ΜΟΝΙΜΕΣ ΣΤΗΛΕΣ

Δ.Αρεοπαγίτου

«Να τα αποδεχθούμε ως έχουν»

26 Ιούλιος, 2008

«Να τα αποδεχθούμε ως έχουν»

Επιλέγουμε να συνεχίσουμε τις δημοσιεύσεις τις σχετικές με την αναγκαιότητα ή όχι της κατεδάφισης των διατηρητέων κτιρίων της Δ. Αρεοπαγίτου με ένα άρθρο της κ. Μάρως Καρδαμίτση-Αδάμη. Η κ. Καρδαμίτση-Αδάμη είναι αρχιτέκτων, καθηγήτρια στο ΕΜΠ και μέλος του Κεντρικού Συμβουλίου Νεωτέρων Μνημείων.

Ακολουθεί το άρθρο της κ. Μάρως Καρδαμίτση-Αδάμη το οποίο έχει ως τίτλο «Να τα αποδεχθούμε ως έχουν». Δύο βασικά σημεία επισημαίνονται εδώ. Το πρώτο  είναι ότι δεν υπάρχει μόνον η Ακρόπολη και το Μουσείο αλλά και το άστυ ως ενδιάμεσος κρίκος. Το δεύτερο είναι ότι είναι προτιμότερο να δώσουμε την ευκαιρία και τον χρόνο στην συνύπαρξη και στην αποδοχή των διαφορετικών στοιχείων της κτιριακής κληρονομιάς της πόλης παρά να βιαστούμε να πάρουμε μια απόφαση για απάλειψη από το άστυ των δύο διατηρητέων κτιρίων της Δ. Αρεοπαγίτου. Το άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία» στις 21-10-2007.

Τρόπος συμμετοχής στους «Διαλόγους»


ΜΑΡΩ ΚΑΡΔΑΜΙΤΣΗ-ΑΔΑΜΗ

«Να τα αποδεχθούμε ως έχουν»

Η επιλογή της Αθήνας ως πρωτεύουσας του πρώτου ελληνικού κράτους το 1834 βασίστηκε στην αίγλη που το αρχαίο παρελθόν της ασκούσε στους ίδιους τους Έλληνες, αλλά κυρίως στον δυτικό κόσμο. Παρελθόν που πάνω του μπορούσε να κτιστεί ένα ιδεολογικό υπόβαθρο για ένα μέλλον αποδεκτό τόσο στην ηγεσία όσο και στο λαό. Η Αθήνα πρωτεύουσα βασίστηκε και βασίζεται σ' αυτή την ιδιαίτερη έλξη που ασκεί η Ακρόπολη, αυτό το μοναδικό μνημείο, το φορτισμένο με πολιτιστικές αξίες και συμβολισμούς, αλλά ταυτόχρονα και προσδοκίες.
Σ' αυτές τις τελευταίες στηρίζεται κατά πολύ η δημιουργία του Νέου Μουσείου της Ακρόπολης.

Ο τύπος δεν παύει να μας τονίζει το πόσο πολύ θα εντυπωσιασθούν οι ξένοι που θα έρχονται στην Αθήνα για να το δουν, τη σημαντική ωφέλεια (με ό,τι αυτό μπορεί να υπονοεί) που θα αντλήσει η πόλη από αυτό κτλ κτλ. Κοντεύουμε να ξεχάσουμε ότι το σημείο αναφοράς είναι ο ίδιος ο Ιερός Βράχος, στη συνέχεια η πόλη, το άστυ και ακολουθεί το μουσείο. Ίσως αυτό να είναι το μεγαλύτερο λάθος, απ' όπου ξεκινούν οι περιπέτειες του που άρχισαν πριν από αρκετές δεκαετίες. Μοιάζει να μας διαφεύγει ότι τα κτίρια των μουσείων, όσο σημαντικά κι αν είναι αυτά καθ' αυτά, δεν είναι αυτοσκοπός αλλά κελύφη πολιτιστικών αγαθών.

Με αφορμή λοιπόν τα αρχαία της Ακρόπολης και τη δημιουργία ενός κελύφους-μουσείου που θα τα στεγάσει, προκηρύχθηκαν από το 1977 και μέχρι το 2000 τέσσερεις αρχιτεκτονικοί διαγωνισμοί, δύο πανελλήνιοι (1977, 1979) και δύο διεθνείς (1989, 2000). Έλαβαν μέρος εκατοντάδες αρχιτεκτονικά γραφεία και δαπανήθηκαν τεράστια χρηματικά ποσά (ο μέσος όρος της δαπάνης της κάθε αρχιτεκτονικής συμμετοχής υπολογίζεται γύρω στις 20.000 ευρώ). Φυσικά, η τιμή τού να συνδέσεις το όνομά σου με το Νέο Μουσείο Ακρόπολης (ΝΜΑ) είναι μεγάλη και πολλαπλά εξαργυρώσιμη.

Από τους τρεις πρώτους άγονους ανοικτούς διαγωνισμούς, προέκυψαν μερικές ιδιαίτερα σημαντικές λύσεις, που θα άξιζε ίσως να εκτεθούν επ' ευκαιρία των εγκαινίων του ΝΜΑ και ακόμη, γιατί όχι, να δημιουργηθεί ένας μόνιμος χώρος έκθεσής τους, δηλαδή ένα μικρό εξειδικευμένο μουσείο αρχιτεκτονικής.

Προσωπικά, έχει μείνει στη μνήμη μου μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα λύση στο χώρο της Κοίλης. Σύγχρονη, ευρηματική, ελληνική, με σεβασμό στα εκθέματα και το περιβάλλον. Ο χώρος της Κοίλης απερρίφθη, όμως, μετά το διαγωνισμό ως ακατάλληλος. Τελικά, μετά από αρκετές συζητήσεις και αφού είχαν αφήσει κάποιους να δουλεύουν για μήνες σε «ακατάλληλους χώρους», επελέγη βιαστικά θα έλεγα και ευκαιριακά και όχι με την απαιτούμενη σοβαρότητα ο χώρος του Μακρυγιάννη. Στις ανασκαφές που ακολούθησαν αποκαλύφθηκε, σύμφωνα με τον αρχαιολόγο Β. Πετράκο (Δελτίο της αρχαιολογικής εταιρείας ο Μέντωρ Ιούνιος 2007), «μια μεγάλη αρχαία συνοικία, μοναδική στην Αθήνα, με πυκνότατα αρχαία που διατηρούνται σε αρκετό ύψος. Αν το οικόπεδο ανήκε σε ιδιώτη που ήθελε να κτίσει, θα απαλλοτριωνόταν για να στηθούν τ' αρχαία. Εδώ δεν χρειάστηκε. Τα αρχαία ανήκαν στο κράτος που είχε δικαίωμα να τα χρησιμοποιήσει όπως ήθελε». Αντιπαρέρχομαι.

Οι υπεύθυνοι που στάθμισαν τα στοιχεία και αποφάσισαν τελικά να εγκρίνουν την ανέγερση του ΝΜΑ στο συγκεκριμένο οικόπεδο, έθεσαν και τις κτιριολογικές προδιαγραφές.

Υπήρξαν κάποια ελληνικά αρχιτεκτονικά γραφεία, που, ενώ είχαν επιλεγεί για να συμμετάσχουν στον τελευταίο κλειστό διαγωνισμό, απέσυραν, προς τιμήν τους, τη συμμετοχή τους μετά τη μελέτη του προτεινόμενου κτιριολογικού προγράμματος, κρίνοντας ότι αυτό δεν ήταν δυνατόν «να χωρέσει» στο συγκεκριμένο οικόπεδο, χωρίς άμεσες συνέπειες στον όγκο του κτιρίου και, επομένως, χωρίς βλάβες στη γενικότερη εικόνα του αστικού ιστού. Θεωρώ ότι δικαιώθηκαν.

Σίγουρα, το ιστορικό της ανέγερσης του Μουσείου έχει και σκοτεινά και τρωτά σημεία.

Οπως και να έχει, όμως, το ΝΜΑ είναι πια μια πραγματικότητα. Οι αρχιτέκτονές του θέλω να πιστεύω ότι σχεδίασαν ό,τι καλύτερο μπορούσαν, λαμβάνοντας πάντα υπ' όψιν τους τις προδιαγραφές και τις δεσμεύσεις που τους δόθηκαν: δηλαδή, το κτιριολογικό πρόγραμμα, τη διατήρηση των κηρυγμένων ως μνημεία κτιρίων και την ένταξη στο γύρω δομημένο περιβάλλον.

Για τους λόγους αυτούς δημιουργήθηκαν το λοξό στέγαστρο της εισόδου, που ξεπροβάλλει ανάμεσα στο κτίριο Weiler και τις δύο πολυκατοικίες της οδού Διον. Αρεοπαγίτου, το υαλοστάσιο που εξασφαλίζει το διάλογο μεταξύ της Ακρόπολης και της αίθουσας που προορίζεται να φιλοξενήσει τα Γλυπτά του Παρθενώνα, όταν και αν η γηραιά Αλβιών θελήσει να μας τα επιστρέψει και η επανάληψη της κάτοψης του Παρθενώνα σε τμήμα του δώματος του Μουσείου, που δίνει τη δυνατότητα άμεσης σύγκρισής τους από το βράχο της Ακρόπολης και δημιουργίας των όποιων σκέψεων μπορεί κανείς να κάνει πάνω σ' αυτό.

Έχω κάποιες αντιρρήσεις για τα μεγάλα υαλοστάσια προς την οδό Χατζηχρήστου, αλλά άκουσα ευχαρίστως ότι ο κ. Μπ. Τσουμί θα φροντίσει για τον εξωραϊσμό των όψεων των πολυκατοικιών της Χατζηχρήστου. Μια λύση θα ήταν να κατεδαφιστεί όλος ο χώρος μέχρι τον ναό του Ολυμπίου Διός (φυσικά, αστειεύομαι).

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το αρχιτεκτονικό γραφείο του κ. Μπερνάρ Τσουμί είναι ένα από τα γνωστότερα σήμερα στον κόσμο και ο ίδιος ένας διάσημος αρχιτέκτονας. Δεν θεωρώ ότι το συγκεκριμένο έργο είναι από τα καλύτερά του. Ίσως να φταίνε οι πολλαπλές δεσμεύσεις που ήδη αναφέρθηκαν.

Χωρίς, καμιά, όμως δυσανεξία προς το νέο ή απωθημένη εθνική ευαισθησία, πιστεύω ότι ο πιο πρόσφορος τρόπος για να ενσωματωθεί σωστά στον αστικό ιστό και να συνδιαλλαγεί όχι μόνο με τον Ιερό Βράχο, αλλά και με το θέατρο του Διονύσου, και με τις πολυκατοικίες της Διον. Αρεοπαγίτου, και με το σταθμό του μετρό και με το μέτωπο της Χατζηχρήστου, και με τον πολίτη περιπατητή, είναι να τα αποδεχθούμε όλα μαζί. Να τα αποδεχθούμε ως έχουν, σαν ένα ενιαίο σύνολο, στοιχεία του απώτερου και του νεότερου παρελθόντος της πόλης, κρίκοι της ίδιας αλυσίδας που συνεχίζεται στο χώρο και το χρόνο. Ας τ' αφήσουμε λοιπόν όλα να συνυπάρχουν και σε 10-15 χρόνια τα ξαναλέμε. Εμείς ή κάποιοι άλλοι.


Μάρω Καρδαμίτση-Αδάμη

 

Share |

Σχετικές Δημοσιεύσεις:

 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital