ΜΟΝΙΜΕΣ ΣΤΗΛΕΣ

ΠΥΡΓΟΣ ΠΕΙΡΑΙΑ

Τ. Παπαϊωάννου. ΠΥΡΓΟΣ ΠΕΙΡΑΙΑ 2010

13 Σεπτέμβριος, 2010

Τ. Παπαϊωάννου. ΠΥΡΓΟΣ ΠΕΙΡΑΙΑ 2010

Ακόμη κι ένας διαγωνισμός «Ιδεών» όπως αυτός, δε μπορούσε παρά να προτείνει λύσεις σε υπαρκτά προβλήματα...

Του Τάση Παπαϊωάννου

English version

Ο διαγωνισμός «ΠΥΡΓΟΣ ΠΕΙΡΑΙΑ 2010-Αλλάζοντας την (προσ)ΟΨΗ» δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί απόλυτα επιτυχής, κυρίως λόγω της πολύ μεγάλης συμμετοχής, αλλά και της άψογης οργάνωσης από τους συναδέλφους του ηλεκτρονικού περιοδικού «greekarchitects». Η μεγάλη αυτή συμμετοχή δηλώνει το ενδιαφέρον των αρχιτεκτόνων διεθνώς για τους Αρχιτ. Διαγωνισμούς, αλλά την ίδια στιγμή φανερώνει και τη μεγάλη ανεργία που υπάρχει -δυστυχώς- στον κλάδο μας τα τελευταία χρόνια.

Ο "Πύργος" του Πειραιά, χαρακτηριστικό δείγμα ψηλού κτιρίου της δεκαετίας του '70 και με μακρά ιστορία, έχει μείνει ακατοίκητος όλα αυτά τα χρόνια. Κι αυτό είναι ότι πιο τραγικό μπορεί να επιφυλάξει το μέλλον σ' ένα αρχιτεκτονικό έργο, ανεξάρτητα -φυσικά- από την αρχιτεκτονική του αξία. Να στέκει, δηλαδή, άδειο από ανθρώπους! Θα έλεγα ότι η πιο σημαντική συνεισφορά του συγκεκριμένου διαγωνισμού και των διοργανωτών του, έγκειται ακριβώς στο ότι επισημαίνει την ανάγκη κατοίκησης του κτιρίου, ώστε να αποδοθεί ως "ζωντανό κύτταρο" στην πόλη του Πειραιά και όχι απλώς να "αλλάξουν οι όψεις του". Κατά τη γνώμη μου, η αλλαγή των όψεων και ο γενικότερος εκσυγχρονισμός του εκεί κυρίως αποσκοπούσε. Να λειτουργήσει το ψηλό αυτό κτίριο στο κέντρο του λιμανιού του Πειραιά (με την προϋπόθεση φυσικά, ότι είχαν ελεγχθεί από τους αρμόδιους φορείς ουσιαστικά ζητήματα όπως π.χ. η στατική επάρκεια του φέροντος οργανισμού, η παθητική πυροπροστασία, η ελάχιστη επιβάρυνση του κυκλοφοριακού φόρτου της περιοχής κλπ.), επιτελώντας μια νέα και σημαντική λειτουργία τόσο μέσω των νέων χρήσεων που θα στεγάζονταν εκεί όσο και ως σημαντικού τοπόσημου μέσα στον ευρύτερο αστικό ιστό. Η αλλαγή συνεπώς των όψεων δε μπορούσε να αποτελέσει απλώς ένα νέο "ένδυμα", χωρίς την ίδια στιγμή να υπάρχει και μία πρόταση χρήσης του άδειου κελύφους. Σε αντίθετη περίπτωση θα μιλούσαμε απλώς για μια "σκηνογραφία" χωρίς περιεχόμενο, η οποία δεν θα εξασφάλιζε βεβαίως και τον παραπάνω κεντρικό στόχο. Γι' αυτό ήταν ενδιαφέρουσες οι λύσεις εκείνες που εκτός από την αλλαγή-μετατροπή του εξωτερικού περιβλήματος, πρότειναν ταυτόχρονα και αντίστοιχες χρήσεις-λειτουργίες για τους εσωτερικούς του χώρους, χωρίς κάτι τέτοιο βεβαίως να προδιαγράφεται ρητά στις απαιτήσεις του διαγωνισμού.

Ακόμη κι ένας διαγωνισμός «Ιδεών» όπως αυτός, δε μπορούσε παρά να προτείνει λύσεις σε υπαρκτά προβλήματα, λύσεις φυσικά οι οποίες σε μία επόμενη φάση θα λάμβαναν και την οριστική μορφή τους. Προτάσεις καινοτόμες και ταυτόχρονα ρεαλιστικές. Και εδώ, βεβαίως, δεν εννοώ με κανένα τρόπο, ότι ήταν απαραίτητη η κατασκευαστική επίλυση των προτάσεων που υποβλήθηκαν, αλλά απλώς οι προτάσεις αυτές να έπειθαν ότι θα μπορούσαν να υλοποιηθούν χωρίς προβλήματα, πόσο μάλλον να μη δημιουργήσουν νέα, ακόμη πιο δυσεπίλυτα προβλήματα. Η επιμονή, λοιπόν, ορισμένων συναδέλφων και εμού προσωπικά στην παραπάνω παραδοχή, δεν ήταν για κάποιους αόριστους και νεφελώδεις λόγους "εμμονής" σε κατασκευαστικές λύσεις ή προς χάριν της οικοδομικής τέχνης, αλλά στην πεποίθηση ότι οι μελέτες που θα βραβευτούν μπορούσαν εν δυνάμει να υλοποιηθούν και βέβαια στην προοπτική να κατασκευαστεί το Α' Βραβείο, προκειμένου να λειτουργήσει στο λιμάνι ο "Πύργος" του Πειραιά που ήταν και το ζητούμενο.

Αναρωτιέμαι πως μπορούμε να κρίνουμε επί της ουσίας ένα αρχιτεκτόνημα αν δεν το φανταστούμε να υπάρχει υλοποιημένο στον συγκεκριμένο τόπο και χρόνο; Τι είδους αρχιτεκτονική κριτική θα'ταν αυτή αν το αντιμετωπίζαμε π.χ. απλώς ως γλυπτικό αντικείμενο, ως "έργο τέχνης" και όχι ως χώρο ζωής; Αν μ' άλλα λόγια δεν περιείχε εντός του ένα "κατοικείν";

Κάθε έρευνα, κάθε πείραμα έχει αξία νομίζω στην αρχιτεκτονική, όταν ως κύριο στόχο έχει τον χώρο ζωής, ακόμη κι αν καμιά φορά φαίνεται σε πρώτη ματιά ουτοπικός. Συνεπώς τον αρχιτεκτονικό χώρο δε μπορούμε να τον θεωρούμε μόνον ως αισθητικό αντικείμενο ή να του αποδίδουμε ασαφείς χαρακτηρισμούς όπως «ονειρικό», «ποιητικό» κλπ. Η αξία του αρχιτεκτονήματος έγκειται κυρίως στο ότι οφείλει να απαντά εύστοχα σε συγκεκριμένες και πραγματικές κάθε φορά ανάγκες κι αν έχει βέβαια την τύχη ο δημιουργός του να κάνει και ένα έργο πραγματικά «ποιητικό», ακόμη καλύτερα! Νομίζω ότι ο πιο ουσιαστικός και καίριος ρόλος της αρχιτεκτονικής, αυτός που την ουσιώνει και την κάνει να υπάρχει, είναι ακριβώς να δίνει λύσεις σε υπαρκτά και ζωτικά προβλήματα της πόλης και των ανθρώπων, μακριά από ένα στείρο και άγονο φορμαλισμό, ιδίως σε μια δύσκολη εποχή σαν τη δική μας, όπου το θέαμα και ο καταναλωτισμός της εικόνας έχει καταστεί καταστροφικός για την αρχιτεκτονική και όχι μόνον.

Εκεί ακριβώς εντοπίζεται κατά την προσωπική μου άποψη, η μεγάλη ευθύνη που είχαμε απέναντι στους εκατοντάδες συναδέλφους που έλαβαν μέρος στο διαγωνισμό και προσπάθησαν να απαντήσουν στα περισσότερα αρχιτεκτονικά ζητήματα που εκ των πραγμάτων έθετε ο διαγωνισμός αυτός, χωρίς να παρακάμπτουν κάποια εν ονόματι της ποίησης ή του ονείρου. Άλλωστε, ας μην ξεχνάμε ότι δεν είναι όλα τα ποιήματα καλά και πολλά όνειρα καταλήγουν να γίνονται στο τέλος εφιάλτες.

Είχα επισημάνει από την αρχή (πριν την προκήρυξη του διαγωνισμού) στον Β. Μιστριώτη την επιφύλαξή μου σχετικά με το γεγονός ότι η διαδικασία κρίσης θα γινόταν αποκλειστικά μέσω του διαδικτύου, αφαιρώντας έτσι τη δυνατότητα στους κριτές να έχουν μεταξύ τους μια ζωντανή συζήτηση, ανταλλάσσοντας σκέψεις και απόψεις, κάτι που επεσήμαναν αργότερα κατά τη διαδικασία κρίσης και άλλοι συνάδελφοι. Όπως μου εξήγησε όμως τότε, υπήρχαν ανυπέρβλητα οργανωτικά, αλλά και οικονομικά προβλήματα (κυρίως σε ότι αφορούσε στους ξένους συναδέλφους και τη δυνατότητά τους να βρεθούν στην Ελλάδα κλπ.) πράγμα που θεώρησα απολύτως λογικό. Δε θα έλεγα όμως ότι αυτή ήταν η αιτία που οδήγησε τους κριτές σε διαφορετικές αξιολογήσεις των μελετών που υποβλήθηκαν.

Κατά τη διαδικασία κρίσης (ιδίως στην τελική φάση) εμφανίστηκαν πράγματι να διαμορφώνονται δύο τάσεις μεταξύ των μελών της επιτροπής, γεγονός που επεσήμανε και ο συνάδελφος Τριποδάκης, εντοπίζοντας το πρόβλημα κυρίως στην έλλειψη κριτηρίων τα οποία έπρεπε -και σωστά- να είχαν τεθεί κατά την αρχική φάση της διαδικασίας αξιολόγησης των μελετών. Το ερώτημα όμως παρ' όλα αυτά παραμένει: η ύπαρξη κριτηρίων εξασφαλίζει το γεγονός ότι όλοι οι κριτές θα τα λάβουν υπόψη τους (και μάλιστα με τον ίδιο τρόπο), αφού πάμπολλες φορές -όπως έχει δείξει η εμπειρία- κάτι τέτοιο εν τέλει καταστρατηγείται; Ένα παράδειγμα: ο «περιβαλλοντικός χαρακτήρας» της πρότασης χρησιμοποιήθηκε από ορισμένους κριτές για να υποστηρίξουν τη λύση που πρότειναν για το πρώτο βραβείο και ακριβώς για τον ίδιο λόγο από κάποιους άλλους να μην την ψηφίσουν, θεωρώντας ότι παρουσιάζει μεγάλα προβλήματα περιβαλλοντικού χαρακτήρα. Το ίδιο κριτήριο, δηλαδή, χρησιμοποιήθηκε τη μια φορά θετικά και την άλλη αρνητικά για την ίδια ακριβώς λύση.

Συνεχίζοντας θα έλεγα, μάλιστα, ότι το ενδεχόμενο να υπάρχουν σε μία επιτροπή διαφορετικές προσεγγίσεις μεταξύ των μελών της, είναι κάτι απολύτως φυσιολογικό και υγιές, για να μην πω αναγκαίο. Και αυτό, γιατί πολύ απλά δεν έχουμε όλοι τις ίδιες απόψεις για την αρχιτεκτονική. Δεν κρίνουμε όλοι βάσει των ίδιων κριτηρίων, δίδοντας κάθε φορά προτεραιότητα σε αυτό που κατά τη γνώμη μας είναι σημαντικό και ουσιώδες. Και το γεγονός αυτό δεν πρέπει να μας φοβίζει ή να προβληματίζει, αντίθετα να το θεωρούμε αναμενόμενο, ιδίως σε μία τόσο διευρυμένη κριτική επιτροπή. Εν τέλει, είχε μου φαίνεται ιδιαίτερη σημασία για κάθε έναν από εμάς, η επιλογή -για το Α' Βραβείο- της πρότασης εκείνης που θα ήθελε να δει υλοποιημένη(;) στη συγκεκριμένη περίπτωση. Και αυτό ισχύει πιστεύω για όλους τους κριτές και όχι μόνον αυτού του διαγωνισμού.

Σε κάθε αρχιτεκτονικό διαγωνισμό οι κριτές αναλαμβάνουν το δύσκολο ρόλο και την ευθύνη της τελικής επιλογής. Ιδιαίτερα η ευθύνη αυτή ήταν μεγαλύτερη στο συγκεκριμένο διαγωνισμό, λόγω της μεγάλης συμμετοχής και της πληθώρας των διαφορετικών προσεγγίσεων. Μια ευθύνη που εκτός των άλλων (αξιολόγηση προτάσεων, απονομή βραβείων, επαίνων κλπ.) δημιουργεί μέσω των τελικών επιλογών μας, αναπόφευκτα, αρχιτεκτονικά πρότυπα, ιδιαίτερα για τις νέες γενιές αρχιτεκτόνων. Στο διαγωνισμό συμμετείχαν ως κριτές, εκτός των αγαπητών και αξιόλογων συναδέλφων από την Ελλάδα και το εξωτερικό και αρκετοί συνάδελφοι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι η ευθύνη των οποίων νομίζω, ακριβώς για τους παραπάνω λόγους, ήταν διπλή. Οφείλαμε, λοιπόν, να απαντήσουμε με πειστικό και ξεκάθαρο τρόπο σε όλους τους συμμετέχοντες και ευρύτερα στην αρχιτεκτονική κοινότητα, κυρίως όμως στους πολίτες του Πειραιά που περίμεναν να δουν επιτέλους μια σοβαρή επίλυση στο χρόνιο πρόβλημα του εγκαταλελειμμένου «Πύργου», για ποιούς λόγους επιλέξαμε τις συγκεκριμένες προτάσεις και όχι ενδεχομένως κάποιες άλλες.

Συνολικά υπεβλήθησαν 380 προτάσεις που απαντούσαν σ' ένα ευρύτατο φάσμα προβληματισμού και οι οποίες θα μπορούσαν σχηματικά να ομαδοποιηθούν στις παρακάτω κατηγορίες, χωρίς να χάνουν προφανώς την αυτοτέλεια και την ιδιαιτερότητα της ιδέας τους:

α) Επένδυση των όψεων με ελάχιστες επεμβάσεις, κρατώντας ανέπαφη τη συνθετική και κατασκευαστική δομή του κτιρίου.

β) Προσθήκη περιμετρικής ζώνης στο κτίριο, το εξωτερικό όριο της οποίας αποτελούσε σε πρώτο επίπεδο την εξωτερική όψη του κτιρίου, ενώ σε δεύτερο την εσωτερική που ταυτίζονταν με το επίπεδο της υπάρχουσας όψης.

γ) Προσθήκη μικρών-δευτερευόντων όγκων στο κυρίως κτίριο εν είδη "παρασίτων".

δ) Προσθήκη-συμπλήρωση του βασικού όγκου είτε κατά το πλάτος είτε καθ' ύψος.

ε) Μεγάλες επεμβάσεις/προσθήκες αλλάζοντας ριζικά τόσο τη συνθετική όσο και την στατική δομή του κτιρίου.

στ) Προσπάθεια δημιουργίας σήματος/συμβόλου -τις περισσότερες φορές- με εξαιρετικά απλοϊκό και κακόγουστο τρόπο, φτάνοντας σε ορισμένες περιπτώσεις στα όρια του kitsch.

Κατά τη γνώμη μου μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσίαζαν -κυρίως- οι προτάσεις των δύο πρώτων κατηγοριών και αυτό γιατί λάμβαναν υπόψη τους και "ακολουθούσαν" τη συνθετική και κυρίως την κατασκευαστική/στατική δομή του υφισταμένου κτιρίου. Λύσεις, δηλαδή, που θα μπορούσαν εύκολα να εφαρμοστούν κρατώντας ανέπαφο το φέροντα οργανισμό του κτιρίου, προτείνοντας παράλληλα νέες χρήσεις που θα μπορούσαν να στεγαστούν χωρίς προβλήματα στο υφιστάμενο κέλυφος.

Βασικό ζητούμενο ήταν η ηλιοπροστασία του κτιρίου, μέσω καινοτόμων (ακόμη και πειραματικών) προτάσεων που θα απαντούσαν με πειστικό τρόπο σ' αυτό το πρόβλημα. Επίσης ο τονισμός και η σηματοδότηση του κτιρίου ως κτιρίου-τοπόσημου στο μεγαλύτερο λιμάνι- "πύλη εισόδου" της χώρας.

Στο τέλος της διαδικασίας κρίσης και όταν πλέον είχαν επιλεγεί μετά από αλλεπάλληλες ψηφοφορίες οι δύο επικρατέστερες προτάσεις (Νο 110 και Νο 311), ο συνάδελφος A.Wood άνοιξε μια ενδιαφέρουσα συζήτηση την οποία συνεχίσαμε και άλλοι συνάδελφοι (συμφωνώντας με τους προβληματισμούς και τις επισημάνσεις του), σχετικά με την αξία αυτών των προτάσεων και με το εάν έπρεπε να βραβευτούν. Αυτό όμως ήταν κάτι που διαφαίνονταν και από την προηγούμενη φάση ψηφοφορίας (μεταξύ των 6 επικρατέστερων και των άλλων 6 που ακολούθησαν) απ' όπου απουσίαζαν λύσεις με μεγάλο κατά τη γνώμη μου ενδιαφέρον και οι οποίες μπορούσαν κάλλιστα να προκριθούν στα βραβεία, όπως άλλωστε είχα και τότε επισημάνει. Επανήλθε συνεπώς εκ των πραγμάτων το καίριο ερώτημα: τι είδους λύσεις επιλέγουμε να βραβεύσουμε και το κυριότερο ποια θα είναι αυτή που θα πάρει το πρώτο βραβείο;

Πράγματι απ' ότι φάνηκε εκ των υστέρων το παραπάνω ερώτημα ήταν πολύ κρίσιμο, σε συνδυασμό βεβαίως με το εάν στα πλαίσια του διαγωνισμού ήταν απαραίτητος όρος η δυνατότητα υλοποίησης ή όχι των προτάσεων που θα βραβευτούν. Και τούτο γιατί, ανάλογα με την απάντηση που θα δίναμε στο παραπάνω ερώτημα, εξαρτιόνταν αυτόματα και ο τρόπος που θα αξιολογούσαμε στη συνέχεια τις προτάσεις που υποβλήθηκαν. Αυτό μάλιστα, είναι ένα ερώτημα γενικότερο και εξαιρετικά σημαντικό και δεν αφορά μόνον στο συγκεκριμένο διαγωνισμό, αλλά ακόμη και στον τρόπο που σκεφτόμαστε την αρχιτεκτονική. Εάν συνεπώς μέσα στους στόχους των διοργανωτών ήταν η εφικτότητα των προτάσεων που θα βραβευτούν και έχω την εντύπωση ότι ήταν (βλ. προκήρυξη, δυνατότητα επιλογής δομήσιμων υλικών συγκεκριμένης εταιρίας, κλπ.) τότε οι δύο λύσεις (Νο 110 και 311) απείχαν πολύ απ' αυτόν το στόχο. Βέβαια υπήρχαν συνάδελφοι που πίστευαν ακριβώς το αντίθετο και γι' αυτό προφανώς τις ψήφισαν.

Προσωπικά, (αλλά όπως και άλλοι συνάδελφοι δήλωσαν στη συνέχεια) μου ήταν εξαιρετικά δύσκολο να κρίνω αφηρημένες και ασαφείς προτάσεις, προτάσεις που στην ουσία "υπέσκαπταν" εκ των πραγμάτων τα όποια αρχιτεκτονικά κριτήρια θα μπορούσε να θέσει κανείς, αποφασίζοντας τελικά με γνώμονα μόνο αν οι λύσεις αυτές είχαν ...ισχυρό συμβολικό περιεχόμενο, ποιητική διάθεση ή ότι κινούνταν στο πεδίο του φαντασιακού και αυτά φυσικά όπως καθένας τα καταλάβαινε και τα φανταζόταν. Για τους παραπάνω λόγους θεώρησα ότι καμιά από τις δύο λύσεις δεν έπρεπε να λάβει το Α' Βραβείο (παρ' όλο που διαφέρουν πολύ η μία από την άλλη και δεν είναι της ίδιας αξίας), ακριβώς γιατί πιστεύω ότι είναι αμφιλεγόμενες προτάσεις με μεγάλο βαθμό αοριστίας, αλλά και στην ιδανική ακόμη περίπτωση που εύρισκε κανείς τον τρόπο να τις υλοποιήσει, θα δημιουργούσαν πολύ περισσότερα προβλήματα από αυτά που έρχονταν να επιλύσουν (π.χ. ορισμένα εξ αυτών επισημαίνουν πολύ εύστοχα οι συνάδελφοι A.Wood, Θ.Στασινόπουλος και Α.Τριποδάκης). Ούτε βεβαίως είχε κάποιο νόημα να ψηφίσω με τη λογική του "μη χείρον βέλτιστον", επιλέγοντας ανάμεσα σε δύο λύσεις που δεν κάλυπταν τα κριτήρια που είχα θέσει.

   Έκρινα, λοιπόν, πως το καλύτερο που είχα να κάνω στην τελική φάση, ήταν να αφήσω στους συναδέλφους μου να επιλέξουν ανάμεσα στις λύσεις που εκείνοι ανέδειξαν ως καλύτερες, σεβόμενος τη γνώμη τους την οποία όμως δεν μπορούσα να παρακολουθήσω και με την οποία διαφωνούσα ριζικά! Κατόπιν όλων αυτών, αλλά και βάσει του τρόπου με τον οποίο είχα αξιολογήσει τις προτάσεις μέχρι εκείνη τη στιγμή, μου ήταν πρακτικά αδύνατον να συμμετάσχω στην τελική ψηφοφορία μεταξύ των δύο επικρατέστερων λύσεων και γι' αυτόν το λόγο απείχα από τη διαδικασία.

Προτείνω την παρακάτω σειρά κατάταξης:


Για το Α' βραβείο τη μελέτη με κωδικό 496


Για το Βʼ'βραβείο τη μελέτη με κωδικό 656


Για το Γ' βραβείο τη μελέτη με κωδικό 110


Για Α' Έπαινο τις 3 μελέτες με κωδικoύς 182, 293 και 311»

Μεταξύ τωv 6 προτάσεων προτείνω για το Α' Βραβείο -κατ' οικονομία- την πρόταση με κωδικό 496, λόγω της ευρηματικής και απλής λύσης επένδυσης-σκίασης των όψεων του "Πύργου" που επιτυγχάνει την ηλιοπροστασία του κτιρίου και κυρίως στο ενδιαφέρον που παρουσιάζουν οι μεταβαλλόμενες όψεις του κατά τη διάρκεια της ημέρας, αποτελώντας παράλληλα ένα χαρακτηριστικό τοπόσημο αναφοράς για το λιμάνι του Πειραιά. Η επιφύλαξή μου έγκειται στο γεγονός ότι σε περίπτωση υλοποίησης της πρότασης, είναι πιθανόν η τελική κατασκευή να είναι αρκετά σύνθετη, αλλά και βαριά προκειμένου να αντέξει στην ανεμοπίεση λόγω του μεγάλου ύψους, όπως επίσης και στο πως αυτή θα συμπεριφερθεί στη διάρκεια του χρόνου.

Θα ήθελα όμως να προσθέσω ότι στη θέση ορισμένων από τις προτάσεις που ψηφίστηκαν ως επικρατέστερες, απουσιάζουν εκείνες οι οποίες κατά τη γνώμη μου θα μπορούσαν να βρίσκονται ανάμεσα στα βραβεία. Η σειρά κατάταξης συνεπώς που προτείνω για τα βραβεία και τους επαίνους, εκφράζει περισσότερο την άποψή μου για τη μεταξύ τους αξιολόγηση, παρά το ποιες προτάσεις προσωπικά θα πρότεινα για βράβευση ανάμεσα στις υπόλοιπες συμμετοχές.

Τάσης Παπαϊωάννου
Αρχιτέκτων

 

Share |

Σχετικές Δημοσιεύσεις:

 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital