ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΕΣ
Συμμετοχες 2015
Φοιτήτρια : Μουντανέα Κυριακή
Επιβλέποντες: Μαρία Μάρκου - Κωνσταντίνος Μωραΐτης
Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ
Ημερομηνία υποστήριξης: 3-04-2015
Η εργασία ασχολείται με την ανάδειξη του αρχαίου ποταμού Ιλισού στη σύγχρονη Αθήνα, αναζητώντας συμβολικούς αλλά και πραγματικούς τρόπους επαναφοράς του σε όλο του το μήκος. Στόχος είναι η υπενθύμιση της παρουσίας του Ιλισού αλλά και των υπόλοιπων «θαμμένων» ρεμάτων της Αττικής και η περιβαλλοντική ευαισθητοποίηση της πόλης, με μακροχρόνιες προοπτικές καθολικής ανάδειξης και ένταξης των ρεμάτων στον αστικό ιστό.
Η πορεία και η μορφή του Ιλισού στο χώρο και το χρόνο αναζητήθηκαν μέσα από χάρτες, περιγραφές, ζωγραφικές και φωτογραφικές απεικονίσεις της Αθήνας του 19ου αιώνα, καθώς και στην Οριστική Μελέτη Διευθέτησης Ιλισού (1933) στο αρχείο της ΕΥΔΑΠ. Οι πηγές του ποταμού βρίσκονται στη βορειοδυτική πλαγιά του Υμηττού, από όπου ξεκινά ένα ξηρό ρέμα που περνάει μέσα από το Πάρκο στο Γουδή για να οδηγηθεί στην υπόγεια διαδρομή του κάτω από τις οδούς Μιχαλακοπούλου και Βασ. Κωνσταντίνου. Το ρέμα εμφανίζεται ξανά, για ένα μήκος μικρότερο από 200 μέτρα, στην περιοχή του Μετς, δίπλα στην εκκλησία της Αγίας Φωτεινής και τους Στύλους του Ολυμπίου Διός και από εκεί συνεχίζει την υπόγεια πορεία για να καταλήξει στην ανοιχτή τσιμεντένια κοίτη ανάμεσα στην Καλλιθέα και το Μοσχάτο και να εκβάλει τελικά στο Φαληρικό όρμο. Η εκτροπή της κοίτης -που μέχρι τότε συνδεόταν με του Κηφισού- για την εκβολή του ποταμού στη θάλασσα, ήταν η πρώτη μεγάλη επέμβαση στον ποταμό (αρχές 20ου αιώνα) και την ακολούθησε η κάλυψη του υπόλοιπου ρέματος με οδικούς άξονες, που πραγματοποιήθηκε σταδιακά από το 1936 έως και τη δεκαετία του 1960.
Ακολουθώντας λοιπόν την λογική της ιστορίας του χειμάρρου, η εργασία προτείνει τη σταδιακή μετάβαση από την υφιστάμενη κατάσταση των πολυσύχναστων δρόμων και λεωφόρων, σε ένα σύνολο πράσινων διαδρομών πάνω από το ποτάμι. Βραχυπρόθεσμος στόχος είναι η προώθηση περιβαλλοντικής σκέψης και ενός τρόπου ζωής πλησιέστερου στο φυσικό στοιχείο, ούτως ώστε η ίδια η πόλη να αναζητήσει πιθανώς μακροχρόνια, είτε καθολικά είτε σε τμήματα, το ίδιο το θαμμένο ποτάμι.
Η πρόταση αφορά στην ήπια μετατροπή των οδικών αξόνων που καλύπτουν τον Ιλισό (Μιχαλακοπούλου, Βασ. Κωνσταντίνου, Αρδηττού και Καλλιρρόης) σε πράσινους διαδρόμους. Η διαδρομή, ακολουθώντας τη ροή του ποταμού ξεκινά από τον Υμηττό και περνώντας μέσα από διαφορετικές συνοικίες της Αθήνας, καταλήγει στο Φαληρικό όρμο. Μπορεί να ενισχυθεί με δύο σημαντικές τοπιακές διαμορφώσεις στα σημεία έναρξης και λήξης της, όπου το ρέμα είναι εμφανές, ενώ συμπληρώνεται με την ανάδειξη της αρχαίας κοίτης στους Στύλους, όπου κρίνεται δυνατή ακόμα και σήμερα η αποφόρτιση των αστικών λειτουργιών και η επαναφορά του φυσικού στοιχείου.
Η μετατροπή των λεωφόρων σε πράσινους διαδρόμους προτείνεται μέσω της ένταξης συνεχούς ποδηλατόδρομου σε αυτές και της φύτευσης της κεντρικής νησίδας με πλατάνια, χαρακτηριστικό στοιχείο μεσογειακής ποταμίσιας βλάστησης.
Η αποτελεσματικότητα αυτής της διαδρομής μπορεί να ενισχυθεί με την σύνδεσή της με αστικές λειτουργίες ώστε να προσελκύει περισσότερους χρήστες. Επεκτείνεται έτσι σε ένα πράσινο δίκτυο από πάρκα, αθλητικές εγκαταστάσεις, πολιτιστικά κέντρα και εκπαιδευτικά ιδρύματα, το οποίο θα έχει ως βασικό συνδετικό άξονα το ίχνος του Ιλισού και εγκάρσιες συνδέσεις μέσω τοπικών οδών προς τα σημεία του δικτύου.
Η εργασία εστιάζει στην περιοχή της αρχαίας κοίτης στους Στύλους, όπου προτείνεται η ανάδειξη του ρέματος που έχει διατηρηθεί μέχρι σήμερα ανοιχτό και η εμφάνιση ακόμη μεγαλύτερου τμήματος παράλληλα με τη λεωφόρο Αρδηττού. Η πρόταση μεταφέρει και τα δύο ρεύματα κυκλοφορίας στο υπερυψωμένο τμήμα της Αρδηττού και την κίνηση του τραμ κάτω από τη λεωφόρο, επιτρέποντας έτσι την εμφάνιση της κοίτης, που μπορεί να τροφοδοτείται με νερό από τον υπόγειο αγωγό και στη συνέχεια να ρέει στο υφιστάμενο ανοιχτό τμήμα δίπλα στην Αγία Φωτεινή.
Οι αφορμές των σχεδιαστικών επιλογών για το νέο τοπίο της αρχαίας κοίτης δόθηκαν από το «Φαίδρο» του Πλάτωνα, όπου ο Σωκράτης περιγράφει τον ίδιο αυτό χώρο κατά τον 4ο π.Χ. αιώνα. Μας μεταφέρει μια όμορφη τοποθεσία, ένα τοπίο ευωδιαστό, με κρύο νερό που το καταλαβαίνεις με το πόδι, ενώ ακούς τη μελωδία του θέρους . Η αντίληψη του τοπίου στην πλατωνική περιγραφή γίνεται έτσι μέσω και των πέντε αισθήσεων, εργαλείο που οδήγησε στο σχεδιασμό του χώρου με τρόπο που εκείνες κάθε φορά να εντείνονται, σε μια προσπάθεια να μεταφερθεί στο σύγχρονο επισκέπτη η αίσθηση της αρχαίας τοποθεσίας.
Μία πορεία δίπλα σε αρωματικά φυτά, μικρές προβλήτες, βρύσες με πόσιμο νερό, ένας τοίχος γύρω από το φυσικό βράχο της περιοχής που μπορεί να «εγκλωβίσει» τον ήχο του νερού και διάφορα σημεία θέασης προς τα σημαντικά μνημεία της περιοχής αποτελούν τα πέντε σημεία όπου μία αίσθηση κάθε φορά κυριαρχεί στην αντίληψη του τοπίου. Ο χώρος ολοκληρώνεται με τη διαμόρφωση του προαυλίου της Αγίας Φωτεινής, το σχεδιασμό ενός μικρού αμφιθεάτρου και την οργάνωση της βλάστησης με θάμνους και δέντρα που αναγνωρίστηκαν εκεί.