο διότι το φυσικό αγαθό δεν αποτελεί καταναλωτικό προϊόν που διατίθεται στην αγορά, αλλά προσφορά ζωής που έχει να κάμει με το μέλλον του ανθρώπου. και με αυτό δεν παίζουμε στα χρηματιστήρια των αγορών!

Βεβαίως, για την απαξίωση της δημόσιας διοίκησης έχει ευθύνη η πολιτική -αυτό σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να το παραβλέπουμε. Αυτή, είτε με τον τρόπο που κατευθύνει τη διοίκηση, είτε με τον τρόπο που αντιμετωπίζει τα δημόσια πράγματα, ζητώντας από τη διοίκηση ανάλογα να λειτουργήσει, αποτελεί τον κύριο και μεγάλο παράγοντα της ελληνικής κρίσης. Σήμερα μέρος της κοινωνίας προπορεύεται της πολιτικής, μέσα από υγιείς φωνές που κράζουν για τα ουσιώδη του βίου, τα οποία το κράτος παραβλέπει ή αγνοεί, ακολουθώντας τη λογική της αγοράς, αλλά δυστυχώς η κοινωνία αυτή δεν είναι αντιπροσωπευτική του όλου, το οποίο αντίθετα εκφράζεται με την πολιτική. Έτσι οδηγούμαστε στο έσχατο σημείο το δημόσιο αγαθό να θεωρείται ως παραχώρηση ή δωρεά από το κράτος στον πολίτη, παρεχόμενο κατά τρόπο βασανιστικό, εμφανιζόμενος αυτός πλήρως αυτονομημένος από το κοινόχρηστο πράγμα, μην υπακούντας η ενέργειά του σε σχέση με το αγαθό στο κοινό αίσθημα. Ξένος καθώς είναι από αυτό το διεκδικεί ως ύλη και όχι ως αγαθό. Ο πολίτης που διεκδικεί το φυσικό αγαθό -κι όχι την ύλη- θεωρεί ότι του ανήκει ως κοινόχρηστο πράγμα, έχοντας όμως απέναντί του στον αγώνα του το ίδιο το κράτος, το οποίο εξυπηρετεί τα συμφέροντα της αγοράς (δηλαδή το ιδιωτικό όφελος). Από την άλλη πλευρά έχουμε τον πολίτη ο οποίος απαιτεί να ιδιοποιηθεί το δημόσιο (φυσικό) αγαθό για προσωπικό του όφελος κι όχι για το κοινό καλό, και το κράτος -ω το αφερέγγυο αυτό κράτος- συνήθως ενδίδει! Στην περίπτωση αυτή ο ιδιωτικός ορθολογισμός συνεπάγεται αντίστοιχα τον συλλογικό ορθολογισμό. Το πρόβλημα λοιπόν είναι διττό και ας μην το εστιάζουμε στη μια μόνο πλευρά, στη δημόσια διοίκηση. που είναι εξαρτώμενη της πολιτικής στον τρόπο που σκέπτεσθαι και του λειτουργείν. Το κράτος πρέπει να συμπεριφερθεί υπεύθυνα ως πολιτεία και ο πολίτης ν' αποκτήσει τη συνείδηση και την ευθύνη ως προς τη γη του. Τότε η δημόσια γη δε θ' αποτελεί προϊόν διαπάλης, αλλά στοιχείο απόλαυσης και συνειδητοποιημένης δράσης του ανθρώπου.


Δηλωθέντα αυθαίρετα στην Ελλάδα (πηγή ΥΠΕΚΑ).

 

Η αξιοποίηση της φύσης παίρνει άλλη -αναπτυξιακή!- διάσταση από τους υποστηριχτές της, καθώς νοούν τον άνθρωπο εν αυτής όχι ως κοινωνό, ως θεωρό και συμμέτοχο στο φυσικό γίγνεσθαι, αλλά ως εκμεταλλευτή, ως επενδυτή σ' ένα στοιχείο που δεν εκλαμβάνεται ως αγαθό, αλλά ως περιουσιακό κεφάλαιο (ως ύλη). Στα πλαίσια αυτής της αντιμετώπισης θεωρούν, π.χ., συμβατή την πολεοδόμηση των δασών ή την απόδοση των παραλιών σε επιχειρηματικές δραστηριότητες. Προτείνει, σύμφωνα με τούτα, ο καθηγητής των Οικονομικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας Στέλιος Κατρανίδης την απόδοση σε ήπιες οικιστικές χρήσεις των δασικών εκτάσεων που δεν έχουν επιλυμένο το ιδιοκτησιακό τους ζήτημα, για να μη διαιωνίζεται η κατάσταση της αυθαίρετης δόμησης στις εκτάσεις αυτές (εφημερίδα «Κέρδος», φύλλο 19ης-7-2007). Αναλόγως θεωρείται από μεγάλα κι έγκριτα ΜΜΕ, με απήχηση στο κοινό, ότι αντιμετωπίζεται το ζήτημα της προστασίας των δασών μας με τη δόμησή τους! Διατύπωνε έτσι, στο πνεύμα αυτό, η εφημερίδα «Η Καθημερινή» (που εμφανιζόταν με οικολογικό στίγμα!) σε κύριο άρθρο του διευθυντή της Αντώνη Καρκαγιάννη στο φύλλο της 3ης-7-2007 με τον τίτλο «Σκέψεις απόγνωσης», την εξής άποψη: «Αφού έτσι και αλλιώς το δάσος καίγεται και η καμένη γη δεν προστατεύεται, αφού πάντοτε οικοποεδοποιείται και τσιμεντοποιείται με τρόπο άναρχο, χωρίς σχέδιο, με πρόχειρες υποδομές, μήπως θα ήταν προτιμότερο να σχεδιάσουμε και να επιτρέψουμε ρυθμισμένη δόμηση στο 5%, και σε ανάλογο της καμένης γης; Το κέρδος ίσως θα είναι διπλό: Και την άναρχη δόμηση θα αντικαταστήσουμε με ρυθμισμένη, αλλά και τους φυσικούς φύλακες του δάσους και της καμένης γης θα βρούμε. Είναι μια σκέψη... έστω απόγνωσης!» Στο ίδιο πνεύμα κινούνται (και πιέζουν ως προς αυτό...) κόμματα και οργανώσεις, ζητώντας την απελευθέρωση της δασικής γης για δόμηση κι άλλες χρήσεις (ενδεικτικά αναφέρεται ότι στην ενότητα 10.2 του προγράμματος του κόμματος ΛΑ.Ο.Σ. το 2007 περιλαμβανόταν θέση που έλεγε ότι, «...δασικές περιοχές πρέπει να χαρακτηρίζονται μόνον οι εκτάσεις των δρυμών (...) , οι δε εκτάσεις που χαρακτηρίζονται σήμερα ως δασικές χωρίς να είναι δρυμοί θα πρέπει να αποχαρακτηριστούν και να παραδοθούν για συγκεκριμένη γεωργική, αστική ή περιαστική χρήση».

Στα πλαίσια του φιλελευθερισμού η ιδιοκτησία επί των κοινοχρήστων αγαθών είναι θεμιττή, χωρίς όμως ν' αποτρέπεται η απόλαυσή τους από τον πολίτη. Το πώς αυτό το φαινομενικά ασύμβατο συμβιβάζεται, μας το λέγει ο καθηγητής και υπουργός Αθανάσιος Κανελλόπουλος στο βιβλίο του «Οικολογία και Οικονομική του περιβάλλοντος»: «Ο φιλελευθερισμός επιδιώκει παραχώρηση ιδιοκτησίας, σε πολλά κοινόχρηστα αγαθά, όπως λ.χ. δάση, χωρίς να μεταβληθεί ο χαρακτήρας τους ως κοινόχρηστων γιατί πιστεύει ότι μόνο υπό την ατομική υπεύθυνη εποπτεία και όχι υπό καθεστώς συλλογικής ή ακόμη και κρατικής ιδιοκτησίας, όπου μετατίθενται οι ευθύνες, είναι δυνατό να προστατευθεί ο δασικός πλούτος από τις καταστροφές» (Κεφ. ΙΧ). Η θέση αυτή βρήκε πεδίο υλοποίησης στο νόμο 998/1979, ο οποίος έδωσε τη δυνατότητα αναγνώρισης δικαιωμάτων κυριότητας επί δασών (με το άρθρο 8), όπως και τη δυνατότητα τα δασικά εδάφη ν' αλλάξουν χρήση για λόγους δημοσίου συμφέροντος (σχετικό το έκτο Κεφ. του νόμου). Στην πορεία επεκτάθηκαν οι δυνάμενες χρήσεις στα δασικά εδάφη με το νόμο 1734/1987 (με το άρθρο 13), με ανάλογη συνέχεια, με αποτέλεσμα οι χρήσεις αυτές ν' ανέρχονται σήμερα, μετά και τους μνημονιακούς νόμους της τετραετίας 2010-2014, σε αριθμό άνω των 80! [υπογραμμίζουμε, για να κάνουμε την αναπόφευκτα τραγική για τη χώρα μας και για το ύψος της πολιτικής μας σύγκριση, ότι η Ιρλανδία, αν και αντίστοιχα με εμάς είχε μνημονιακή δέσμευση ν' αποκρατικοποιήσει μέρος των δασών της για την αποπληρωμή του χρέους της, δεν το έκαμε, ενώ εμείς εκποιήσαμε δημόσια περιουσία (φύση, δάση, υγροτόπους, νησιά κ.ά.), μέσω του ΤΑΙΠΕΔ!] Την ίδια περίοδο ο υπουργός Στέφανος Μάνος υποστήριζε τη δυνατότητα πολεοδόμησης εκτάσεων με χαμηλή δασική βλάστηση, με ειδικούς όρους δόμησης, «για να προστατεύονται καλλίτερα από τις πυρκαγιές» (εφημερίδα «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία», φύλλο 25ης-11-1990). Ενώ η δόμηση των δασών προσπαθήθηκε δύο φορές να γίνει πράξη την τελευταία δεκαετία με την άρση των συνταγματικών περιορισμών ως προς αυτό, τη μία το 2007 και την άλλη το 2015, με την αναθεώρηση των άρθρων 24 και 117 του Συντάγματος [η σχετική πρόταση αναθεώρησης της κυβέρνησης το 2007 δεν υπερψηφίστηκε (αφαιρούσε από το άρθρο 24 την απαγόρευση της δόμησης των δασών), ενώ το 2015, κι ενώ γνωρίζαμε το καταστροφικό για τα δασικά οικοσυστήματα περιεχόμενό της, δεν προχώρησε η συζήτηση της πρότασης αναθεώρησης λόγω των εκλογών του Ιανουαρίου του 2015, (στην τελευταία αναθεώρηση του άρθρου 24 προτείνονταν οι δασικές εκτάσεις να μπορούν να δομηθούν, ενώ, σε σχέση με την αναθεώρηση του άρθρου 117, η προστασία των δασών και των δασικών εκτάσεων να ισχύσει μετά το Σύνταγμα του 1975!)].

 


Η δόμηση των δασών αναιρεί τη λειτουργία τους ως φυσικών οικοσυστημάτων.

 

Ως προς τη δόμηση των ελληνικών δασών, που αποτελεί «διακαή πόθο» μέρους της ελληνικής κοινωνίας και ως προς την πραγμάτωσή της συναινούν κόμματα, τοπική αυτοδιοίκηση, τύπος, φορείς, τεχνοκράτες και κάποιοι επιστήμονες, πρέπει να κατατεθούν κάποιες αντίθετες με το διακύβευμα της δόμησης απόψεις, μ' επιστημονικό και κοινωνικό περιεχόμενο, διότι οι εύκολες περί τούτου προτάσεις (και «λύσεις») δεν αξιολογούν, παραβλέπουν και ηθελημένα αποκρύβουν ορισμένα ζητήματα, βασικά για την ορθή λειτουργία της κοινωνίας και την ύπαρξη των φυσικών μας συστημάτων. Είναι δε χαρακτηριστικό, σε σχέση με το κλίμα και τις καταστάσεις που διαμορφώνονται ως προς τη δόμηση των ελληνικών δασών, το περιστατικό που αναφέρει ο γνωστός μουσικοσυνθέτης Μίμης Πλέσσας για τον οικισμό των καλλιτεχνών (τη γνωστή «Καλλιτεχνούπολη») στο δάσος του Πικερμίου, που δημιουργήθηκε κατά τη δεκαετία του 1960 και δείχνει τη σύμπραξη των παραγόντων που  προηγουμένως αναφέραμε για την επίτευξη του σκοπού της δόμησης. Λέγει: «Όταν ο Κώστας Γιαννίδης, ο Τάκης Μωράκης κι εγώ, πήγαμε και συναντήσαμε τον Πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου για το ζήτημά μας (τη δόμηση του δάσους), μας αγκάλιασε, πήρε στο τηλέφωνο τον υπουργό Γεωργίας και του ζήτησε μέσα σε ένα μήνα να έχουν ολοκληρωθεί οι διαδικασίες κατάτμησης του χωριού των καλλιτεχνών» (από τον τόμο «Μίμης Πλέσσας, ένας δρόμος, χίλιες νότες», εκδόσεις Άγκυρα, Αθήνα 2002, σελ. 121-122). Με άμεσες δηλαδή διαδικασίες έπρεπε να πραγματοποιηθεί η δόμηση του δάσους! Κι όλα τούτα συνέβαιναν παρά το γεγονός ότι οι πολεοδομικού χαρακτήρα ρυθμίσεις για τους οικοδομικούς συνεταιρισμούς, όπως αυτός της προαναφερόμενης περίπτωσης, πραγματοποιούνταν χωρίς να προβλέπονται από διάταξη νόμου (για την ακρίβεια: απαγορεύονταν), αφού μετά την ισχύ των διατάξεων περί σχεδίων πόλεων (από το έτος 1924 και μετά), δε μπορούσαν να οικοπεδοποιούνται δάση βάσει ιδιωτικού ρυμοτομικού σχεδίου!!! Είναι χαρακτηριστικός ως προς τούτο ο καταγγελτικός λόγος του λογοτέχνη και χρονογράφου Ζαχαρία Παπαντωνίου το έτος 1931: «Πρέπει επιτέλους ν' αφαιρεθεί το δικαίωμα της πολεοδομικής κακουργίας από τους ιδιώτας...»

Ως προς το προκείμενο ζήτημα, για το εάν πρέπει να δομούνται δάση, έχουμε να επισημάνουμε ότι το εγχείρημα της δόμησης των ελληνικών δασών δοκιμάστηκε κατά το παρελθόν κι απέτυχε! Δοκιμάστηκε στις περιπτώσεις των οικοδομικών συνεταιρισμών, της δόμησης για την αποκατάσταση αστέγων και προσφύγων, για τη δημιουργία εξοχικών-παραθεριστικών οικισμών, για τη δημιουργία αγροτικών συνοικισμών, καθώς και σε κείνες τις περιπτώσεις που δάση δομήθηκαν παρανόμως και στη συνέχεια νομιμοποιήθηκε η διαμορφωθείσα κατάσταση. Αν κοιτάξουμε στην Ανατολική Αττική για παράδειγμα και συγκρίνουμε τη σημερινή κατάστασή της με κείνη του παρελθόντος, θα διαπιστώσουμε ότι τα πλούσια αττικά δάση απωλέσθηκαν λόγω της σκόρπιας ή συγκροτημένης δόμησης. Θ' απορήσουμε αλήθεια με το εύρος της καταστροφής! Ακόμη δε και στις περιπτώσεις που οι οικισμοί δημιουργήθηκαν βάσει σχεδίων, με την προοπτική τα δάση να παραμείνουν εντός τους, αυτά χάθηκαν ή βρίσκονται σε κατάσταση πλήρους υποβάθμισης μη λειτουργούντα ως φυσικά (δασικά) οικοσυστήματα (περιπτώσεις Νέου Βουτζά, Ροδόπολης, Καλλιτεχνούπολης, Ανθούσας, Πόρτο Ράφτη, Εκάλης κ.ά.) Οι οικισμοί δεν προστάτευσαν το δάσος κι αντίστοιχα δεν προστατεύτηκαν. Τούτο συνέβη διότι δημιουργήθηκαν σε μεσογειακά οικοσυστήματα, «φιλικά» στη φωτιά, (κυρίως σε πευκοδάση) κι απέτυχαν κατά το πλείστον στην αποστολή τους, να οικίσουν αξιοπρεπώς!, αφού οι οικιστές τους έπρεπε «να ζουν επικινδύνως», με την απειλή της φωτιάς. Τα δάση αυτά κάηκαν (ή καίγονται), και μαζί τους οι περιουσίες των οικιστών, λόγω του εύφλεκτου χαρακτήρα τους. Όπου δε η φωτιά δεν «έφτασε», αυτό συνέβη διότι κατά το μάλλον ή ήττον τα δάση είχαν πάψει να υφίστανται ως φυσικά οικοσυστήματα και να λειτουργούν βάσει των φυσικών μηχανισμών που τα χαρακτηρίζουν, λόγω της ισχυρής αραίωσής τους και της επικράτησης της δόμησης. αποτελούν σκόρπια βλάστηση επί των οικοπέδων! Η επιδίωξη συνεπώς της δημιουργίας «υγιεινών, ποιοτικών οικισμών» σε μεσογειακά οικοσυστήματα δεν επιτεύχθηκε, αφού τα δάση αυτά, ως έχοντα προορισμό να καίγονται και ν' αναγεννιούνται (στα πλαίσια της φυσικής οικολογικής τους διαχείρισης), ακολούθησαν ότι η φύση τους επιβάλλει. Το αίτιο της φωτιάς (το κάψιμο των κλαδιών στην αυλή του σπιτιού, το μπάρμπεκιου, ο σπινθήρας, το αναμμένο τσιγάρο, ο κεραυνός κ.ά.) είναι το στοιχείο που περιμένει το ώριμο (πευκο)δάσος για την εκκίνηση του μηχανισμού φυσικής διαχείρισής του, αφού τούτο ξέρει: να καίγεται όταν ωριμάσει και κορεσθεί από ύλη και ν' αναγεννάται.

 


Δόμηση στην αττική γη (Κουβαράς και Εκάλη, αντίστοιχα).

 

Η ύπαρξη συνεπώς οικισμών στα μεσογειακά οικοσυστήματα (κυρίως στα πευκοδάση της χαμηλής ζώνης) δεν είναι θεμιτή, καθότι συνιστά ασυμβίβαστο με την οικολογική λειτουργία τους. Είναι πρόδηλο ότι η ύπαρξή τους εμποδίζει τη λειτουργία των φυσικών τούτων οικοσυστημάτων και τα υποβαθμίζει. Ο άνθρωπος εν προκειμένω δε συνεισφέρει με τον τρόπο που λειτουργεί, αποτελώντας μάλιστα παράγοντα αποσταθεροποίησής τους, αλλά και καταστροφής τους!.. Ο σύγχρονος άνθρωπος δεν «αφαιρεί» καύσιμα από το δάσος για να τ' αποφορτίσει (καυσόξυλα, ρητίνη, ξερά και κατακείμενα δένδρα κ.ά.), αλλά αντίθετα το «φορτώνει» με επιπλέον εύφλεκτα υλικά που προκύπτουν από τη δραστηριότητά του σε αυτό ως οικιστής (απορρίμματα, εύφλεκτες ύλες και κατασκευές κ.ά.) Ο άνθρωπος αυτός, δεν ημπορεί να καταστεί λειτουργός, χορηγός, δημιουργός, δεν το μπορεί διότι είναι αποστασιοποιημένος από τα γύρα του, από τα φυσικά του κόσμου του, βρίσκεται μακριά από τη λογική της διαχείρισης της υπαίθρου, που παλαιότερα εξασφάλιζε την ισορροπία και τη συνέχεια των φυσικών οικοσυστημάτων. Οι οικίες που ανεγείρονται είναι κατά το πλείστον παραθεριστικές ή δεύτερης κατοικίας, και δεν είναι οπωσδήποτε οικίες του πονητή του τόπου, αλλά του εκμεταλλευτή του, αφού ιδιοποιείται αυτός μέρος της φύσης, αποστερώντας την μάλιστα από τους συνανθρώπους τους.

Και τούτο το τελευταίο είναι σημαντικό, αφού συνιστά τον ηθικό κανόνα λειτουργίας της κοινωνίας σε σχέση με τη φύση. Διότι η δέσμευση δασών και δασικών εκτάσεων για οικιστική χρήση, καθιστά την απόλαυσή τους απαγορευτική από τον κάθε Έλληνα πολίτη, έτσι που το φυσικό αγαθό ν' απολαμβάνεται «κατ' ιδίαν», από μέρος μόνον «εκλεκτών», που συνήθως, τουλάχιστον για τους παραθεριστικούς οικισμούς και δεύτερης κατοικίας, είναι άτομα με κάποια οικονομική επιφάνεια. Αποκλείεται έτσι ο κάθε άνθρωπος από το δικαίωμα και την υποχρέωσή του να είναι θεωρός, χορηγός και συμμέτοχος στο φυσικό γίγνεσθαι, να είναι πονητής του τόπου. Το Σύνταγμα του 1975 διέβλεψε το συγκεκριμένο πρόβλημα κι απαγόρευσε τη δόμηση των δασών και των δασικών εκτάσεων της χώρας, για να λειτουργούν ως φυσικά οικοσυστήματα, τα οποία θ' απολαμβάνονται από τον κάθε Έλληνα πολίτη -για το λόγο αυτό εξάλλου επιδιώκεται η αναθεώρηση των σχετικών άρθρων του! Βέβαια, ο κοινός νομοθέτης, λειτουργών ενάντια στη θέληση του συντακτικού, επιτρέπει «από καιρού εις καιρόν» τη δόμηση των ελληνικών δασών, με το αιτιολογικό είτε της εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος, είτε της νομιμοποίησης παράνομων ενεργειών του παρελθόντος [είναι χαρακτηριστική η περίπτωση του προκλητικού για τις συνταγματικές του υπερβάσεις νόμου 4280/2014, όπου, μεταξύ των άλλων, επιτρέπεται η δόμηση δασών από οικοδομικούς συνεταιρισμούς (άρθρο 10), όπως και για τουριστικά καταλύμματα (άρθρο 36)].

 


Ιδιωτική ακτή! (σκίτσο του Βαγγέλη Παπαβασιλείου για την «Ελευθεροτυπία»).

 

Η (δασική) ιστορία μάς έχει δείξει ότι τα ιδιωτικά δάση δεν «αν(τ)έχονται» ως δάση. επιζητείται η απώλειά τους προκειμένου να πραγματοποιηθούν στα εδάφη τους προσφορότερες χρήσεις -αυτή είναι η πικρή αλήθεια! Ας μιλήσουμε, για του λόγου το αληθές, μ' επίσημα στοιχεία του Υπουργείου Γεωργίας της δεκαετίας του 1930: το 1931 κάηκαν 69.000 στρέμματα δημόσια δάση και 126.000 στρέματα ιδιωτικά, το 1932 κάηκαν 100.00 στρέμματα δημόσια δάση και 150.000 στρέμματα ιδιωτικά, το 1933 κάηκαν 52.000 στρέμματα δημόσια δάση και 75.000 στρέμματα ιδιωτικά, με τη συνέχεια να είναι ανάλογη. Δηλαδή, συστηματικά κάθε χρόνο καίγονταν πολύ περισσότερα ιδιωτικά δάση από τα δημόσια, αν και τα τελευταία κάλυπταν ασυγκρίτως περισσότερες εκτάσεις της χώρας σε σχέση με τα ιδιωτικά! Είναι καταφανές εκ τούτων ότι επιδιωκόταν η καταστροφή των ιδιωτικών δασών ώστε να μεταπέσουν σε άλλες χρήσεις. Υπήρχε σχέδιο; Υπήρχε πρόγραμμα αφανισμού των ιδιωτικών δασών; Μάλλον αυτονόητη είναι η απάντηση. Διερωτώμαστε συνεπώς: Γιατί να καταστήσουμε τον ιδιώτη διαχειριστή δημόσιων αγαθών όταν κατά το παρελθόν δεν τα σεβάστηκε και ενήργησε δολίως κι εγκληματικά για τον Έλληνα και για το φυσικό περιβάλλον της χώρας του; -βέβαια, δεν πρέπει να παραβλέπουμε και τις περιπτώσεις που ιδιοκτήτες δασών σεβάστηκαν το φυσικό αγαθό και το διαχειρίστηκαν υποδειγματικά. δεν αποτελούν όμως τον κανόνα, και σε τούτο το γεγονός πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι οι περιπτώσεις αφορούν σε κατά το πλείστον διαχειρίσιμα δάση για την απόληψη των δασικών τους προϊόντων, κι όχι σε δάση που δίνουν άυλες προσφορές!

Σήμερα, που φωνές μάς καλούν να ιδιωτικοποιήσουμε τα δάση μας, τούτη τη συμβουλή του «σοφού» Αναστασίου Γούδα πρέπει ν' ακούσουμε, όταν πολύ νωρίς, το έτος 1864, παρακινούσε την πολιτεία να σεβαστεί το φυσικό πλούτο της χώρας και να κάμει τα ελληνικά δάση δημόσια (ο Αναστάσιος Γούδας ήταν γιατρός με κύρος και προσωπικότητα κατά το 19ο αιώνα, από τους πρώτους στην Ελλάδα που ενδιαφέρθηκε για τα ελληνικά δάση και την ελληνική φύση). Έλεγε: «Μόνον ο επιστήμων δημόσιος δασάρχης ημπορεί να κρίνει διά το δάσος και ουχί ο ιδιοκτήτης του, εάν μάλιστα κατεπείγηται υπό χρηματικών αναγκών, και δύναται, χάριν της προσωρινής ωφελείας, να βλάψει ή και να καταστρέψει την μέλουσαν και διαρκή ωφέλειαν εκ του δάσους του. Τούτου δε ένεκα αι φρόνιμαι και πατρικαί Κυβερνήσεις καταβάλουσι πάντοτε πάσαν προσπάθειαν, ίνα περιέλθωσι και τα ιδιωτικά ή και αυτά προς τούτοις των κοινοτήτων ή των εταιριών τα δάση εις την κατοχήν και κυριότητα του δημοσίου, διότι τούτο είναι εις θέσιν καλλιτέραν παντός ιδιοκτήτου να παραβλέψει την προσωρινήν ωφέλειαν και ν' αποβλέπει πάντοτε εις την μέλλουσαν και διαρκή. Διά τον λόγον δε τούτον τα δημόσια δάση εις τα πεπολιτισμένα κράτη ουδέποτε ενοικιάζονται» (Γούδας Αν., «Υπόμνημα περί δασών και δασοπονίας», περιοδικό «Η Μέλισσα των Αθηνών», φυλλάδιον ΙΑ΄ και ΙΒ΄, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1864).

 


Τα δάση καίγονται, η φύση υποχωρεί και ο άνθρωπος επελαύνει!

 

Δεν τον άκουσαν οι ηγήτορες τότε, όπως -τότε και πάντοτε- δεν ακούν κάθε φωνή της λογικής, και χάσαμε έτσι πολλά δάση μας γιατί ήταν ιδιωτικά, κι απωλέσθηκε μεγάλο μέρος της ελληνικής φύσης διότι δεν προστατεύτηκε από τους ιδιοκτήτες της!.. -αντίστοιχα οι προβληματισμοί μας για τη «χαλαρή» προστασία των δημοσίων δασών από το κράτος, για την τυχόν υποβάθμιση και την απώλειά τους, εξηγούνται, όπως προείπαμε, από την πολιτική που νομοθετεί και επεμβαίνει/παρεμβαίνει στη διοίκηση.

του Αντώνιου Β. Καπετάνιου

Βιβλιογραφία

  • Βαξεβάνογλου Αλ., «Για το ζήτημα της καινοτομίας: Η ιστορική προσέγγιση», στο συλλογικό τόμο «Κριτικές προσεγγίσεις της ανάπτυξης και της προστασίας του περιβάλλοντος της υπαίθρου», εισαγωγή-επιμέλεια: Λεωνίδας Λουλούδης-Νίκος Μπεόπουλος, εκδόσεις Στοχαστής & Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα 1999.
  • Βάσος Γ., «Η εξαθλίωση του λαού και ο πλούτος της χώρας», εκδόσεις Μαρή & Κοροντζή, Αθήνα 1945.
  • Berten A., Da Silveira P., Pourtois H., «Liberaux et communautariens», PUF, Paris 1997.
  • Berkes F., «Co-operation from the perspective of human ecology», in «Common property resources», Belhaven Press, London 1989.
  • Boockhin M., «The philosophy of social ecology», Canadian review book annual, 1994.
  • Γούδας Αν., «Υπόμνημα περί δασών και δασοπονίας», περιοδικό «Η Μέλισσα των Αθηνών», φυλλάδιον ΙΑ΄ και ΙΒ΄, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1864.
  • Carter F., «The education of little tree», Eleanor Friede Books, New York 1976.
  • Δανιηλίδης Δ., «Νεοελληνική κοινωνία και οικονομία», ιδιωτική έκδοση, Αθήναι 1934.
  • Δελής Γ., «Κοινοτικό δίκαιο Περιβάλλοντος. Οι διαστάσεις της προστασίας του περιβάλλοντος στην κοινοτική έννομη τάξη», εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή 1998.
  • Δρακόπουλος Π., τρία κείμενα: «"Πράσινη" οικονομία: Δεν αφορά τα δένδρα», «Το στοίχημα του μέλλοντος: φυσικός καπιταλισμός», «Το στοίχημα της πράσινης ανάπτυξης», στο αφιέρωμα «Οικολογία & Οικονομία» της εφημερίδας «Ελευθεροτυπία», με τίτλο «Πράσινη Παγκοσμιοποίηση», τεύχος 88, 25-11-2000.
  • Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών [COM(2013)659final/20-9-2013], «Μια νέα δασική στρατηγική της ΕΕ: για τα δάση και τον δασικό τομέα», Βρυξέλες 20-9-2013.
  • Grima A. P. L & Berkes F., «Natural resources: Access. Rights to use and management», in in «Common property resources», Belhaven Press, London 1989.
  • Ζιάκας Θ., «Η κρίση της νεωτερικής εξατομίκευσης και η ελληνική εμπειρία», ετήσιο λεύκωμα πολιτισμού «Ελλάδα & Πολιτισμός» με θέμα «Η ελληνίδα Ευρώπη», έκδοση Ιεράς Μονής Κουτλουμουσίου Αγίου Όρους, Άγιον Όρος 1997.
  • Heidegger M., «Περί της ουσίωσης και της έννοιας της φύσης», μετάφραση: Δημήτρης Υφαντής, εκδόσεις Ροές, Αθήνα 2014.
  • Jackson T., «Prosperity without growth: Economics for a Finite Planet», Earthscan, UK 2009.
  • Jorion P., «Όταν η οικονομική σκέψη δεν αρκεί», εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2012.
  • Κανελλόπουλος Αθ., «Οικολογία και Οικονομική του περιβάλλοντος», εκδόσεις Καραμπελόπουλος, Αθήνα 1985.
  • Καπετάνιος Αντ., «Τη χώρα που μου πήρανε γυρεύω...», εκδόσεις Ηλιοτρόπιο, σειρά: Memorandum, Αθήνα 2003.
  • Καπετάνιος Αντ., «Τοπιογράφοι, ελάτε γρήγορα σ' αυτή τη χώρα...», εκδόσεις Φιλιππότη, Αθήνα 2009.
  • Καραμανώφ Μ., «Βιώσιμο Κράτος & Δημόσια Κτήση. Τα όρια των ιδιωτικοποιήσεων», εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2010.
  • Καστοριάδης Κ., «Σύγχρονος καπιταλισμός και επανάσταση», μετάφραση: Κώστας Κουρεμένος & Άγις Στίνας, εκδόσεις Ύψιλον, Αθήνα 1987.
  • Καστοριάδης Κ., Cohn-Bendit D., «Από την οικολογία στην αυτονομία», μετάφραση: Άλκης Σταύρου, εκδόσεις Κέδρος-Ράππα, Αθήνα 1992.
  • Καστοριάδης Κ., «Η αρχαία ελληνική δημοκρατία και η σημασία της για μας σήμερα», εκδόσεις Ύψιλον, Αθήνα 2005.
  • Καστοριάδης Κ., «Ακυβέρνητη κοινωνία», μετάφραση: Ζήσης Σαρίκας, εκδόσεις Ευρασία, Αθήνα 2010.
  • Κεμίδης Κ., «Δασική ιδιοκτησία», εκδόσεις Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή 1995.
  • Kitto H.D.E., «The Greeks», New York 1951.
  • Κολέμπας Γ., «Τοπικοποίηση: Από το παγκόσμιο... στο τοπικό», εκδόσεις Αντιγόνη, Θεσσαλονίκη 2009.
  • Κουρουσόπουλος Ευθ., «Δασική ιδιοκτησία και διαχείριση», Αθήνα 1978.
  • Κωστάκης Δ., «3 και 1 κείμενα», Οι εκδόσεις των Συναδέλφων, Αθήνα 2012.
  • Μαρκούζε Χ., «Ο μονοδιάστατος άνθρωπος», εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 1971.
  • McGowan B., «Economic life in Ottoman Europe», Cambridge University Press & State University Press, Kent Ohio USA 1981.
  • McGrew W. W., «Land and revolution in modern Greece (1800-1881)», The Kent State University Press, Kent Ohio USA 1985.
  • Mosse C., «Το τέλος της αθηναϊκής δημοκρατίας», εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 1978.
  • Όστρομ Ελ., «Η διαχείριση των κοινών πόρων», μετάφραση: Γιώργος Άρχοντας, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2002.
  • Παπαδημητρίου Ε., «Για μια νέα φιλοσοφία της φύσης. Η πρόκληση της οικολογίας και οι απαντήσεις της φιλοσοφίας», εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα 1999.
  • Παπανικολάου Λ., «Ο νόμος κίνησης της αστικής επανάστασης», εκδόσεις Στάχυ, Αθήνα 1996.
  • Petit Ph., «Η "κατάρα του χρήματος" εξασθενίζει τη δημοκρατία», εφημερίδα «Η Καθημερινή», συνέντευξη στον Γιάννη Παπανικόλαου, φύλλο 28ης-12-2014.
  • Ρουσσώ Ζαν Ζακ, «Οι εξομολογήσεις», μετάφραση: Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου, επίλογος: Κοσμάς Ψυχοπαίδης, βιβλίο δωδέκατο, τόμος δεύτερος, εκδόσεις Ιδεόγραμμα, Αθήνα 1997.
  • Σαμαράς Θ. Χ., «Ευρώπη, παγκοσμιοποίηση και Ελλάδα», εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», φύλλο 8ης-7-2000.
  • Σκλαβούνος Γ. Σ., «Από την πόλη και το τοπικό στο περιφερειακό και το παγκόσμιο», εκδόσεις Γόρδιος, Αθήνα 2006.
  • Σκληρός Γ., «Το κοινωνικό μας ζήτημα», Αθήναι 1907.
  • Skolimowski H., «Eco-philosophy, Designing New Tactics for Living», London 1981.
  • Σκούρτης Σ. Μ., Σοφούλης Μ. Κ., «Η περιβαλλοντική πολιτική στην Ελλάδα», εκδόσεις Τυπωθήτω, Αθήνα 1995.
  • Στεργιόπουλος Ι., «Δασικαί, αγροτικαί, παραλιακαί εκτάσεις», Εκδοτικόν Γραφείον Σείριος, Αθήναι 1973.
  • Τάχος Α. Ι., «Δίκαιο προστασίας του περιβάλλοντος», εκδόσεις Σάκκουλας, 5η έκδοση, Αθήνα 1998.
  • Thoreau H. D., «Walden», Princeton Unoversity Press, Princeton 1973.
  • Τρομπούκης Απ., «Η φιλοσοφία της φύσης στην περιβαλλοντική εκπαίδευση», πανεπιστημιακές σημειώσεις, Ιωάννινα 2000.
  • Τσουκαλάς Κ., «Ιδιωτικοποίηση της φύσης. Μια ρηξικέλευθη πρόταση για την ορθολογικότερη εκμετάλλευση και αξιοποίησή της», εφημερίδα «Το Βήμα», φύλλο 27ης-9-1998.
  • Χέγκελ Γ., «Φιλοσοφία της φύσης (εισαγωγή στη χεγκελιανή διαλεκτική)», εκδόσεις Αναγνωστίδης, Αθήνα αχρονολόγητο.
Share |

Σχετικές Δημοσιεύσεις:

 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital